Πώς η δημοκρατία μπορεί να κερδίσει | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Πώς η δημοκρατία μπορεί να κερδίσει

Η Ευρώπη, η Αμερική και η εξημέρωση της ακροδεξιάς

Αν και η Ευρώπη του Μεσοπολέμου μνημονεύεται κυρίως για την άνοδο του φασισμού και του ναζισμού, η δημοκρατία κατά την διάρκεια εκείνης της περιόδου αμφισβητήθηκε και από την αριστερά. Μετά το 1917, η Ρωσική Επανάσταση προκάλεσε την δημιουργία επαναστατικών, εξεγερτικών, αντιδημοκρατικών κομμουνιστικών κομμάτων σε σχεδόν όλες τις ευρωπαϊκές χώρες. Στην Ιταλία, το κόμμα που αρχικά είχε τη μεγαλύτερη δύναμη, το Ιταλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα, δεν ενδιαφερόταν ιδιαίτερα για την δημοκρατία και επικροτούσε τις ατελείωτες ταραχές, απεργίες, και εξεγέρσεις που μάστιζαν την χώρα. Υιοθετώντας μια ακόμη πιο σκληρή γραμμή, ορισμένοι σοσιαλιστές αποσχίστηκαν και σχημάτισαν το 1921 το ανοιχτά επαναστατικό Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα (PCI), το οποίο σύντομα αύξησε την δική του εξεγερτική δραστηριότητα και συνέβαλε στην κατάλυση της ιταλικής δημοκρατίας. Πράγματι, στο συνέδριο του PCI το 1922, ο ηγέτης του κόμματος, Αμαντέο Μπορντίγκα, επικεντρώθηκε στην ανάγκη να καταπολεμηθεί η σοσιαλδημοκρατία και όχι ο φασισμός, παρόλο που το φασιστικό κόμμα απείχε μόλις λίγους μήνες από την ανάληψη της εξουσίας.

Ομοίως, στην Δημοκρατία της Βαϊμάρης στην Γερμανία, το Κομμουνιστικό Κόμμα (KPD) συγκέντρωνε σταθερά περίπου το 10%-15% των ψήφων και διατηρούσε μια ένοπλη πολιτοφυλακή που συμμετείχε σε καβγάδες και εξεγέρσεις στους δρόμους. Όταν η Μεγάλη Ύφεση προκάλεσε χάος στην Γερμανία στις αρχές της δεκαετίας του 1930, το ποσοστό ψήφων του KPD αυξήθηκε, όπως και η βίαιη και αντιδημοκρατική του δραστηριότητα. Πράγματι, το KPD ήταν τόσο πρόθυμο να επισπεύσει την πτώση της δημοκρατίας, ώστε ενώθηκε με τους Ναζί τον Σεπτέμβριο του 1932 σε μια ψήφο δυσπιστίας, ανατρέποντας την υπάρχουσα κυβέρνηση και προετοιμάζοντας τις εκλογές του Νοεμβρίου που θα έφερναν τον Χίτλερ στην εξουσία.

Καθοριστικό ρόλο στις εξελίξεις αυτές έπαιξε η αδυναμία της ευρωπαϊκής δημοκρατίας κατά την περίοδο εκείνη: εκτός του ότι δεν μπορούσαν να ανταποκριθούν στα αιτήματα των πολιτών τους, πολλές κυβερνήσεις δεν ήταν σε θέση να εμποδίσουν τους κομμουνιστές και άλλους εξτρεμιστές από το να συγκροτήσουν ιδιωτικές πολιτοφυλακές και να εμπλακούν σε εξωκοινοβουλευτική δραστηριότητα. Ταυτόχρονα, σε πολλές χώρες τα φιλελεύθερα κόμματα κατέρρευσαν, και οι άλλες κύριες δυνάμεις που ήταν ικανές να υπερασπιστούν τους δημοκρατικούς θεσμούς -τα σοσιαλδημοκρατικά και τα σοσιαλιστικά κόμματα- αποδείχθηκαν ανίκανες ή απρόθυμες να το πράξουν. Χωρίς κυβερνήσεις ικανές να επιβάλουν τους δημοκρατικούς κανόνες του παιχνιδιού και άλλα κόμματα ικανά να κάνουν τους εξτρεμιστές να πληρώσουν το τίμημα της αντιδημοκρατικής συμπεριφοράς, οι κομμουνιστές και οι δεξιοί ομόλογοί τους είχαν ελάχιστα κίνητρα για να μετριάσουν την συμπεριφορά τους.

