Μια στρατηγική για τους αναποφάσιστους | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Μια στρατηγική για τους αναποφάσιστους

Μαθαίνοντας να ζούμε με χώρες που αρνούνται να διαλέξουν πλευρά στο Ουκρανικό

Όταν η Ρωσία εισέβαλε στην Ουκρανία, στις 24 Φεβρουαρίου, οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοί τους σε όλη την Ευρώπη και την Ασία απάντησαν γρήγορα και με αναπάντεχη ενότητα. Μέσα σε λίγες μέρες, ένας συνασπισμός υπό την ηγεσία των ΗΠΑ συσπειρώθηκε στο πλευρό του Κιέβου —προμηθεύοντας την Ουκρανία με όπλα και πληροφορίες, επιβάλλοντας κυρώσεις και ελέγχους εξαγωγών στην Ρωσία και απομονώνοντας τη Μόσχα στην παγκόσμια σκηνή. Αυτή η προσπάθεια είχε κάποια αρχική επιτυχία. Ενισχυμένος από την Δυτική αρωγή ασφαλείας, ο ουκρανικός στρατός απώθησε την ρωσική προέλαση και έχει υποχρεώσει το Κρεμλίνο να περιορίσει τις φιλοδοξίες του στην ανατολική Ουκρανία.

16062022-1.jpg

Στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών στη Νέα Υόρκη, τον Μάιο του 2022. Shannon Stapleton / Reuters
---------------------------------------------------------

Αυτές οι ξεχωριστές γραμμές συμμαχικής προσπάθειας —στρατιωτικές, οικονομικές και διπλωματικές— περιελάμβαναν ομόκεντρους κύκλους κρατών. Ένας μικρός αριθμός προηγμένων στρατιωτικών δυνάμεων προμήθευσαν το Κίεβο με πανίσχυρο οπλισμό, συμπεριλαμβανομένων αντιαρματικών όπλων, πυροβολικού και drones —ο μεγαλύτερος όγκος των οποίων προήλθε από τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρώπη. Ένα ευρύτερο σύνολο χωρών, σύμμαχοι ή μη, συνέπραξαν σε ένα καθεστώς κυρώσεων [1] και ελέγχου των εξαγωγών που είχε σχεδιαστεί για να βλάψει την ρωσική οικονομία. Η ουδέτερη Ελβετία υπέγραψε, υιοθετώντας μια λίστα κυρώσεων της ΕΕ που στόχευαν την Ρωσία.

