Αντίπαλοι σε λογικά πλαίσια; | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Αντίπαλοι σε λογικά πλαίσια;

Ο ανταγωνισμός ΗΠΑ–Κίνας γίνεται οξύτερος –αλλά δεν χρειάζεται απαραιτήτως να γίνει πιο επικίνδυνος

Στον ενάμιση χρόνο από τότε που ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, ανέλαβε τα καθήκοντά του, ο ανταγωνισμός μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Κίνας έχει ενταθεί. Αντί να διαλύσει τις σκληρές πολιτικές του πρώην προέδρου, Ντόναλντ Τραμπ, όσον αφορά του Πεκίνο, ο Μπάιντεν τις έχει συνεχίσει σε μεγάλο βαθμό, υπογραμμίζοντας ότι οι δύο δυνάμεις κατευθύνονται σχεδόν σίγουρα σε μια παρατεταμένη περίοδο οξείας και στρατιωτικά επικίνδυνης στρατηγικής αντιπαλότητας. Αλλά ετούτο δεν σημαίνει ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Κίνα κινούνται αναπόφευκτα προς την κρίση, την κλιμάκωση, την σύγκρουση, ή ακόμη και τον πόλεμο. Αντίθετα, το Πεκίνο και η Ουάσιγκτον ίσως ψάχνουν μια νέα σειρά σταθεροποιητικών διακανονισμών που θα μπορούσαν να περιορίσουν -αν και όχι να εξαλείψουν- τον κίνδυνο ξαφνικής κλιμάκωσης.

21072022-1.jpg

Αμερικανική και κινεζική σημαία στο Άρλινγκτον της Βιρτζίνια, τον Νοέμβριο του 2018. Yuri Gripas / Reuters
-----------------------------------------

Η αξιολόγηση της κατάστασης των σινοαμερικανικών σχέσων ανά πάσα στιγμή δεν είναι ποτέ εύκολη, δεδομένης της δυσκολίας να γίνει διάκριση μεταξύ του τι λέει δημοσίως η κάθε πλευρά για την άλλη -συχνά για εγχώριο πολιτικό αποτέλεσμα- και τι πραγματικά κάνει έκαστη παρασκηνιακά. Ωστόσο, παρά την σκληρή και συχνά έντονη ρητορική, έχουν αναδυθεί κάποια πρώιμα σημάδια σταθεροποίησης, συμπεριλαμβανομένης της προσωρινής ανασύστασης μιας μορφής πολιτικού [διαλόγου] και διαλόγου για την ασφάλεια που στοχεύει στην διαχείριση των εντάσεων.

Μια τέτοια σταθεροποίηση υπολείπεται κατά πολύ της εξομάλυνσης, η οποία θα σήμαινε την αποκατάσταση της συνολικής πολιτικής, οικονομικής και πολυμερούς δέσμευσης. Οι ημέρες της εξομάλυνσης αποτελούν παρελθόν. Αλλά η σταθεροποίηση θα ήταν μολαταύτα σημαντική. Θα σήμαινε την διαφορά μεταξύ του στρατηγικού ανταγωνισμού που είναι διαχειρίσιμος μέσω σταθεροποιητικών ορίων και του ανταγωνισμού που δεν είναι διαχειρίσιμος —δηλαδή που ωθείται από μια διαδικασία πιέσεων και παρενοχλήσεων, κυρίως από τον στρατό κάθε χώρας, με την ελπίδα ότι κανένας δεν θα πιέσει υπερβολικά ανά πάσα στιγμή. Το ερώτημα για αμφότερες τις πλευρές, και για τις χώρες που έχουν παγιδευτεί στη μέση αυτού του τιτάνιου αγώνα για το μέλλον της περιφερειακής και της παγκόσμιας τάξης πραγμάτων, είναι τι είδους στρατηγικό ανταγωνισμό θα επιδιώξουν.

ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΣΤΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ ΜΕΤΩΠΟ

Η Κίνα [1] μετρά την θέση της έναντι των Ηνωμένων Πολιτειών με αυτή που αποκαλεί zonghe guoli, ή «συνολική εθνική ισχύς». Η zonghe guoli λαμβάνει υπόψη την στρατιωτική, οικονομική, και τεχνολογική ισχύ της Κίνας σε σύγκριση με εκείνη των Ηνωμένων Πολιτειών [2] και των συμμάχων τους, καθώς και την αντίληψη του Πεκίνου για το προς τα πού κλίνουν οι τρίτες χώρες. Κατά το μεγαλύτερο μέρος της τελευταίας πενταετίας, η εσωτερική συζήτηση στο Κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα (ΚΚΚ) αντανακλά όλο και περισσότερο την πεποίθηση ότι αυτή η ισορροπία δυνάμεων κινείται ταχέως προς όφελος της Κίνας και ότι αυτή η τάση είναι πλέον μη αναστρέψιμη.

