Πώς να αποφευχθεί ένας πόλεμος για την Ταϊβάν | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Πώς να αποφευχθεί ένας πόλεμος για την Ταϊβάν

Απειλές, διαβεβαιώσεις, και αποτελεσματική αποτροπή

Καθώς αυξάνεται η ένταση μεταξύ του Πεκίνου και της Ουάσιγκτον για την Ταϊβάν, οι στρατηγιστές όλων των πλευρών φαίνεται να έχουν ξεχάσει αυτό που δίδαξε πριν από χρόνια ο Αμερικανός θεωρητικός των παιγνίων Thomas Schelling: η αποτροπή ενός αντιπάλου από το να αναλάβει μια απαγορευμένη ενέργεια προϋποθέτει έναν συνδυασμό αξιόπιστων απειλών και αξιόπιστων διαβεβαιώσεων. Αντί να λάβουν υπόψη αυτό το μάθημα, ένας όλο και μεγαλύτερος αριθμός αναλυτών και αξιωματούχων των ΗΠΑ έχει ζητήσει από τις Ηνωμένες Πολιτείες να συμπεριφέρονται στην Ταϊβάν σαν να ήταν ανεξάρτητο κράτος και να εγκαταλείψουν την μακροχρόνια πολιτική της «στρατηγικής ασάφειας» υπέρ της «στρατηγικής σαφήνειας», η οποία ορίζεται ως μια άνευ όρων δέσμευση για χρήση στρατιωτικής βίας για την υπεράσπιση του νησιού σε περίπτωση επίθεσης από την ηπειρωτική Κίνα. Αυτές οι εκκλήσεις έχουν ενταθεί από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και μετά, με κάποιους σχολιαστές να υποστηρίζουν ακόμη και την επίσημη αναγνώριση της Ταϊβάν ως κυρίαρχης χώρας. Άλλοι πάλι έχουν ζητήσει μια μόνιμη (και σημαντική) ανάπτυξη αμερικανικών δυνάμεων στην Ταϊβάν για να προσδώσουν αξιοπιστία στην απειλή των ΗΠΑ για στρατιωτική απάντηση σε επίθεση από την ηπειρωτική χώρα. Καταθέτοντας ενώπιον της Γερουσίας των ΗΠΑ πέρυσι, ο Ely Ratner, υφυπουργός Άμυνας για τις υποθέσεις ασφάλειας στον Ινδο-Ειρηνικό, υπαινίχθηκε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν θα μπορούσαν ποτέ να επιτρέψουν στο Πεκίνο να ελέγξει την Ταϊβάν διότι ένα τέτοιο αποτέλεσμα θα καθιστούσε αδύνατη την υπεράσπιση άλλων συμμάχων των ΗΠΑ στην Ασία.

18102022-1.jpg

Μια στρατιωτική άσκηση στην [επαρχία] Pingtung, στην Ταϊβάν, τον Ιούλιο του 2022. Ann Wang / Reuters
-------------------------------------------------------

Αλλά η μετατόπιση της πολιτικής των ΗΠΑ προς την υποστήριξη του μόνιμου χωρισμού της Ταϊβάν από την ηπειρωτική χώρα είναι πιο πιθανό να προκαλέσει παρά να αποτρέψει μια επίθεση [2] στην Ταϊβάν. Η αποτροπή προϋποθέτει αξιοπιστία σε αμφότερα τα στοιχεία της: την απειλή και την διαβεβαίωση. Η απειλή προϋποθέτει το να σηματοδοτηθούν τόσο το κόστος μιας απαγορευμένης ενέργειας όσο και η επαρκής πολιτική βούληση για την επιβολή αυτού του κόστους. Η διαβεβαίωση προϋποθέτει το να μεταφερθεί στον στόχο, με τρόπο που αυτός θα μπορεί να εμπιστευτεί, ότι δεν θα γίνει αντικείμενο εκμετάλλευσης εάν αποφύγει να αναλάβει την απαγορευμένη ενέργεια.

