Ο μεγάλος παγκόσμιος επανεξοπλισμός | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Ο μεγάλος παγκόσμιος επανεξοπλισμός

Η Ουκρανία και η επικίνδυνη αύξηση των στρατιωτικών δαπανών

Ακόμη και τα ελάχιστα κράτη που έχουν ήδη εκπληρώσει την Δέσμευση Αμυντικών Επενδύσεων του ΝΑΤΟ βρίσκονται σε διαδικασία περαιτέρω εξοπλισμού. Η Πολωνία σχεδιάζει να αυξήσει τις στρατιωτικές δαπάνες της από το 2,1% στο 3%, αρχής γενομένης από το 2023. Η αύξηση αναμένεται να καλύψει μια μεγάλη επέκταση του πολωνικού στρατού, συμπεριλαμβανομένου του διπλασιασμού του αριθμού των στρατιωτών του. Η ομοίως σύμμαχος στο ΝΑΤΟ, Ρουμανία, δαπανά επί του παρόντος το 2% του ΑΕΠ της στις ένοπλες δυνάμεις της, αλλά αρχής γενομένης από το επόμενο έτος, ο στρατιωτικός προϋπολογισμός θα εκτοξευθεί στο 2,5% του ΑΕΠ. Και από τον Φεβρουάριο και μετά, η Ουάσιγκτον έχει αυξήσει τις δαπάνες της κατά το εντυπωσιακό [ποσό] των 90 δισεκατομμυρίων δολαρίων, τόσο για να στείλει στρατιωτική βοήθεια [6] στην Ουκρανία (την οποία έχει προσφέρει σε μεγαλύτερες ποσότητες από όσες έχει [προσφέρει] οποιοσδήποτε άλλος χορηγός) όσο και για να ενισχύσει τις δικές της ένοπλες δυνάμεις.

Οι νέες δαπάνες των Ηνωμένων Πολιτειών είναι ιδιαίτερα αξιοσημείωτες. Η χώρα είναι επί μακρόν ο μεγαλύτερος στρατιωτικός δαπανών του κόσμου, και οι επιπλέον πιστώσεις προσθέτουν στα χρόνια αυξημένης χρηματοδότησης. Οι στρατιωτικές δαπάνες των ΗΠΑ έχουν αυξηθεί κατά περίπου 40% τις τελευταίες δύο δεκαετίες, ωθούμενες πρώτα από τον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας και πλέον από τον αυξανόμενο γεωπολιτικό ανταγωνισμό [7] με την Κίνα και την Ρωσία. Τα νέα χρήματα πηγαίνουν εν μέρει στους στρατιώτες, αλλά αποτελούνται σε μεγάλο βαθμό από δαπανηρά και μακροχρόνια έργα απόκτησης όπλων και προσπάθειες έρευνας και ανάπτυξης. Η κυβέρνηση Ομπάμα, για παράδειγμα, ξεκίνησε μια πρωτοβουλία 1,2 τρισεκατομμυρίων δολαρίων για τον εκσυγχρονισμό των πυρηνικών όπλων των ΗΠΑ. Η πρωτοβουλία, η οποία παρουσιάστηκε το 2010, αναμένεται να συνεχιστεί έως το 2046.

Η ΑΥΞΗΣΗ ΤΟΥ ΚΟΣΤΟΥΣ

Οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοί τους δεν είναι οι μόνες χώρες που αυξάνουν τις στρατιωτικές τους δαπάνες. Ένας από τους κύριους πολιτικούς στόχους του Βλαντιμίρ Πούτιν [8] ήταν να αντιστρέψει τις μεταψυχροπολεμικές περικοπές στις δυνάμεις της Μόσχας, και από την εκλογή του το 2000, η Ρωσία έχει ξεκινήσει τρία κρατικά εξοπλιστικά προγράμματα. Ως αποτέλεσμα, οι στρατιωτικές δαπάνες της χώρας αυξάνονται σχεδόν ασταμάτητα. Όντως, η Ρωσία ήταν μια από τις ελάχιστες ευρωπαϊκές χώρες που δεν μείωσαν τις στρατιωτικές τους δαπάνες στον απόηχο της οικονομικής κρίσης του 2008. Αντίθετα, αφότου διεξήγαγε έναν πόλεμο 12 ημερών εναντίον της Γεωργίας, δημιούργησε νέα χρηματοδότηση για τον εκσυγχρονισμό του 70% του στρατιωτικού εξοπλισμού της μέχρι το τέλος του 2020.

