Το άλυτο ενεργειακό παζλ της Ευρώπης | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Το άλυτο ενεργειακό παζλ της Ευρώπης

Πώς η αναζήτηση πόρων έχει διαμορφώσει την ήπειρο

Μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου [2], η γεωπολιτική του πετρελαίου έγινε ακόμη δυσκολότερη για τις δυτικοευρωπαϊκές χώρες. Δεδομένων των ανησυχιών τους για τη μακροπρόθεσμη εγχώρια προσφορά, οι μεταπολεμικοί πρόεδροι των ΗΠΑ δεν ήθελαν να εισάγει η Δυτική Ευρώπη πετρέλαιο από το δυτικό ημισφαίριο, ενόσω πίεζαν για ένα de facto εμπάργκο στην εισαγωγή σοβιετικής ενέργειας μέσω της Συντονιστικής Επιτροπής για τους Πολυμερείς Ελέγχους των Εξαγωγών (Coordinating Committee for Multilateral Export Controls), η οποία ιδρύθηκε πέντε χρόνια μετά το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Αυτό άφησε τις δυτικοευρωπαϊκές χώρες να εξαρτώνται από τον εφοδιασμό από την Μέση Ανατολή. Μολονότι το Ηνωμένο Βασίλειο μπορούσε ακόμη να ασκήσει κάποια αυτοκρατορική εξουσία σε αυτήν την πλούσια σε πετρέλαιο περιοχή, οι αμερικανικές εταιρείες βρίσκονταν σε προνομιακή θέση στην Σαουδική Αραβία, την χώρα όπου βρίσκονταν τα βαθύτερα αποθέματα πετρελαίου. Επικράτησε μια διάχυτη ανησυχία ότι η Δυτική Ευρώπη βρισκόταν σε μειονεκτική θέση οικονομικά λόγω της συνεχιζόμενης εξάρτησής της από τον εξωτερικό εφοδιασμό, η οποία επιδεινώθηκε από την γνώση ότι η αυξανόμενη ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας επιτάχυνε την κατανάλωση ενέργειας από ορυκτά καύσιμα. Η κρίση του Σουέζ το 1956 ενίσχυσε αυτούς τους φόβους: υποχρεώνοντας τους Βρετανούς, τους Γάλλους και τους Ισραηλινούς να εγκαταλείψουν την προσπάθειά τους να αποσπάσουν τον έλεγχο της Διώρυγας του Σουέζ από την Αίγυπτο, ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντουάιτ Αϊζενχάουερ, επέδειξε ότι η Ουάσιγκτον μπορούσε και θα έθετε παραμέτρους για το πώς θα μπορούσε να ενεργήσει οποιοδήποτε δυτικοευρωπαϊκό κράτος για να προστατεύσει τα πετρελαϊκά του συμφέροντα.

ΠΑΡΑΚΑΛΩΝΤΑΣ ΓΙΑ ΠΡΟΜΗΘΕΙΑ

Είναι δύσκολο να υποτιμήσει κάποιος το τι πλήγμα ήταν το Σουέζ για όλες τις δυτικοευρωπαϊκές κυβερνήσεις. Αυτές έκαναν δύο βασικές κινήσεις ως απάντηση: γύρισαν πίσω στην Σοβιετική Ένωση και στράφηκαν προς την πυρηνική ενέργεια. Οι μακροπρόθεσμες συνέπειες έκαστης [κίνησης] διαμορφώνουν τα σημερινά ενεργειακά αδιέξοδα ολόκληρης της ηπείρου.

Το σοβιετικό πετρέλαιο προσέφερε την ευκαιρία να διαφοροποιηθεί ο εφοδιασμός, την ίδια στιγμή που το φυσικό αέριο γινόταν η τρίτη κρίσιμη πηγή ενέργειας από ορυκτά καύσιμα. Πουθενά αυτή η αλλαγή δεν έγινε πιο σημαντική από όσο στην Δυτική Γερμανία. Μέχρι το τέλος εκείνης της δεκαετίας, τρεις βορειοευρωπαϊκές χώρες —η Ολλανδία, η Νορβηγία και το Ηνωμένο Βασίλειο— απολάμβαναν την προοπτική μιας σημαντικής εγχώριας προμήθειας φυσικού αερίου. Η Δυτική Γερμανία δεν την απολάμβανε. Για να αντισταθμίσει, ο καγκελάριος Βίλι Μπραντ δεσμεύτηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1960 να αγοράσει σοβιετικό αέριο που θα μεταφερόταν στην Ευρώπη, χρησιμοποιώντας χαλύβδινους σωλήνες γερμανικής κατασκευής. Μια νέα σχέση Δυτικής Γερμανίας - Σοβιετικής Ένωσης γεννήθηκε.