Η αποφυγή του πολέμου στο Στενό της Ταϊβάν προϋποθέτει το να αποτραπούν όλες οι πλευρές. Κατ’ ελάχιστον, η Ταϊβάν πρέπει να αποτραπεί από το να ανακηρύξει την επίσημη ανεξαρτησία της, η Ουάσιγκτον πρέπει να αποτραπεί από την αναγνώριση της Ταϊβάν [3] ως ανεξάρτητο κράτος ή από την αποκατάσταση μιας επίσημης συμμαχίας με το νησί και το Πεκίνο πρέπει να αποτραπεί από την χρήση στρατιωτικής βίας εναντίον της Ταϊβάν για να επιβάλλει την ενοποίηση. Όλες οι πλευρές πρέπει όχι μόνο να απειληθούν με βλάβη για την υπέρβαση αυτών των κόκκινων γραμμών, αλλά και να έχουν την διαβεβαίωση ότι δεν θα υποστούν καταστροφικές απώλειες στα συμφέροντά τους εάν απόσχουν από αυτές τις ενέργειες. Η τριγωνική αποτροπή έχει επιτύχει για περισσότερα από 40 χρόνια να διατηρήσει την ειρήνη στο Στενό της Ταϊβάν. Αλλά οι αυξανόμενες εντάσεις [4] έχουν καταστήσει αυτή την ευαίσθητη διευθέτηση πιο εύθραυστη.

ΚΑΤΑΡΡΕΟΥΣΑ ΑΠΟΤΡΟΠΗ

Από την αρχή της διακυβέρνησης Τραμπ, η αποτροπή έχει αρχίσει να καταρρέει από όλες τις πλευρές. Η απειλή της Ταϊβάν - η ικανότητά της να αποσπάσει στρατιωτικό κόστος από την ηπειρωτική Κίνα σε περίπτωση επίθεσης - δεν έχει υπάρξει ποτέ ικανή και μόλις τώρα αποκτά κινητά όπλα που θα μπορούσαν να της δώσουν την δυνατότητα να συγκρατήσει μια επίθεση για λίγες εβδομάδες. Εν τω μεταξύ, η διαβεβαίωση της Ταϊβάν - ότι τελικά δεν θα ανακηρύξει την ανεξαρτησία της εάν δεν της γίνει επίθεση - έχει αποδυναμωθεί με τον καιρό. Οι δημοσκοπήσεις της κοινής γνώμης δείχνουν ότι ένας όλο και μεγαλύτερος αριθμός πολιτών της Ταϊβάν θεωρούν τους εαυτούς τους ως Ταϊβανέζους παρά ως Κινέζους ή κάποιον συνδυασμό αμφοτέρων. Οι περισσότεροι πολίτες της Ταϊβάν εξακολουθούν να υποστηρίζουν πολιτικές που διατηρούν το status quo στις σχέσεις μεταξύ των δύο πλευρών του Στενού και αντιτίθενται ρητά σε πολιτικές υπέρ της ανεξαρτησίας που ρισκάρουν τον πόλεμο. Αλλά το ποσοστό του πληθυσμού που υποστηρίζει την τελική ανεξαρτησία από την ηπειρωτική Κίνα βρίσκεται σε υψηλό όλων των εποχών. Η πρόεδρος της Ταϊβάν, Tsai Ing- wen, έχει αποφύγει να αναλάβει ενέργειες που θα προκαλούσαν μια επίθεση. Το κυβερνών Δημοκρατικό Προοδευτικό Κόμμα (Democratic Progressive Party) δεν υποστηρίζει πλέον την επίσημη ανεξαρτησία του νησιού, αλλά διαβεβαιώνει ότι η Ταϊβάν, που είναι επίσημα γνωστή ως Δημοκρατία της Κίνας (Republic of China), είναι ήδη μια κυρίαρχη και ανεξάρτητη χώρα και ότι οποιαδήποτε αλλαγή στο status quo πρέπει να αποφασιστεί από όλους τους κατοίκους της Ταϊβάν μέσω δημοψηφίσματος. Όμως η Tsai δεν έχει διαβεβαιώσει το Πεκίνο ότι η Ταϊβάν θα απόσχει από την επιδίωξη de jure ανεξαρτησίας. Από την πλευρά του, το αντιπολιτευτικό [κόμμα] Kuomintang διαβεβαιώνει επίσης ότι η Δημοκρατία της Κίνας ήταν πάντα ανεξάρτητη και κυρίαρχη. Και έχει μετατοπιστεί από την θέση της υποστήριξης της τελικής ενοποίησης με την ηπειρωτική Κίνα, αν και μόνο υπό ορισμένες προϋποθέσεις, προς μια θέση επιδίωξης της μείωσης των εντάσεων στο Στενό προκειμένου να διατηρηθεί η de facto αυτονομία της Ταϊβάν όσο το δυνατόν περισσότερο.