Τα Δυτικά κράτη στράφηκαν σε ένα ακόμη ευρύτερο φάσμα χωρών για να απομονώσουν διπλωματικά την Ρωσία, ειδικά στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών. Μέσω μιας σειράς ψηφισμάτων του ΟΗΕ, η Ουάσιγκτον και οι σύμμαχοί της επιδίωξαν να καταδικάσουν την συμπεριφορά του Κρεμλίνου, να βγάλουν τη Μόσχα από εξέχοντες πολυμερείς οργανισμούς και να μεταμορφώσουν την Ρωσία σε κράτος - παρία. Αυτές οι προσπάθειες, ωστόσο, ήταν λιγότερο επιτυχημένες από τις αντίστοιχες στρατιωτικές και οικονομικές. Η Ινδία [2] και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα απείχαν από κρίσιμες ψηφοφορίες και 35 χώρες -που αντιπροσωπεύουν σχεδόν το 50% του παγκόσμιου πληθυσμού- απείχαν ή ψήφισαν «όχι» σε ψήφισμα της 2ας Μαρτίου για την καταδίκη της ρωσικής εισβολής. Σε ένα σκηνικό όλο και πιο βαθιάς αντιπαλότητας με την Κίνα και την Ρωσία, οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι τώρα ανήσυχες για την προοπτική ενός αναζωογονημένου μπλοκ αδέσμευτων χωρών που σκοπεύουν να παραμείνουν στο περιθώριο αυτού του γεωπολιτικού ανταγωνισμού ή να βάλουν μεταξύ τους απέναντι την Δύση και τους αντιπάλους της.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι Ευρωπαίοι σύμμαχοί τους έχουν δίκιο να είναι νευρικοί. Το αρχικό κίνημα των αδεσμεύτων της εποχής του Ψυχρού Πολέμου, που ιδρύθηκε την δεκαετία του 1960, ήταν ένα σταθερό αγκάθι στο πλευρό της Ουάσιγκτον, καθώς οι Ηνωμένες Πολιτείες επιδίωκαν να καταπολεμήσουν την σοβιετική επιρροή σε όλο τον κόσμο. Αλλά αυτή η ομάδα κρατών δεν είναι ο φυσικός διάδοχος του κινήματος των αδεσμεύτων: η σημερινή ομάδα δεν είναι ούτε νέα, ούτε αδέσμευτη, ούτε μπλοκ. Αντίθετα, αυτή η χαλαρή ομαδοποίηση αντιπροσωπεύει μια ποικιλία από συστάδες κρατών — το καθένα με το δικό του μοναδικό σύνολο συμφερόντων, ανησυχιών και στόχων. Μια αποτελεσματική απάντηση θα απαιτήσει από την Ουάσιγκτον και τους συμμάχους της να αναπτύξουν μια πιο λεπτομερή κατανόηση των περιφερειακών συμφερόντων και των συγκεκριμένων, και όχι των γενικευμένων, απαντήσεων στις αναδυόμενες κρίσεις.

ΑΒΕΒΑΙΟΙ ΕΤΑΙΡΟΙ

Εάν η Ουάσιγκτον θέλει να ενισχύσει την διπλωματική υποστήριξη για την υπεράσπιση της διεθνούς τάξης πραγμάτων, η πρώτη ομάδα χωρών που πρέπει να εξετάσει είναι οι διστακτικοί εταίροι των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή. Σε αντίθεση με τους Ευρωπαίους και Ασιάτες συμμάχους της Ουάσιγκτον, ετούτα τα κράτη -συμπεριλαμβανομένου του Ισραήλ, του Μαρόκου και της Σαουδικής Αραβίας- απέφυγαν σε μεγάλο βαθμό την άμεση ανάμειξη στις προσπάθειες των ΗΠΑ να απομονώσουν την Ρωσία. Το Ισραήλ, για παράδειγμα, αμφιταλαντεύτηκε όσον αφορά την υποστήριξη των διπλωματικών προσπαθειών των ΗΠΑ, και στην συνέχεια προσφέρθηκε να χρησιμεύσει ως «αμερόληπτος» μεσολαβητής, με τον πρωθυπουργό Ναφταλί Μπένετ να κάνει πολλές ανεπιτυχείς προσπάθειες να αποτρέψει μια εισβολή. Το Κουβέιτ και η Σαουδική Αραβία, με την σειρά τους, αρνήθηκαν να αυξήσουν την παραγωγή πετρελαίου, μια κίνηση που θα είχε μειώσει τις τιμές και επομένως θα είχε ελαττώσει το κόστος των κυρώσεων στην ρωσική ενέργεια. Η Τουρκία έμεινε επίσης στο περιθώριο, μολονότι προμήθευσε το Κίεβο με drones. Το Μαρόκο απείχε στην πρώτη ψηφοφορία της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ και το Μπαχρέιν, η Αίγυπτος, η Ιορδανία, το Κουβέιτ, το Ομάν, το Κατάρ, η Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα απείχαν στην δεύτερη ψηφοφορία, στις 7 Απριλίου - όπως έκαναν και χώρες που αντιπροσωπεύουν συνολικά το 70% του παγκόσμιου πληθυσμού .