Ωστόσο, δεν έχουν γίνει όλα όπως τα θέλει το Πεκίνο, ειδικά μετά την εκλογή του Μπάιντεν. Οι ηγέτες της Κίνας είναι βαθιά ανήσυχοι για την αναζωογόνηση των συμμαχιών των ΗΠΑ τόσο στον Ειρηνικό όσο και στον Ατλαντικό. Αιφνιδιάστηκαν από την ταχεία ανύψωση της Quad [3] -η οποία αποτελείται από την Αυστραλία, την Ινδία, την Ιαπωνία, και τις Ηνωμένες Πολιτείες- σε επίπεδο συνόδου κορυφής υπό τον Μπάιντεν, η οποία κατέστη δυνατή λόγω της κλιμάκωσης της συνοριακής διαμάχης της Κίνας με την Ινδία. Η Κίνα είναι επίσης ανήσυχη για την ανάδυση μιας νέας συνεργασίας για την ασφάλεια μεταξύ της Αυστραλίας, των Ηνωμένων Πολιτειών, και του Ηνωμένου Βασιλείου, γνωστής ως AUKUS [4], και για την απόφαση της Αυστραλίας να αναπτύξει ένα στόλο πυρηνοκίνητων υποβρυχίων. Το Πεκίνο παρακολουθεί με ανησυχία, καθώς η Ιαπωνία έχει υιοθετήσει μια νέα αμυντική πολιτική, έχει διευρύνει τις αμυντικές δαπάνες της και έχει αρχίσει να ενστερνίζεται την ανάγκη να βοηθήσει στην άμυνα της Ταϊβάν [5]. Η Κίνα έχει δείξει παρόμοια ανησυχία για τη νέα στρατηγική [στάση] και την στάση της εξωτερικής πολιτικής της Νοτίου Κορέας υπό τον πρόεδρο Yoon Suk-yeol [6], ο οποίος υποσχέθηκε στην προεκλογική εκστρατεία του να ενταχθεί στην Quad και να την μετατρέψει σε Quint (πενταμερή). Και τέλος, η στρατηγική συνεργασία [7] «χωρίς όρια» της Κίνας με την Ρωσία, μετά την εισβολή της δεύτερης στην Ουκρανία, έχει βλάψει βαθιά την θέση του Πεκίνου στην Ευρώπη -σε σημείο που ακόμη και οι παραδοσιακές περιστερές όσον αφορά την Κίνα σε διάφορες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες είναι πλέον επιφυλακτικές για τις μακροπρόθεσμες στρατηγικές φιλοδοξίες του Πεκίνου.

Η Κίνα αντιμετωπίζει επίσης προβλήματα και στο εσωτερικό μέτωπο. Η οικονομία έχει επιβραδυνθεί ριζικά. Αυτό ξεκίνησε πριν από αρκετά χρόνια, όταν ο πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ άρχισε να μετακινεί την κινεζική οικονομική πολιτική περαιτέρω στα αριστερά. Το κόμμα έχει αναλάβει μεγαλύτερο ρόλο στον ιδιωτικό τομέα, στις κρατικές επιχειρήσεις δόθηκε νέα πνοή, και το κράτος έχει καταστείλει σκληρά τους τομείς της τεχνολογίας, των χρηματοοικονομικών, και των ακινήτων. Το συνολικό αποτέλεσμα είναι η φθίνουσα εμπιστοσύνη του ιδιωτικού τομέα, η μείωση των ιδιωτικών επενδύσεων, η εξασθενημένη παραγωγικότητα, και η επιβραδυμένη ανάπτυξη. Αυτά τα υποβόσκοντα οικονομικά προβλήματα έχουν ισχυροποιηθεί από τα κυλιόμενα δρακόντεια lockdown του Πεκίνου για την COVID-19 σε πολλές από τις μεγάλες πόλεις, τα οποία έχουν συγκρατήσει την ζήτηση των καταναλωτών, έχουν διαταράξει τόσο τις εγχώριες όσο και τις παγκόσμιες εφοδιαστικές αλυσίδες, και έχουν υπονομεύσει περαιτέρω τον κινεζικό τομέα ακινήτων, ο οποίος συνήθως αντιπροσωπεύει έως και το 29% του κινεζικού ΑΕΠ. Και η επιβραδυνόμενη παγκόσμια οικονομία -που επίσης υποφέρει από τον αυξανόμενο πληθωρισμό [8] ως αποτέλεσμα του πολέμου [9] στην Ουκρανία- δεν θα βοηθήσει, δεδομένης της εξάρτησης της Κίνας από τις εξαγωγές ως βασική κινητήρια δύναμη ανάπτυξης.

Παρά τις αρκετές προσπάθειες για διόρθωση της πορείας στην οικονομική πολιτική (αλλά όχι στην πολιτική [10] για την COVID-19), υπάρχουν ελάχιστα σημάδια ανάκαμψης. Πράγματι, υπάρχουν κάποιες ενδείξεις πανικού σχετικά με τα νούμερα της ανάπτυξης της Κίνας, όχι μόνο λόγω του πολιτικού αντίκτυπου της αυξανόμενης ανεργίας, αλλά και λόγω των βαθύτερων φόβων ότι ο ιδεολογικός ανασχεδιασμός του παραδοσιακού κινεζικού οικονομικού μοντέλου από τον Σι ίσως τελικά εμποδίσει την κούρσα της χώρας να προσπεράσει τις Ηνωμένες Πολιτείες ως η μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου.