Η ισορροπία της αξιόπιστης απειλής και της αξιόπιστης διαβεβαίωσης από το Πεκίνο έχει επίσης γίνει ασταθής. Η ηπειρωτική Κίνα είναι εδώ και καιρό σε θέση να απειλεί να επιβάλει σοβαρές στρατιωτικές και οικονομικές συνέπειες στην Ταϊβάν, εάν αυτή επρόκειτο να κηρύξει την ανεξαρτησία της. Και τώρα που το Πεκίνο έχει αναπτύξει τις στρατιωτικές ικανότητες του, μπορεί επίσης να απειλήσει αξιόπιστα να επιβάλει τέτοιο κόστος στις Ηνωμένες Πολιτείες εάν επρόκειτο να παρέμβουν σε μια σύγκρουση στο Στενό της Ταϊβάν. Αλλά το Πεκίνο δεν έχει διαβεβαιώσει την Ταϊβάν ότι η αποχή από το να προχωρήσει προς τον μόνιμο χωρισμό ή την ανεξαρτησία θα ανταμειβόταν με αυτοσυγκράτηση, αντί να απαντηθεί με αυξημένες προσπάθειες επιβολής της ενοποίησης με τους όρους της ηπειρωτικής Κίνας. Αντίθετα, το Πεκίνο έχει αυξήσει πολύ την στρατιωτική πίεση στην Ταϊβάν και έχει προειδοποιήσει ότι θα επιτεθεί εάν δεν καταφέρει να επιτύχει την ενοποίηση ειρηνικά. Το Πεκίνο δεν έχει διατυπώσει μια σταθερή προθεσμία εντός της οποίας πρέπει να επιτευχθεί η ενοποίηση, αλλά ο Κινέζος πρόεδρος, Σι Τζινπίνγκ, έχει δηλώσει ότι η πρόοδος στο [ζήτημα] της ενοποίησης με την Ταϊβάν αποτελεί προϋπόθεση για την εκπλήρωση του ονείρου του για την «μεγάλη αναζωογόνηση του κινεζικού έθνους», για την οποία όρισε το 2049 ως ημερομηνία - στόχο.

Από την πλευρά των ΗΠΑ, αμφότερες οι πτυχές της αποτροπής έχουν επίσης αποδυναμωθεί. Στο παρελθόν, οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν σε θέση να απειλήσουν αξιόπιστα με μια αποτελεσματική στρατιωτική απάντηση σε περίπτωση επίθεσης της ηπειρωτικής χώρας στην Ταϊβάν. Ακόμα κι αν οι ηγέτες του Πεκίνου πίστευαν ότι τελικά θα επικρατούσαν, το κόστος για κάτι τέτοιο φαινόταν πολύ υψηλό. Επιπλέον, η Ουάσιγκτον κρατούσε την απειλή των οικονομικών κυρώσεων. Εν τω μεταξύ, μέσω της συνεπούς προσήλωσής τους σε πολλαπλές προεδρίες στην πολιτική της «μίας Κίνας» —η οποία, σύμφωνα με το Ανακοινωθέν της Σαγκάης (Shanghai Communiqué) του 1972, σημαίνει ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες «δεν αμφισβητούν» την θέση ότι η Ταϊβάν αποτελεί μέρος της ηπειρωτικής Κίνας— η Ουάσιγκτον μπόρεσε να διαβεβαιώσει αξιόπιστα το Πεκίνο ότι εάν δεν χρησιμοποιούσε βία εναντίον της Ταϊβάν, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν θα υποστήριζαν την ανεξαρτησία του νησιού και δεν θα αποκαθιστούσαν κάτι παρόμοιο με την Συνθήκη αμοιβαίας άμυνας του 1954 μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Δημοκρατίας της Κίνας, η οποία τερματίστηκε ως μέρος της συμφωνίας μεταξύ του Πεκίνου και της Ουάσιγκτον για την εξομάλυνση των σχέσεων τους, το 1979.