Κάθε κράτος είχε τους δικούς του λόγους για να μείνει αδρανές: το Ισραήλ βασίζεται στην ρωσική συνεργασία για στρατιωτικές επιχειρήσεις στην Συρία. Η Αίγυπτος χρειάζεται ρωσικό οπλισμό και ρωσικό σιτάρι. Τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα χρειάζονται την υποστήριξη της Μόσχας, καθώς το Άμπου Ντάμπι προσπαθεί να καταφέρει να χαρακτηριστούν ως τρομοκράτες οι Χούθι, οι αντίπαλοι του στην Υεμένη. Για τις πετρελαιοπαραγωγές χώρες του [Περσικού] Κόλπου, η επιτακτική ανάγκη διατήρησης των λεπτών σχέσεων εντός του ΟΠΕΚ –ο οργανισμός των παραγωγών πετρελαίου που ελέγχει τις τιμές, ορίζοντας ποσοστώσεις παραγωγής μεταξύ των μελών του- αποθαρρύνει την δράση εναντίον της Ρωσίας. Επιπλέον, η Κίνα είναι ο μεγαλύτερος καταναλωτής πετρελαίου στον κόσμο και το Πεκίνο εργάστηκε σκληρά για να αποτρέψει τις χώρες της Μέσης Ανατολής από το να απομονώσουν τον Ρώσο εταίρο του, συμπράττοντας με τη Μόσχα στην αντιδυτική διπλωματία στον ΟΗΕ και ενισχύοντας το αφήγημα της Ρωσίας για τον πόλεμο.

Με τον πρόεδρο των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, να σχεδιάζει ένα ταξίδι στην περιοχή τον Ιούλιο, η Ουάσιγκτον φαίνεται ότι έχει αποφασίσει να ακολουθήσει την συμβουλή του Martin Indyk, του πρώην πρέσβυ των ΗΠΑ στο Ισραήλ, να δώσει κάποια ελαφρυντικά στους συμμάχους της στη Μέση Ανατολή. Εξάλλου, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν μπορούν να κάνουν πολλά για να αλλάξουν τους γεωπολιτικούς υπολογισμούς των κρατών της περιοχής. Αυτό ίσως είναι συνετό βραχυπρόθεσμα, αλλά μακροπρόθεσμα η Ουάσιγκτον θα πρέπει να επαναξιολογήσει την στάση της, σε μια περιοχή όπου παρέχει εγγυήσεις ασφαλείας σε χώρες των οποίων ο κεντρικός ρόλος στην παγκόσμια οικονομία συνίσταται πλέον στην εξαγωγή πετρελαίου στον κύριο αντίπαλο των Ηνωμένων Πολιτειών.

Ο ΑΠΟΓΟΗΤΕΥΜΕΝΟΣ ΝΟΤΟΣ

Πέρα από τους εταίρους της Ουάσιγκτον στη Μέση Ανατολή, δύο ντουζίνες αφρικανικές και λατινοαμερικανικές χώρες επέλεξαν επίσης να μην ευθυγραμμιστούν με την, υπό την ηγεσία των ΗΠΑ, προσπάθεια υπεράσπισης της Ουκρανίας. Σίγουρα, ελάχιστες από αυτές τις χώρες θα μπορούσαν να συνεισφέρουν ουσιαστικά στις αντιρωσικές κυρώσεις, αλλά, παρόλα αυτά, η Ουάσιγκτον ήθελε τις ψήφους τους στον ΟΗΕ. Μολαταύτα, παρά τα επιχειρήματα των ΗΠΑ για την αναγκαιότητα της υπεράσπισης της «βασισμένης σε κανόνες τάξης πραγμάτων», πολλές [χώρες] επέλεξαν να απόσχουν.

