Όταν το εμπόριο οδηγεί σε πόλεμο | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Όταν το εμπόριο οδηγεί σε πόλεμο

Η Κίνα, η Ρωσία, και τα όρια της αλληλεξάρτησης
Περίληψη: 

Υπό ορισμένες συνθήκες, οι εμπορικές σχέσεις μπορεί να χρησιμεύσουν ως κίνητρο και όχι ως αποτροπή για τον πόλεμο. Επιπλέον, η διεκδίκηση της στρατιωτικής ισχύος ή ακόμη και η απειλή αντιπαράθεσης δεν συσχετίζεται πάντα με ρήξη στις οικονομικές σχέσεις.

Ο DALE C. COPELAND είναι καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Τμήμα Πολιτικής του Πανεπιστημίου της Βιρτζίνια. Είναι ο συγγραφέας του
Βιβλίου με τίτλο Economic Interdependence and War [1].

Το περασμένο διάστημα, οι Ηνωμένες Πολιτείες αναγκάστηκαν να σκεφτούν μια πιθανότητα που πολλοί θεωρούσαν σχεδόν αδιανόητη μετά τον Ψυχρό Πόλεμο: μια μείζονα στρατιωτική σύγκρουση με μια άλλη μεγάλη δύναμη. Για πρώτη φορά εδώ και δεκαετίες, η Μόσχα κραδαίνει τους πυραύλους της για να προειδοποιήσει την Ουάσιγκτον για την υποστήριξή της στην Ουκρανία. Και στις αρχές Αυγούστου, μετά την επίσκεψη της προέδρου της Βουλής των ΗΠΑ, Νάνσι Πελόζι, στην Ταϊβάν, το Πεκίνο κλιμάκωσε δραματικά την απειλή του για στρατιωτική δράση στο νησί.

26082022-1.jpg

Δοκιμή μικροτσίπ σε φοιτητικό εργαστήριο στην Ταϊνάν, στην Ταϊβάν, τον Φεβρουάριο του 2022. Ann Wang / Reuters
------------------------------------------------------

Σχεδόν τόσο εντυπωσιακό όσο και οι ίδιες οι απειλές είναι αυτό που φαίνεται να προτείνουν σχετικά με τα όρια της οικονομικής αλληλεξάρτησης ως μιας δύναμης για την ειρήνη. Τόσο η Κίνα όσο και η Ρωσία βασίζονται σε εξαιρετικό βαθμό στο εμπόριο για την οικονομική ανάπτυξή τους και για να εξασφαλίσουν την θέση τους στην παγκόσμια σκηνή. Η Κίνα [2] κατάφερε να πενταπλασιάσει το ΑΕΠ της τις τελευταίες δύο δεκαετίες σε μεγάλο βαθμό μέσω της εξαγωγής μεταποιημένων προϊόντων˙ περισσότερο από το 50% των κρατικών εσόδων της Ρωσίας προέρχεται από τις εξαγωγές πετρελαίου και φυσικού αερίου. Σύμφωνα με έναν σημαντικό κλάδο της σκέψης στην θεωρία των διεθνών σχέσεων, αυτοί οι κρίσιμοι οικονομικοί δεσμοί θα έπρεπε να έχουν πολύ υψηλότερη αξία στην στρατιωτική σύγκρουση και για τις δύο χώρες. Ωστόσο, τουλάχιστον κατά τα φαινόμενα, καμία από τις δύο δυνάμεις δεν φαίνεται να [αυτο]περιορίζεται από την πιθανή απώλεια αυτού του εμπορίου.

Ωστόσο, η εικόνα δεν είναι τόσο απλή όσο φαίνεται. Πρώτον, υπό ορισμένες συνθήκες, οι εμπορικές σχέσεις μπορεί να χρησιμεύσουν ως κίνητρο και όχι ως αποτροπή για τον πόλεμο. Επιπλέον, η διεκδίκηση της στρατιωτικής ισχύος ή ακόμη και η απειλή αντιπαράθεσης δεν συσχετίζεται πάντα με ρήξη στις οικονομικές σχέσεις. Όπως απέδειξαν οι εντόνως διαφορετικές περιπτώσεις Κίνας και Ρωσίας τον περασμένο χρόνο, οι οικονομικοί δεσμοί εξελίσσονται συχνά με τρόπους που αψηφούν τις προσδοκίες. Για όσους υποθέτουν ότι το εμπόριο μπορεί να βοηθήσει στην αποτροπή των συγκρούσεων μεγάλων δυνάμεων, είναι κρίσιμο να εξετάσουν τους περίπλοκους τρόπους με τους οποίους οι οικονομικές δυνάμεις έχουν διαμορφώσει πραγματικά την στρατηγική σκέψη στο Πεκίνο και τη Μόσχα.

