Η εκπαιδευτική κρίση της Αμερικής αποτελεί απειλή εθνικής ασφαλείας | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η εκπαιδευτική κρίση της Αμερικής αποτελεί απειλή εθνικής ασφαλείας

Πώς ένας εξυπνότερος κόσμος αλλάζει την ισορροπία ισχύος

Δύο σχέδια έχουν επιδιώξει να χαρτογραφήσουν την μεταπολεμική εκπαιδευτική έκρηξη σε όλο τον κόσμο και τα ευρήματά τους προσφέρουν ενδείξεις για την επίδρασή της στην διεθνή ισορροπία ισχύος: ο Εξερευνητής Δεδομένων Ανθρωπίνου Κεφαλαίου (Human Capital Data Explorer), που δημοσιεύτηκε από το Κέντρο Δημογραφίας και Ανθρώπινου Κεφαλαίου Wittgenstein (Wittgenstein Centre for Demography and Human Capital) με έδρα την Βιέννη, και το Σύνολο Δεδομένων Μορφωτικού Επιπέδου Barro-Lee (Barro-Lee Educational Attainment Dataset), που διευθύνεται από τον Robert Barro του Harvard University και τον Jong-Wha Lee του Korea University. Η έρευνα του Wittgenstein παρέχει εκτιμήσεις για το συνολικό δημογραφικό και εκπαιδευτικό προφίλ του κόσμου από το 1950 έως το 2020, με προβολές έως το 2100, ενώ το έργο των Barro και Lee προσφέρει εκτιμήσεις για το μορφωτικό επίπεδο 146 χωρών από το 1950 έως το 2040. Οι αξιολογήσεις αυτών των δύο έργων είναι παρεμφερείς, αλλά δεν είναι πανομοιότυπες και βασιζόμαστε σε δεδομένα από αμφότερα.

Η εκπαιδευτική πρόοδος τα τελευταία 70 χρόνια έχει υπάρξει βαθιά. Το παγκόσμιο ποσοστό των ενηλίκων που δεν έχουν λάβει εκπαίδευση μειώθηκε από περίπου 45% το 1950 σε περίπου 13% το 2020, και το Κέντρο Wittgenstein προβλέπει ότι αυτό το νούμερο θα μπορούσε να μειωθεί στο 8% μέχρι το 2040. Μεταξύ του 1950 και του 2020, τα μέσα χρόνια εκπαίδευσης για τα άτομα ηλικίας 15 ετών και άνω σε όλο τον κόσμο αυξήθηκαν σταθερά από 3,7 έτη σε 8,8 έτη —μια αύξηση σχεδόν κατά δυόμισι φορές. Σε όλο τον κόσμο, τα μέσα επίπεδα εκπαίδευσης των ενηλίκων το 2020 ήταν σχεδόν πεντέμισι έτη πάνω από αυτά που ήταν το 1950. Αυτό ισοδυναμεί με μακροπρόθεσμο ρυθμό βελτίωσης άνω των 0,7 ετών ανά δεκαετία, ένας ρυθμός που προβλέπεται να συνεχιστεί με λίγο πιο αργό τέμπο τα επόμενα 20 χρόνια.

Αυτές οι πρόοδοι έχουν προκύψει παρά τις σημαντικές αντιστάσεις που δημιουργήθηκαν από την μεταβαλλόμενη σύνθεση του παγκόσμιου πληθυσμού. Το 1950, οι λιγότερο ανεπτυγμένες περιοχές του κόσμου -όπου το μορφωτικό επίπεδο παραμένει το χαμηλότερο- αντιπροσώπευαν τα δύο τρίτα του παγκόσμιου πληθυσμού· σήμερα αντιπροσωπεύουν τα πέντε έκτα του παγκόσμιου πληθυσμού και σχεδόν όλη την αύξηση του πληθυσμού που προβλέπεται για τις επόμενες δύο δεκαετίες. Οι χώρες με τους ταχύτερα αυξανόμενους πληθυσμούς τείνουν να είναι εκείνες με τα χαμηλότερα βασικά επίπεδα εκπαίδευσης, κάτι που σημαίνει ότι το βάρος τους στην συνολική παγκόσμια σύνθεση αυξάνεται σταθερά και κατεβάζει τον παγκόσμιο μέσο όρο για την εκπαίδευση.