Όπως συμβαίνει με κάποια κράτη της Μέσης Ανατολής, πολλές από αυτές τις χώρες, όπως το Μπαγκλαντές και η Νότιος Αφρική, ανησυχούσαν μήπως χάσουν ζωτικής σημασίας ρωσικές προμήθειες τροφίμων και καυσίμων. Καθώς επικράτησαν οι κυρώσεις, άλλες [χώρες], όπως η Κένυα, το Μεξικό και η Σρι Λάνκα— ανησυχούσαν επίσης για τις δευτερογενείς επιπτώσεις [3] στις τιμές των τροφίμων, οι οποίες θα μπορούσαν να αποσταθεροποιήσουν τις οικονομίες τους. Η προσεκτική ρωσική και κινεζική διπλωματία μεγέθυνε αυτή την ανησυχία, υπογραμμίζοντας το πώς οι κυρώσεις που στοχεύουν την Ρωσία, αντί η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, είχαν αυξήσει τις τιμές των τροφίμων. Οι Δυτικοί διπλωμάτες έχουν ακούσει επίσης πολλά από Αφρικανούς και Λατινοαμερικανούς διπλωμάτες στον ΟΗΕ σχετικά με την a la carte προσήλωση της Ουάσιγκτον στην αποκαλούμενη «βασισμένη σε κανόνες διεθνή τάξη πραγμάτων» όταν διακυβεύονταν τα συμφέροντα των ΗΠΑ.

Ωστόσο, οι Δυτικοί διπλωμάτες εξεπλάγησαν από τον αριθμό των χωρών σε όλο τον παγκόσμιο Νότο που αρνήθηκαν να καταδικάσουν την Ρωσία και από την αίσθηση απογοήτευσης που αντιμετώπισαν στις διαπραγματεύσεις˙ ένας αναλυτής χαρακτήρισε την Δυτική αντίδραση ως «απογοητευμένη και λίγο μπερδεμένη». Αυτό οφείλεται εν μέρει στο ότι πολλοί στις Ηνωμένες Πολιτείες και στην Ευρώπη, όντας ευλόγως απασχολημένοι με την πανδημία της COVID-19 [4] και το ανερχόμενο διεθνές προφίλ της Κίνας, δεν άκουγαν τις όλο και περισσότερο οργισμένες φωνές στις αναπτυσσόμενες χώρες, που κατευθύνονταν στις πολιτικές των ΗΠΑ και της Ευρώπης. Η επιφυλακτικότητα πολλών από αυτά τα κράτη δεν ήταν ένα μέτρο γεωπολιτικής εξισορρόπησης ή μιας σκόπιμης μη ευθυγράμμισης, αλλά το προϊόν βαθιάς δυσαρέσκειας προς τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Δύση.

Από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και μετά, τα κράτη σε όλο τον Παγκόσμιο Νότο έχουν επιδιώξει δύο βασικά πράγματα: την οικονομική ανάπτυξη και μια μεγαλύτερη φωνή στις διεθνείς υποθέσεις. Εξασφάλισαν εν μέρει το πρώτο, επωφελούμενα από την τεράστια έκρηξη των τιμών των εμπορευμάτων που ωθήθηκε από την κινεζική ανάπτυξη [5]. Αλλά δεν έχουν φτάσει πουθενά στο δεύτερο, καθώς συγκρούονται επανειλημμένα με έναν αποκαρδιωτικό συνδυασμό ευγενούς ρητορικής και ποταπής αντίστασης. Η Ουάσιγκτον και οι σύμμαχοί της τους υποσχέθηκαν συχνά μεγαλύτερη συμμετοχή στην διεθνή διαδικασία λήψης αποφάσεων, αλλά ποτέ δεν παραχώρησαν έδαφος για ηγετικούς ρόλους εντός των βασικών παγκόσμιων σωμάτων.

