Το Πεκίνο ακόμη προετοιμάζεται για την Ταϊβάν | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Το Πεκίνο ακόμη προετοιμάζεται για την Ταϊβάν

Γιατί η Κίνα δεν είναι έτοιμη να εισβάλει
Περίληψη: 

Η Κίνα χρειάζεται μόνο να αποτρέψει την Ταϊπέι και την Ουάσιγκτον από το να επιχειρήσουν να «κλειδώσουν» την επίσημη ανεξαρτησία της Ταϊβάν. Οι επιδείξεις ισχύος του Πεκίνου δεν είναι πρόδρομοι μιας επικείμενης επίθεσης, αλλά μέτρα που προορίζονται για να κερδίσουν χρόνο ώστε η ιστορία να πάρει τον δρόμο της.

Ο ANDREW J. NATHAN είναι καθηγητής Πολιτικών Επιστημών στην έδρα «Class of 1919» του Πανεπιστημίου Columbia.

Η ανησυχία αυξάνεται στην Ταϊβάν, στις Ηνωμένες Πολιτείες, και μεταξύ των συμμάχων των ΗΠΑ στην Ασία, ότι η Κίνα προετοιμάζεται να επιτεθεί στην Ταϊβάν στο εγγύς μέλλον. Καταθέτοντας, πέρυσι, ενώπιον της Επιτροπής Ενόπλων Υπηρεσιών της Γερουσίας των ΗΠΑ (US Senate Armed Services Committee), ο ναύαρχος Philip Davidson, τότε διοικητής της Αμερικανικής Διοίκησης του Ινδο-Ειρηνικού, προειδοποίησε ότι το Πεκίνο ίσως επιχειρήσει να καταλάβει το νησί μέσα στα επόμενα έξι χρόνια. Η ένωση της Ταϊβάν με την ηπειρωτική Κίνα αποτελεί βασικό στοιχείο του «κινεζικού ονείρου» του Κινέζου προέδρου, Σι Τζινπίνγκ. Και όπως έχει υποστηρίξει [1] η πολιτικός επιστήμονας Oriana Skylar Mastro σε αυτές τις σελίδες, ο Σι θέλει «η ενοποίηση με την Ταϊβάν να γίνει μέρος της προσωπικής του κληρονομιάς», υποδηλώνοντας ότι μια ένοπλη εισβολή θα μπορούσε να έρθει πριν από το τέλος της τρίτης θητείας του ως γενικός γραμματέας του Κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος (ΚΚΚ) το 2027, και σχεδόν σίγουρα πριν από το τέλος της πιθανής τέταρτης θητείας του, το 2032.

24062022-1.jpg

Αμυντικές ταϊβανέζικες δυνάμεις κοντά στο Εθνικό Πάρκο Kenting στην [επαρχία] Pingdong, τον Ιούλιο του 2007. Wolf Kern / Redux
---------------------------------------------------------

Ο πόλεμος του Πούτιν στην Ουκρανία έχει εντείνει [2] αυτές τις ανησυχίες. Η ανακοίνωση του Σι λίγο πριν από την ρωσική εισβολή για μια συνεργασία «χωρίς όρια» με τη Μόσχα, σε συνδυασμό με τη μη καταδίκη των ενεργειών του Πούτιν και την προώθηση της ρωσικής προπαγάνδας από τα κινεζικά media, φαίνεται ότι σηματοδοτεί την υποστήριξη του Πεκίνου στην εδαφική επιθετικότητα της Ρωσίας. Το Πεκίνο ίσως δει ένα στρατηγικό άνοιγμα τώρα που οι πολιτικοί και στρατιωτικοί πόροι των ΗΠΑ είναι δεσμευμένοι στην Ευρώπη. Επιπλέον, οι Κινέζοι ηγέτες ίσως έχουν ερμηνεύσει την απάντηση της Δύσης στην ρωσική επίθεση ως ένδειξη ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν θα επέμβουν στρατιωτικά για να υπερασπιστούν μια χώρα στην οποία δεν δεσμεύονται με αμυντική Συνθήκη, ειδικά έναντι ενός αντιπάλου με πυρηνικά όπλα. Όπως έχει υποστηρίξει ο David Sacks του Συμβουλίου Εξωτερικών Σχέσεων (Council on Foreign Relations), [3] «Οι Κινέζοι πολιτικοί ίσως συμπεράνουν ότι το πυρηνικό οπλοστάσιο της Ρωσίας απέτρεψε αποτελεσματικά τις Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες θα ήταν απρόθυμες να πάνε σε πόλεμο με μια πυρηνική δύναμη για την Ταϊβάν».

