Η καμένη γέφυρα του Μόντι στη Μέση Ανατολή | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η καμένη γέφυρα του Μόντι στη Μέση Ανατολή

Το πρόβλημα της ισλαμοφοβίας της Ινδίας της κοστίζει εταίρους στον Κόλπο

Η γρήγορη και αποφασιστική αντίδραση του BJP ήταν εντυπωσιακή για διάφορους λόγους. Ο Μόντι και άλλοι ηγέτες του κόμματος ήταν απρόθυμοι να χαλιναγωγήσουν την ισλαμοφοβική ρητορική των αξιωματούχων του στο παρελθόν. Το 2019, ο υπουργός Εσωτερικών Amit Shah περιέγραψε τους μουσουλμάνους του Μπαγκλαντές ως «τερμίτες». Το 2020, μέλη του BJP κατηγόρησαν ψευδώς μια μουσουλμανική θρησκευτική ομάδα για την εξάπλωση της COVID-19 στην Ινδία. Μόλις αυτόν τον Ιούνιο, ένας βουλευτής του BJP παρομοίασε τις ιστορικές εισβολές στην Ινδία από μουσουλμανικές δυνάμεις με το Ολοκαύτωμα. Αυτά τα σχόλια δεν προκάλεσαν επικρίσεις. Το BJP έχει αντιπαρέλθει, επίσης, τις επικρίσεις από ξένες κυβερνήσεις σχετικά με την πλειοψηφική στροφή στην Ινδία. Τον Ιούνιο, ο Ινδός υπουργός Εξωτερικών Subrahmanyam Jaishankar απέρριψε τις ανησυχίες του Αμερικανού ομολόγου, υπουργού Εξωτερικών Άντονι Μπλίνκεν [2], σχετικά με το επιδεινούμενο περιβάλλον για τις θρησκευτικές μειονότητες.

Αλλά αυτή τη φορά οι επικρίσεις των μουσουλμανικών κρατών της Μέσης Ανατολής πόνεσαν το Νέο Δελχί. Η Ινδία είχε δει πολλές στιγμές ανησυχητικής κοινοτικής βίας πριν ανέλθει ο Μόντι στην εξουσία [3], και στο παρελθόν οι αραβικές χώρες και άλλα ισλαμικά κράτη έχουν αποδοκιμάσει τις πολιτικές της ινδικής κυβέρνησης και τα γεγονότα στην Ινδία. Η διαφορά τώρα, ωστόσο, είναι ότι διακυβεύονται πολλά περισσότερα.

ΑΓΓΙΖΟΝΤΑΣ ΜΙΑ ΜΑΤΩΜΕΝΗ ΓΡΑΜΜΗ

Από την ανεξαρτησία της και μετά, η Ινδία [4] φρόντιζε πάντα να διακηρύττει την δέσμευσή της στην εκκοσμίκευση, προκειμένου να καθησυχάσει τους εταίρους της στη Μέση Ανατολή σχετικά με την ευημερία της μουσουλμανικής μειονότητάς της. Η Ινδία είναι επί μακρόν η πατρίδα πολλών μουσουλμάνων· ο μουσουλμανικός πληθυσμός της, που αριθμεί περίπου 200 εκατομμύρια ανθρώπους, είναι ο τρίτος μεγαλύτερος οποιασδήποτε χώρας του κόσμου, πίσω από την Ινδονησία και το Πακιστάν. Τις δεκαετίες του 1960 και του 1970, η προσέγγιση της Ινδίας προς τις μουσουλμανικές χώρες ήταν σχεδιασμένη κυρίως για να αντιμετωπίσει την πακιστανική ρητορική σχετικά με τη μεταχείριση των Ινδών μουσουλμάνων, ιδιαιτέρως στο πλαίσιο των ταραχών μεταξύ των ινδουιστών και των μουσουλμάνων στο [κρατίδιο] Gujarat το 1969. Κατά την διάρκεια αυτής της περιόδου, η ινδική κυβέρνηση ήταν ανήσυχη για την ασφάλεια βασικών στρατηγικών θαλάσσιων σημείων συμφόρησης (chokepoints), όπως το Στενό του Ορμούζ, στον Περσικό Κόλπο, και η Διώρυγα του Σουέζ, στην Αίγυπτο, και για την τακτική πρόσβαση στο πετρέλαιο για την υποστήριξη του αναπτυσσόμενου βιομηχανικού τομέα της. Προσάρμοσε ανάλογα την πολιτική της για τη Μέση Ανατολή για να διατηρήσει και να προστατεύσει αυτά τα εμπορικά και ενεργειακά συμφέροντα. Ήταν σε αυτό το πλαίσιο που η Ινδία έστειλε αρχικά μια αντιπροσωπεία στην πρώτη συνάντηση του Οργανισμού της Ισλαμικής Διάσκεψης (Organization of the Islamic Conference), του προκατόχου του OIC, στο Ραμπάτ το 1969. Λόγω της πακιστανικής αντίθεσης, ωστόσο, η ινδική αντιπροσωπεία υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει την διάσκεψη και η Ινδία δεν έγινε ποτέ επίσημα μέλος του οργανισμού.