Ως αποτέλεσμα, οι Δυτικές πολιτικές έχουν κλειδώσει σταθερά τις αναπτυσσόμενες χώρες όλης της Αφρικής και της Λατινικής Αμερικής έξω από τις αποφάσεις που επηρεάζουν άμεσα τα συμφέροντά τους. Ένα πρώιμο επίμαχο σημείο ήταν η μη εκπλήρωση από τις ΗΠΑ και την Ευρώπη μιας υπόσχεσης δεκαετιών για την συγκέντρωση 100 δισεκατομμυρίων δολαρίων [6] ετησίως, για αρωγή για την κλιματική αλλαγή. Η Elizabeth Cousens, πρόεδρος του Ιδρύματος των Ηνωμένων Εθνών (UN Foundation), περιέγραψε μια διάθεση «αυξανόμενης ανυπομονησίας, ακόμη και θυμού», καθώς οι ισχυρές χώρες δεν εκπλήρωσαν τις υποσχέσεις τους, οδηγώντας πολλά κράτη στο να υποβάλλουν δύσκολα ερωτήματα σχετικά με το ποιων τα συμφέροντα εξυπηρετεί πραγματικά το διεθνές σύστημα.

Οι πολιτικές των ΗΠΑ και της Ευρώπης για την COVID-19 υπογράμμισαν εμφατικά αυτή την άποψη. Η εθνική συσσώρευση εμβολίων [7], το κλείσιμο των συνόρων και οι τεράστιες εγχώριες δαπάνες στις Ηνωμένες Πολιτείες και αλλού, αποκρυστάλλωσαν σε πολλές αναπτυσσόμενες χώρες μια αίσθηση βαθιάς δομικής ανισότητας. Σε αυτά τα κράτη μπορεί να μην αρέσουν οι ενέργειες της Ρωσίας στην Ουκρανία, και μπορεί να είναι επιφυλακτικά για την αυξανόμενη επιρροή της Κίνας, αλλά έχουν επίσης χάσει την εμπιστοσύνη τους στην ικανότητα των Δυτικών κρατών να διαχειριστούν την παγκόσμια τάξη πραγμάτων. Το ότι η Κίνα και η Ρωσία θα ήταν σίγουρα πολύ χειρότεροι ηγέτες του διεθνούς συστήματος είναι ένα επιχείρημα που έχει [μεγάλη] επιρροή στις Βρυξέλλες και στην Ουάσιγκτον, αλλά πολύ λίγη στον Παγκόσμιο Νότο.

Τα Δυτικά κράτη δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν αυτές τις ανησυχίες από τη μια ημέρα στην άλλη, αλλά δύο είδη δράσης θα βοηθούσαν. Πρώτον, οι μεγάλοι χορηγοί θα πρέπει επιτέλους να κάνουν το συχνά συνιστώμενο βήμα της ευθυγράμμισης και του συντονισμού των αναπτυξιακών δαπανών τους. Αυτό θα αύξανε τη μόχλευση τους, σε μια εποχή που η Κίνα κάνει επίδειξη οικονομικής δύναμης στον αναπτυσσόμενο κόσμο [8]. Δεύτερον, τα Δυτικά κράτη θα πρέπει να λάβουν υπόψη τις απαιτήσεις των αναπτυσσόμενων χωρών για ισχυρότερη φωνή στην διεθνή ανάπτυξη και στους χρηματοοικονομικούς οργανισμούς. Οι Ηνωμένες Πολιτείες και άλλοι έχουν ήδη επιρροή λόγω της χρηματοδότησης που παραδίδουν· δεν χρειάζεται να διατηρούν τους ηγετικούς ρόλους και τις θέσεις στα διοικητικά συμβούλια, προκαλώντας μνησικακία στον Παγκόσμιο Νότο.