ΕΠΙΘΕΤΙΚΟ ΕΜΠΟΡΙΟ

Για να κατανοήσουμε το πώς το εμπόριο μπορεί να αυξήσει, όχι να μειώσει, την πιθανότητα στρατιωτικής σύγκρουσης, είναι απαραίτητο να βασιστούμε στις γνώσεις της θεωρίας του ρεαλισμού. Γενικά, ο ρεαλισμός επικεντρώνεται στον αγώνα των μεγάλων δυνάμεων για σχετική στρατιωτική ισχύ και θέση σε έναν κόσμο που δεν διαθέτει κεντρική εξουσία για την προστασία τους. Αλλά οι ρεαλιστές [3] κατανοούν ότι η οικονομική ισχύς είναι το θεμέλιο για τη μακροπρόθεσμη στρατιωτική ισχύ και ότι το διεθνές εμπόριο είναι ζωτικής σημασίας για την οικοδόμηση μιας οικονομικής βάσης ισχύος. Για τους ρεαλιστές, το εμπόριο μπορεί να έχει δύο σημαντικά αποτελέσματα. Πρώτον, παρέχοντας πρόσβαση τόσο σε φθηνές πρώτες ύλες όσο και σε κερδοφόρες αγορές, το εμπόριο μπορεί να ενισχύσει την συνολική οικονομική απόδοση και την τεχνολογική πολυπλοκότητα ενός κράτους, ενισχύοντας έτσι την ικανότητά του να υποστηρίζει μακροπρόθεσμη στρατιωτική ισχύ. Αυτό είναι το θετικό στοιχείο μιας σχετικά ανοιχτής εμπορικής πολιτικής, και εξηγεί γιατί η Ιαπωνία μετά την Μεταρρύθμιση του [αυτοκράτορα] Meiji (Meiji Restoration) και η Κίνα μετά το θάνατο του Μάο Τσε Τουνγκ άφησαν πίσω τις αποτυχημένες αυταρχικές πολιτικές του παρελθόντος και προσπάθησαν να ενταχθούν στην παγκόσμια οικονομία.

Αλλά το αυξανόμενο εμπόριο έχει επίσης ένα δεύτερο αποτέλεσμα. Αυξάνει την ευπάθεια μιας μεγάλης δύναμης σε εμπορικές κυρώσεις και εμπάργκο αφού έχει εξαρτηθεί από την εισαγωγή πόρων και την εξαγωγή αγαθών προς πώληση στο εξωτερικό. Αυτή η ευπάθεια μπορεί να οδηγήσει τους ηγέτες στην δημιουργία ναυτικού για την προστασία των εμπορικών οδών και ακόμη και στον πόλεμο για να εξασφαλίσουν πρόσβαση σε ζωτικά αγαθά και αγορές.

Όσο οι ηγέτες των κρατών αναμένουν ότι οι εμπορικές τους σχέσεις θα παραμείνουν ισχυρές στο μέλλον, είναι πιθανό να επιτρέψουν στο κράτος να εξαρτάται περισσότερο από ξένους για τους πόρους και τις αγορές που οδηγούν την κρατική ανάπτυξη. Αυτή ήταν η κατάσταση της Ιαπωνίας από το 1880 έως το 1930 και της Κίνας από το 1980 μέχρι σήμερα. Οι ηγέτες και στις δύο πολιτείες γνώριζαν ότι χωρίς σημαντικούς εμπορικούς δεσμούς με άλλες μεγάλες δυνάμεις [4], συμπεριλαμβανομένων των Ηνωμένων Πολιτειών, καμία δεν θα μπορούσε να γίνει σημαντικό μέλος της λέσχης των μεγάλων δυνάμεων.