Ο ανταγωνισμός των μεγάλων δυνάμεων είναι κακός για την δημοκρατία | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Ο ανταγωνισμός των μεγάλων δυνάμεων είναι κακός για την δημοκρατία

Η αντιπαλότητα με την Κίνα και την Ρωσία ενισχύει τις πραγματικές αιτίες της αμερικανικής παρακμής
Περίληψη: 

Εάν οι Ηνωμένες Πολιτείες θέλουν ένα πολίτευμα που λειτουργεί σωστά, με μια κοινωνία των πολιτών εν ειρήνη, το τελευταίο πράγμα που πρέπει να επιδιώξουν είναι η αντιπαλότητα των μεγάλων δυνάμεων.

Ο MICHAEL BRENES είναι υπηρεσιακός διευθυντής του Brady-Johnson Program in Grand Strategy και λέκτορας Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Yale.
O VAN JACKSON είναι ανώτερος λέκτορας διεθνών σχέσεων στο Victoria University of Wellington στη Νέα Ζηλανδία, εξέχων συνεργάτης στο Asia Pacific Foundation of Canada, και συνεργάτης για την Άμυνα και την Στρατηγική στο Centre for Strategic Studies στη Νέα Ζηλανδία.

Οι Δημοκρατικοί και οι Ρεπουμπλικάνοι εξίσου έχουν χαιρετίσει την προοπτική μιας μακροπρόθεσμης αντιπαλότητας με την Κίνα ως μια πρόκληση που θα βγάλει τον καλύτερο εαυτό των Ηνωμένων Πολιτειών. Επί χρόνια, η Ουάσιγκτον έχει πλασάρει την Κίνα ως τον μόνο άξιο αντίπαλο του στρατού των ΗΠΑ και ως το είδος της απειλής που θα μπορούσε να κινητοποιήσει την εθνική βούληση και να θεραπεύσει ό,τι ταλαιπωρεί την αμερικανική δημοκρατία.

15072022-1.jpg

Κινεζική και αμερικανική σημαία στην Σανγκάη, τον Νοέμβριο του 2021. Aly Song / Reuters
------------------------------------------------

Η καταστροφική εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία έχει μόνο ενισχύσει αυτή την επικρατούσα άποψη. Παρόλο που η προέλευσή του δεν έχει καμία σχέση με την Κίνα, ο πόλεμος έχει ενθαρρύνει την Ουάσιγκτον να θεωρήσει ότι αυτές οι δύο μεγάλες δυνάμεις είναι παρόμοιες. Ακριβώς όπως ο ανταγωνισμός με την Κίνα υποτίθεται ότι είναι η οδός προς την αμερικανική ανανέωση, έτσι, επίσης, ο συνεχιζόμενος αγώνας κατά της Ρωσίας θεωρείται ένας «καλός πόλεμος» [1] που μπορεί να περισώσει την πίστη της εποχής του Ψυχρού Πολέμου στην διεξαγωγή νικηφόρων μαχών εναντίον των αυταρχικών. Η Ουκρανία υπενθυμίζει στον κόσμο τις εγγενείς αρετές της δημοκρατίας και το ενδεχόμενο του διακομματισμού που υποτίθεται ότι διείπε τις παγκόσμιες υποθέσεις μετά τον Ψυχρό Πόλεμο. Όπως έγραψε ο μελετητής Φράνσις Φουκουγιάμα τον Μάρτιο, «το πνεύμα του 1989 [2] έπεσε για ύπνο και τώρα ξαναξυπνάει».

