Τρομερές αλλά όχι ανίκητες | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Τρομερές αλλά όχι ανίκητες

Γιατί οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν πρέπει να αντιδράσουν υπερβολικά στην Κίνα και την Ρωσία

Μόλις 30 χρόνια μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και 50 χρόνια μετά το άνοιγμα των ΗΠΑ προς την Κίνα, οι δύο βασικοί αμφισβητίες των Ηνωμένων Πολιτειών φαίνεται να προελαύνουν και να υπαγορεύουν τις αποφάσεις της εξωτερικής πολιτικής της Ουάσινγκτον. Η Ρωσία διέψευσε τις προσδοκίες πολλών παρατηρητών εισβάλλοντας στην Ουκρανία, και δεν δείχνει κανένα σημάδι υποχώρησης εννέα μήνες μετά την έναρξη της βίαιης εκστρατείας της. Εν τω μεταξύ, μετά την επίσκεψη στην Ταϊβάν της προέδρου της Βουλής των Αντιπροσώπων των ΗΠΑ, Νάνσι Πελόσι, τον Αύγουστο, η Κίνα εκτόξευσε μια σειρά συμβατικών βαλλιστικών πυραύλων μικρού βεληνεκούς -συμπεριλαμβάνοντας, για πρώτη φορά, [την περιοχή] πάνω από την Ταϊβάν- διέκοψε τον στρατιωτικό διάλογο με τις Ηνωμένες Πολιτείες, και δήλωσε ότι θα διεξάγει τακτικές περιπολίες γύρω από την Ταϊβάν, αυξάνοντας την ανησυχία ότι το Πεκίνο μπορεί σύντομα να κινηθεί εναντίον της Ταϊπέι.

25112022-1.jpg

Ο Ρώσος πρόεδρος, Βλαντιμίρ Πούτιν, με τον Κινέζο πρόεδρο, Σι Τζινπίνγκ, στην Σαμαρκάνδη, στο Ουζμπεκιστάν, τον Σεπτέμβριο του 2022. Sergey Bobylev / Sputnik / Reuters
--------------------------------------------------------

Πέρα από την πιεστική ανησυχία ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα μπορούσαν να βρεθούν σε ταυτόχρονο πόλεμο με δύο πυρηνικές δυνάμεις, οι Αμερικανοί αξιωματούχοι έχουν έναν ευρύτερο φόβο: ότι η παγκόσμια ισορροπία δυνάμεων θα μπορούσε να βρεθεί σε ένα ανησυχητικό σημείο καμπής. Στην στρατηγική εθνικής ασφάλειας [2] που δημοσίευσε τον περασμένο μήνα, η κυβέρνηση Μπάιντεν προειδοποιεί ότι «οι όροι του γεωπολιτικού ανταγωνισμού μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων θα καθοριστούν» κατά την επόμενη δεκαετία. Η διοίκηση ανησυχεί περισσότερο για «δυνάμεις που επιστρώνουν την αυταρχική διακυβέρνηση με μια αναθεωρητική εξωτερική πολιτική», ιδίως την Ρωσία και την Κίνα.

Μέσα σε αυτό το δυσοίωνο γεωπολιτικό σκηνικό, ίσως να φαίνεται παράλογο να τολμήσει κανείς να πει ότι η Ουάσιγκτον έχει την ευκαιρία να σταθεροποιήσει τις μακροπρόθεσμες προοπτικές της. Το κλειδί για την αξιοποίηση αυτής της ευκαιρίας βρίσκεται σε ένα αντιφατικό συμπέρασμα: αν και η Μόσχα και το Πεκίνο είναι τρομεροί διεκδικητές, είναι όλο και περισσότερο αυτοπεριοριζόμενοι. Με την επιθετικότητά της κατά της Ουκρανίας, η Ρωσία υπονόμευσε τις οικονομικές της προοπτικές, εξάντλησε τα στρατιωτικά της περιουσιακά στοιχεία, και ενίσχυσε το διατλαντικό σχέδιο. Η κινεζική κυβέρνηση, εν τω μεταξύ, αυξάνει τον έλεγχό της στον ιδιωτικό τομέα, προκαλεί αντισταθμιστικές κινήσεις στην Ασία, και επιφέρει μεγαλύτερο διπλωματικό συντονισμό στην Δύση. Αν το αρχικό λάθος των Ηνωμένων Πολιτειών μετά τον Ψυχρό Πόλεμο ήταν να μην αντιδράσουν επαρκώς στην Ρωσία και την Κίνα, τώρα πρέπει να αποφύγουν το αντίθετο λάθος.