Λαμβάνοντας υπόψη αυτές τις τάσεις, η τρέχουσα άποψη του Πεκίνου για τον κόσμο είναι πιο πολυσχιδής από όσο μπορεί να υποδηλώνει το επίσημο αφήγημα ότι «η Ανατολή ανεβαίνει, η Δύση παρακμάζει». Η Κίνα [11] εξακολουθεί να βλέπει τις στρατηγικές γραμμές των τάσεων να κινούνται μακροπρόθεσμα προς την κατεύθυνσή της. Βλέπει όμως επίσης μια νέα σειρά σημαντικών δυσκολιών -πολλές από αυτές με δική της ευθύνη- που πρέπει να αντιμετωπίσει βραχυπρόθεσμα έως μεσοπρόθεσμα. Υπάρχει επίσης η πιο άμεση πρόκληση για τον Σι [12] να πλοηγηθεί στο 20ο Συνέδριο του Κόμματος (20th Party Congress) της Κίνας, το πολιτικά κρίσιμο κονκλάβιο που θα διεξαχθεί αυτό το φθινόπωρο. Μολονότι είναι ιδιαίτερα απίθανο να αντιμετωπίσει ο Σι οποιεσδήποτε μεγάλες προκλήσεις στην σχεδιαζόμενη υποψηφιότητά του για τρίτη θητεία ως επικεφαλής του ΚΚΚ, παραμένει ασαφές το εάν θα καταφέρει να εξασφαλίσει όλους τους προτιμώμενους διορισμούς του στην επόμενη οικονομική ομάδα του κόμματος, συμπεριλαμβανομένου του επόμενου επικεφαλής. Ωστόσο, ο Σι ενδιαφέρεται σαφώς να αποφύγει τις εκπλήξεις για το υπόλοιπο του έτους. Αυτό περιλαμβάνει εκπλήξεις στο διεθνές μέτωπο γενικότερα, και στην σχέση ΗΠΑ-Κίνας ειδικότερα. Για αυτούς τους λόγους, το Πεκίνο έχει ως εκ τούτου ένα κίνητρο να σταθεροποιήσει την σχέση του με την Ουάσιγκτον, τουλάχιστον προσωρινά, αντί να επιτρέψει στις στρατηγικές εντάσεις να συνεχίσουν να κλιμακώνονται. Αυτό δεν σημαίνει ότι η Κίνα θα αλλάξει τη μακροπρόθεσμη στρατηγική της. Αλλά σημαίνει ότι η Κίνα θα αλλάξει την τακτική της.

ΕΠΙΡΡΕΠΗΣ ΣΤΑ ΑΤΥΧΗΜΑΤΑ

Η κυβέρνηση Μπάιντεν [13] έχει παρακολουθήσει προσεκτικά αυτές τις εξελίξεις στην Κίνα. Αλλά έχει εξίσου συνείδηση των δικών της προκλήσεων. Αυτές περιλαμβάνουν την δυσκολία ψήφισης του Νόμου περί Καινοτομίας και Ανταγωνισμού των ΗΠΑ (U.S. Innovation and Competition Act) και άλλης νομοθεσίας που είναι απαραίτητη για τη μελλοντική διεθνή ανταγωνιστικότητα [14] των Ηνωμένων Πολιτειών· τις ελλοχεύουσες πολιτικές αβεβαιότητες γύρω από τις ενδιάμεσες εκλογές και τις επιπτώσεις τους στην προεδρική αναμέτρηση του 2024· την ευαισθησία στις ρεπουμπλικανικές επιθέσεις για κάθε προσαρμογή της στρατηγικής των ΗΠΑ για την Κίνα που θα μπορούσε να περιγραφεί ως αδυναμία· τις στρατιωτικές ευαλωτότητες σε περίπτωση ξαφνικής κλιμάκωσης [15] για την Ταϊβάν ή την Θάλασσα της Νοτίου Κίνας, παρά τις προσπάθειες των κυβερνήσεων τόσο του Τραμπ όσο και του Μπάιντεν να κλείσουν το χάσμα των στρατιωτικών ικανοτήτων· τη μέχρι στιγμής αδυναμία να αντισταθμίσει το αυξανόμενο περιφερειακό και παγκόσμιο οικονομικό αποτύπωμα της Κίνας, δεδομένου του βαθιά προστατευτικού αισθήματος στο αμερικανικό Κογκρέσο· και τον υποβόσκωντα σκεπτικισμό μεταξύ των φίλων των ΗΠΑ, ακόμη και των επίσημων συμμάχων, για τη μακροπρόθεσμη υπεροχή, την στρατηγική αξιοπιστία, και την πολιτική βούληση της Ουάσιγκτον να παραμείνει η κυρίαρχη [16] δύναμη του κόσμου.

