Ο χρόνος εξαντλείται για την υπεράσπιση της Ταϊβάν | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Ο χρόνος εξαντλείται για την υπεράσπιση της Ταϊβάν

Γιατί το Πεντάγωνο πρέπει να εστιάσει στην βραχυπρόθεσμη αποτροπή
Περίληψη: 

Οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να βοηθήσουν την Ταϊβάν να εκσυγχρονίσει και να ενισχύσει τις ικανότητές αυτοάμυνας της, ενισχύοντας παράλληλα την ικανότητά της να αποτρέψει την Κίνα από την χρήση βίας εναντίον του νησιού.

Η MICHÈLE A. FLOURNOY είναι συνιδρύτρια και εταιρική διευθύντρια των WestExec Advisors και συνιδρύτρια και πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου του Center for a New American Security. Από το 2009 έως το 2012 υπηρέτησε ως υφυπουργός Άμυνας των ΗΠΑ για θέματα πολιτικής.
O MICHAEL A. BROWN είναι επισκέπτης μελετητής στο Hoover Institution στο Stanford University. Από το 2018 έως το 2022 υπηρέτησε ως διευθυντής της Μονάδας Αμυντικής Καινοτομίας του Πενταγώνου.

Ο Κινέζος Πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ έχει καταστήσει απολύτως σαφές ότι η «επανένωση» της Ταϊβάν με την ηπειρωτική Κίνα αποτελεί ένα ζήτημα κληρονομιάς για αυτόν, κάτι που σκοπεύει να επιτύχει στην θητεία του μέσω πολιτικών και οικονομικών μέσων ή, εάν χρειαστεί, μέσω της στρατιωτικής βίας. Αυτή την στιγμή, είναι απορροφημένος με την κρίση της COVID-19, την επιβράδυνση της ανάπτυξης της κινεζικής οικονομίας και το επερχόμενο 20ο Συνέδριο του Κόμματος (20th Party Congress), όπου ελπίζει να εξασφαλίσει μια τρίτη θητεία ως πρόεδρος του Κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος (Chinese Communist Party, KKK). Αλλά μόλις αντιμετωπιστούν αυτές οι άμεσες ανησυχίες, είναι πιθανό κάποια στιγμή στα επόμενα πέντε χρόνια ο Σι να σκεφτεί να καταλάβει την Ταϊβάν με την βία, είτε διότι οι μη στρατιωτικές προσπάθειες για την επανένωση θα έχουν αποτύχει είτε διότι πιστεύει ότι οι πιθανότητες επιτυχίας του θα μειωθούν εάν ο ίδιος περιμένει και οι στρατιωτικές ικανότητες των ΗΠΑ αυξηθούν.

15092022-1.jpg

Διαδηλωτές συγκεντρώνονται στην Ταϊπέι για την επίσκεψη της προέδρου της Βουλής των ΗΠΑ, Νάνσι Πελόζι, στην Ταϊβάν, τον Αύγουστο του 2022. Ann Wang / Reuters
-----------------------------------------------

Η μακροχρόνια αμερικανική πολιτική της «στρατηγικής ασάφειας» αφήνει σκόπιμα αβέβαιο το εάν και υπό ποιες συνθήκες οι Ηνωμένες Πολιτείες θα υπερασπίζονταν την Ταϊβάν έναντι μιας κινεζικής εισβολής. Αλλά είναι σαφώς προς το συμφέρον των Ηνωμένων Πολιτειών να αποτρέψουν την Κίνα από το να επιχειρήσει μια τέτοια επιχείρηση εξαρχής. Όπως σημείωσε ο μελετητής Hal Brands σε μια έκθεση [1] του Ιουλίου για το American Enterprise Institute, μια κινεζική επίθεση στην Ταϊβάν που θα προκαλέσει μια στρατιωτική απάντηση των ΗΠΑ είναι πιθανό να πυροδοτήσει μια μακρά σύγκρουση που θα κλιμακωθεί πέρα από την Ταϊβάν. Όπως οι μεγάλες δυνάμεις που έχουν πολεμήσει στο παρελθόν, οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Κίνα θα αφοσιώνονταν όλο και περισσότερο στη νίκη καθώς θα προχωρούσε η σύγκρουση, επιχειρηματολογώντας έκαστη στο κοινό της ότι έχει υπερβολικά πολλά να χάσει για να σταματήσει να πολεμά. Δεδομένου ότι τόσο η Κίνα όσο και οι Ηνωμένες Πολιτείες διαθέτουν σημαντικά πυρηνικά [2] οπλοστάσια, η προληπτική αποτροπή μιας σύγκρουσης πρέπει να είναι ο σκοπός. Για να το πράξουν, οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να βοηθήσουν την Ταϊβάν να εκσυγχρονίσει και να ενισχύσει τις ικανότητές αυτοάμυνας της, ενισχύοντας παράλληλα την ικανότητά της να αποτρέψει την Κίνα από την χρήση βίας εναντίον του νησιού.

Τα καλά νέα είναι ότι η νέα Στρατηγική Εθνικής Άμυνας (National Defense Strategy) της κυβέρνησης Μπάιντεν, που διαβιβάστηκε στο Κογκρέσο τον Μάρτιο και πρόκειται να δημοσιευθεί σε αδιαβάθμητη μορφή τους επόμενους μήνες, αντικατοπτρίζει την ανάγκη να κινηθούμε με μεγαλύτερη ταχύτητα και ευκινησία για να ενδυναμώσουμε την αποτροπή τόσο βραχυπρόθεσμα όσο και μακροπρόθεσμα. Η στρατηγική ενισχύει την εστίαση σε μια πιο επιθετική [3] Κίνα ως πρωταρχική απειλή των Ηνωμένων Πολιτειών και δίνει έμφαση σε ένα νέο πλαίσιο «ολοκληρωμένης αποτροπής», χρησιμοποιώντας όλα τα εργαλεία της εθνικής ισχύος καθώς και τις συνεισφορές των συμμάχων και εταίρων των ΗΠΑ για την αποτροπή μελλοντικών συγκρούσεων που είναι πιθανό να διεξαχθούν σε πολλές περιοχές και τομείς. Προσδιορίζει επίσης μια σειρά από τεχνολογίες που θα είναι κρίσιμης σημασίας για την διατήρηση του πλεονεκτήματος του στρατού των ΗΠΑ - συμπεριλαμβανομένων της τεχνητής νοημοσύνης, της αυτονομίας, των διαστημικών ικανοτήτων και της υπερηχητικής - και ζητά περισσότερο πειραματισμό για την προετοιμασία για μελλοντικές μάχες. Και δικαίως φιλοδοξεί να ενισχύσει την στρατιωτική θέση των Ηνωμένων Πολιτειών στον Ινδο-Ειρηνικό [4] και να εμβαθύνει ουσιαστικά τις σχέσεις της με σημαντικούς συμμάχους και εταίρους.