Μπορεί ο Σουνάκ να σώσει την Βρετανία; | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Μπορεί ο Σουνάκ να σώσει την Βρετανία;

Το πολιτικό χάος και η μακρά σκιά του Brexit

Σε τούτο το σημείο τουλάχιστον, αυτό θα ισοδυναμούσε με τον σχεδόν αφανισμό του κόμματος. Το ερώτημα που αντιμετωπίζουν οι Συντηρητικοί είναι το πώς να αρχίσουν να ενεργούν ξανά σαν κόμμα, ένα κόμμα που αντιπροσωπεύει μια σαφή φιλοσοφία και ένα σύνολο αξιών γύρω από τις οποίες μπορούν να συνενωθούν οι ψηφοφόροι και τα μέλη του Κοινοβουλίου. Όντας επί μακρόν συνδεδεμένο στο μυαλό των ψηφοφόρων με την οικονομική σύνεση, την φροντίδα για τα εθνικά οικονομικά, και την επιδίωξη ισοσκελισμένων προϋπολογισμών, το κόμμα προσδέθηκε για λίγο σε μια φιλοσοφία υψηλών δαπανών και μείωσης φόρων. Η Τρας κατέστησε προτεραιότητές της τις φορολογικές περικοπές και τις υψηλές δαπάνες˙ ο προκάτοχός της, Μπόρις Τζόνσον, είχε κλίνει προς τα εκεί πριν από την δική του θεαματική κατάρρευση νωρίτερα φέτος. Μια σύγκρουση για τις οικονομικές αρχές είναι η αιτία που παρουσίασε ο Σουνάκ για να παραιτηθεί από την [θέση] του Υπουργού Οικονομικών του Τζόνσον τον Ιούλιο, πυροδοτώντας τις διαδοχικές παραιτήσεις που υποχρέωσαν τον Τζόνσον να φύγει. Ως Υπουργός Οικονομικών και επικεφαλής των οικονομικών υπουργών, ο Χαντ έχει πλέον κουρελιάσει την στρατηγική της Τρας, επιστρέφοντας προφανώς σε πιο συμβατικές αρχές των Συντηρητικών.

Αυτή η αποστολή του να βρεθεί μια συνεκτική φιλοσοφία είναι πολύ πιο δύσκολη μετά το Brexit [4]. Η αναταραχή των τελευταίων έξι ετών ενδέχεται πιθανώς να έχει προκύψει από την εξαιρετικά μικρή διαφορά της ψηφοφορίας το 2016, η οποία ανέτρεψε τις επί δεκαετίες σχέσεις με τους στενότερους εμπορικούς εταίρους της χώρας. Το Brexit έχει απαιτήσει από τους πολιτικούς να υποκριθούν αυτό που δεν είναι αλήθεια: ότι το ρήγμα Βρετανίας-ΕΕ —που προσθέτει γραφειοκρατία, χρόνο, έξοδα, και αβεβαιότητα στις εμπορικές σχέσεις και στην ικανότητα των ατόμων, των αγαθών, των υπηρεσιών, και του κεφαλαίου να ρέουν από τη μια πλευρά των συνόρων στην άλλη— θα οδηγούσε σε οικονομική άνθηση.

Φυσικά, το Brexit δεν προέκυψε ξαφνικά˙ αντανακλούσε τις διαιρέσεις μεταξύ τμημάτων της χώρας. Μέρος της διαμάχης ανέκυψε από την μνησικακία για την αστραφτερή, κοσμοπολίτικη υπεροχή του Λονδίνου στην εθνική ζωή. Μέρος της προήλθε από το χάσμα που είχε ανοίξει μεταξύ των ιδιοκτητών ακινήτων και εκείνων που δεν είχαν περιουσιακά στοιχεία από την οικονομική κρίση [5] του 2008 και μετά˙ η πρακτική της ποσοτικής χαλάρωσης (quantitative easing) ανέβασε την αξία των σπιτιών, αλλά άφησε αυτή που σήμερα ονομάζεται «Γενιά του Ενοικίου» (Generation Rent) ανήμπορη να μετακομίσει από τα σπίτια των γονιών της, πόσω μάλλον να έχει την οικονομική δυνατότητα για δικό της σπίτι. Πάνω από όλα, ίσως, αντανακλούσε τον θυμό για τη μετανάστευση, ιδιαίτερα έξω από τα ακμάζοντα νοτιοανατολικά, όπου μια έτοιμη προσφορά εργαζομένων από την ΕΕ [6] έχει επί μακρόν στηρίξει την βιομηχανία εστιατορίων και ξενοδοχείων και την κατασκευαστική έκρηξη του Λονδίνου. Η μετανάστευση είναι ένα ζήτημα που αμφότερα τα κύρια πολιτικά κόμματα δυσκολεύονται ακόμη να αντιμετωπίσουν με οποιαδήποτε αίσθηση ελέγχου ή σχεδίου σχετικά με το ποιους ανθρώπους χρειάζεται και θέλει να προσελκύσει η χώρα.

