Το εκλογικό παράδοξο της Ιταλίας | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Το εκλογικό παράδοξο της Ιταλίας

Γιατί η Αμερική και η ΕΕ πρέπει να υποστηρίξουν μια ακροδεξιά λαϊκίστρια

Η Ιταλία θα ψηφίσει για μια νέα εθνική κυβέρνηση στις 25 Σεπτεμβρίου. Το αποτέλεσμα των βουλευτικών εκλογών θα μπορούσε να έχει δραματικές επιπτώσεις στην χώρα, στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στο ΝΑΤΟ. Εάν τα δημοσκοπικά νούμερα είναι σωστά, ένας δεξιός συνασπισμός θα κερδίσει μια πειστική πλειοψηφία και το ακροδεξιό κόμμα των Αδελφών της Ιταλίας (Fratelli d'Italia) θα προτείνει την ηγέτη του, Τζόρτζια Μελόνι, ως την πρώτη ακροδεξιά πρωθυπουργό της χώρας από τον Μπενίτο Μουσολίνι και μετά. Η Μελόνι απορρίπτει οποιαδήποτε σύνδεση με τον φασισμό, αλλά το κόμμα της διατηρεί πολλά από τα σύμβολα και τις αξίες του φασιστικού παρελθόντος της Ιταλίας. Δεν προκαλεί έκπληξη, λοιπόν, ότι η προοπτική του να κερδίσει την εξουσία έχει τρομάξει εξίσου τις αγορές και τους διεθνείς παρατηρητές.

22092022-1.jpg

Ένα λεωφορείο στο οποίο παρουσιάζεται μια φωτογραφία της Τζόρτζια Μελόνι, της ηγέτιδας του ακροδεξιού κόμματος Αδελφοί της Ιταλίας, στην Ρώμη, τον Σεπτέμβριο του 2022. Yara Nardi / Reuters
-------------------------------------------------------

Ωστόσο, παρά την διεθνή ανησυχία για την άνοδό της στην εξουσία, μια ισχυρή Μελόνι μπορεί να είναι προτιμότερη από μια αδύναμη Μελόνι. Πλέον η ίδια απεκδύεται την πρώην λαϊκιστική δημόσια εικόνα της, παρουσιάζοντας αντίθετα τον εαυτό της ως κάτι που μοιάζει περισσότερο με μια παραδοσιακή συντηρητική. Οι προτιμήσεις της στην πολιτική ταιριάζουν γενικά τόσο στις ντιρεκτίβες της ΕΕ όσο και στου ΝΑΤΟ. Επομένως, δεν είναι η Μελόνι που αποτελεί τον μεγαλύτερο κίνδυνο για την σταθερότητα της Ιταλίας [1] και την θέση της στη Δύση. Είναι οι πιθανοί σύμμαχοί της στον συνασπισμό, ιδιαίτερα η φιλική στην Ρωσία, Λέγκα (Lega Party), και ο συχνά ταραχοποιός ηγέτης της, Ματέο Σαλβίνι.

Μακροπρόθεσμα, η Μελόνι ίσως βλάψει την δημοκρατία της Ιταλίας. Έχει σαφείς φιλοδοξίες να ενδυναμώσει την ισχύ της εκτελεστικής εξουσίας έναντι του κοινοβουλίου και να εδραιώσει την δική της θέση. Ο συντηρητισμός της και η ατζέντα της για την συνταγματική μεταρρύθμιση θα πυροδοτήσουν αντιπαραθέσεις εντός της Ιταλίας και σε ολόκληρη την Ευρώπη. Όμως, βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα, μια ισχυρή Μελόνι θα αποδειχθεί περισσότερο σταθεροποιητική παρά διασπαστική, ενώ μια αδύναμη Μελόνι ίσως υποχρεωθεί να συμβιβαστεί με τον Σαλβίνι με τρόπους που οι σύμμαχοι της Ιταλίας θα βρουν δυσάρεστους. Μια πολύ κακή επίδοση από την Μελόνι θα μπορούσε να αφήσει την Ιταλία χωρίς κυβέρνηση σε μια εποχή εθνικής κρίσης.

H ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΗΣ ΔΕΞΙΑΣ

Η εμπειρία της Ιταλίας με τον φασισμό -η καταστολή της δημοκρατίας, οι αποικιακές φιλοδοξίες της, η συμμαχία της με τη ναζιστική Γερμανία και η εμπλοκή της στο Ολοκαύτωμα- οδήγησε σε πολλή ενδοσκόπηση στον απόηχο του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Αμέσως μετά το τέλος του πολέμου, κάποιοι Ιταλοί δυσκολεύτηκαν να αποδεχθούν ότι έφταιγε ο φασισμός. Αντίθετα, υποστήριξαν ότι τα κύρια λάθη του Μουσολίνι δεν ήταν η εγχώρια ατζέντα ή η ιδεολογία του, αλλά η ευθυγράμμισή του με τη ναζιστική Γερμανία.

Οι πρώην φασίστες δημιούργησαν ένα κοινοβουλευτικό κόμμα, το Ιταλικό Κοινωνικό Κίνημα (Italian Social Movement), το οποίο συμμετείχε τακτικά στις εθνικές εκλογές και επιδίωκε κοινωνικά συντηρητικούς σκοπούς, ενόσω επιχειρούσε να φέρει τις ακροδεξιές ιδέες στο κυρίαρχο ρεύμα. Ωστόσο, άλλα κόμματα το απέκλειαν συστηματικά από την κυβέρνηση και το ευθυγραμμισμένο με τις ΗΠΑ κεντρώο Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα (Christian Democratic Party) κυριάρχησε σε διαδοχικές ιταλικές κυβερνήσεις. Ο κύριος αντίπαλός του ήταν το ευθυγραμμισμένο με την Σοβιετική Ένωση Κομμουνιστικό Κόμμα. Η άκρα δεξιά αναδύθηκε σε καίριες στιγμές, συνήθως για να υποστηρίξει τους Χριστιανοδημοκράτες έναντι των κομμουνιστών, αλλά σπάνια ανήλθε σε εξέχουσα θέση και κανένα από τα μέλη της δεν κατείχε ποτέ υψηλά αξιώματα.

Η απομόνωση της άκρας δεξιάς τερματίστηκε μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου [2], όταν το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα (Italian Communist Party, KKI) και οι Χριστιανοδημοκράτες κατέρρευσαν, δημιουργώντας ένα πολιτικό κενό που άφησε χώρο για ένα νέο είδος λαϊκισμού. Κόμματα όπως η αυτονομιστική Λέγκα του Βορρά (Northern Leagues) (που αργότερα έγινε η Λέγκα του Σαλβίνι) υποσχέθηκαν να κάνουν την βόρεια Ιταλία ανεξάρτητη χώρα. Και ένας δισεκατομμυριούχος μεγιστάνας των media, ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι, έγινε πρωθυπουργός υποσχόμενος να αντικαταστήσει την επαγγελματική πολιτική τάξη με ηγέτες των επιχειρήσεων. Σε αυτό το πλαίσιο, οι δεξιοί πολιτικοί άρχισαν να επιστρέφουν από την πολιτική εξορία και να συμμετέχουν στην κυβέρνηση. Το Ιταλικό Κοινωνικό Κίνημα επαναπροσδιορίστηκε ως Εθνική Συμμαχία (National Alliance) και εισήλθε σε διαδοχικές κυβερνήσεις υπό την ηγεσία του Μπερλουσκόνι το 1994, το 2001-6 και το 2008-11, ενόσω απομακρυνόταν προσεκτικά από την φασιστική παράδοση από την οποία αναδύθηκε. Για παράδειγμα, ο ηγέτης του κόμματος, Τζιανφράνκο Φίνι, επισκέφθηκε ένα μουσείο του Ολοκαυτώματος στο Ισραήλ το 2003.

ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΩΝ ΕΛΙΤ

Κάπως παραδόξως, η επιστροφή των δεξιών κομμάτων στην κυβέρνηση δεν πυροδότησε πολιτική πόλωση. Αντίθετα, την δεκαετία του 1990, οι Ιταλοί ψηφοφόροι ξεκίνησαν γενικά να έλκονται προς το κέντρο. Ο Μπερλουσκόνι εξελίχθηκε από υποδαυλιστής λαϊκιστής σε έναν συμβατικό κεντροδεξιό πολιτικό, μια εξέλιξη που ωθήθηκε από τον ανταγωνισμό του με τον κεντροαριστερό ηγέτη Ρομάνο Πρόντι· οι δύο άνδρες πέρασαν πάνω από μια δεκαετία ανταλλάσσοντας μεταξύ τους το γραφείο του πρωθυπουργού. Η Εθνική Συμμαχία μετακινήθηκε επίσης στο κέντρο. Με αυτόν τον τρόπο, έχασε σταδιακά την πολιτική της ταυτότητα, καθιστώντας όλο και πιο δύσκολη την διάκριση της από το κόμμα του Μπερλουσκόνι, το Forza Italia, καθώς τα δύο κόμματα έκαναν μαζί προεκλογική εκστρατεία ως Λαός της Ελευθερίας (People Of Liberty).

Αυτή η σύγκλιση των πολιτικών απόψεων σταμάτησε αφότου η κρίση της ευρωζώνης έριξε την τελευταία κυβέρνηση του Μπερλουσκόνι, το 2011. Τα υφιστάμενα πολιτικά κόμματα της Ιταλίας δεν κατάφεραν να ανταποκριθούν αποτελεσματικά στην κρίση, απογοητεύοντας τους ψηφοφόρους. Νέα, μικρά κόμματα διαμαρτυρίας επωφελήθηκαν περισσότερο. Ως μέρος μιας ευρύτερης εξέγερσης εναντίον των παραδοσιακών ελίτ της Ιταλίας, η Μελόνι, υπουργός Νεολαίας στο τελευταίο υπουργικό συμβούλιο του Μπερλουσκόνι, δημιούργησε τους Αδελφούς της Ιταλίας το 2012, ωθούμενη από την αίσθηση ότι η Εθνική Συμμαχία είχε προδώσει τις βασικές αξίες της.

Η ελκυστικότητα της δεξιάς πολιτικής της Μελόνι ήταν αρχικά περιορισμένη. Την δεκαετία του 2010, οι Αδελφοί της Ιταλίας κέρδιζαν μόνο μεταξύ 2% και 4% στις εθνικές και ευρωπαϊκές εκλογές. Οι ψηφοφόροι ήταν πολύ πιο ενθουσιώδεις για το αντισυστημικό, αντιευρωπαϊκό Κίνημα των Πέντε Αστέρων (Five Star Movement), το οποίο κέρδισε πάνω από το 25% των ψήφων στις εθνικές εκλογές του 2013 και πάνω από 32% το 2018. Ψηφοφόροι σε όλη την Ιταλία άρχισαν επίσης να συρρέουν στο δεξιό, αντι-ΕΕ εθνικιστικό κόμμα της Λέγκας του Σαλβίνι, το οποίο κέρδισε πάνω από το 17 % των ψήφων στις εθνικές εκλογές του 2018 και πάνω από 34% στις εκλογές για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έναν χρόνο αργότερα.