Για αυτούς τους λόγους, ούτε η Κίνα ούτε οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν την πολιτική διάθεση για μια ακούσια κρίση ή σύγκρουση. Καμία πλευρά δεν είναι έτοιμη για μια τέτοια, και αμφότερες χρειάζονται χρόνο για να ασχοληθούν με το τεράστιο φάσμα δυσκολιών και ανεπαρκειών που αντιμετωπίζουν. Ωστόσο, ο κίνδυνος ακούσιας κλιμάκωσης είναι υπαρκτός και αυξάνεται [17]. Η πρόσφατη επικίνδυνη αναχαίτιση από τον Λαϊκό Απελευθερωτικό Στρατό (People’s Liberation Army) ενός αεροσκάφους παρακολούθησης P-8 της Βασιλικής Πολεμικής Αεροπορίας της Αυστραλίας (Royal Australian Air Force) πάνω από την Θάλασσα της Νοτίου Κίνας, η οποία θα μπορούσε εύκολα να είχε προκαλέσει την συντριβή του αυστραλιανού αεροσκάφους, είναι μόνο ένα από τα πολλά παραδείγματα ενός περιστατικού που θα μπορούσε να έχει κλιμακωθεί ταχέως σε κρίση. Σε αυτήν την περίπτωση, οι όροι της Αμυντικής Συνθήκης ΗΠΑ-Αυστραλίας (U.S. – Australian Defense Treaty) του 1951 θα μπορούσαν κάλλιστα να είχαν υποχρεώσει τις Ηνωμένες Πολιτείες να προστρέξουν άμεσα προς υπεράσπιση της Αυστραλίας, εάν το περιστατικό είχε λάβει μοιραία τροπή. (Πράγματι, θα ήταν χρήσιμο στο Πεκίνο να εξοικειωθεί με τους ακριβείς όρους των στρατιωτικών υποχρεώσεων των Ηνωμένων Πολιτειών προς καθέναν από τους συμμάχους τους στον Ειρηνικό, για την περίπτωση που οι Κινέζοι ηγέτες πιστέψουν ότι το να απειλήσουν αυτές τις χώρες είναι ένας εύκολος τρόπος να επιδείξουν την στρατιωτική ισχύ τους, χωρίς να διακινδυνεύσουν την άμεση κλιμάκωση με την Ουάσιγκτον).

Το να παρακολουθεί κάποιος την Κίνα και τις Ηνωμένες Πολιτείες να εμπλέκονται σε όλο και μεγαλύτερα επίπεδα ακροσφαλούς πολιτικής είναι σαν να παρακολουθεί δύο γείτονες να κάνουν συγκολλήσεις σε ένα εργαστήριο στην πίσω αυλή, χωρίς παπούτσια με λαστιχένιες σόλες, με τους σπινθήρες να πετούν παντού, και με γυμνά, μη μονωμένα καλώδια να περνούν σε ένα βρεγμένο τσιμεντένιο πάτωμα. Τι θα μπορούσε να πάει στραβά;

ΔΙΑΧΕΙΡΙΖΟΜΕΝΟΣ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΟΣ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΣ

Αυτός είναι ο λόγος που έχω υποστηρίξει στο παρελθόν [18] στο Foreign Affairs αυτόν που αποκαλώ «διαχειριζόμενο στρατηγικό ανταγωνισμό» (“managed strategic competition”). Αυτή είναι μια βαθιά ρεαλιστική έννοια, όχι μια [έννοια] που υποστηρίζει ότι μόνο μέσω της καλύτερης κατανόησης των μεταξύ τους στρατηγικών προθέσεων μπορούν να βελτιωθούν οι σχέσεις μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Κίνας. Το βασικό πρόβλημα επί του παρόντος είναι ακριβώς το αντίστροφο: τόσο το Πεκίνο όσο και η Ουάσιγκτον έχουν στην πραγματικότητα μια αρκετά ακριβή κατανόηση των μεταξύ τους προθέσεων, αλλά εδώ και αρκετά χρόνια έχουν εμπλακεί σε μια ανεξέλεγκτη στρατηγική, χωρίς οδικούς κανόνες για να την περιορίσουν. Ο διαχειριζόμενος στρατηγικός ανταγωνισμός προσφέρει την ρεαλιστική δυνατότητα μιας σειράς πιο σταθεροποιητικών, αμοιβαία συμφωνημένων περιορισμών.

Η ιδέα έχει τέσσερα βασικά στοιχεία. Πρώτον, οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Κίνα πρέπει να δημιουργήσουν μια σαφή, λεπτομερή κατανόηση των μεταξύ τους σκληρών στρατηγικών κόκκινων γραμμών, προκειμένου να μειώσουν τον κίνδυνο σύγκρουσης μέσω εσφαλμένων υπολογισμών. Θα πρέπει να επιτευχθεί μια λεπτομερής συναντίληψη για τέτοιες κόκκινες γραμμές σε κρίσιμους τομείς όπως η Ταϊβάν [19], η Θάλασσα της Νοτίου και της Ανατολικής Κίνας, η Κορεατική Χερσόνησος, ο κυβερνοχώρος, και το διάστημα. Η κατανόηση των κόκκινων γραμμών του άλλου δεν προϋποθέτει συμφωνία για τη νομιμοποίηση αυτών των κόκκινων γραμμών. Αυτό θα ήταν αδύνατο. Αλλά αμφότερες οι πλευρές θα πρέπει να καταλήξουν στο συμπέρασμα ότι η στρατηγική προβλεψιμότητα είναι επωφελής, ότι η στρατηγική εξαπάτηση είναι μάταιη, και ότι η στρατηγική έκπληξη είναι απλά επικίνδυνη. Έκαστη πλευρά πρέπει στην συνέχεια να δημιουργήσει όρια στην σχέση της με την άλλη που θα μειώνουν τον κίνδυνο της υπέρβασης, της κακής επικοινωνίας και της παρανόησης, συμπεριλαμβανομένου του καθορισμού των απαραίτητων μηχανισμών διαλόγου σε υψηλό επίπεδο και επικοινωνίας κρίσεων για την επίβλεψη οποιονδήποτε τέτοιων διακανονισμών.