Ο ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΙΝΔΙΑΣ

Ύστερα, υπάρχει η Ινδία. Η χλιαρή απάντηση του Νέου Δελχί στον, υπό την ηγεσία των ΗΠΑ, αντιρωσικό συνασπισμό έχει κάτι από αμφότερες τις δυναμικές – την εξάρτηση από την Ρωσία και τη μνησικακία για την αυτόβουλη χρήση των «κανόνων» της διεθνούς τάξης πραγμάτων από την Δύση. Κάποιοι Ινδοί σχολιαστές, για παράδειγμα, σημείωσαν ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες και η δυτική Ευρώπη δεν ανταποκρίθηκαν όταν η Κίνα ανέπτυξε 100.000 στρατιώτες στα σύνορά της με την Ινδία [9], το 2021. Άλλοι απέκρουσαν τις προσπάθειες των ΗΠΑ και της Ευρώπης να υποχρεώσουν τις χώρες να διαλέξουν πλευρά στον απόηχο της ρωσικής εισβολής.

Η αποχή της Ινδίας και στις τρεις, υποστηριζόμενες από τις ΗΠΑ, ψηφοφορίες στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών προκάλεσε έναν καταιγισμό οργισμένων σχολίων στην Ουάσιγκτον. «Η Quad είναι νεκρή», θρήνησε ένας στενός παρατηρητής, αναφερόμενος στην εκκολαπτόμενη συνεργασία ασφαλείας [10] μεταξύ της Αυστραλίας, της Ινδίας, της Ιαπωνίας και των Ηνωμένων Πολιτειών. Η κυβέρνηση Μπάιντεν ακολούθησε συνετά μια πιο διακριτική προσέγγιση, παρατηρώντας σοβαρά τις αποχές, αλλά επιλέγοντας να μην αντιδράσει υπερβολικά. «Γνωρίζουμε ότι η Ινδία έχει μια σχέση με την Ρωσία που είναι διακριτή από την σχέση που έχουμε εμείς με την Ρωσία. Φυσικά, αυτό είναι εντάξει», είπε ο Ned Price, εκπρόσωπος Τύπου του Υπουργείου Εξωτερικών. Ευρωπαίοι διπλωμάτες, από την πλευρά τους, καταδίκασαν το Νέο Δελχί διότι συμφώνησε να αγοράσει ρωσικό πετρέλαιο χαμηλού κόστους - μια παράξενη απάντηση από κυβερνήσεις που οι ίδιες αρνήθηκαν να διακόψουν τις εισαγωγές ρωσικού πετρελαίου μέχρι τα τέλη Μαΐου και συνεχίζουν να εισάγουν ρωσικό φυσικό αέριο μέχρι σήμερα.

Σύμφωνα με την πολιτικό επιστήμονα Tanvi Madan, η στάση της Ινδίας έχει τις ρίζες της σε πολλούς παράγοντες. Πρώτον, το Νέο Δελχί έχει ιστορικό να μην επικρίνει δημοσίως τους εταίρους του - στην προκειμένη περίπτωση, τη Μόσχα, η οποία έχει παραμείνει διπλωματικά επί μακρόν στο πλευρό της Ινδίας. Η Ινδία παραμένει επίσης σε μεγάλο βαθμό εξαρτημένη από τον ρωσικό οπλισμό στον στρατιωτικό ανταγωνισμό της με τη γειτονική Κίνα και η αλλαγή προμηθευτών όπλων δεν θα συμβεί εν μία νυκτί. Τέλος, μολονότι οι Ινδοί υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής λαμβάνουν σοβαρά υπόψη την στρατιωτική τους ευθυγράμμιση με τις Ηνωμένες Πολιτείες εναντίον της Κίνας, εξακολουθούν να θεωρούν την συμφωνία ως κάτι πολύ λιγότερο από μια επίσημη συμμαχία.

Το πού θα σταθεί η Ινδία στην επερχόμενη μάχη για τα περιγράμματα της διεθνούς τάξης πραγμάτων παραμένει ασαφές. Η Ουάσιγκτον πρέπει να αποφασίσει εάν θα πρέπει να επιχειρήσει να εμβαθύνει την δέσμευσή της με το Νέο Δελχί. Οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει επίσης να καθορίσουν εάν το να φέρουν την Ινδία πιο βαθιά στην διαδικασία της παγκόσμιας λήψης αποφάσεων θα βοηθούσε στην ενίσχυση των στενότερων δεσμών ή απλώς θα δημιουργούσε ευκαιρίες για παρεμπόδιση.