Επιπλέον, το Brexit [7] έφερε νέες πιέσεις στην ένωση των τεσσάρων εθνών, επιδεινώνοντας τις διαφορές που η Ουαλία, η Σκωτία, και η Βόρειος Ιρλανδία αισθάνονταν ήδη από τον αγγλικό γίγαντα στην καρδιά του βασιλείου. Οι λαοί της Σκωτίας και της Βορείου Ιρλανδίας είχαν ήδη ψηφίσει εμφατικά υπέρ της παραμονής στην ΕΕ. Εκείνοι στην Ουαλία ψήφισαν οριακά υπέρ της αποχώρησης, παρά το γεγονός ότι αυτή [η Ουαλία] ήταν μεγάλος αποδέκτης αναπτυξιακών επιχορηγήσεων της ΕΕ, αλλά ανησύχησαν βαθιά για το εάν η βρετανική κυβέρνηση θα τηρήσει τις δεσμεύσεις της να διατηρήσει την στήριξη στην γεωργία.

Η πανδημία της COVID-19 [8] έφερε περισσότερες εντάσεις. Έκαστη από τις τέσσερις περιοχές είχε την εξουσία να ορίσει τους δικούς της κανόνες για το lockdown και η κυβέρνηση της Ουαλίας, με επικεφαλής τον πρώτο υπουργό Mark Drakeford, έκλεισε ουσιαστικά τα σύνορα με την Αγγλία για πρώτη φορά μετά από εκατοντάδες χρόνια. Επιτρέπονταν μόνο τα απαραίτητα ταξίδια από τις γέφυρες και τους δρόμους που συνδέουν συνήθως τις ιδιαίτερα εναρμονισμένες οικονομίες της Αγγλίας και της Ουαλίας. Σε συγκεκριμένες στιγμές κατά την διάρκεια της πανδημίας, οι παμπ στην αγγλική πλευρά μπορούσαν να ανοίξουν, αλλά εκείνες που βρίσκονται λίγα μέτρα μακριά στην ουαλική πλευρά δεν μπορούσαν. Τα μέτρα του Drakeford, ωστόσο, ήταν ιδιαίτερα δημοφιλή στην Ουαλία. Εν τω μεταξύ, η Nicola Sturgeon, η πρώτη υπουργός της Σκωτίας, προσπάθησε να επισκιάσει την κυβέρνηση του Λονδίνου με μια ροή ανακοινώσεων σχετικά με τους συχνά μεταβαλλόμενους κανόνες του lockdown, κάποιες φορές μόλις λίγες ώρες νωρίτερα και με μικρές διαφορές, γεγονός που καταπόνησε την διαδικασία διαβούλευσης μεταξύ των δύο κυβερνήσεων.

Στο τέλος, ήταν οι περιορισμοί του lockdown που οδήγησαν στην αποχώρηση του Τζόνσον. Όντας διστακτικός να τους επιβάλει στην χώρα, αποδείχθηκε απρόθυμος ή ανήμπορος να τους επιβάλει και στον εαυτό του, και ο καταιγισμός αποκαλύψεων για πάρτι και συγκεντρώσεις στη Ντάουνινγκ Στριτ -όταν το κοινό εμποδιζόταν να συγκεντρώνεται σε κηδείες ή γάμους- υπονόμευσε την ικανότητά του να ηγείται.