Αλλά η αναδιαμόρφωση της Δυτικής εξωτερικής πολιτικής για την σύγκρουση των μεγάλων δυνάμεων δεν θα συμβάλει στην αποκατάσταση της δημοκρατίας στις Ηνωμένες Πολιτείες ή οπουδήποτε αλλού. Υπάρχουν ελάχιστα στοιχεία ότι ο ανταγωνισμός των μεγάλων δυνάμεων ενδυναμώνει τους κοινωνικούς δεσμούς, τα ίσα δικαιώματα, ή την οικονομική ασφάλεια και πολλά [στοιχεία] που υποδηλώνουν ότι θα μπορούσε να στρέψει την δημοκρατία περισσότερο εναντίον του εαυτού της. Στην πραγματικότητα, εάν οι Ηνωμένες Πολιτείες θέλουν ένα πολίτευμα που λειτουργεί σωστά, με μια κοινωνία των πολιτών εν ειρήνη, το τελευταίο πράγμα που πρέπει να επιδιώξουν είναι η αντιπαλότητα των μεγάλων δυνάμεων. Πολλές από τις πιο πιεστικές απειλές για την δημοκρατία δεν μπορούν να επιλυθούν μέσω ενός ανταγωνιστικού πλαισίου: η κλιματική αλλαγή, ο λευκός εθνικισμός και η ξενοφοβία, οι πανδημίες, και η οικονομική ανισότητα. Αντί να στοιχηματίζουν ότι η σύγκρουση με την Κίνα και την Ρωσία θα τονώσει την Δύση, οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι εταίροι τους θα πρέπει να προωθήσουν θεσμούς περιφερειακής και παγκόσμιας διακυβέρνησης για να μετριάσουν την ζημιά στην δημοκρατία που θα επιφέρει απαρέγκλιτα ο ανταγωνισμός των μεγάλων δυνάμεων.

ΕΞΙΔΑΝΙΚΕΥΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΨΥΧΡΟ ΠΟΛΕΜΟ

Η εμμονή με τον ανταγωνισμό των μεγάλων δυνάμεων είναι προβληματική όχι μόνο διότι δεν είναι μια στρατηγική [3] αλλά και διότι υποκαθιστά ένα σλόγκαν —ή πιο συγκεκριμένα μια παρόρμηση για ανταγωνισμό μηδενικού αθροίσματος— για έναν στρατηγικό σκοπό. Παραλείπει ακόμη και την δυνατότητα για μια πιο δημοκρατική υψηλή στρατηγική, μια [στρατηγική] που μπορεί να ισχυροποιήσει όλους τους πολίτες, να αντικατοπτρίσει την πλειοψηφική συναίνεση, και να προβάλλει τις δημοκρατικές φιλοδοξίες στο εσωτερικό και στο εξωτερικό. Οι Ηνωμένες Πολιτείες χρειάζονται μια εξωτερική πολιτική που να λειτουργεί για όλους τους Αμερικανούς, όχι απλώς μια [εξωτερική πολιτική] για τις εταιρείες ή ακόμα και για τη μεσαία τάξη.

Η άποψη του κατεστημένου της Ουάσιγκτον ότι η σύγκρουση των μεγάλων δυνάμεων είναι καθαρά θετική για τις Ηνωμένες Πολιτείες προέρχεται από μια διαστρεβλωμένη ανάγνωση της ιστορίας του Ψυχρού Πολέμου. Σύμφωνα με εκείνη την άποψη, η σοβιετική αντιπαλότητα προκάλεσε την ψήφιση της νομοθεσίας για τα ατομικά δικαιώματα, η κούρσα του διαστήματος οδήγησε σε καινοτομίες στην τεχνολογία και στην ψηφιοποίηση, και η οικονομία του Ψυχρού Πολέμου δημιούργησε ευμάρεια και έδωσε την δυνατότητα σε πολλούς Αμερικανούς για την απόκτηση ιδιόκτητης κατοικίας. Αυτή η ιστορική ερμηνεία του Ψυχρού Πολέμου βρίσκεται πίσω από την πρόσφατη νομοθεσία, συμπεριλαμβανομένων του Νόμου περί Στρατηγικού Ανταγωνισμού (Strategic Competition Act) του 2021 και του Νόμου «Η Αμερική Ανταγωνίζεται» (America COMPETES Act) του 2022, αμφότεροι εκ των οποίων επιδιώκουν να επιστρατεύσουν ομοσπονδιακούς πόρους για να τονώσουν την οικονομική ανάπτυξη και την δημιουργία θέσεων εργασίας, όλα σε μια προσπάθεια ανταγωνισμού με την Κίνα.