Στο πρώτο σημείο, κατά ειρωνικό τρόπο, η κρίση της Ουκρανίας ίσως σπρώξει το Νέο Δελχί προς την κατεύθυνση της Ουάσιγκτον. Οι έλεγχοι των εξαγωγών από τις ΗΠΑ και τους συμμάχους τους σχεδιάστηκαν για να αποδυναμώσουν την ικανότητα της Ρωσίας να εξοπλίσει τον στρατό της, πράγμα που σημαίνει ότι η ικανότητα της Μόσχας να ανεφοδιάζει την Ινδία κατά την διάρκεια μιας κρίσης είναι πλέον αμφίβολη. Οι εναλλακτικές πηγές στρατιωτικού εξοπλισμού για την Ινδία είναι η Ευρώπη και οι Ηνωμένες Πολιτείες. Για μια φορά, η Ουάσιγκτον φαίνεται ανοιχτή σε σοβαρές κινήσεις στις αμυντικές προμήθειες και στην συνεργασία στην υψηλή τεχνολογία, και θα πρέπει να κινηθεί γρήγορα για να διευκολύνει τόσο τις αμερικανικές και τις ευρωπαϊκές εξαγωγές όσο και την τεχνολογική συνεργασία με την Ινδία.

Στο δεύτερο [σημείο], οι δυνητικές προσπάθειες για την επέκταση του G-7 αντιπροσωπεύουν μια λυδία λίθο για την ενσωμάτωση της Ινδίας στα παγκόσμια όργανα λήψης αποφάσεων. Κατά την διάρκεια της προεδρίας του Ηνωμένου Βασιλείου στο G-7, το 2020, ο Βρετανός πρωθυπουργός, Μπόρις Τζόνσον, φλέρταρε με την πρόταση για ένα μοντέλο D-10 (οι 10 κορυφαίες δημοκρατίες, συμπεριλαμβανομένης της Ινδίας), μόνο για να συναντήσει αντίσταση τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό. Σήμερα, το να συμπεριληφθεί η Ινδία, η δημοκρατία της οποίας διαβρώνεται ακόμη πιο γρήγορα από αυτή των Ηνωμένων Πολιτειών ή του Ηνωμένου Βασιλείου, σε ένα ανανεωμένο G-7 παραμένει αμφιλεγόμενο. Βραχυπρόθεσμα, η καλύτερη οδός προς τα εμπρός είναι ο προγραμματισμός επικαλυπτόμενων συνόδων κορυφής της Quad και του G-7. Αυτό θα επέτρεπε στην Ινδία και στην Αυστραλία να συμμετάσχουν σε κάποιες διαβουλεύσεις του G-7 και να αποφύγουν να εξοργίσουν τις αποκλεισμένες χώρες, όπως η Βραζιλία, η οικονομία της οποίας είναι μεγαλύτερη από της Αυστραλίας και συνεπώς της δίνει μια πιο φυσιολογική αξίωση να συμμετάσχει σε μια διευρυμένη ομαδοποίηση του G-7.