Η αξιοπιστία τόσο της απειλής των ΗΠΑ όσο και της διαβεβαιώσεων των ΗΠΑ στο Στενό της Ταϊβάν έχει αποδυναμωθεί. Ο στρατιωτικός εκσυγχρονισμός της ηπειρωτικής Κίνας, ειδικά από τα τέλη της δεκαετίας του 1990, θέτει σε κίνδυνο με νέους τρόπους όχι μόνο την Ταϊβάν αλλά και τις προωθημένες ανεπτυγμένες δυνάμεις των ΗΠΑ που θα μπορούσαν να βοηθήσουν στην άμυνα της Ταϊβάν. Για παράδειγμα, οι πύραυλοι, τα υποβρύχια και οι κυβερνο-ικανότητες της ηπειρωτικής Κίνας απειλούν πλέον τα πλοία του πολεμικού ναυτικού των ΗΠΑ, συμπεριλαμβανομένων των αεροπλανοφόρων, καθώς και τα αεροσκάφη των ΗΠΑ, τα διαστημικά στοιχεία των ΗΠΑ και τις μεγάλες στρατιωτικές βάσεις των ΗΠΑ στον Δυτικό Ειρηνικό, όπως αυτές στην Ιαπωνία και στο Γκουάμ. Αυτές οι νέες ευαλωτότητες [5] θέτουν υπό αμφισβήτηση το εάν οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορούν να ξεκινήσουν μια αποτελεσματική επέμβαση προς υπεράσπιση του νησιού. Από την πλευρά των διαβεβαιώσεων, η αυξανόμενη ρητορική στην Ουάσιγκτον να υποστηρίξει τον μόνιμο χωρισμό της Ταϊβάν από την ηπειρωτική Κίνα ή να αποκαταστήσει κάτι αντίστοιχο μιας συμμαχικής σχέσης των με το νησί αυξάνει τους φόβους στο Πεκίνο ότι η αναμονή για μια ειρηνική επίλυση των διαφορών μεταξύ των δύο πλευρών του Στενού θα οδηγήσει μόνο στην μόνιμη απώλεια της Ταϊβάν.

Η ΟΥΣΙΑ ΠΑΝΩ ΑΠΟ ΤΟΝ ΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟ

Για να διατηρήσουν την ειρήνη και την σταθερότητα στο Στενό της Ταϊβάν, οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να αποκαταστήσουν τόσο την αξιοπιστία της απειλής τους να επιβάλουν κόστος στο Πεκίνο εάν επιτεθεί στην Ταϊβάν όσο και την αξιοπιστία των διαβεβαιώσεων τους να μην βλάψουν τα συμφέροντα του Πεκίνου εκεί εάν η ηπειρωτική χώρα απόσχει από μια τέτοια επίθεση. Για να παρουσιάσουν μια αξιόπιστη απειλή, οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να αναδιαμορφώσουν την στρατιωτική στάση τους στην Ανατολική Ασία. Αντί να βασίζεται σε ευάλωτα αεροπλανοφόρα και λίγές μεγάλες, συγκεντρωμένες αεροπορικές και ναυτικές βάσεις, η Ουάσιγκτον θα πρέπει να υιοθετήσει μια πιο κινητική, διάσπαρτη και ανθεκτική στάση που θα είναι πολύ δυσκολότερο για το Πεκίνο να επιτεθεί και να καταστρέψει. Συχνά περιγραφόμενη ως «ενεργητική άρνηση», μια τέτοια στρατηγική θα στερούσε από την ηπειρωτική Κίνα την προοπτική μιας γρήγορης και φθηνής στρατιωτικής νίκης επί της Ταϊβάν.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες κινούνται ήδη προς αυτή την κατεύθυνση, συμπεριλαμβανομένης της υιοθέτησης νέων δογμάτων στον στρατό, στο πολεμικό ναυτικό, στο Σώμα Πεζοναυτών και στην πολεμική αεροπορία, και με την προμήθεια μεγάλου αριθμού [πυραύλων] αντι-επιφανείας και αντιπλοϊκών πυραύλων μεγάλης εμβέλειας, πολλοί από τους οποίους μπορούν να υπερισχύσουν των συστημάτων της ηπειρωτικής Κίνας. Αλλά ο στρατός των ΗΠΑ πρέπει επίσης να αποκτήσει πρόσβαση σε πρόσθετες τοποθεσίες στην περιοχή, από τις οποίες θα επιχειρήσει να σκληρύνει τις υπάρχουσες εγκαταστάσεις του για να μειώσει την ευαλωτότητα τους σε προληπτικά χτυπήματα, να τοποθετήσει εκ των προτέρων πολεμοφόδια και άλλες προμήθειες στην περιοχή και να καταστήσει τις στρατιωτικές γραμμές ανεφοδιασμού του από τις Ηνωμένες Πολιτείες λιγότερο ευάλωτες.