ΑΥΤΟΠΡΟΚΑΛΟΥΜΕΝΗ ΖΗΜΙΑ

Η Ρωσία έχει προσφέρει έναν βάρβαρο σωφρονισμό στους παρατηρητές που κάποτε την απέρριπταν ή ακόμη και σήμερα την απορρίπτουν. Η εισβολή της στην Ουκρανία έχει αποσταθεροποιήσει τις αγορές ενέργειας, έχει επιδεινώσει την επισιτιστική ανασφάλεια, και έχει θέσει σε κίνδυνο την ήδη εύθραυστη παγκόσμια οικονομική ανάκαμψη από την πανδημία COVID-19. Όσο πιο έντονες γίνονται αυτές οι συνέπειες, τόσο πιο δύσκολο θα είναι να διατηρηθεί μια ενιαία απάντηση στην επιθετικότητα της Μόσχας. Αν και οι σχέσεις της Ρωσίας με την Δύση θα παραμείνουν ανεπανόρθωτες όσο ο Βλαντιμίρ Πούτιν είναι πρόεδρος, η Μόσχα δεν έχει παραπεμφθεί σε καθεστώς παρία. Αντιθέτως, οι περισσότερες χώρες -συμπεριλαμβανομένων των οικονομικών ατμομηχανών [όπως] Κίνα, Ινδία, και Βραζιλία- έχουν αρνηθεί να της επιβάλουν κυρώσεις για την εισβολή της, και η αξία των ρωσικών εξαγωγών έχει στην πραγματικότητα αυξηθεί από την έναρξη του πολέμου. Η αυξανόμενη συνεργασία της Ρωσίας με την Σαουδική Αραβία αποδεικνύει περαιτέρω ότι η απομόνωση από την Δύση δεν σημαίνει παγκόσμιο εξοστρακισμό.

Όμως, με το να επιβεβαιώνει ότι είναι μια ανθεκτική δύναμη που μπορεί να προκαλέσει παγκόσμια αναταραχή, η Ρωσία υπονομεύει τον εαυτό της οικονομικά, στρατιωτικά, και διπλωματικά. Ενώ η Ρωσία έχει καταφέρει να αμβλύνει την επίδραση των κυρώσεων επιβάλλοντας αυστηρούς κεφαλαιακούς ελέγχους (capital controls) και εκμεταλλευόμενη τις υψηλές τιμές της ενέργειας, ο Pierre-Olivier Gourinchas, επικεφαλής οικονομολόγος του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, σημείωσε [3] τον Ιούλιο ότι ο αντίκτυπος των κυρώσεων θα βαθαίνει με την πάροδο του χρόνου, περιορίζοντας σταθερά την πρόσβαση της Ρωσίας σε κεφάλαια και τεχνολογία. Και με το να αναγκάσει την Ευρώπη να βρει εναλλακτικές λύσεις για το ρωσικό πετρέλαιο και φυσικό αέριο υπό ένα επιταχυνόμενο χρονοδιάγραμμα, η Μόσχα έχει αποδυναμώσει δραματικά την ενεργειακή της επιρροή μακροπρόθεσμα. Η ήπειρος προετοιμάζεται για δύσκολους χειμώνες φέτος και του χρόνου, αλλά οι πόνοι προσαρμογής της Ευρώπης δεν θα εκτροχιάσουν την ενεργειακή της διαφοροποίηση.

