Ο πόλεμος της Ουκρανίας θα τελειώσει με διαπραγματεύσεις | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Ο πόλεμος της Ουκρανίας θα τελειώσει με διαπραγματεύσεις

Δεν είναι τώρα η ώρα για συνομιλίες, αλλά η Αμερική πρέπει να προετοιμάσει το έδαφος
Περίληψη: 

Θέτοντας τώρα τα κρίσιμα ερωτήματα που θα πρέπει να αντιμετωπιστούν στην περίπτωση του πολέμου της Ρωσίας στην Ουκρανία, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής μπορούν να προφυλαχθούν από την ανεπιθύμητη κλιμάκωση και να εξασφαλίσουν μια πιο ισχυρή και σταθερή διευθέτηση όταν έρθει επιτέλους η ώρα.

Η EMMA ASHFORD είναι ανώτερη συνεργάτις στο Stimson Center και πρόσθετη επίκουρη καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Georgetown. Είναι η συγγραφέας του βιβλίου με τίτλο Oil, the State, and War: The Foreign Policies of Petrostates [1].

Κατά τα τέλη Αυγούστου 2022, η εστίαση της Δύσης στον πόλεμο της Ρωσίας στην Ουκρανία μειώνονταν. Οι δύο πλευρές είχαν εμπλακεί σε ένα εκτεταμένο αδιέξοδο, απελευθερώνοντας τους Δυτικούς ηγέτες από το να κάνουν δύσκολες επιλογές ή να σκέφτονται πολύ σκληρά για το μέλλον της σύγκρουσης. Τα γεγονότα από τις αρχές Σεπτεμβρίου -δραματικά κέρδη της Ουκρανίας, ακολουθούμενα από ρωσική επιστράτευση, προσαρτήσεις, πυραυλικές επιθέσεις σε περιοχές αμάχων, και πυρηνικές απειλές- έχουν γκρεμίσει αυτή την ψευδαίσθηση, ωθώντας τον πόλεμο σε μια νέα και πιο επικίνδυνη φάση.

01112022-2.jpg

Ένας Ουκρανός στρατιώτης στην Ζαπορίζια, στην Ουκρανία, τον Σεπτέμβριο του 2022. Dmytro Smolienko / Reuters
-------------------------------------------------------

Από την έναρξη του πολέμου [2], η κυβέρνηση Μπάιντεν έχει ουσιαστικά διατηρήσει μια προσέγγιση ισορροπημένης realpolitik: εξοπλίζει και χρηματοδοτεί την Ουκρανία, ωστόσο συνεχίζει να καθιστά σαφές ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν θα εμπλακούν άμεσα στην σύγκρουση. Αλλά η διοίκηση απέφυγε να μιλήσει για έναν κρίσιμο τομέα πολεμικής στρατηγικής συνολικά: πώς μπορεί να τελειώσει [ο πόλεμος]. Οι εμπειρογνώμονες και οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής οι οποίοι έχουν προτείνει ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει επίσης να υποστηρίξουν τις διπλωματικές προσπάθειες που στοχεύουν σε μια διευθέτηση μέσω διαπραγματεύσεων, αντιμετωπίζονται ως αφελείς ή οριακά προδοτικοί. Αυτά που καθοδηγούν τους φόβους της διοίκησης σχετικά με το τελικό αποτέλεσμα, λοιπόν, είναι ζητήματα ηθικής: πολλοί υποστηρίζουν ότι είναι ανήθικο να σπρώχνεις την Ουκρανία προς μια διευθέτηση.

Αλλά σχεδόν όλοι οι πόλεμοι καταλήγουν σε διαπραγματεύσεις. Η κλιμάκωση της Μόσχας [3] αυτό το φθινόπωρο εγείρει τα δίδυμα φαντάσματα ενός ευρύτερου πολέμου με το ΝΑΤΟ και της χρήσης πυρηνικών όπλων. Το παγκόσμιο οικονομικό κόστος της σύγκρουσης είναι ήδη τεράστιο και σχεδόν σίγουρα θα αυξηθεί με την έναρξη του χειμώνα [4]. Ακόμα κι αν ο τερματισμός του πολέμου μέσω διαπραγματεύσεων φαίνεται αδύνατος σήμερα, η κυβέρνηση Μπάιντεν θα πρέπει να αρχίσει να εγείρει -τόσο δημόσια όσο και στους εταίρους της- τα δύσκολα ερωτήματα που θα συνεπαγόταν μια τέτοια προσέγγιση. Πρέπει να σκεφτεί τον κατάλληλο χρόνο για να πιέσει για διαπραγματεύσεις και σε ποιο σημείο το κόστος της συνέχισης του πολέμου θα υπερβεί τα οφέλη. Επιδιώκοντας μια βιώσιμη διευθέτηση, η κυβέρνηση πρέπει επίσης να σκεφτεί πώς να κεφαλαιοποιήσει τις επιτυχίες της Ουκρανίας χωρίς να στρώσει το έδαφος για περαιτέρω σύγκρουση. Για να προετοιμαστούν για την καλύτερη συμφωνία, οι Αμερικανοί υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής πρέπει να διατηρήσουν ένα κοινό μέτωπο μεταξύ Δύσης και Ουκρανίας, να λάβουν υπόψη την ουκρανική και την ρωσική εσωτερική πολιτική και να υιοθετήσουν ευελιξία, ιδίως στο να βρουν ποιες κυρώσεις κατά της Ρωσίας μπορούν να αρθούν χωρίς να ενισχυθεί το καθεστώς του Πούτιν. Εάν η [αμερικανική] διοίκηση δεν προετοιμαστεί σύντομα, ίσως να βρει την προσεκτικά βαθμονομημένη απάντησή της στον πόλεμο να έχει κατακλυστεί από μια επικίνδυνη φαντασίωση απόλυτης νίκης.