Για τον σκοπό αυτό, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να συνεχίσουν να τονίζουν στους περιφερειακούς συμμάχους τους ότι [και οι ίδιοι] έχουν διακύβευμα στις ειρηνικές, σταθερές σχέσεις μεταξύ των δύο πλευρών του Στενού και ότι πρέπει επομένως να συμβάλουν σε μια μετριοπαθή, υπεύθυνη στρατηγική των ΗΠΑ για την αποτροπή της επιθετικότητας της ηπειρωτικής χώρας. Κατ’ ελάχιστον, ο στρατός των ΗΠΑ θα χρειαστεί μεγαλύτερη πρόσβαση σε ένα πιο ποικίλο σύνολο τοποθεσιών στην Ιαπωνία για να κάνει την στάση του πιο ανθεκτική και δυσκολότερη στην στόχευση, αλλά ίσως επίσης να χρειαστεί τέτοια πρόσβαση σε άλλες χώρες, συμπεριλαμβανομένων των Φιλιππίνων. Στο μέτρο του δυνατού, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει επίσης να προσπαθήσουν να ενισχύσουν την συνεργασία με τους συμμάχους για να προετοιμαστούν για κοινές ή συντονισμένες στρατιωτικές απαντήσεις σε μια σύγκρουση για την Ταϊβάν. Ταυτόχρονα, η Ουάσιγκτον θα πρέπει να συνεχίσει να καταβάλλει μια παγκόσμια διπλωματική προσπάθεια για να τονίσει στο Πεκίνο το οικονομικό και διπλωματικό κόστος που θα υφίστατο σε περίπτωση σύγκρουσης.

Η Ταϊβάν έχει επίσης να παίξει σημαντικό ρόλο στην αποτροπή μιας επίθεσης από την ηπειρωτική Κίνα. Πρέπει να επιδείξει την ικανότητά της να παραμείνει ανθεκτική κατά την διάρκεια ενός αποκλεισμού και να επιβάλλει υψηλό κόστος στην ηπειρωτική δύναμη που θα εισβάλει. Η Ταϊβάν θα πρέπει να δημιουργήσει βαθύτερα αποθέματα στρατηγικών πόρων, όπως καύσιμα και τρόφιμα, σε περίπτωση που το Πεκίνο επιλέξει να αποκλείσει το νησί αντί να εισβάλει σε αυτό. Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να συνεχίσουν να πιέζουν την Ταϊβάν να δημιουργήσει πιο σθεναρές, κινητικές παράκτιες άμυνες και αεράμυνα, μετατρέποντας τον εαυτό της σε «ακανθόχοιρο» ικανό να προκαλέσει πραγματικό πόνο στον στρατό της ηπειρωτικής Κίνας που θα εισβάλει. Σε αντίθεση με την Ουκρανία, η οποία απολαμβάνει χερσαία σύνορα με τους συμμάχους των ΗΠΑ, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο να ανεφοδιάσουν την Ταϊβάν σε περίπτωση σύγκρουσης. Για τον λόγο αυτό, η Ταϊβάν πρέπει να αποθηκεύσει και να εκπαιδεύσει εκ των προτέρων στα όπλα που χρειάζεται. Πρέπει επίσης να επεκτείνει τις ικανότητες πολιτικής άμυνας της, τόσο για να θέσει την απειλή της άμυνας εις βάθος σε έναν στρατό που θα εισβάλει όσο και για να διανείμει βασικούς πόρους στο κοινό κατά την διάρκεια ενός αποκλεισμού. Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν μπορούν να συμβάλλουν στην άμυνα της Ταϊβάν εάν το νησί δεν αμυνθεί.