Δεύτερον, έχοντας καθορίσει τέτοια όρια, αμφότερες οι χώρες μπορούν να ενστερνιστούν τον μη φονικό στρατηγικό ανταγωνισμό σε μεγάλο μέρος της υπόλοιπης σχέσης τους, διοχετεύοντας την στρατηγική τους αντιπαλότητα σε μια κούρσα για την ενίσχυση της οικονομικής και τεχνολογικής δύναμής τους, του αποτυπώματος της εξωτερικής πολιτικής [20] τους, ακόμη και των στρατιωτικών ικανοτήτων τους. Αυτή η κούρσα περιλαμβάνει επίσης τον ιδεολογικό ανταγωνισμό για το μέλλον του διεθνούς συστήματος. Αλλά το κρίσιμο είναι ότι αυτός ο στρατηγικός ανταγωνισμός θα ήταν διαχειριζόμενος, όχι μη διαχειριζόμενος, μειώνοντας τον κίνδυνο να εξελιχθεί σε άμεση ένοπλη σύγκρουση. Πράγματι, ένας τέτοιος περιορισμένος ανταγωνισμός θα μπορούσε με την πάροδο του χρόνου να μειώσει, αντί να επιδεινώσει, τον κίνδυνο του πολέμου [21], ειδικά εάν επρόκειτο να επαναληφθούν πιο τυπικές μορφές οικονομικής εμπλοκής στο πλαίσιο του διαχειριζόμενου ανταγωνισμού.

Τρίτον, ο διαχειριζόμενος στρατηγικός ανταγωνισμός θα έπρεπε να παράσχει τον πολιτικό χώρο για συνεργασία σε εκείνους τους τομείς όπου τα εθνικά συμφέροντα ευθυγραμμίζονται, συμπεριλαμβανομένων της κλιματικής αλλαγής [22], της παγκόσμιας δημόσιας υγείας, της παγκόσμιας χρηματοοικονομικής σταθερότητας και της διάδοσης των πυρηνικών όπλων [23]. Ούτε η Κίνα ούτε οι Ηνωμένες Πολιτείες (ούτε ο υπόλοιπος κόσμος) έχουν το περιθώριο [να αφήσουν] την συνεργασία για υπαρξιακές προκλήσεις να μπει στο περιθώριο. Αλλά καμία σοβαρή συνεργασία σε οποιονδήποτε από αυτούς τους τομείς δεν είναι πιθανό να φτάσει πολύ μακριά, εκτός εάν η σινοαμερικανική σχέση μπορέσει να σταθεροποιηθεί από τα δύο πρώτα στοιχεία του διαχειριζόμενου στρατηγικού ανταγωνισμού: τα όρια που επιτρέπουν την διοχέτευση του στρατηγικού ανταγωνισμού σε μη φονικές μορφές ανταγωνισμού. Χωρίς αυτά τα στοιχεία, ο πολιτικός χώρος για συνεργασία στον πραγματικό κόσμο πιθανώς θα συνεχίσει να συρρικνώνεται.

Τέλος, για να έχει οποιεσδήποτε πιθανότητες επιτυχίας, αυτή η στεγανοποίηση της σχέσης θα πρέπει να επιβλέπεται προσεκτικά και συνεχώς από αφοσιωμένους αξιωματούχους σε επίπεδο υπουργού σε αμφότερες τις πλευρές. Αυτό το πλαίσιο θα πρέπει στην συνέχεια να διατηρηθεί σταθερά, ανεξάρτητα από το ποιες εγχώριες πολιτικές ή διεθνείς αναταραχές ίσως ανακύψουν.

Αυτό ίσως ακούγεται εύκολο στα λόγια αλλά αδύνατο στην πράξη. Αξίζει να θυμηθούμε, ωστόσο, ότι μετά την σχεδον θανάσιμη εμπειρία της κρίσης των πυραύλων της Κούβας [24] του 1962, οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Σοβιετική Ένωση συμφώνησαν τελικά σε ένα φάσμα σταθεροποιητικών διακανονισμών, οι οποίοι αργότερα εδραιώθηκαν στις Συμφωνίες του Ελσίνκι (Helsinki Accords) του 1975, που τους επέτρεψαν να πλοηγηθούν σε άλλα 30 χρόνια έντονου στρατηγικού ανταγωνισμού, χωρίς να πυροδοτήσουν έναν ολοκληρωτικό πόλεμο.