ΛΙΓΟΤΕΡΟ ΛΕΝΙΝ, ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ

Όταν ξεκαθάρισαν τα πράγματα στο τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, τα κομμουνιστικά κόμματα επανεμφανίστηκαν σε πολλές χώρες της Δυτικής Ευρώπης. Σε πολλές περιπτώσεις, τα κόμματα αυτά έλαβαν ακόμη μεγαλύτερη υποστήριξη από όση είχαν πριν από τον πόλεμο, λόγω της ηρωικής πολεμικής αντίστασης των κομμουνιστών και του κύρους που απολάμβανε η Σοβιετική Ένωση για τον ρόλο της στην ήττα του Χίτλερ. Η αρχική μεταπολεμική ισχύς των κομμουνιστικών κομμάτων -σε συνδυασμό με τον καταστροφικό τους ρόλο κατά την διάρκεια του μεσοπολέμου και τους στενούς δεσμούς τους με την Σοβιετική Ένωση- οδήγησε πολλούς να τα θεωρούν απειλή για τις εύθραυστες δημοκρατίες. (Για παράδειγμα, στην περίφημη ομιλία του για το Σιδηρούν Παραπέτασμα το 1946, ο πρώην πρωθυπουργός της Βρετανίας, Ουίνστον Τσώρτσιλ, αναφέρθηκε σε αυτά τα κόμματα ως «πέμπτη φάλαγγα»). Ωστόσο κατά τις επόμενες δεκαετίες όλα τα δυτικοευρωπαϊκά κομμουνιστικά κόμματα έγιναν δραματικά πιο μετριοπαθή, εγκαταλείποντας την υποστήριξή τους στην βία, δεσμευόμενα στην δημοκρατία, και αποστασιοποιούμενα από την Σοβιετική Ένωση.

Πάρτε το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα (PCF) [σαν παράδειγμα]. Ξεκίνησε τη μεταπολεμική του σταδιοδρομία ως ένα ιδιαίτερα άκαμπτο και Σοβιετοκεντρικό κόμμα, όπως ήταν και κατά την διάρκεια του μεσοπολέμου. Στις πρώτες μεταπολεμικές εκλογές της Γαλλίας έλαβε το 26% των ψήφων, με αποτέλεσμα να του ζητηθεί να συμμετάσχει στην κυβέρνηση. Ωστόσο, μέχρι το 1947 είχε εκδιωχθεί από την εξουσία λόγω των ακραίων και ανυποχώρητων θέσεών του. Το κόμμα αρχικά αντέδρασε στην εκδίωξή του επιστρέφοντας στον ριζοσπαστισμό, διακηρύσσοντας την προσήλωσή του στην επανάσταση, και διατυμπανίζοντας τους ισχυρούς δεσμούς του με την Σοβιετική Ένωση. Όμως, καθώς το περιβάλλον που αντιμετώπιζε το PCF άλλαξε, άλλαξε και το κόμμα. Η ισχυρή μεταπολεμική οικονομική ανάπτυξη και ο σχηματισμός της Πέμπτης Δημοκρατίας το 1958 σταθεροποίησαν την γαλλική δημοκρατία, μειώνοντας την εκλογική βάση για τον ριζοσπαστισμό και την επανάσταση. Το 1969 εμφανίστηκε ένα νέο (δημοκρατικό) σοσιαλιστικό κόμμα, το Parti Socialiste (PS), το οποίο γρήγορα συγκέντρωσε σημαντική υποστήριξη. Ως αποτέλεσμα, οι κομμουνιστές συμφώνησαν να ενωθούν με το PS και τους αριστερούς Ριζοσπάστες, ένα κεντροαριστερό σοσιαλφιλελεύθερο κόμμα, σε μια εκλογική συμμαχία, εγκαταλείποντας ένα πλήθος κομμουνιστικών συμβόλων και αρχών, συμπεριλαμβανομένων των διακριτικών με το σφυροδρέπανο και την έννοια της δικτατορίας του προλεταριάτου. Το PCF υιοθέτησε επίσης μια πιο επικριτική στάση απέναντι στην Σοβιετική Ένωση. Στο συνέδριό του το 1976, το κόμμα πρότεινε την ιδέα του «σοσιαλισμού με γαλλικά χρώματα», αντανακλώντας την δέσμευσή του στην Γαλλία, σε αντιδιαστολή με τη Μόσχα, καθώς και την πλήρη αποδοχή της δημοκρατίας. Οι μέρες του ως μια αντιδημοκρατική επαναστατική δύναμη είχαν φθάσει στο τέλος τους.