Τα Πέντε Αστέρια και η Λέγκα σχημάτισαν μια κυβέρνηση συνασπισμού τον Ιούνιο του 2018. Αυτό ξεκίνησε μια διαδικασία με την οποία τα δύο κόμματα μεταμορφώθηκαν από ομάδες αουτσάιντερ σε κάτι πλησιέστερο στις παραδοσιακές ελίτ. Συμβιβάστηκαν στην επιλογή του Υπουργού Οικονομικών, έκαναν παραχωρήσεις στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή για τον προϋπολογισμό και δεν κατάφεραν να μεταρρυθμίσουν τις συντάξεις και την αγορά εργασίας, όπως είχαν υποσχεθεί. Το 2019, η μεταμόρφωση συνεχίστηκε όταν τα Πέντε Αστέρια σχημάτισαν μια νέα κυβέρνηση με το κεντροδεξιό Δημοκρατικό Κόμμα (Democratic Party) και ολοκληρώθηκε το 2021, όταν αμφότερα τα Πέντε Αστέρια και η Λέγκα εντάχθηκαν στον συνασπισμό εθνικής ενότητας του πρωθυπουργού Μάριο Ντράγκι μαζί με το κόμμα του Μπερλουσκόνι και το Δημοκρατικό Κόμμα. Η Μελόνι και οι Αδελφοί της Ιταλίας έμειναν έξω από κάθε έναν από αυτούς τους συνασπισμούς και αναδύθηκαν έτσι ως η κύρια φωνή της αντιπολίτευσης.

Η επιλογή της Μελόνι να παραμείνει έξω από το συνασπισμό του Ντράγκι τής έδωσε ένα διακριτό πλεονέκτημα τόσο έναντι των Πέντε Αστέρων όσο και της Λέγκα. Ο συνασπισμός του Ντράγκι αντιπροσώπευε όλα όσα είχαν απορρίψει κάποτε τα Πέντε Αστέρια και η Λέγκα. Ο Ντράγκι είναι ένας τεχνοκράτης ο οποίος, πριν αποδεχθεί την θέση του πρωθυπουργού το 2021, ήταν πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (European Central Bank). Ως πρωθυπουργός, οι πολιτικές του ήταν κεντρώες και υπέρ της ΕΕ. Ο κύριος στόχος του ήταν να προετοιμάσει την Ιταλία -με την μεταρρύθμιση των δικαστηρίων, των δημόσιων υπηρεσιών, και άλλων θεσμών– για να λάβει ευρωπαϊκή υποστήριξη για την ανάκαμψή της από την πανδημία [3].

Ο Ντράγκι αντιπροσώπευε επίσης μια μέθοδο διακυβέρνησης που δεν επέτρεπε την εσωτερική διαμαρτυρία. Κράτησε ενωμένο τον συνασπισμό του επιμένοντας στην συναίνεση και στην συλλογική ευθύνη. Αυτό ενέπλεξε τα Πέντε Αστέρια και την Λέγκα σε κάθε στάδιο της δύσκολης διαδικασίας για την θεσμική μεταρρύθμιση και έδωσε στη Μελόνι και στους Αδελφούς της Ιταλίας τα πολεμοφόδια για να ισχυριστούν ότι αμφότερα τα κόμματα ήταν ένοχα για υποκρισία.

Έτσι, τα Πέντε Αστέρια και η Λέγκα έπεφταν σταθερά στις δημοσκοπήσεις κατά την διάρκεια της θητείας του Ντράγκι, καθώς η απόφασή τους να υποστηρίξουν μια κυβέρνηση υπό την ηγεσία του κατεστημένου θεωρήθηκε από τους ψηφοφόρους ως η τελευταία πράξη αποκήρυξης των προηγούμενων λαϊκιστικών αρχών τους. Στα τέλη Ιουλίου, αμφότερα [τα κόμματα] είδαν μια ευκαιρία να δραπετεύσουν από την φαινομενικά μη αναστρέψιμη παρακμή τους. Όταν τα Πέντε Αστέρια αρνήθηκαν να υποστηρίξουν ένα νομοσχέδιο για την κοινωνική βοήθεια, η Λέγκα και το Forza Italia αρνήθηκαν να συνεχίσουν στην κυβέρνηση με τα Πέντε Αστέρια, δηλώνοντας ότι το κόμμα είχε αποδειχθεί αναξιόπιστο. Ο Ντράγκι, ο οποίος απαιτούσε πάντα συνέπεια και πίστη από τους κοινοβουλευτικούς υποστηρικτές του, δεν είχε άλλη επιλογή από το να τερματίσει τον συνασπισμό.