Αλλά η αξιόπιστη απειλή δεν αρκεί για να αποτρέψει έναν πόλεμο. Οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει επίσης να αποκαταστήσουν την αξιόπιστη διαβεβαίωση, διασφαλίζοντας ότι τόσο η Ταϊπέι όσο και το Πεκίνο κατανοούν ότι ο στόχος τους δεν είναι μια ανεξάρτητη Ταϊβάν αλλά μάλλον η ειρήνη και η σταθερότητα στο Στενό της Ταϊβάν. Η Ουάσιγκτον πρέπει να καταστήσει σαφές ότι δεν υποστηρίζει την ανεξαρτησία της Ταϊβάν, ότι αντιτίθεται σε οποιαδήποτε μονομερή αλλαγή του status quo από οποιαδήποτε πλευρά και ότι θα αποδεχτεί οποιοδήποτε αποτέλεσμα συμφωνηθεί ειρηνικά από την ηπειρωτική Κίνα και την Ταϊβάν. Αυτή είναι εδώ και καιρό η επίσημη θέση των ΗΠΑ, αλλά μια σειρά δηλώσεων και παραλείψεων από τους πολιτικούς ηγέτες στην Ουάσιγκτον έχουν θέσει υπό αμφισβήτηση την προσέγγιση των ΗΠΑ και κατά καιρούς οι ενέργειες των ΗΠΑ αντιβαίνουν αυτές τις δηλώσεις. Η κυβέρνηση Μπάιντεν θα πρέπει επομένως να μιλά και να ενεργεί με μεγαλύτερη πειθαρχία και συνέπεια για την Ταϊβάν από όσο έχει κάνει μέχρι τώρα. Οι ανώτεροι αξιωματούχοι δεν πρέπει να αναφέρονται στην Ταϊβάν ως χώρα και δεν πρέπει να λένε ότι η Ταϊβάν μπορεί να αποφασίσει μονομερώς ότι θέλει να είναι ανεξάρτητη, σαν να μην έχουν οι Ηνωμένες Πολιτείες κανένα διακύβευμα σε μια τέτοια απόφαση. Οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να καταστήσουν σαφές ότι δεν επιδιώκουν καθεστώς κυριαρχίας για την Ταϊβάν, ακόμη και όταν πιέζουν για την ένταξη του νησιού σε διεθνείς οργανισμούς που δεν απαιτούν από τα μέλη να είναι ανεξάρτητα κράτη, ή για την ουσιαστική συμμετοχή της Ταϊβάν, εκτός από την ένταξη της, σε διακυβερνητικούς οργανισμούς όπως η Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (World Health Organization) και ο Διεθνής Οργανισμός Πολιτικής Αεροπορίας (International Civil Aviation Organization) που απαιτούν την κρατική υπόσταση για ένταξη, ή για την διαπραγμάτευση διμερών εμπορικών και επενδυτικών συμφωνιών που θα ενισχύσουν την οικονομική σχέση ΗΠΑ-Ταϊβάν. Η κυβέρνηση Μπάιντεν θα πρέπει να συνεχίσει να πιέζει το Πεκίνο να εμπλακεί σε άμεσες συζητήσεις με την δημοκρατικά εκλεγμένη ηγεσία της Ταϊπέι και να επιδιώξει μια μακροπρόθεσμη επίλυση των διαφορών μεταξύ των δύο πλευρών του Στενού που θα είναι αποδεκτή από τον λαό της Ταϊβάν.