Μην αποκλείετε την διπλωματία στην Ουκρανία | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Μην αποκλείετε την διπλωματία στην Ουκρανία

Η τρέχουσα στρατηγική του Μπάιντεν ρισκάρει κλιμάκωση και αέναο πόλεμο

Πρώτον, η Ρωσία μπορεί να επιλέξει να κλιμακώσει αντί να συνθηκολογήσει στο πεδίο της μάχης. Οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι εταίροι τους στο G-7 φαίνεται να πιστεύουν ότι η Μόσχα θα αποδεχθεί την πλήρη εδαφική απώλεια χωρίς να προκαλέσει ευρύτερο πόλεμο ή να χρησιμοποιήσει όπλα μαζικής καταστροφής. Είναι σίγουρα πιθανό ότι ο Ρώσος πρόεδρος, Βλαντιμίρ Πούτιν, μπλοφάρει όταν απειλεί να χρησιμοποιήσει πυρηνικά όπλα. Αλλά σε αντίθεση με τον πρόεδρο των ΗΠΑ, Ρίτσαρντ Νίξον, ο οποίος ασπάστηκε [4] την «θεωρία του τρελού» του πυρηνικού εκφοβισμού στην αντιπαράθεσή του με τους Βορειοβιετναμέζους, η οποία έλαβε χώρα χιλιάδες μίλια από τις Ηνωμένες Πολιτείες, ο Πούτιν μάχεται για αυτό που ισχυρίζεται ότι είναι το έδαφος της ίδιας της Ρωσίας. Επομένως, το διακύβευμα είναι πολύ μεγαλύτερο. Εάν οι συμβατικές του δυνάμεις κατατροπωθούν, ο Πούτιν θα μπορούσε να αξιοποιήσει το τεράστιο οπλοστάσιο μη στρατηγικών πυρηνικών όπλων του για χρήση εναντίον ουκρανικών δυνάμεων ή κυβερνητικών στόχων. Η χρήση πυρηνικών όπλων μπορεί να φαίνεται μάταιη ή ακόμα και αυτοκαταστροφική, αλλά κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου το ΝΑΤΟ οραματιζόταν να τα χρησιμοποιήσει για να αντισταθμίσει τα συμβατικά του μειονεκτήματα σε σχέση με το Σύμφωνο της Βαρσοβίας. Ο Πούτιν θα μπορούσε επίσης να δοκιμάσει ή να χρησιμοποιήσει ένα πυρηνικό όπλο μακριά από το πεδίο της μάχης για να δείξει την αποφασιστικότητά του και την προθυμία του να χρησιμοποιήσει περισσότερα από αυτά στο μέλλον.

Ακόμη και εν τη απουσία πυρηνικής επίθεσης, ο κίνδυνος μιας άμεσης σύγκρουσης μεταξύ του ΝΑΤΟ και της Ρωσίας -και ο συνακόλουθος κίνδυνος μιας ανταλλαγής στρατηγικών πυρηνικών [χτυπημάτων]- θα παραμείνει υψηλός και πιθανώς θα αυξηθεί όσο ο πόλεμος συνεχίζεται. Σε μια στιγμή απελπισίας, η Ρωσία θα μπορούσε να προσπαθήσει να ανατρέψει το ρεύμα του πολέμου προσπαθώντας να σταματήσει την ροή των Δυτικών όπλων που επιτρέπει στην Ουκρανία να συνεχίζει να πολεμά.

Δεύτερον, η Ουκρανία μπορεί να μην είναι σε θέση να διατηρήσει τον τρέχοντα ρυθμό εδαφικών της κερδών. Η δήλωση του G-7 φαίνεται να υποθέτει ότι ο χρόνος είναι με το μέρος της Ουκρανίας και ότι η Ρωσία δεν θα μπορέσει να ανακάμψει από τις στρατιωτικές της αποτυχίες [5]. Αυτό ίσως να είναι αλήθεια. Σε τελική ανάλυση, η Ουκρανία έχει σημειώσει σημαντικά κέρδη στις αντεπιθέσεις της τους τελευταίους δύο μήνες, ο ρωσικός στρατός έχει δυσκολευτεί με όλες σχεδόν τις επιχειρήσεις του καθ' όλη την διάρκεια του πολέμου, και οι προσπάθειες της Μόσχας για επιστράτευση μαστίζονται από προβλήματα, συμπεριλαμβανομένης της φυγής από την χώρα πολλών ανδρών σε ηλικία μάχης. Επιπλέον, η Ρωσία παραμένει υπό βαριές οικονομικές κυρώσεις που θα μπορούσαν να δυσκολέψουν την διατήρηση του πολέμου.