Τελικά, η Ρωσία [9] δεν πέτυχε αυτό το φιλόδοξο χρονοδιάγραμμα. Ένας συνδυασμός σκληρών Δυτικών κυρώσεων (που επιβλήθηκαν αφότου η Μόσχα προσάρτησε την Κριμαία) και η πτώση των τιμών του πετρελαίου, υποχρέωσαν το Κρεμλίνο να περικόψει τον στρατιωτικό προϋπολογισμό το 2017 και το 2018. Αλλά καθώς η οικονομία σταθεροποιήθηκε, η Ρωσία άρχισε πάλι να αυξάνει τις αμυντικές δαπάνες. Μόνο το 2021, καθώς η Ρωσία συγκέντρωνε στρατεύματα κατά μήκος των ουκρανικών συνόρων, οι στρατιωτικές δαπάνες της χώρας αυξήθηκαν κατά 2,9% και έφθασαν τα 65,9 δισεκατομμύρια δολάρια —που ισοδυναμούν με το 4,1% του ΑΕΠ της χώρας.

Αλλά ακόμη και οι δαπάνες της Ρωσίας φαίνονται μικρές σε σύγκριση με αυτές της Κίνας. Μετά την κρίση στο Στενό της Ταϊβάν το 1995-96 - όταν η Κίνα έριξε πυραύλους στο στενό αλλά υποχρεώθηκε να σταματήσει όταν το Πολεμικό Ναυτικό των ΗΠΑ έπλευσε πανίσχυρα πλοία διαμέσου της περιοχής - το Πεκίνο ξεκίνησε ένα εκτεταμένο πρόγραμμα στρατιωτικού εκσυγχρονισμού. Οι αμυντικές δαπάνες της Κίνας αυξήθηκαν κατά μέσο όρο κατά 10% κάθε χρόνο για τις επόμενες δύο δεκαετίες, και τα πλέον 27 αδιάλειπτα χρόνια αυξανόμενων στρατιωτικών δαπανών της χώρας αποτελούν το μεγαλύτερο τέτοιο χρονικό διάστημα για οποιοδήποτε κράτος του κόσμου. Πέρυσι, οι κινεζικές στρατιωτικές δαπάνες έφτασαν τα 293 δισεκατομμύρια δολάρια.

Το Πεκίνο δεν δείχνει σημάδια ότι θα σταματήσει. Ο Κινέζος πρόεδρος, Σι Τζινπίνγκ [10], έχει δηλώσει ότι η μακροπρόθεσμη φιλοδοξία του είναι να μειώσει το χάσμα μεταξύ του Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού (People’s Liberation Army, PLA) και αυτών που το Πεκίνο αποκαλεί «οι κορυφαίοι στρατοί του κόσμου» - μια φράση που θεωρείται ευρέως ότι αναφέρεται στις ένοπλες δυνάμεις των ΗΠΑ. Ο στόχος του Σι είναι να επιτύχει τον «πλήρη εκσυγχρονισμό» του PLA έως το 2035 και να μετατρέψει τις ένοπλες δυνάμεις της Κίνας σε έναν «στρατό παγκόσμιας κλάσης» έως το 2049.

Η συσσώρευση της Κίνας έχει, με την σειρά της, ωθήσει τις κοντινές χώρες να δαπανήσουν περισσότερα για τις δικές τους δυνάμεις. Παρά την βαθιά απροθυμία να χρηματοδοτήσει σοβαρά τις ένοπλες δυνάμεις της, η Ιαπωνία αύξησε τις στρατιωτικές της δαπάνες κατά 7,3% πέρυσι, η υψηλότερη ετήσια αύξηση από το 1972. Η Αυστραλία εισήλθε πρόσφατα στην τριμερή συμφωνία ασφαλείας AUKUS [11] με το Ηνωμένο Βασίλειο και τις Ηνωμένες Πολιτείες, μια συμφωνία που θα προμηθεύσει την Καμπέρα με οκτώ πυρηνικά υποβρύχια, με εκτιμώμενο κόστος άνω των 100 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Είναι μόνο μία από τις πολλές αναβαθμίσεις που κάνει η Αυστραλία στον στρατό της, ως απάντηση στην αυξανόμενη διεκδικητικότητα της Κίνας.

ΑΓΟΡΑΣΤΗ, ΠΡΟΣΟΧΗ

Στην Δύση, μια από τις κύριες αιτιολογίες για την αύξηση των στρατιωτικών δαπανών είναι η αποτροπή. Καθώς τα ρωσικά στρατεύματα καταλαμβάνουν αργά περισσότερο ουκρανικό έδαφος και καθώς η Κίνα συνεχίζει να απειλεί τους γείτονές [12] της, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής στις Ηνωμένες Πολιτείες, στην Ασία και στην Ευρώπη έχουν υποστηρίξει ότι πρέπει να αποτρέψουν αξιόπιστα το Πεκίνο και τη Μόσχα από το να ξεκινήσουν νέες συγκρούσεις ή να τροφοδοτήσουν εντάσεις. «Πρέπει να μπορείς να πολεμήσεις για να μην υποχρεωθείς να πολεμήσεις», είπε το 2022 ο Christian Lindner, υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας και αρχιτέκτονας του νέου στρατιωτικού ταμείου της χώρας.