Το τέλος του συνασπισμού Ντράγκι έχει δώσει περαιτέρω ώθηση στη Μελόνι, η οποία τώρα ανεβαίνει επίσης από τους ψηφοφόρους που αναζητούν ένα νέο πρόσωπο. Σύμφωνα με πρόσφατες δημοσκοπήσεις, οι Αδελφοί της Ιταλίας βρίσκονται πλέον σε καλό δρόμο για να πιάσουν πάνω από το ένα τέταρτο της εθνικής ψήφου.

ΑΛΛΑΓΗ ΕΜΦΑΝΙΣΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΣΥΜΒΑΤΙΚΟΤΕΡΟ

Τώρα που η Μελόνι έχει εδραιώσει την ηγεσία της μεταξύ των ψηφοφόρων διαμαρτυρίας, έχει κάθε κίνητρο να παρουσιάσει τον εαυτό της ως αξιόπιστη πρωθυπουργό εν αναμονή, και να ενισχύσει την διεθνή αξιοπιστία της. Γνωρίζει ότι η μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα της κυβέρνησής της θα εξαρτηθεί από το εάν οι αγορές θα αποδεχτούν την ηγεσία της. Επομένως καταβάλλει προσπάθειες για να φανεί συμβατική. Πρόσφατα, διαβεβαίωσε τους συμμάχους ότι η κυβέρνησή της θα παρέμενε δεσμευμένη στην υποστήριξη της Ουκρανίας [4]. Επίσης, διευκρίνισε ότι, αντίθετα με τις προηγούμενες δηλώσεις της, υποστηρίζει κατηγορηματικά την συμμετοχή της Ιταλίας στην Ευρωζώνη. Και το κοινό μανιφέστο που συμφώνησε η Μελόνι με τον Σαλβίνι και τον Μπερλουσκόνι είναι γενικά καθησυχαστικό για τους μετριοπαθείς: υπόσχεται «σεβασμό για τις δεσμεύσεις της Ιταλίας ως μέρος της Ατλαντικής Συμμαχίας» και «πλήρη προσήλωση στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση".

Ο Σαλβίνι θέλει να αμφισβητήσει την ηγεσία της Μελόνι και μπορεί να το κάνει μόνο με το να αποκτήσει ξανά την ψήφο διαμαρτυρίας. Η στρατηγική του είναι να υπερφαλαγγίσει τη Μελόνι στα άκρα. Η Λέγκα έχει προτείνει έναν ενιαίο φόρο για να αντικαταστήσει τον υφιστάμενο προοδευτικό φόρο εισοδήματος και μια μεταρρύθμιση των συντάξεων που θα έδινε σε κάθε Ιταλό πρόσβαση σε πλήρη σύνταξη μετά από 41 χρόνια απασχόλησης. Οι εκτιμήσεις υποδηλώνουν ότι μόνο αυτά τα σχέδια θα κοστίσουν επιπλέον 57 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως, περίπου το 3,3% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος. Τέτοια σχέδια για μεγάλο δανεισμό θα πυροδοτούσαν πιθανώς άλλη μια άλλη αναμέτρηση για τον προϋπολογισμό με τις Βρυξέλλες, παρόμοια με εκείνη που είχε οργανώσει ο Σαλβίνι το 2018. Με την σειρά του, αυτό ίσως θα δημιουργούσε άλλη μια κρίση εμπιστοσύνης της αγοράς για την Ιταλία, μια ιδιαίτερα χρεωμένη οικονομία που αντιμετωπίζει κακές δημογραφικές προοπτικές και μια ζοφερή πρόβλεψη για οικονομική ανάπτυξη. Αυτή θα επιδεινωνόταν από το γεγονός ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έχει καταστήσει σαφές ότι δεν θα παρέμβει για να αποτρέψει την αναταραχή των αγορών στα κράτη-μέλη που δεν συμμορφώνονται με τους δημοσιονομικούς κανόνες των Βρυξελλών. Μια κρίση εμπιστοσύνης στην ικανότητα της Ιταλίας να εξυπηρετήσει το χρέος της ίσως έθετε υπό αμφισβήτηση την μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του κοινού νομίσματος, όπως έκανε το 2011-12. Από γεωπολιτική άποψη, η στάση του Σαλβίνι είναι αναξιόπιστη. Πριν από λίγες εβδομάδες, ζήτησε δημοσίως την επανεξέταση των κυρώσεων της ΕΕ στην Ρωσία, αν και αργότερα ανακάλεσε.