ΟΙΚΟΔΟΜΩΝΤΑΣ ΟΡΙΑ

Κρίνοντας από τις δημόσιες ομοβροντίες μεταξύ του Πεκίνου και της Ουάσιγκτον, φαίνεται ότι ίσως δεν υπάρχει μεγάλη διάθεση για ένα σταθεροποιητικό πλαίσιο, όπως ο διαχειριζόμενος στρατηγικός ανταγωνισμός. Στην πρώτη συνάντησή του με τον υπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ, Άντονι Μπλίνκεν, τον Μάρτιο του 2021, ο κορυφαίος διπλωμάτης της Κίνας, Yang Jiechi, απελευθέρωσε έναν σχεδόν πρωτοφανή βαθμό δημόσιας επίπληξης, κάνοντας διάλεξη στον Μπλίνκεν για τα «βαθιά ριζωμένα» προβλήματα των ΗΠΑ, όπως ο ρατσισμός, και κατηγορώντας τις Ηνωμένες Πολιτείες ότι είναι «αλαζονικές». Αυτή η συζήτηση συνοδεύτηκε από δημόσιους μύδρους μεταξύ του υπουργού Άμυνας των ΗΠΑ, Λόιντ Όστιν, και του Κινέζου υπουργού Άμυνας, Wei Fenghe, στην Σιγκαπούρη τον Ιούνιο αυτού του έτους, όταν ο Wei υπαινίχθηκε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν ο πραγματικός «εγκέφαλος» πίσω από τον πόλεμο της Ρωσίας στην Ουκρανία. Ο σχολιασμός στα κινεζικά κρατικά media ήταν εξίσου εμπρηστικός, επιτιθέμενος στις Ηνωμένες Πολιτείες για τις πολιτικές, οικονομικές, και κοινωνικές αποτυχίες τους, και υποστηρίζοντας ότι η Ουάσιγκτον έχει εμπλακεί σε μια συνολική εκστρατεία για να ανασχέσει το Πεκίνο μόνο και μόνο διότι «οι Δυτικές χώρες με επικεφαλής τις Ηνωμένες Πολιτείες δεν θέλουν να δουν την ανάδυση μιας ισχυρής Κίνας, ιδιαίτερα μιας ισχυρής σοσιαλιστικής Κίνας», όπως το έθεσε [25] ο κορυφαίος θεωρητικός του ΚΚΚ, Qu Qingshan, νωρίτερα αυτόν τον μήνα.

Κάτω από την επιφάνεια, ωστόσο, κάτι νέο φαίνεται να εκτυλίσσεται. Τον Ιούλιο του 2021, η αναπληρώτρια υπουργός Εξωτερικών, Wendy Sherman [26], συναντήθηκε με τον Κινέζο υπουργό Εξωτερικών, Wang Yi, στην [πόλη] Tianjin και άσκησε πίεση για τον καθορισμό «ορίων» στην σχέση. Αυτό με την σειρά του έγινε το επίκεντρο μιας κρίσιμης πρώτης συνομιλίας μεταξύ του Μπάιντεν και του Σι, η οποία χαιρετίστηκε στο Πεκίνο ως ένα ιδιαίτερα θετικό σήμα. Μέχρι την στιγμή της πρώτης εικονικής συνόδου κορυφής των δύο ηγετών, τον Νοέμβριο του 2021, ο Μπάιντεν τόνιζε ανοιχτά «την ανάγκη για όρια κοινής λογικής που θα διασφαλίζουν ότι ο ανταγωνισμός δεν θα εκτραπεί σε σύγκρουση και θα διατηρούν ανοιχτές τις γραμμές επικοινωνίας».

Επιπλέον, όταν ο Μπλίνκεν περιέγραψε την στρατηγική της κυβέρνησης για την Κίνα σε μια ομιλία του στην Asia Society στην Ουάσιγκτον, τον Μάιο, είπε ότι ενώ ο «έντονος ανταγωνισμός» μεταξύ των δύο μεγάλων δυνάμεων ήταν αναπόφευκτος, αυτός ο «ανταγωνισμός δεν χρειάζεται να οδηγήσει σε σύγκρουση». Παρέθεσε τα λόγια του Μπάιντεν ότι «η μόνη σύγκρουση που είναι χειρότερη από την ηθελημένη είναι η ακούσια» και διαβεβαίωσε ότι «θα διαχειριστούμε αυτή την σχέση με υπευθυνότητα για να την αποτρέψουμε». Αργότερα, πριν από μια συνάντηση μεταξύ του Μπλίνκεν [27] και του Wang στην συνάντηση των υπουργών Εξωτερικών του G-20 στο Μπαλί, ένας ανώτερος κυβερνητικός αξιωματούχος είπε ότι στόχος της συνάντησης ήταν η «υπεύθυνη διαχείριση του έντονου ανταγωνισμού μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της [Κίνας]» τοποθετώντας «όρια —κατά κάποιον τρόπο— στην σχέση, ώστε ο ανταγωνισμός μας να μην έχει επίδραση σε λανθασμένους υπολογισμούς ή αντιπαράθεση».

Πράγματι, αυτή η δημόσια έμφαση στα όρια έχει γίνει ένα συνεχές χαρακτηριστικό της σινοαμερικανικής διπλωματίας. Αυτό ήταν ιδιαίτερα εμφανές σε μια τετράωρη συνάντηση μεταξύ του Yang και του συμβούλου Εθνικής Ασφάλειας των ΗΠΑ, Τζέικ Σάλιβαν [28], τον Ιούνιο, η οποία εστίασε στην «διατήρηση ανοιχτών γραμμών επικοινωνίας για την επίβλεψη του ανταγωνισμού μεταξύ των δύο χωρών μας», σύμφωνα με την δήλωση του Λευκού Οίκου. Και η διπλωματική ρητορική ίσως αρχίσει να μεταφράζεται σε απτή δράση, με τις δύο πλευρές να ανοίγουν εκ νέου τους κομμένους διαύλους διαλόγου σε επίπεδο [ομάδων] εργασίας και σε υψηλό επίπεδο, συμπεριλαμβανομένων των συνομιλιών μεταξύ των στρατών, ακόμη και να διερευνούν διστακτικά την πιθανότητα διαλόγου για την πυρηνική στρατηγική σταθερότητα. Ωστόσο, είναι ακόμη πολύ νωρίς.