Η Ρωσία θα δυσκολευτεί επίσης να ανασυγκροτήσει την στρατιωτική της ισχύ. Η διαταγή του Πούτιν τον Σεπτέμβριο να επιστρατεύσει τους Ρώσους στρατεύσιμους δείχνει πόσο σημαντικές ήταν οι απώλειες σε προσωπικό και υλικό και πόσο αισθητά έχει μετατοπιστεί η δυναμική στο πεδίο της μάχης υπέρ της Ουκρανίας. Εκτός από την χρήση παλιού εξοπλισμού για να στηρίξει την εκστρατεία της, η Ρωσία στρέφεται προς την Συρία και το Ιράν για στρατιωτική βοήθεια. Το Royal United Services Institute, ένα think tank με έδρα το Λονδίνο που επικεντρώνεται στην ασφάλεια, διαπίστωσε [4] ότι 27 από τα στρατιωτικά συστήματα-κλειδιά της Ρωσίας βασίζονται σε μεγάλο βαθμό σε περίπου 450 μικροηλεκτρονικά εξαρτήματα που κατασκευάζονται στις Ηνωμένες Πολιτείες, την Ευρώπη, και την Ασία. Η διατήρηση αυτών των συστημάτων και της αμυντικής βιομηχανικής βάσης που τα στηρίζει θα γίνεται όλο και πιο δύσκολη και δαπανηρή καθώς οι κυρώσεις περιορίζουν σταθερά την ικανότητα της Μόσχας να προμηθεύεται ημιαγωγούς.

Το δυσκολότερο έργο της Ρωσίας, ωστόσο, θα είναι να αποκαταστήσει την διπλωματική ζημιά που έχει υποστεί. Το ΝΑΤΟ είναι έτοιμο να δεχτεί την Φινλανδία και την Σουηδία, η ΕΕ έχει χορηγήσει καθεστώς υποψηφιότητας για ένταξη στην Ουκρανία και τη Μολδαβία, και ακόμη και χώρες της Κεντρικής Ασίας που η Ρωσία θεωρεί ότι ανήκουν στην σφαίρα επιρροής της αναθεωρούν τους προσανατολισμούς τους. Πιο μακριά, η Ιαπωνία και η Νότια Κορέα έχουν επιβάλει κυρώσεις κατά της Ρωσίας, και η Ινδία έχει εντείνει τις προσπάθειές της να βρει υποκατάστατα της ρωσικής ενέργειας και των ρωσικών όπλων. Ακόμα και η Κίνα, ο υποτιθέμενος «χωρίς όρια» εταίρος της Ρωσίας, ίσως να προσβλέπει να τροποποιήσει την σχέση της. Ο Κινέζος πρόεδρος, Σι Τζινπίνγκ, άφησε να εννοηθεί αυτό το ενδεχόμενο στην σύνοδο κορυφής του Οργανισμού Συνεργασίας της Σαγκάης τον Σεπτέμβριο, όταν ενημέρωσε τον Πούτιν για τις «ερωτήσεις και τις ανησυχίες» του σχετικά με τον πόλεμο της Ρωσίας.

Πιο κοντά στην πατρίδα, η Κίνα υπονομεύει την στρατιωτική υπεροχή των Ηνωμένων Πολιτειών στην Ασία και αυξάνει την κεντρική της θέση στην παγκόσμια οικονομία (το ΑΕΠ της προβλέπεται [5] να είναι περίπου στο 87% συγκρινόμενο με των Ηνωμένων Πολιτειών το 2027). Χρησιμοποιεί επίσης την γεωοικονομική πολιτική στρατηγική και την τεχνολογική καινοτομία για να ενισχύσει την παγκόσμια επιρροή της. Αντιμετωπίζει, ωστόσο, και αυτή σοβαρές οικονομικές, στρατιωτικές, και διπλωματικές προκλήσεις.

Μια κακή δημογραφική πορεία, ένα οικονομικό μοντέλο που αντιμετωπίζει φθίνουσες αποδόσεις, και μια εμμονή στην εδραίωση της εξουσίας του Κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος εμποδίζουν τις προοπτικές της Κίνας να διατηρήσει ισχυρή ανάπτυξη. Και οι εξωτερικοί αντίθετοι άνεμοι θα μπορούσαν να ενισχύσουν τους εσωτερικούς. Τα οικονομικά προβλήματα της Πρωτοβουλίας Belt and Road αυξάνονται καθώς η πανδημία και η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία καθιστούν ακόμη πιο δύσκολο για πολλές χώρες-αποδέκτες να αποπληρώσουν τα δάνεια που έχουν λάβει από κινεζικά ιδρύματα για την χρηματοδότηση έργων υποδομής. Καθώς επαναδιαπραγματεύεται μια αυξανόμενη αξία υπερπόντιων δανείων -52 δισεκατομμύρια δολάρια το 2020 και το 2021, από 16 δισεκατομμύρια δολάρια το 2018 και το 2019- η Κίνα έχει επίσης προσφέρει «δάνεια διάσωσης» σε χώρες όπως η Αργεντινή, η Αίγυπτος, η Νιγηρία, η Σρι Λάνκα, και η Τουρκία για να τις βοηθήσει να αποφύγουν κρίσεις ισοζυγίου πληρωμών.