Ωστόσο, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι η Ουκρανία θα μπορέσει να ανακαταλάβει όλο το διεθνώς αναγνωρισμένο έδαφός της. Η επιστράτευση στην Ρωσία ήταν ένα χάος, αλλά θα μπορούσε τελικά να δημιουργήσει μια πολύ μεγαλύτερη δύναμη. Ο ανεπαρκής αριθμός στρατευμάτων ήταν ίσως η μεγαλύτερη αδυναμία του ρωσικού στρατού, αφήνοντάς τον ανίκανο να υπερασπιστεί μια πρώτη γραμμή που εκτείνεται σε περισσότερα από 600 μίλια. Μια μεγαλύτερη ρωσική μαχητική δύναμη θα μπορούσε να αναγκάσει την Ουκρανία να εντείνει τις δικές της προσπάθειες επιστράτευσης, παρόλο που αντιμετώπισε προκλήσεις [6] με την στράτευση κατά το τελευταίο της κύμα στρατολόγησης.

Τέλος, η Ρωσία μπορεί να μην υποχωρήσει ακόμα κι αν αναγκαστεί να αποσυρθεί από το ουκρανικό έδαφος. Η τρέχουσα προσέγγιση των ΗΠΑ και του G-7 προϋποθέτει ότι η εδαφική απώλεια θα αναγκάσει τον Πούτιν να συνειδητοποιήσει ότι δεν μπορεί να επιτύχει τους στόχους του στρατιωτικά -ή ότι θα φθείρει τον στρατό της Ρωσίας σε σημείο που δεν θα μπορεί να συνεχίσει να πολεμά. Αλλά ακόμη και μια νίκη που θα επιστρέψει όλη την Ουκρανία σε ουκρανικά χέρια δεν θα εξαφάνιζε όλη την στρατιωτική ικανότητα της Ρωσίας. Μια τέτοια νίκη πιθανότατα θα κατέστρεφε τις χερσαίες δυνάμεις της Ρωσίας, αλλά η Μόσχα θα διατηρούσε ένα μεγάλο απόθεμα πυραύλων, άφθονο πυροβολικό, και τρομερά αεροπορικά και ναυτικά μέσα. Και επειδή η Ρωσία και η Ουκρανία μοιράζονται μακρά χερσαία σύνορα, η Μόσχα θα είναι σε θέση να αμφισβητήσει μια ουκρανική νίκη στα επόμενα χρόνια. Αν δοθεί αρκετός χρόνος για να επανεξοπλιστεί και να ανασυνταχθεί, ο ρωσικός στρατός θα μπορούσε τελικά να εισβάλει ξανά.

Για τον λόγο αυτό, η εδαφική νίκη θα έπρεπε να συνδυαστεί με μια συμφωνία για τον τερματισμό του πολέμου. Η δήλωση του G-7 οραματίζεται ότι η Ρωσία συναινεί στον πλήρη έλεγχο της Ουκρανίας στα διεθνώς αναγνωρισμένα σύνορά της και συμφωνεί επίσημα να μην αμφισβητήσει αυτό το νέο status quo. Ωστόσο, η σημερινή ηγεσία της Ρωσίας είναι εξαιρετικά απίθανο να συμφωνήσει με τέτοιους όρους, ειδικά εάν περιλαμβάνουν την εγκατάλειψη της Κριμαίας. Ως εκ τούτου, όπως υποστήριξε [7] ο Andriy Zagorodnyuk, πρώην υπουργός Άμυνας της Ουκρανίας, στο Foreign Affairs, το Κίεβο πιθανότατα θα χρειαζόταν μια αλλαγή καθεστώτος στη Μόσχα επιπλέον μιας νίκης στο πεδίο της μάχης για να αποφύγει την διαρκή απειλή της επανεισβολής. Και παρά τις αυξανόμενες (και κατανοητές) εκκλήσεις από το Κίεβο προς την Ουάσιγκτον και τους συμμάχους της να επιδιώξουν την ανατροπή του Πούτιν, η κυβέρνηση Μπάιντεν απέφυγε επιμελώς να ενστερνιστεί αυτό ως έναν στόχο του πολέμου.