Το πραγματικό τέλος της Pax Americana | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Το πραγματικό τέλος της Pax Americana

H Γερμανία και η Ιαπωνία αλλάζουν – και το ίδιο κάνει η μεταπολεμική τάξη πραγμάτων

Προκειμένου να διατηρήσει μια εικόνα ισορροπίας στην περιοχή, η Ιαπωνία έχει επιδιώξει μια στρατηγική τριών αξόνων. Πρώτον, έχει αυξήσει σταδιακά τις αμυντικές δαπάνες της [6] τα τελευταία χρόνια, από 45,1 δισεκατομμύρια δολάρια το 2017 σε 54,1 δισεκατομμύρια δολάρια το 2021. Το κυβερνών Φιλελεύθερο Δημοκρατικό Κόμμα (Liberal Democratic Party, LDP) της Ιαπωνίας έχει υποστηρίξει ότι η χώρα θα πρέπει να στοχεύει να δαπανά το 2% του ΑΕΠ της στην άμυνα, κάτι το οποίο θα σήμαινε τον διπλασιασμό του τρέχοντος προϋπολογισμού της. Δεύτερον, η Ιαπωνία έχει επιδιώξει να εμβαθύνει την συμμαχία της με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Το LDP έχει ξεκινήσει εσωτερικές συζητήσεις [7] για την πυρηνική αποτροπή, συμπεριλαμβανομένου του αμφιλεγόμενου ζητήματος μιας δυνητικής συμφωνίας πυρηνικού διαμοιρασμού με την Ουάσιγκτον, η οποία θα υποχρέωνε το Τόκιο να λάβει μέρος σε διαβουλεύσεις για τα πυρηνικά όπλα και την χρήση τους ως μέρος μιας κοινής δομής λήψης αποφάσεων. Και η Ιαπωνία αναδημιουργεί επίσης τις σχέσεις ασφαλείας της με άλλους εταίρους στην περιοχή, ιδιαίτερα την Αυστραλία, την Ινδία, τις Φιλιππίνες, την Σιγκαπούρη και το Βιετνάμ. Το Τόκιο ενσωματώνει τώρα αυτές τις αλλαγές σε μια νέα στρατηγική εθνικής ασφαλείας που θα δημοσιευθεί μέχρι το τέλος του έτους.

Αυτή η αναδυόμενη στρατηγική αντανακλάται στην απάντηση της Ιαπωνίας στην εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, η οποία διαφέρει αισθητά από την απάντησή της στην προσάρτηση της Κριμαίας από την Ρωσία το 2014. Τότε, η Ιαπωνία επιδίωξε να διατηρήσει σταθερές σχέσεις με τη Μόσχα, εν μέρει για να αντισταθμίσει το Πεκίνο και εν μέρει— όπως η Γερμανία— για να προμηθεύεται φθηνή ενέργεια από την Ρωσία. Αυτή την φορά, η Ιαπωνία έχει βρεθεί στα πρόθυρα της αναστολής της διμερούς σχέσης της με την Ρωσία, έχει συμπράξει με τις Ηνωμένες Πολιτείες και τις ευρωπαϊκές χώρες στην επιβολή κυρώσεων κατά της Μόσχας και έχει παράσχει οικονομική καθώς και μη φονική στρατιωτική βοήθεια στην Ουκρανία. Το έχει πράξει, εν μέρει για να ενδυναμώσει τους δεσμούς της με την Ουάσιγκτον και εν μέρει διότι φοβάται ότι η Κίνα ίσως έμπαινε στον πειρασμό να αναλάβει μια παρόμοια επίθεση στην Ταϊβάν [8]. Η Ιαπωνία θέλει να επιβάλει υψηλό κόστος στην Ρωσία, ώστε η Κίνα να λάβει το μήνυμα: εισβάλετε στην Ταϊβάν και θα κατατροπωθείτε από τις στρατιωτικές, πολιτικές και οικονομικές κυρώσεις.

«ΚΑΝΟΝΙΚΕΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ»;

Τα τελευταία χρόνια, η Γερμανία και η Ιαπωνία είχαν πολλές εθνικές συζητήσεις σχετικά με το αν θα γίνουν «κανονικές δυνάμεις» και σταδιακά έχουν κινηθεί προς αυτή την κατεύθυνση. Αμφότερες οι χώρες είναι πλέον πιο ενεργές στρατιωτικά από όσο ήταν εδώ και δεκαετίες, αλλά εξακολουθούν να μην δρουν αναλόγως του οικονομικού μεγέθους τους. Ωστόσο, ο πόλεμος στην Ουκρανία θα μπορούσε να το αλλάξει αυτό.