Αυτό το ενεργειακό εμπόριο συνεχίστηκε πέρα από την διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης. Η γεωπολιτική κατάσταση μετά το 1991 φάνηκε να προσφέρει μια ευκαιρία για να ενισχυθεί η ενεργειακή ασφάλεια της Ευρώπης. Σε μια κατά τα φαινόμενα καπιταλιστική Ρωσία, οι ευρωπαϊκές εταιρείες ενέργειας θα μπορούσαν να επιδιώξουν συνεργασίες για την παραγωγή. Κατά την διάρκεια της πρώτης δεκαετίας αυτού του αιώνα, μετά την πανωλεθρία του πολέμου στο Ιράκ, η εξάρτηση από την Ρωσία έγινε πιο ελκυστική από την βαθύτερη εξάρτηση από την Μέση Ανατολή.

Ωστόσο, δεδομένου ότι οι αγωγοί που παρέδιδαν ρωσικό αέριο διέτρεχαν τα ανεξάρτητα κράτη στα δυτικά σύνορα της Ρωσίας, με πιο σημαίνον την Ουκρανία, η διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης δημιούργησε επίσης νέες ενεργειακές ευαλωτότητες για την Ευρώπη. Η αξιοπιστία του εφοδιασμού έγινε αντικείμενο των ιδιοτροπιών της Μόσχας. Με την διεύρυνση προς ανατολάς της Ευρωπαϊκής Ένωσης το 2004, η διέλευση μέσω της Ουκρανίας έγινε επίσης πηγή εσωτερικής γεωπολιτικής σύγκρουσης εντός της Ευρώπης. Αυτές οι εντάσεις εξελίχθηκαν σε κρίση για πρώτη φορά μετά την αποκαλούμενη Πορτοκαλί Επανάσταση (Orange Revolution) της Ουκρανίας το 2005, η οποία είδε την άφιξη μιας κυβέρνησης στο Κίεβο που ήταν δεσμευμένη να διεκδικήσει την αυτονομία της Ουκρανίας από την Μόσχα. Ως απάντηση, ο Πούτιν επαναδέσμευσε την Ρωσία [3] στην προσέγγιση που είχε αρχίσει να επινοεί ο προκάτοχός του, Μπόρις Γέλτσιν, η οποία ήταν να κατασκευάσει θαλάσσιους αγωγούς για να παρακάμψει την Ουκρανία. Αντιμέτωπη με την επιλογή μεταξύ του να ενεργήσει για να προστατεύσει την ανεξαρτησία της Ουκρανίας και να φροντίσει τις ενεργειακές ανάγκες της Γερμανίας, η γερμανική κυβέρνηση έδωσε προτεραιότητα στα δικά της συμφέροντα και υποστήριξε τον πρώτο αγωγό Nord Stream κάτω από την Βαλτική Θάλασσα, από την [πόλη] Vyborg της Ρωσίας σε ένα βιομηχανικό λιμάνι κοντά στην [πόλη] Greifswald της Γερμανίας. Μόλις γινόταν λειτουργικός, από το 2011, ο Nord Stream 1 θα στερούσε έσοδα από την Ουκρανία και θα μείωνε το κίνητρο των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων να στηρίξουν την Ουκρανία στις ενεργειακές διαμάχες με την Ρωσία.

Την δεκαετία του 2010, η ενεργειακή θέση της Ευρώπης επιδεινώθηκε ξανά. Σε αντίθεση με τις Ηνωμένες Πολιτείες, δεν υπήρχε πολιτική διάθεση στην Δυτική Ευρώπη για να πειραματιστεί με το fracking. Μολονότι η Πολωνία επιδίωξε έργα σχιστολιθικού φυσικού αερίου, οι μεγάλες ελπίδες ότι η αμερικανική ευλογία θα μπορούσε να επαναληφθεί στην βόρεια και στην ανατολική Πολωνία διαλύθηκαν. Κατά συνέπεια, καθώς η εξάρτηση των Ηνωμένων Πολιτειών από την ξένη ενέργεια μειώθηκε κατά την διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας, η ευρωπαϊκή εξάρτηση αυξήθηκε. Μολονότι αρκετές κυβερνήσεις της ανατολικής Ευρώπης θεώρησαν την ικανότητα των ΗΠΑ να εξάγουν υγροποιημένο φυσικό αέριο ως σωσίβιο για τον τερματισμό της ενεργειακής υποταγής στην Ρωσία, οι κυβερνήσεις της Μέρκελ δεν είδαν τον λόγο για τον οποίο οι γερμανικές εταιρείες θα έπρεπε να απαρνηθούν το φθηνό φυσικό αέριο του αγωγού που ήταν διαθέσιμο από την Ρωσία. Με την Ευρώπη διαιρεμένη, οι ευρωπαϊκές αγορές ενέργειας έγιναν πεδίο μάχης μεταξύ της Gazprom και των αμερικανικών εταιρειών φυσικού αερίου.