Τα τέλη της δεκαετίας του 1980 και οι αρχές της δεκαετίας του 1990 ήταν μια περίοδος αυξανόμενης διαμάχης μεταξύ των ινδουιστών και των μουσουλμάνων της Ινδίας, με τις ταραχές στην [πόλη] Meerut το 1986, την εξέγερση στο Κασμίρ το 1989 και τελικά την κατεδάφιση από έναν ινδουιστικό όχλο του ηλικίας αιώνων τζαμιού Babri Masjid στην [πόλη] Ayodhya. το 1992. Τα κράτη της Μέσης Ανατολής άρχισαν να εκφράζουν όλο και περισσότερες ανησυχίες για το καθεστώς των Ινδών μουσουλμάνων. Η καταδίκη της συμπεριφοράς της Ινδίας στο Κασμίρ εντάθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1990 και ξεπέρασε τις συνήθεις κατηγορίες για παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η καταστροφή του Babri Masjid πυροδότησε κοινοτικές ταραχές σε όλη την χώρα και ανησύχησε πολλές κυβερνήσεις των μουσουλμανικών χωρών. Η συνεδρίαση του OIC στο Καράτσι το 1993 εξέδωσε ψήφισμα με το οποίο εξίσωνε τις ινδικές παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στο Κασμίρ με τις θηριωδίες στην Βοσνία, στα παλαιστινιακά εδάφη και στη Νότιο Αφρική. Το ψήφισμα ζητούσε επίσης από όλα τα κράτη - μέλη να πιέσουν την Ινδία να επιτρέψει στους κατοίκους του Κασμίρ να ασκούν το δικαίωμά τους στην αυτοδιάθεση. Ο OIC αποφάσισε να χορηγήσει καθεστώς παρατηρητή στην Διάσκεψη της Hurriyat για όλα τα Μέρη (All Parties Hurriyat Conference), μια συμμαχία διαφόρων πολιτικών, κοινωνικών και θρησκευτικών οργανώσεων του Κασμίρ που ήταν δεσμευμένες στην αυτοδιάθεση. Η καταδίκη στον OIC και η αντιληπτή εχθρότητα των αραβικών κρατών ενθάρρυναν επίσης την Ινδία να επαναξιολογήσει τις σχέσεις της με το Ισραήλ, με το οποίο δημιούργησε διπλωματικούς δεσμούς το 1992. Η εξομάλυνση των σχέσεων με το Ισραήλ βοήθησε το Νέο Δελχί να αναπτύξει οικονομικούς και αμυντικούς δεσμούς με το Τελ Αβίβ. Στο διάστημα των τελευταίων δύο δεκαετιών, το Ισραήλ έχει αναδυθεί ως ένας από τους βασικούς προμηθευτές όπλων της Ινδίας.

Το 2002, αιματηρές ταραχές στο Gujarat [5] σκότωσαν περισσότερους από 700 μουσουλμάνους, όταν ο Μόντι ήταν πρωθυπουργός του κρατιδίου. Η Ινδία τέθηκε υπό στενή παρακολούθηση από κράτη της Μέσης Ανατολής και ο Μόντι υπέμεινε πολλές επικρίσεις. Εκείνη την εποχή, ωστόσο, ο Μόντι δεν ήταν ακόμη μια σημαντική προσωπικότητα στην διεθνή αρένα. Παρά την αιματοχυσία, οι πρέσβεις των κρατών του Κόλπου στο Νέο Δελχί εκείνη την περίοδο δεν απαίτησαν ενημέρωση από το Υπουργείο Εξωτερικών Υποθέσεων για τις ταραχές. Μέχρι το 2002, η οικονομική ανάπτυξη της Ινδίας, η αυξανόμενη διεθνής επιρροή της και το νέο καθεστώς της ως κράτος με πυρηνικά όπλα την είχαν καταστήσει σημαντικό προορισμό για εξαγωγές και τόπο για επενδύσεις για τα περισσότερα κράτη της Μέσης Ανατολής, τα οποία δεν ήταν πλέον τόσο δυναμικά στην καταδίκη της μεταχείρισης των Ινδών μουσουλμάνων.

ΦΛΕΡΤΑΡΟΝΤΑΣ ΤΗ ΜΕΣΗ ΑΝΑΤΟΛΗ