ΟΧΙ ΕΑΝ ΑΛΛΑ ΠΩΣ

Στους οκτώ μήνες από την ρωσική εισβολή, η υποστήριξη της κυβέρνησης Μπάιντεν επέτρεψε στην Ουκρανία να ανακαταλάβει εδάφη και να προκαλέσει μεγάλες ζημιές στις ρωσικές δυνάμεις, διατηρώντας τον κίνδυνο ευρείας κλιμάκωσης σχετικά χαμηλό. Η διοίκηση απέφυγε επίσης προσεκτικά να μιλήσει για το τι θα ακολουθήσει, υποστηρίζοντας ότι εναπόκειται στους Ουκρανούς να αποφασίσουν το τι είναι προς το συμφέρον τους. Αλλά η διατήρηση αυτής της θέσης γίνεται πιο δύσκολη τώρα που ο Ρώσος πρόεδρος, Βλαντιμίρ Πούτιν [5], έχει διπλασιάσει [τις προσπάθειές του για] [6] τον πόλεμο και έχει κάνει κατάφωρες πυρηνικές απειλές κατά της Δύσης. Ο Πούτιν επέλεξε να αναλάβει σημαντικά νέα ρίσκα αντί να υποχωρήσει, υποδηλώνοντας ότι αυτός ο πόλεμος δεν θα τελειώσει με απλή ρωσική συνθηκολόγηση. Αν και αυτοί οι κίνδυνοι φαίνονται διαχειρίσιμοι προς το παρόν, μπορεί να έρθει η στιγμή που θα απαιτούνται διαπραγματεύσεις για να αποφευχθεί η καταστροφή.

Ταυτόχρονα, οι οικονομικές επιπτώσεις του πολέμου αυξάνονται ραγδαία. Στην Ουκρανία, τα δημόσια οικονομικά έχουν καταστραφεί˙ η χώρα ξεμένει από μετρητά. Όπως είπε ο οικονομικός ιστορικός Adam Tooze τον Σεπτέμβριο, «Εκτός και αν οι σύμμαχοι της Ουκρανίας εντείνουν την οικονομική τους βοήθεια, υπάρχει κάθε λόγος να φοβόμαστε τόσο μια κοινωνική όσο και μια πολιτική κρίση στο εσωτερικό μέτωπο». Η Ευρώπη, εν τω μεταξύ, έχει παγιδευτεί στην δική της θηλιά που σφίγγει, καθώς οι αυξανόμενες τιμές της ενέργειας [7] επιδεινώνουν τον πληθωρισμό και αυξάνουν την προοπτική μιας βαθιάς ύφεσης. Όλα αυτά καθιστούν την θέση της διοίκησης -ότι το Κίεβο μόνο του θα αποφασίσει πότε θα τελειώσει ο πόλεμος- ολοένα και περισσότερο αστήρικτη.

Στην πραγματικότητα, το ερώτημα δεν είναι αν χρειάζονται διαπραγματεύσεις για τον τερματισμό του πολέμου, αλλά πότε και πώς θα πρέπει να εκτυλιχθούν. Ωστόσο, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής πρέπει να αντιμετωπίσουν ένα αναπόφευκτο δίλημμα: όσο καλύτερες επιδόσεις έχουν οι ουκρανικές δυνάμεις στο πεδίο της μάχης, τόσο πιο δύσκολο είναι να συζητηθεί μια διευθέτηση μέσω διαπραγματεύσεων, παρόλο που είναι προς όφελος της Ουκρανίας να διαπραγματεύεται από θέση ισχύος. Όσο ο κίνδυνος μιας ρωσικής κλιμάκωσης [8] μεγαλώνει, τόσο αυξάνεται η προοπτική ότι οποιοσδήποτε Δυτικός ηγέτης που μιλά για τον τερματισμό του πολέμου θα εμφανιστεί ως μη ρεαλιστικός, ανήθικος, ή υποχωρητικός στον «πυρηνικό εκβιασμό». Αλλά οι εσωτερικές συζητήσεις για αποδεκτούς όρους διευθέτησης τώρα θα τοποθετούσαν καλύτερα όλα τα μέρη όταν παρουσιαστεί η ευκαιρία για μια τέτοια συμφωνία.

ΑΝΘΕΚΤΙΚΗ, ΟΧΙ ΜΑΞΙΜΑΛΙΣΤΙΚΗ