Στο οικονομικό μέτωπο, η πρόσφατη επαφή μεταξύ της υπουργού Οικονομικών των ΗΠΑ, Janet Yellen, και του Κινέζου αντιπροέδρου της κυβέρνησης, Liu He, για την κατάσταση της παγκόσμιας οικονομίας, μια συμφωνία για τα λογιστικά πρότυπα για την πιθανή επανέναρξη των κινεζικών εισαγωγών στο Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης, και η συνεργασία μεταξύ των Αμερικανών και των Κινέζων εμπορικών διαπραγματευτών σε μια συνάντηση του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (World Trade Organization) για τους μηχανισμούς επίλυσης διαφορών δείχνουν, όλα μαζί, προς μια θετική κατεύθυνση. Το ίδιο κάνει η διστακτική πρόοδος εντός της Ουάσιγκτον και μεταξύ Ουάσιγκτον και Πεκίνου σχετικά με την δυνατότητα μείωσης ή άρσης των δασμών που επιβλήθηκαν κατά την διάρκεια του πρόσφατου σινοαμερικανικού εμπορικού πόλεμου [29], προκειμένου να καταπολεμηθεί ο πληθωρισμός. Ενώ, σύμφωνα με τα λόγια των παλαιότερων, «ένας κούκος δεν φέρνει την άνοιξη», φαίνεται να υπάρχει κίνηση σε πολλά διαφορετικά μέτωπα σε αυτή την προηγουμένως παγωμένη σχέση.

ΚΩΛΥΣΙΕΡΓΩΝΤΑΣ;

Μέχρι στιγμής, η Κίνα έχει απορρίψει δημοσίως την ρητορική του «στρατηγικού ανταγωνισμού» -διαχειριζόμενου ή μη. Η αποδοχή του θα ήταν αντίθετη με το μακροχρόνιο σύνθημα του Πεκίνου ότι η σχέση του με τις Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να διέπεται από τις τρεις αρχές του Σι για «καμία σύγκρουση ή αντιπαράθεση», «αμοιβαίο σεβασμό» για το πολιτικό σύστημα του άλλου, και συνεργασία «επωφελή και για τους δύο» (win-win). Πιο θεμελιωδώς, ωστόσο, η απροθυμία του Πεκίνου να χαρακτηρίσει ρητά την σχέση ως μια [σχέση] στρατηγικού ανταγωνισμού πηγάζει από το γεγονός ότι κάτι τέτοιο θα επιβεβαίωνε πως η Κίνα βρίσκεται πράγματι σε μια πραγματική αναμέτρηση για την περιφερειακή και την παγκόσμια υπεροχή. Και αυτό θα ήταν αντίθετο με την επίσημη γραμμή του Πεκίνου ότι η παγκόσμια φιλοδοξία του είναι μόνο να αναπτύξει μια «κοινότητα κοινού πεπρωμένου για όλη την ανθρωπότητα», όχι να μεγιστοποιήσει την κινεζική εθνική ισχύ.

Ωστόσο, η Κίνα φαίνεται να κινείται προς το να αποδεχτεί την πραγματικότητα (αν και όχι την ρητορική) της διαχείρισης της ανταγωνιστικής σχέσης της με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Το Πεκίνο θα μπορούσε, για παράδειγμα, να είναι σε θέση να δεχτεί έναν συνδυασμό ειρηνικού ανταγωνισμού και εποικοδομητικής συνεργασίας μέσα σε ένα πλαίσιο απαραίτητων στρατηγικών ορίων. Στο κινεζικό σύστημα, πολύ περισσότερο από ό,τι στο αμερικανικό, οι πραγματικές λέξεις που χρησιμοποιούνται για να περιγράψουν ένα στρατηγικό πλαίσιο έχουν σημασία, διότι μπορούν να εξουσιοδοτήσουν την ουσιαστική δράση από την πλευρά των αξιωματούχων στο επίπεδο των ομάδων εργασίας, που διαφορετικά είναι παγιδευμένοι σε ένα γλωσσικό κλουβί ιδεολογικού δόγματος. Αυτό το φαινόμενο είναι ιδιαίτερα ορατό στους Κινέζους διπλωμάτες, οι οποίοι έχουν πιεστεί από τα εγχώρια πολιτικά κίνητρα προς την εθνικιστική ρητορική τύπου «Wolf Warrior» (στμ: επιθετικό στιλ διπλωματίας που πήρε το όνομα του από την ομώνυμη κινεζική πολεμική ταινία του 2015). Χρειάζεται μια ιδεολογική αναπλαισίωση από τα πάνω για να εξουσιοδοτήσει την λιγότερο ιδεολογική και περισσότερο ρεαλιστική διπλωματική δραστηριότητα από τα κάτω.