Για πρώτη φορά στη μεταπολεμική εποχή, τόσο η Γερμανία όσο και η Ιαπωνία αντιμετωπίζουν αναπόφευκτες απειλές. Αφότου επανενώθηκε η Γερμανία, το 1990, ο Γερμανός καγκελάριος, Χέλμουτ Κολ, αρέσκετο να λέει ότι η χώρα «περιβαλλόταν μόνο από φίλους και εταίρους». Πλέον, φαίνεται να υπάρχει κοινωνική συναίνεση στην Γερμανία ότι αυτό έχει αλλάξει: ακόμη και πριν από την έναρξη της εισβολής της Μόσχας, περισσότεροι από τους μισούς Γερμανούς ερωτηθέντες σε δημοσκόπηση του Ιανουαρίου 2022 [9] ισχυρίστηκαν ότι η στάση της Ρωσίας στην Ουκρανία αποτελούσε μεγάλη στρατιωτική απειλή για την χώρα τους . Και πολλοί Ιάπωνες φοβούνται ότι ένας πόλεμος για την Ταϊβάν μπορεί να ακολουθήσει. Οι δημοσκοπήσεις [10] δείχνουν ότι η μεγάλη πλειοψηφία του ιαπωνικού κοινού ανησυχεί ότι ο πόλεμος της Ρωσίας στην Ουκρανία θα επηρεάσει το πώς η Κίνα αντιμετωπίζει τις εδαφικές της διαφορές. Και όπως μου είπε ο Narushige Michishita, αντιπρόεδρος του Εθνικού Ινστιτούτου Μεταπτυχιακών Σπουδών Πολιτικής (National Graduate Institute for Policy Studies) του Τόκιο, «εάν γίνει πόλεμος στο Στενό της Ταϊβάν, η Ιαπωνία θα εμπλέκετο σχεδόν αυτόματα, καθώς η Ιαπωνία φιλοξενεί τις βάσεις των ΗΠΑ και η Κίνα θα τους επιτίθετο».

Επίσης, μάντης μιας πιο μυώδους στάσης ασφαλείας είναι η αλλαγή των γενεών: η γερμανική και η ιαπωνική ενοχή εκλείπει μαζί με τους τελευταίους επιζώντες αυτουργούς και θύματα του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Όπως έχει υποστηρίξει ο ιστορικός Andreas Wirsching [11], ο πόλεμος στην Ουκρανία επιταχύνει την ρήξη της Γερμανίας από το ναζιστικό παρελθόν της (με τρόπους που θεωρεί ανησυχητικούς). Έχοντας πάρει θέση εναντίον της Μόσχας, το Βερολίνο βρίσκεται τελικά «στην σωστή πλευρά της ιστορίας». Και με τον Ρώσο πρόεδρο, Βλαντιμίρ Πούτιν, στο Κρεμλίνο, υπάρχει ένας άλλος κακός στην ευρωπαϊκή ήπειρο, ο οποίος κατηγορείται για γενοκτονία και ότι επιδιώκει έναν πόλεμο εξόντωσης. Εν τω μεταξύ, στην Ιαπωνία, ο φόβος για την ανερχόμενη δύναμη της Κίνας επισκιάζει τη μνήμη των παρελθόντων εγκλημάτων της χώρας, τόσο μεταξύ του ιαπωνικού κοινού όσο και μεταξύ πολλών ασιατικών πρωτευουσών.

Τέλος, η Γερμανία και η Ιαπωνία ίσως να μην αισθάνονται πλέον ότι μπορούν να βασίζονται στις Ηνωμένες Πολιτείες για την ασφάλειά τους. Σύμφωνα με μια πρόσφατη δημοσκόπηση [12], το 56% των Γερμανών ερωτηθέντων πιστεύουν ότι σε δέκα χρόνια, η Κίνα θα είναι ισχυρότερη δύναμη από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Το 53% είπαν ότι δεν μπορούν να εμπιστευτούν τους Αμερικανούς αφότου εξέλεξαν τον Ντόναλντ Τραμπ ως πρόεδρο, το 2016, και το 60% είπαν ότι η Γερμανία δεν μπορεί πάντα να υπολογίζει στις Ηνωμένες Πολιτείες για να την υπερασπιστούν και έτσι πρέπει να επενδύσει στην ευρωπαϊκή άμυνα. Αυτοί οι φόβοι είναι κοινοί ακόμη και μεταξύ των πιο ατλαντιστικών τμημάτων της ελίτ. Όπως μου είπε ο Wolfgang Ischinger, πρώην Γερμανός πρέσβυς στις Ηνωμένες Πολιτείες, «οι Γερμανοί είναι τυχεροί που έχουν τον Μπάιντεν στον Λευκό Οίκο, αλλά η Γερμανία πρέπει να έχει ένα σχέδιο Β, σε περίπτωση που υπάρξουν μεγάλες αλλαγές στην αμερικανική πολιτική». Ο ίδιος πιστεύει ότι η Γερμανία θα πρέπει να διερευνήσει την πιθανότητα μιας πυρηνικής εγγύησης από την Γαλλία, κάτι που θα ήταν αδιανόητο ακόμη και μέχρι πριν από λίγους μήνες.