Ένας πόλεμος για τα λάφυρα | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Ένας πόλεμος για τα λάφυρα

Η αμείλικτη λογική που εξηγεί το στρατηγικό λάθος του Πούτιν

Όπως έγραφε ο -πολωνικής καταγωγής- Σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας των ΗΠΑ επί προεδριών Λίντον Τζόνσον και Τζίμι Κάρτερ, Zbigniew Brzezinski, ήδη από το 1997 στο βιβλίο του με τίτλο «Η Μεγάλη Σκακιέρα» [2], «…η εμφάνιση ενός ανεξάρτητου ουκρανικού κράτους δεν ήταν μόνο μια πρόκληση για όλους τους Ρώσους, που καλούνταν να ξανασκεφθούν την φύση της δικής τους πολιτικής και εθνικής ταυτότητας, αλλά και αντιπροσώπευε ζωτική γεωπολιτική υποχώρηση για το ρωσικό κράτος». Η απώλεια της Ουκρανίας «μιας δυνητικά πλούσιας βιομηχανικής και αγροτικής οικονομίας και [τότε] 52 εκατομμυρίων ατόμων, που είναι επαρκώς συγγενείς με τους Ρώσους από εθνοτική και θρησκευτική άποψη, ώστε να κάνουν τη Ρωσία ένα πραγματικά μεγάλο και γεμάτο αυτοπεποίθηση αυτοκρατορικό κράτος», σήμαινε την καταστροφή της πιθανότητας επαναδημιουργίας μιας ισχυρής ευρασιατικής αυτοκρατορίας με ισχυρή ευρωπαϊκή παρουσία. Χωρίς την Ουκρανία, η Ρωσία όχι μόνο δεν θα ξαναγίνει αυτοκρατορία, μια πραγματικά μεγάλη δύναμη στον κόσμο, αλλά διακινδυνεύει να απομακρυνθεί -ή να αποκλειστεί- από την Ευρώπη και να καταστεί μια δύναμη με περισσότερο ασιατικά χαρακτηριστικά.

Η ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΝΑΤΟ

Η επέκταση του ΝΑΤΟ προς τα ανατολικά έπαιξε σίγουρα έναν ρόλο στον ρωσικό ψυχισμό, με την επίδρασή του να εκφράζεται πιο καθαρά στις ενέργειες και τις δηλώσεις του Ρώσου προέδρου, Βλαντιμίρ Πούτιν, αλλά και του προκατόχου του, Μπορίς Γιέλτσιν. Κανείς από τους δυο δεν ήταν χαρούμενος με την προσέγγιση του ΝΑΤΟ, αλλά όχι ακριβώς για τους ίδιους λόγους.

Ο μεν Γιέλτσιν ήθελε να φέρει την Ρωσία πιο κοντά στην Δύση και -γιατί όχι- σε μια στρατηγική συνεργασία με το ΝΑΤΟ, αλλά ήθελε να το καταφέρει με όρους ίσους με τις ΗΠΑ. Οι δυο χώρες, κατά την λογική του Γιέλτσιν, θα έπρεπε να συναποφασίζουν για όλα τα θέματα. Το πρόβλημα, όμως, ήταν ότι η Ρωσία δεν πλησίαζε καν στο να είναι αντίστοιχα ισχυρή με τις Ηνωμένες Πολιτείες, και βεβαίως οι ΗΠΑ δεν επρόκειτο να εκχωρήσουν την ηγεμονία τους σε μια συν-αρχηγία με ένα άλλο κράτος που δεν είχε καθόλου τις δυνατότητες για κάτι τέτοιο.

Ο Βλαντιμίρ Πούτιν δούλεψε πολύ για να ανατρέψει την αδυναμία της Ρωσίας. Βοηθούμενος από μια περίπου δεκαετία υψηλών τιμών των καυσίμων, και χρησιμοποιώντας δομές και διαδικασίες που είχαν απομείνει από την εποχή της Σοβιετικής Ένωσης, τακτοποίησε την χώρα, ενίσχυσε τον στρατό της, και εδραίωσε την εξουσία του. Με τις επιθετικές ενέργειές του στην Γεωργία αλλά και στην Κριμαία έστειλε το μήνυμα ότι η Ρωσία είχε επιστρέψει, και διεκδικούσε μια θέση στα πράγματα του κόσμου ισότιμη με τις άλλες δυο αναμφισβήτητα μεγάλες δυνάμεις: τις ΗΠΑ και την Κίνα.