Ο διαχειριζόμενος στρατηγικός ανταγωνισμός θα μπορούσε να συμβάλει στην σταθεροποίηση της σχέσης ΗΠΑ-Κίνας την επόμενη δεκαετία, όταν η αντιπαλότητα μεταξύ των δύο υπερδυνάμεων θα έφτανε διαφορετικά στην πιο επικίνδυνη φάση της, καθώς θα πλησιάζουν στην οικονομική ισότητα. Οι προοπτικές για σταθεροποίηση ίσως είναι πιο υποσχόμενες τους επόμενους έξι μήνες, στην περίοδο πριν από τις ενδιάμεσες εκλογές των ΗΠΑ και του 20ου Κογκρέσου του Κόμματος (20th Party Congress) του Σι. Αλλά η αντιμετώπιση του τεράστιου φάσματος εσωτερικών και διεθνών προκλήσεων της Κίνας (και, εν προκειμένω, των Ηνωμένων Πολιτειών) θα διαρκέσει περισσότερο από αυτό. Εάν τόσο το Πεκίνο όσο και η Ουάσιγκτον ανακαλύψουν ότι μια πιο διαχειριζόμενη σχέση τούς βοηθά στην δύσκολη περίοδο που βρίσκεται αμέσως μπροστά τους, ίσως συμπεράνουν ότι αυτή μπορεί να είναι χρήσιμη μακροπρόθεσμα.

Είναι αλήθεια ότι η στρατηγική αντιπαλότητα μεταξύ των δύο δυνάμεων θα συνεχιζόταν. Και οι επικριτές θα υποστηρίξουν ότι ο διαχειριζόμενος στρατηγικός ανταγωνισμός απλώς κωλυσιεργεί. Αλλά αυτό δεν είναι κακό, ειδικά αν η εναλλακτική είναι ένας κόσμος διαρκώς αυξανόμενου κινδύνου για κρίση, κλιμάκωση, ή ακόμα και για αυτό που οι αφελείς εθνικιστές ίσως αποκαλούσαν διαδικασία κάθαρσης και αποσαφήνισης του ίδιου του πολέμου. Η τελευταία φορά που ετούτο φαινόταν καλή ιδέα ήταν το 1914. Και δεν τελείωσε καλά.

Σύνδεσμοι:
[1] https://www.foreignaffairs.com/regions/china
[2] https://www.foreignaffairs.com/regions/united-states
[3] https://www.foreignaffairs.com/articles/world/2022-05-19/quad-needs-hard...
[4] https://www.foreignaffairs.com/articles/united-states/2021-09-27/dont-si...
[5] https://www.foreignaffairs.com/articles/china/2022-02-01/taiwan-cant-wait
[6] https://www.foreignaffairs.com/articles/south-korea/2022-02-08/south-kor...
[7] https://www.foreignaffairs.com/articles/china/2022-03-16/xi-jinpings-fal...
[8] https://www.foreignaffairs.com/articles/world/2022-01-17/hidden-toll-san...
[9] https://www.foreignaffairs.com/tags/war-ukraine
[10] https://www.foreignaffairs.com/articles/china/2022-05-17/collateral-dama...
[11] https://www.foreignaffairs.com/issue-packages/2021-06-22/can-china-keep-...
[12] https://www.foreignaffairs.com/tags/xi-jinping
[13] https://www.foreignaffairs.com/topics/biden-administration
[14] https://www.foreignaffairs.com/articles/china/competition-with-china-wit...
[15] https://www.foreignaffairs.com/articles/china/2022-06-16/consequences-co...
[16] https://www.foreignaffairs.com/articles/united-states/2020-06-09/how-heg...
[17] https://www.foreignaffairs.com/articles/china/2022-05-16/what-china-lear...
[18] https://www.foreignaffairs.com/articles/united-states/2021-02-05/kevin-r...
[19] https://www.foreignaffairs.com/articles/china/2022-05-20/fight-over-taiw...
[20] https://www.foreignaffairs.com/articles/united-states/2021-06-22/becomin...
[21] https://www.foreignaffairs.com/articles/china/2021-10-19/inevitable-riva...
[22] https://www.foreignaffairs.com/articles/energy/2022-06-07/markets-new-en...
[23] https://www.foreignaffairs.com/articles/china/2022-04-19/new-nuclear-age
[24] https://www.foreignaffairs.com/articles/cuba/2012-10-11/cuban-missile-cr...
[25] https://www.scmp.com/news/china/politics/article/3184657/xi-allies-lay-o...
[26] https://www.foreignaffairs.com/authors/wendy-sherman
[27] https://www.foreignaffairs.com/united-states/2022-06-01/antony-blinken-c...
[28] https://www.foreignaffairs.com/authors/jake-sullivan
[29] https://www.foreignaffairs.com/articles/asia/2019-10-08/unwinnable-trade...

Copyright © 2022 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Στα αγγλικά: https://www.foreignaffairs.com/articles/china/2022-07-20/rivals-within-r...

Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στην διεύθυνση www.twitter.com/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στην διεύθυνση www.facebook.com/ForeignAffairs.gr και στο linkedin στην διεύθυνση https://www.linkedin.com/company/foreign-affairs-the-hellenic-edition