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει επίσης να αποφύγουν τις συμβολικές πολιτικές χειρονομίες που ερεθίζουν άσκοπα το Πεκίνο, εστιάζοντας αντ' αυτών σε ουσιαστικά μέτρα που καθιστούν την Ταϊβάν και τις προωθημένες ανεπτυγμένες δυνάμεις των ΗΠΑ στην Ασία ισχυρότερες και πιο ανθεκτικές. Αυτό σημαίνει ότι οι αξιωματούχοι και οι πολιτικοί των ΗΠΑ, συμπεριλαμβανομένων των μελών του Κογκρέσου των ΗΠΑ και εκείνων που κάνουν προεκλογική εκστρατεία, θα πρέπει να απέχουν από πολιτικά επωφελείς αλλά στρατηγικά επιζήμιες δηλώσεις για την Ταϊβάν. Οι πρόσφατες εκκλήσεις για σαφήνεια στην αμυντική δέσμευση των ΗΠΑ στην Ταϊβάν δεν ενισχύουν την αξιοπιστία της αποτρεπτικής απειλής των ΗΠΑ, διότι το Πεκίνο ήδη αναμένει ότι η Ουάσιγκτον θα παρενέβαινε σε μια σύγκρουση μεταξύ των δύο πλευρών του Στενού, μολονότι το Πεκίνο δεν γνωρίζει πόσο έντονα ή αποτελεσματικά θα το έκανε η Ουάσιγκτον. Μια άνευ όρων αμυντική δέσμευση των ΗΠΑ, ωστόσο, πιθανώς θα υπονόμευε το βασικό αποτρεπτικό συστατικό της διαβεβαίωσης, με το να φαίνεται ότι αποκαθιστά μια de facto συμμαχική σχέση μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ταϊβάν, παρέχοντας έτσι λευκή επιταγή στους μελλοντικούς πολιτικούς του νησιού που υποστηρίζουν την de jure ανεξαρτησία. Ομοίως, το να ζητά κάποιος την επίσημη αναγνώριση της Ταϊβάν ως κυρίαρχου κράτους, όπως έκανε ο πρώην υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Μάικ Πομπέο· ή το να ζητά κάποιος την στάθμευση σημαντικών δυνάμεων των ΗΠΑ στο νησί σε καιρό ειρήνης, όπως έχει κάνει ο πρώην Σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας των ΗΠΑ, Τζον Μπόλτον· ή το να χαρακτηρίζεται η Ταϊβάν ως «μεγάλος μη νατοϊκός σύμμαχος», όπως προτείνεται στην αρχική γλώσσα του Νόμου περί Πολιτικής για την Ταϊβάν (Taiwan Policy Act) του 2022, μπορεί όλα να ακούγονται σαν τρόποι για την ενίσχυση της αποτροπής μιας σύγκρουσης μεταξύ των δύο πλευρών του Στενού. Αλλά εάν υιοθετούνταν αυτές οι πολιτικές, θα υπονόμευαν τις διαβεβαιώσεις προς το Πεκίνο που αποτελούν απαραίτητο στοιχείο αποτροπής, αυξάνοντας αντί να μειώνουν την πιθανότητα σύγκρουσης στο Στενό της Ταϊβάν.

Σύνδεσμοι:
[1] https://china.ucsd.edu/policy/task-force/policy-brief-taiwan.html
[2] https://www.foreignaffairs.com/united-states/america-must-prepare-war-ov...
[3] https://www.foreignaffairs.com/regions/taiwan
[4] https://www.foreignaffairs.com/china/time-running-out-defend-taiwan
[5] https://www.foreignaffairs.com/articles/china/2022-06-16/consequences-co...

Copyright © 2022 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Στα αγγλικά: https://www.foreignaffairs.com/china/how-avoid-war-over-taiwan

Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στην διεύθυνση www.twitter.com/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στην διεύθυνση www.facebook.com/ForeignAffairs.gr και στο linkedin στην διεύθυνση https://www.linkedin.com/company/foreign-affairs-the-hellenic-edition