Παγκοσμίως, το μέσο επίπεδο του μορφωτικού επιπέδου είναι τώρα ελαφρώς υψηλότερο από μια ολοκληρωμένη πρωτοβάθμια εκπαίδευση. Εάν αυτό ακούγεται χαμηλό, είναι διότι οι προσδοκίες και οι νόρμες στον ανεπτυγμένο κόσμο είναι πολύ διαφορετικές σήμερα από εκείνες που ήταν μόλις πριν από λίγες δεκαετίες. Ο σημερινός μέσος όρος ετών εκπαίδευσης για τους ενήλικες παγκοσμίως είναι σχεδόν ο ίδιος με τον μέσο όρο των ΗΠΑ την δεκαετία του 1950 -μια εποχή όταν οι Ηνωμένες Πολιτείες ηγούνταν του κόσμου στο μορφωτικό επίπεδο. Αυτό το γεγονός αντανακλά έναν αξιοσημείωτο βαθμό σύγκλισης μεταξύ των εθνών: τα μέσα επίπεδα εκπαίδευσης έχουν αυξηθεί πολύ ταχύτερα σε περιοχές με χαμηλή εκπαίδευση (κυρίως στην Αφρική, στην Ασία, και στην Λατινική Αμερική) από όσο σε περιοχές με υψηλή εκπαίδευση της Ευρώπης και της Βορείου Αμερικής. Με άλλα λόγια, καθώς το παγκόσμιο μορφωτικό επίπεδο έχει αυξηθεί, η εκπαιδευτική ανισότητα μεταξύ των εθνών έχει μειωθεί —και προβλέπεται να συνεχίσει να μειώνεται. Σύμφωνα με τους Barro και Lee, η ανισότητα στον μέσο όρο των ετών εκπαίδευσης για τον παγκόσμιο ενήλικο πληθυσμό έχει μειωθεί έως και 60% τα τελευταία 70 χρόνια και θα μπορούσε να πέσει κατά άλλο ένα τρίτο από τώρα έως το 2040.

Η δραματική αύξηση του μορφωτικού επιπέδου έχει συνοδευθεί από μια παρόμοια δραματική αύξηση της παραγωγικότητας. Αν όλα τα άλλα είναι ίσα, κάθε επιπλέον έτος εκπαίδευσης κατά μέσο όρο για μια χώρα ακολουθείται από μια αύξηση περίπου 10% στο επίπεδο της κατά κεφαλήν παραγωγής, ακόμη και εκεί που τα επίπεδα εκπαίδευσης είναι ήδη σχετικά υψηλά. Αυτή η ισχυρή σχέση είναι ίσως ακόμη πιο εντυπωσιακή δεδομένης της ατελούς φύσης αυτού του κριτηρίου του μορφωτικού επιπέδου, το οποίο δεν λαμβάνει υπόψη τις διαφορές στην ποιότητα της εκπαίδευσης σε όλες τις χωρών ή στον χρόνο. Σε όλο τον κόσμο, η εκπαιδευτική πρόοδος έχει συμβάλει στο να οδηγηθεί σε τεράστια κέρδη το εισόδημα και το βιοτικό επίπεδο. Μεταξύ του 1950 και του 2018, το παγκόσμιο κατά κεφαλήν ΑΕΠ υπερ-τετραπλασιάστηκε, αυξανόμενο κατά περίπου 2,2% ετησίως. Η ανάλυσή μας υποδηλώνει ότι η αυξημένη εκπαίδευση αντιπροσώπευε σχεδόν το ένα τρίτο αυτής της βελτίωσης της παραγωγικότητας -με τα κέρδη στην υγεία, στην αστικοποίηση, και στο επιχειρηματικό κλίμα να αντιστοιχούν στο μεγαλύτερο μέρος της υπόλοιπης [αύξησης].

Αλλά αν το αυξανόμενο μορφωτικό επίπεδο έχει ευνοϊκές επιπτώσεις για την ανθρώπινη ευημερία και την ατομική ευτυχία, έχει πολύ διαφορετικές επιπτώσεις για την γεωπολιτική και την διεθνή ασφάλεια. Η ίδια εκπαιδευτική σύγκλιση που έχει μειώσει την παγκόσμια ανισότητα και έχει βγάλει εκατομμύρια από την φτώχεια έχει διαβρώσει σταθερά τα πλεονεκτήματα που κάποτε απολάμβαναν οι παγκόσμιοι ηγέτες στο εκπαιδευτικό επίπεδο —κυρίως οι Ηνωμένες Πολιτείες.

Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΩΝ ΥΠΟΛΟΙΠΩΝ

Μετά τον μέσο όρο των ετών της εκπαίδευσης, ο επόμενος πιο σημαντικός ποσοτικός δείκτης του μορφωτικού επιπέδου είναι η προχωρημένη εκπαίδευση: η μετα-δευτεροβάθμια, το πανεπιστήμιο, η μεταπτυχιακή εκπαίδευση, και άλλα παρόμοια. Ο αριθμός και το ποσοστό των ατόμων με τριτοβάθμια εκπαίδευση έχει σημασία τόσο για την εθνική οικονομική όσο και για την γεωπολιτική δυναμική, καθώς το εργατικό δυναμικό υψηλής εξειδίκευσης είναι σημαντικό σε μια βιομηχανική οικονομία και απαραίτητο σε μια μεταβιομηχανική οικονομία ενδελεχούς γνώσης.