Μόνο που εξακολουθούσε να του λείπει η πραγματική ισχύς, αυτή που θα του δινόταν αν κατείχε την Ουκρανία. Ο Πούτιν είχε ήδη χάσει μια ευκαιρία να ελέγξει την ευρωπαϊκή αυτή χώρα με την περιπέτεια του εκλεκτού του, Ουκρανού προέδρου Βίκτορ Γιανουκόβιτς, ο οποίος ανατράπηκε από την εξέγερση της «Euromaidan» στο τέλος του 2013 και την αρχή του 2014, και αντικαταστάθηκε από μια καταφανώς λιγότερο φιλορωσική κυβέρνηση υπό τον Πέτρο Ποροσένκο τον Ιούνιο του 2014.

Σαν αντίδραση στην ανατροπή του Γιανουκόβιτς, τον Φεβρουάριο του 2014, με μια πραγματικά αριστοτεχνική υβριδική επιχείρηση, ο Ρώσος πρόεδρος ουσιαστικά κατέλαβε ολόκληρη την χερσόνησο της Κριμαίας «χωρίς μια ντουφεκιά», διασφαλίζοντας την μεγάλη ναυτική ρωσική βάση αλλά και τον έλεγχο του σημαντικού λιμανιού της Σεβαστούπολης. Ταυτόχρονα, άνοιξε την πληγή στις ανατολικές ουκρανικές επαρχίες Λουχάνσκ και Ντονέτσκ με το πρόσχημα της προστασίας των ρωσόφωνων πληθυσμών, αλλά με ουσιαστικό στόχο την αποδυνάμωση της Ουκρανίας μέχρι την επόμενη φάση.

Στο πλαίσιο αυτό, η ουκρανική επιδίωξη της ένταξης στους κορυφαίους Δυτικούς σχηματισμούς, την Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΝΑΤΟ, είναι κατανοητή. Για τα αυτοκρατορικά σχέδια του Πούτιν όμως, αποτελούσε μια δυνητική καταστροφή.

Ο Ρώσος πρόεδρος, ήδη 22 χρόνια στην εξουσία, προεδρεύει μιας χώρας της οποίας η οικονομία προσομοιάζει σε εκείνη ενός πετρο-κράτους, με το βιοτικό επίπεδο να βαλτώνει, την διαφθορά να γιγαντώνεται, τις ανισότητες να διευρύνονται, και την κοινωνική πρόοδο να αποδεικνύεται άπιαστη [3]. Οι δημοκρατικές ελευθερίες είναι προσχηματικές στην Ρωσία και τα άλλοτε ισχυρά συστήματα εκπαίδευσης, υγείας, και κοινωνικής πρόνοιας να είναι μια σκιά του παρελθόντος τους.

Τα ποσοστά αποδοχής του από την κοινή γνώμη εξακολουθούν να είναι υψηλά, αλλά δεν είναι σαφές αν αυτό προκύπτει από την παραδοσιακή ευαρέσκεια των Ρώσων σε ισχυρούς ηγέτες, από την προπαγάνδα, ή απλώς από νοθευμένες δημοσκοπήσεις. Ο Βλαντιμίρ Πούτιν, για να εξασφαλίσει την παραμονή του στην εξουσία χρειαζόταν μια μεγάλη νίκη. Κάτι τέτοιο θα του εξασφάλιζε αρκετά χρόνια ακόμα αδιαμφισβήτητης ηγεμονίας στο εσωτερικό, και ανανεωμένη σημασία στο εξωτερικό. Ο Πούτιν χρειαζόταν ολόκληρη την Ουκρανία ως λάφυρο και δεν θα άφηνε το ΝΑΤΟ να του την στερήσει.

ΤΑ «ΛΑΘΗ» ΤΗΣ ΕΙΣΒΟΛΗΣ

Έχει αποδειχθεί αληθές ότι η ρωσική ηγεσία δεν ανέμενε την ένταση και το εύρος της αντίστασης που αντιμετώπισε κατά την εισβολή της στην Ουκρανία. Το πρώτο αυτό στρατηγικό λάθος του Πούτιν μαρτυρούν, μεταξύ άλλων, και οι στολές παρέλασης του ρωσικού στρατού που κατασχέθηκαν από οχήματα μεταφοράς που καταλήφθηκαν από τις δυνάμεις του ουκρανικού στρατού. Όμως, η εθνική συνείδηση των Ουκρανών είχε βαθύνει αξιοσημείωτα στις τρεις δεκαετίες της εθνικής ανεξαρτησίας.