Ο Σαλβίνι επισημαίνει τις αυξανόμενες τιμές και τα επιτόκια που αντιμετωπίζουν οι Ιταλοί για να υπερασπιστεί τις προτεινόμενες φορολογικές περικοπές, τις μεταρρυθμίσεις στις συντάξεις, τις αυξήσεις των δημόσιων δαπανών και την άμβλυνση της απάντησης της ΕΕ στον πόλεμο της Ρωσίας στην Ουκρανία. Ισχυρίζεται ότι είναι άνθρωπος του λαού. Για να αποφύγει να υπερφαλαγγιστεί από αυτόν, η Μελόνι θα πρέπει να πείσει τους Ιταλούς ότι οι υψηλοί λογαριασμοί ενέργειας είναι ένα αποδεκτό τίμημα για την μακροπρόθεσμη ασφάλεια της Ευρώπης και ότι οι τεράστιες δημοσιονομικές μεταβιβάσεις δεν είναι ένας υπεύθυνος τρόπος για να αντιμετωπιστούν οι οικονομικές δυσκολίες που αντιμετωπίζουν. Κανένα επιχείρημα δεν θα είναι εύκολο να χρησιμοποιηθεί: το 51 % των Ιταλών ψηφοφόρων θα ήθελαν να τερματιστούν οι κυρώσεις στην Ρωσία, σύμφωνα με πρόσφατη δημοσκόπηση [5]. Το ποσοστό αυτό είναι πιθανό να αυξηθεί καθώς έρχεται ο χειμώνας.

Η δυσκολία για τη Μελόνι είναι να βρει έναν τρόπο να κάνει πιο μετριοπαθή ή να εξυπηρετήσει τον Σαλβίνι χωρίς να μειώσει την αξιοπιστία της με τους εταίρους της ΕΕ και τους διεθνείς επενδυτές. Συμβιβαζόμενη μαζί του σε αυτά τα ζητήματα, η Μελόνι θα διακινδύνευε να ραγίσει το ενωμένο μέτωπο της Δύσης για την Ουκρανία, να ξεκινήσει έναν καυγά με την ΕΕ για τους προϋπολογισμούς, ή αμφότερα, -ένα σενάριο- εφιάλτης. Ακόμη και αν η Μελόνι παραμείνει σταθερή, η ίδια η παρουσία ενός ισχυρού Σαλβίνι στην κυβέρνησή της θα εγείρει αμφιβολίες για το πόσο καιρό θα μπορούσε να υφίσταται την πίεση του.

Η ΜΑΧΗ ΣΤΑ ΔΕΞΙΑ

Ο Σαλβίνι θα μπορέσει να πιέσει την Μελόνι μόνο εάν διατηρήσει τον σταθερό έλεγχο της Λέγκα. Το κόμμα του είναι εσωτερικά διαιρεμένο μεταξύ των ριζοσπαστών που θέλουν να διατηρήσουν το στάτους του κόμματος ως φωνής διαμαρτυρίας και των μετριοπαθών που θέλουν να κινηθούν προς το κέντρο και που πιστεύουν ότι ο Σαλβίνι έχασε μια ευκαιρία όταν συνέβαλε στην κατάρρευση της κυβέρνησης του Ντράγκι. Υπάρχουν σημάδια ότι στα σημαντικά τμήματα της επιχειρηματικής κοινότητας αρχίζει να αρέσει η πιο μετριοπαθής στάση της Μελόνι. Στο ετήσιο φόρουμ Ambrosetti (Ambrosetti Forum) στην [πόλη] Cernobbio, την πιο σημαντική συγκέντρωση βιομηχάνων, χρηματοοικονομικών συμβούλων και επιχειρηματιών της Ιταλίας, [η Μελόνι] κέρδισε επαίνους υποσχόμενη την συνέχεια με τους γενικούς στόχους που περιγράφηκαν από τον Ντράγκι. Ο Σαλβίνι δεν έχει την πολυτέλεια να χάσει αυτό το βασικό εκλογικό σώμα.