Αλλά οι φόβοι για μια επικείμενη κινεζική επίθεση είναι άστοχοι. Επί δεκαετίες, η πολιτική της Κίνας έναντι της Ταϊβάν χαρακτηρίζεται από την στρατηγική υπομονή, όπως και η προσέγγισή της σε άλλες εδαφικές διεκδικήσεις και διαφορές -από την Ινδία μέχρι την Θάλασσα της Νοτίου Κίνας. Αντί να ωθήσει την Κίνα να εγκαταλείψει αυτή την προσέγγιση υπέρ μιας επικείμενης στρατιωτικής επίθεσης στην Ταϊβάν, ο πόλεμος στην Ουκρανία θα ενισχύσει την αφοσίωση του Πεκίνου στο να παίξει το μακρό παιχνίδι [στμ: δηλαδή, να προετοιμαστεί ώστε η επιτυχία της να είναι σίγουρη]. Το τίμημα που έχει πληρώσει η Μόσχα [4], τόσο στρατιωτικά όσο και με τη μορφή της διεθνούς απομόνωσης, δεν είναι παρά ένα κλάσμα αυτού που θα περίμενε η Κίνα εάν επρόκειτο να επιχειρήσει να καταλάβει την Ταϊβάν με την βία. Όπως το βλέπει το Πεκίνο, καλύτερα να περιμένει υπομονετικά την τελική παράδοση της Ταϊβάν, παρά να χτυπήσει τώρα και να διακινδυνεύσει να κερδίσει το νησί με υπερβολικό κόστος -ή να το χάσει για πάντα.

ΕΠΙΚΕΙΜΕΝΗ ΕΠΙΘΕΣΗ;

Ο φόβος ότι η Κίνα θα επιτεθεί στην Ταϊβάν είχε αυξηθεί πολύ πριν ο Πούτιν εισβάλει στην Ουκρανία. Όπως παρατήρησαν οι Robert Blackwill και Philip Zelikow σε μια έκθεση [5] του 2021 που δημοσιεύτηκε από το Council on Foreign Relations, η Ταϊβάν «γίνεται το πιο επικίνδυνο σημείο ανάφλεξης του κόσμου για έναν πιθανό πόλεμο που θα ενέπλεκε τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, την Κίνα, και πιθανώς άλλες μεγάλες δυνάμεις». Εκτός από τα ιστορικά και οικονομικά του κίνητρα για τον έλεγχο της Ταϊβάν, το Πεκίνο αισθάνεται την ανάγκη να εμποδίσει άλλες δυνάμεις να χρησιμοποιήσουν το νησί ως βάση για να πιέσουν στρατιωτικά την Κίνα ή να την υπονομεύσουν πολιτικά. Από την πλευρά τους, οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν ισχυρά κίνητρα για να επιμείνουν σε αυτό που η Ουάσιγκτον έχει αναφέρει από το 1972 ως «ειρηνική επίλυση του ζητήματος της Ταϊβάν» —το οποίο, δεδομένων των αισθημάτων του ταϊβανέζικου λαού εναντίον της ενοποίησης, σημαίνει μια ανοιχτή και ίσως μόνιμη κατάσταση de facto αυτονομίας για το νησί. Μολονότι υπάρχουν πολλά συναισθήματα από αμφότερες τις πλευρές —για την Κίνα, ο εθνικισμός˙ για τις Ηνωμένες Πολιτείες, η δέσμευση στην δημοκρατία —αυτό που κάνει το ζήτημα της Ταϊβάν πραγματικά αδιαπραγμάτευτο είναι τα συμφέροντα ασφαλείας των δύο χωρών.

Το 1979, όταν οι Ηνωμένες Πολιτείες διέκοψαν τις διπλωματικές σχέσεις τους με την Ταϊβάν για να εξομαλύνουν τις σχέσεις τους με την Κίνα, το Πεκίνο είχε εύλογες πιθανότητες να κερδίσει την Ταϊβάν χωρίς να χρησιμοποιήσει βία. Η Ταϊβάν ήταν διπλωματικά απομονωμένη, στρατιωτικά αδύναμη, και εξαρτάτο οικονομικά όλο και περισσότερο από την ηπειρωτική χώρα. Η Κίνα ενθάρρυνε αυτή την εξάρτηση, με την δημιουργία μιας σειράς κινήτρων για τις ταϊβανέζικες επιχειρήσεις ώστε να δραστηριοποιηθούν στην ηπειρωτική χώρα, αγοράζοντας ταϊβανέζικες εξαγωγές, και στέλνοντας Κινέζους τουρίστες στο νησί. Το Πεκίνο επένδυσε επίσης στα ταϊβανέζικα media, με στόχο την δημιουργία ευνοϊκής κάλυψης των ειδήσεων και διεξήγαγε ανταλλαγές με ηγέτες του αντίθετου με την ανεξαρτησία Εθνικιστικού Κόμματος ή αλλιώς Kuomintang.