ΠΟΛΥΣΥΛΛΕΚΤΙΚΗ ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΗ

Ο Μπάιντεν έχει τονίσει την σημασία των δημοκρατιών για την τήρηση της αποκαλούμενης «τάξης που βασίζεται σε κανόνες». Οι δημοκρατίες έχουν διαδραματίσει αξιοσημείωτο ρόλο στην απάντηση στην ρωσική εισβολή στην Ουκρανία: κάθε πλήρης δημοκρατία ψήφισε για να καταδικάσει τις ενέργειες της Ρωσίας, και η επιχείρηση του εξοπλισμού της ουκρανικής αντίστασης έχει πέσει σε μεγάλο βαθμό σε πανίσχυρες δημοκρατίες όπως το Ηνωμένο Βασίλειο και οι Ηνωμένες Πολιτείες. Αλλά εάν η Ουάσιγκτον και οι βασικοί σύμμαχοί της θέλουν να οικοδομήσουν μια ευρύτερη συμμαχία για να απομονώσουν την Ρωσία – ή, στην πορεία, να απαντήσουν σε πιθανή κινεζική επιθετικότητα - ο Μπάιντεν θα χρειαστεί να κερδίσει την υποστήριξη ενός πολύ ευρύτερου συνόλου χωρών. Λιγότερες από τις μισές εν μέρει δημοκρατίες και τα υβριδικά καθεστώτα του κόσμου συμμετείχαν στις προσπάθειες απομόνωσης που είχαν ως στόχο τη Μόσχα. Η κινητοποίηση ενός μεγαλύτερου συνασπισμού για την αντιμετώπιση του Πεκίνου θα είναι μια ακόμη δυσκολότερη υπόθεση για την Ουάσιγκτον.

Για να κάνουν αυτή την πρόοδο, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να αντιστρέψουν την πρόσφατη τάση τους να αγνοούν την πολιτική του Παγκόσμιου Νότου. Είναι τραγικό ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν εκπλήρωσαν την υπόσχεση του Μπάιντεν να υπηρετήσουν ως παγκόσμιο «οπλοστάσιο εμβολίων», για να βοηθήσουν τον αναπτυσσόμενο κόσμο να αντιμετωπίσει την COVID-19. Η Ουάσιγκτον έχει ακόμη την ευκαιρία να ανταποκριθεί στις συγκεκριμένες δεσμεύσεις της για τη χρηματοδότηση του κλίματος, της βιώσιμης ανάπτυξης, της στήριξη των τιμών των τροφίμων και της μεταρρύθμισης της παγκόσμιας διακυβέρνησης. Στην παγκόσμια διπλωματία τους, επιπλέον, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα ήταν καλό να αποφύγουν την ρητορική της δημοκρατίας εναντίον του αυταρχισμού, υπέρ πιο ξεκάθαρων επιχειρημάτων σχετικά με τις αποσταθεροποιητικές συνέπειες του να επιτραπεί στην Ρωσία και στους εταίρους της να καταστρέψουν τους βασικούς διεθνείς κανόνες, όπως η μη επέμβαση. Εξάλλου, η Ουάσιγκτον θα χρειαστεί τον ευρύτερο δυνατό συνασπισμό για να θριαμβεύσει στις αυριανές γεωπολιτικές διαμάχες.

Σύνδεσμοι:
[1] https://www.foreignaffairs.com/articles/russian-federation/2022-05-17/ri...
[2] https://www.foreignaffairs.com/articles/india/2022-04-27/modis-big-mistake
[3] https://www.foreignaffairs.com/articles/world/2022-01-17/hidden-toll-san...
[4] https://www.foreignaffairs.com/articles/united-states/2021-01-28/why-wor...
[5] https://www.foreignaffairs.com/issue-packages/2021-06-22/can-china-keep-...
[6] https://www.foreignaffairs.com/articles/world/2021-11-12/follow-money
[7] https://www.foreignaffairs.com/articles/world/2021-11-02/stubborn-persis...
[8] https://www.foreignaffairs.com/articles/china/2022-06-09/chinas-southern...
[9] https://www.foreignaffairs.com/articles/china/2021-12-08/how-india-and-c...
[10] https://www.foreignaffairs.com/articles/world/2022-05-19/quad-needs-hard...

Copyright © 2022 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Στα αγγλικά: https://www.foreignaffairs.com/articles/world/2022-06-15/strategy-fence-...

Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στην διεύθυνση www.twitter.com/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στην διεύθυνση www.facebook.com/ForeignAffairs.gr και στο linkedin στην διεύθυνση https://www.linkedin.com/company/foreign-affairs-the-hellenic-edition