Εάν η Λέγκα πάρει λιγότερο από το 10% των ψήφων, μια κακή εμφάνιση για τον Σαλβίνι, θα πρέπει να ενισχύσει την θέση του μέσα στο ίδιο του το κόμμα αντί να λογομαχεί με τη Μελόνι. Αυτό θα αφήσει τη Μελόνι πιο ελεύθερη να αμβλύνει τις πολιτικές της και να ενισχύσει την αξιοπιστία της κυβέρνησής της εντός της Ευρώπης [6], του ΝΑΤΟ, και των αγορών ομολόγων χωρίς παρεμβάσεις από τον αναξιόπιστο σύμμαχό της.

Τα άλλα πιθανά αποτελέσματα είναι λιγότερο ελκυστικά. Ένα κακό αποτέλεσμα για τη Μελόνι θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια εύθραυστη δεξιά κυβέρνηση που πιθανώς θα κατέρρεε πολύ πριν από το τέλος της πενταετούς εντολής του κοινοβουλίου και πιθανότατα μέσα σε μόλις λίγους μήνες, υποχρεώνοντας την Ιταλία να ξανακάνει εκλογές με το κόστος διαβίωσης και την ενεργειακή κρίση σε πλήρη εξέλιξη. Ακόμη χειρότερη θα ήταν μια πολύ αδύναμη επίδοση από την Μελόνι που ίσως θα την άφηνε ανήμπορη να σχηματίσει έναν συνασπισμό, δεδομένων των βαθιών διαιρέσεων στην κεντροαριστερά και την αδυναμία των Αδελφών της Ιταλίας να κυβερνήσουν με το Δημοκρατικό Κόμμα. Αυτό θα άφηνε την Ιταλία χωρίς κυβέρνηση σε μια στιγμή εθνικής κρίσης.

Μια καλή επίδοση από τη Μελόνι θα προσέφερε τουλάχιστον σταθερότητα και θα της επέτρεπε να αναλάβει την ευθύνη για τη διακυβέρνηση της Ιταλίας. Αμβλύνοντας σημαντικά την προηγούμενη λαϊκιστική στάση της τους τελευταίους μήνες, η Μελόνι έχει δείξει ότι κατανοεί το διακύβευμα. Μακροπρόθεσμα, οι Ιταλοί θα πρέπει να κρίνουν την ακροδεξιά ατζέντα της και τα σχέδιά της για να μεταμορφώσει την δημοκρατία τους. Όμως, βραχυπρόθεσμα, για την Ιταλία -και για την ΕΕ, τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ουκρανία– μια ισχυρή Μελόνι θα ήταν καλύτερη από μια ανίσχυρη Μελόνι.

Σύνδεσμοι:
[1] https://www.foreignaffairs.com/regions/italy
[2] https://www.foreignaffairs.com/tags/cold-war
[3] https://www.foreignaffairs.com/articles/united-states/2021-01-28/why-wor...
[4] https://www.foreignaffairs.com/tags/war-ukraine
[5] https://www.ilfattoquotidiano.it/2022/09/04/sondaggi-il-511-degli-italia...
[6] https://www.foreignaffairs.com/regions/europe

Copyright © 2022 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Στα αγγλικά: https://www.foreignaffairs.com/europe/italys-election-paradox

Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στην διεύθυνση www.twitter.com/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στην διεύθυνση www.facebook.com/ForeignAffairs.gr και στο linkedin στην διεύθυνση https://www.linkedin.com/company/foreign-affairs-the-hellenic-edition