Μια ανθεκτική στους κραδασμούς οικονομία της ενέργειας | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Μια ανθεκτική στους κραδασμούς οικονομία της ενέργειας

Η τιθάσευση των ασταθών αγορών πετρελαίου προϋποθέτει μια νέου είδους κυβερνητική παρέμβαση

Μέχρι την δεκαετία του 1970, ωστόσο, οι αλλαγές στην παγκόσμια αγορά πετρελαίου και στην διεθνή πολιτική άρχισαν να υπονομεύουν αυτό το άλλοτε σταθερό σύστημα. Κατά την διάρκεια του αραβο-ισραηλινού πολέμου [5] του 1973, οι αραβικές χώρες, οι οποίες εκείνη την εποχή παρήγαγαν το ένα τέταρτο της παγκόσμιας προμήθειας πετρελαίου, επέβαλλαν εμπάργκο στις Ηνωμένες Πολιτείες για την υποστήριξη τους στο Ισραήλ. Αδράχνοντας τον έλεγχο των βιομηχανιών τους από τις ιδιωτικές Δυτικές εταιρείες, οι αραβικές κυβερνήσεις, υπό την ηγεσία της Σαουδικής Αραβίας, μείωσαν την παραγωγή κατά 20% μεταξύ Οκτωβρίου 1973 και Ιανουαρίου 1974, προκαλώντας την πτώση της παγκόσμιας προσφοράς πολύ κάτω από την ζήτηση. Σε αυτό το σημείο, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν είχαν πλεονάζουσα ικανότητα να αντλήσουν, και οι Αμερικανοί αντιμετώπισαν σοβαρές ελλείψεις βενζίνης κατά την διάρκεια των χειμερινών μηνών του 1973–74. Η Ουάσιγκτον απάντησε με ένα πρόγραμμα δελτίου, προκαλώντας αρκετούς μήνες μεγάλων ουρών στα πρατήρια βενζίνης. Ταυτόχρονα, τα μέλη του ΟΠΕΚ [6] –του οργανισμού των πετρελαιοπαραγωγών που ελέγχει τις τιμές θέτοντας ποσοστώσεις παραγωγής μεταξύ των μελών του- αύξησαν την τιμή του δείκτη για τις εξαγωγές πετρελαίου τους, από 3 σε 12 δολάρια το βαρέλι, τετραπλασιάζοντας την τιμή της αγοράς μέσα σε μήνες.

Οι επακόλουθοι κραδασμοί των τιμών είχαν βαθύ οικονομικό αντίκτυπο. Οι Ηνωμένες Πολιτείες υπέστησαν ύφεση μεταξύ του 1974 και του 1975, η Δυτική Ευρώπη και η Ιαπωνία υποχρεώθηκαν να περικόψουν την ενεργοβόρα βιομηχανική δραστηριότητα, και οι ταχείες αυξήσεις των τιμών του πετρελαίου συνέβαλαν στην δημιουργία παγκόσμιου «στασιμοπληθωρισμού» [7] - ένας συνδυασμός αργής ανάπτυξης και υψηλού πληθωρισμού που διατηρήθηκε για το υπόλοιπο της δεκαετίας. Ο αναπτυσσόμενος κόσμος επλήγη περισσότερο, καθώς από πολλά κράτη έλειπαν τόσο οι εγχώριες πηγές πετρελαίου όσο και οι οικονομικοί πόροι της βιομηχανοποιημένης Δύσης.

Μέχρι το τέλος της δεκαετίας, οι παγκόσμιες αγορές ενέργειας βρίσκονταν σε αναταραχή. Οι Δυτικές εταιρείες δεν ήταν πλέον σε θέση να επηρεάσουν την προσφορά, ούτε ο ΟΠΕΚ ήταν σε θέση να διαχειριστεί τις αυξανόμενες τιμές που είχαν δημιουργήσει οι πολιτικές του. Η γεωπολιτική έπαιξε επίσης ρόλο: στην Ιρανική Επανάσταση (Iranian Revolution) του 1979, το φιλοδυτικό καθεστώς ανατράπηκε και αντικαταστάθηκε από την αντιδυτική Ισλαμική Δημοκρατία. Ένα χρόνο αργότερα, το Ιράκ εισέβαλε [8] στο Ιράν. Αυτά τα γεγονότα προκάλεσαν άλλο ένα σοκ στις τιμές και η απειλή της βίας παραμόνευε στα κοιτάσματα πετρελαίου του Περσικού Κόλπου για τα επόμενα 40 χρόνια, προσθέτοντας περισσότερη αβεβαιότητα στην ροή του παγκόσμιου πετρελαίου.

ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΩΝ ΚΡΑΔΑΣΜΩΝ

Οι πετρελαϊκοί κραδασμοί της δεκαετίας του 1970 άλλαξαν θεμελιωδώς το παγκόσμιο ενεργειακό σύστημα, θέτοντας τις βάσεις για τη μελλοντική αστάθεια. Σε αντίθεση με τις προηγούμενες δεκαετίες, όταν οι ιδιωτικές εταιρείες μπορούσαν να συντονίσουν την τιμή του πετρελαίου, τώρα αυτό παρουσίαζε διακυμάνσεις σε μια παγκόσμια αγορά που δεν βρισκόταν πλέον υπό τον έλεγχο της Δύσης. Η ομάδα των χωρών που προμήθευαν την διεθνή αγορά έγινε επίσης πολύ πιο διαφοροποιημένη καθώς νεοεισερχόμενοι όπως η Αγκόλα, η Βραζιλία, η Κίνα, η Ισημερινή Γουινέα, το Καζακστάν, η Μαλαισία, η Νορβηγία και το Ηνωμένο Βασίλειο συμμετείχαν μαζί με τους ιστορικούς παραγωγούς του ΟΠΕΚ, της Ρωσίας και των Ηνωμένων Πολιτειών. Αυτές οι εξελίξεις διεύρυναν και περιέπλεξαν τις επιπτώσεις των κραδασμών, οι οποίοι έγιναν πολύ συχνότεροι και λιγότερο προβλέψιμοι.

Σε κάποιες περιπτώσεις, αυτοί οι κραδασμοί αντανακλούσαν ένα γεωπολιτικό γεγονός, όπως η εισβολή του Ιράκ στο Κουβέιτ [9] το 1990, το οποίο, όπως και το Ιράκ, ήταν μια μεγάλη πετρελαιοπαραγωγός χώρα. Ο πόλεμος αύξησε τον αποκαλούμενο συντελεστή γεωπολιτικού κινδύνου - την προστιθέμενη αξία του πετρελαίου όταν οι προμήθειες κινδυνεύουν από πιθανή βία – κάνοντας την τιμή του πετρελαίου να εκτιναχθεί από τα 15 δολάρια το βαρέλι στα 35 δολάρια το βαρέλι. Μολονότι οι προμήθειες πετρελαίου παρέμειναν σχετικά σταθερές χάρη στην αυξημένη παραγωγή της Σαουδικής Αραβίας και άλλων κρατών - μελών του ΟΠΕΚ, οι κραδασμοί συνέβαλαν στην επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομίας το 1990 και στην ύφεση το 1991, που προκλήθηκε από το αυξημένο κόστος της ενέργειας.

Στα τέλη του εικοστού αιώνα, ωστόσο, η αστάθεια κινήθηκε προς αμφότερες τις κατευθύνσεις. Αρνητικοί κραδασμοί – καταρρεύσεις της τιμής του αργού - προέκυψαν όποτε η ζήτηση συστελλόταν ή η προσφορά υπερέβαινε την ζήτηση, όπως [συνέβη] το 1985–86, όταν η τιμή του πετρελαίου έπεσε από τα 27 δολάρια στα 10 δολάρια το βαρέλι, λόγω της απόφασης της Σαουδικής Αραβίας να αυξήσει την παραγωγή και να αρπάξει το μερίδιο αγοράς από άλλους παραγωγούς. Η πτώση των τιμών του πετρελαίου αποδυνάμωσε την Σοβιετική Ένωση, η οποία είχε γίνει εξαρτημένη από τις εξαγωγές πετρελαίου, και ήταν ένας κρίσιμος παράγοντας για τον τερματισμό του Ψυχρού Πολέμου. Στα τέλη της δεκαετίας του 1990, η ασιατική χρηματοοικονομική κρίση οδήγησε σε άλλη μια κατάρρευση των τιμών, καθώς μια σειρά από χρηματοοικονομικούς κραδασμούς εξαπλώθηκε στην περιοχή και επιβράδυνε την παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη. Μολονότι το φθηνότερο πετρέλαιο ήταν ευλογία για τους καταναλωτές των Δυτικών χωρών, οι κραδασμοί επέφεραν οικονομική κρίση σε πετρελαιοπαραγωγές χώρες όπως η Βραζιλία και η Ρωσία.