Καθώς η Κίνα επιζητεί να σταθεροποιήσει την οικονομία της, πρέπει επίσης να αντιμετωπίσει ένα πιο δύσκολο τοπίο στον τομέα της ασφάλειας. Οι ηγέτες της Αυστραλίας, της Ινδίας, της Ιαπωνίας, και των Ηνωμένων Πολιτειών -τα μέλη του τετραμερούς διαλόγου για την ασφάλεια, γνωστού ως Quad- έχουν συνεδριάσει ήδη τέσσερις φορές, πρώτα τον Μάρτιο του 2021 και πιο πρόσφατα τον Μάιο του τρέχοντος έτους. Η Καμπέρα έχει ξεκινήσει μια σημαντική αναθεώρηση της αμυντικής της στάσης με την ελπίδα να ενισχύσει τις ικανότητες κρούσης μεγάλου βεληνεκούς και να εκσυγχρονίσει το ναυτικό της. Η Ουάσινγκτον και το Νέο Δελχί δεσμεύτηκαν να ενισχύσουν την διαλειτουργικότητά τους «σε όλους τους τομείς πιθανών συγκρούσεων», υπέγραψαν συμφωνία για την διευκόλυνση της συνεργασίας στο διάστημα, και δεσμεύτηκαν για νέες συνομιλίες σχετικά με την τεχνητή νοημοσύνη. Και εν μέρει λόγω της κοινής ανησυχίας για την εμβάθυνση των δεσμών της Κίνας με την Ρωσία, το Τόκιο και η Σεούλ προχωρούν σταδιακά στην οικοδόμηση αμοιβαίας εμπιστοσύνης. Τέλος, και αυτό είναι κρίσιμο, οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Αυστραλία, η Ινδία, η Ιαπωνία, και η Νότια Κορέα αυξάνουν σημαντικά τις αμυντικές τους δαπάνες.

Όπως η Ρωσία, έτσι και η Κίνα θα διαπιστώσει ότι η μεγαλύτερη πρόκληση είναι η διπλωματική. Η Ουάσινγκτον είναι πεπεισμένη ότι το Πεκίνο επιδιώκει να γίνει η κυρίαρχη δύναμη στον κόσμο και η διακομματική υποστήριξη για την ενίσχυση των δεσμών μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ταϊβάν αυξάνεται. Η ΕΕ προσαρμόζει σταθερά την στάση της απέναντι στην Κίνα, όπως φάνηκε με την απόφασή της να αναστείλει την επικύρωση της Συνολικής Συμφωνίας για τις Επενδύσεις (Comprehensive Agreement on Investment), μια συμφωνία που ετοιμαζόταν εδώ και επτά χρόνια και είχε ως στόχο να βελτιώσει τόσο την πρόσβαση των Ευρωπαίων επενδυτών όσο και τη μεταχείριση των ευρωπαϊκών εταιρειών στην τεράστια καταναλωτική αγορά της Κίνας. Η αποτυχία της Κίνας να καταδικάσει την ρωσική επιθετικότητα στην Ουκρανία έχει απλώς εντείνει την ανησυχία της Ευρώπης -καθώς και του ΝΑΤΟ, το οποίο προειδοποιεί στη νέα στρατηγική του αντίληψη [6] ότι οι «δηλωμένες φιλοδοξίες και οι καταναγκαστικές πολιτικές της Κίνας αμφισβητούν τα συμφέροντα, την ασφάλεια, και τις αξίες μας». Και η Quad προχωρά με σαφή δυναμική, έχοντας εντείνει τις προσπάθειες για την άρθρωση προτύπων σε κρίσιμους τεχνολογικούς τομείς, όπως η τεχνητή νοημοσύνη και η κβαντική πληροφορική, έχοντας δρομολογήσει την συνεργασία Ινδο-Ειρηνικού για την Επίγνωση στον Θαλάσσιο Τομέα (Maritime Domain Awareness), και έχοντας ανακοινώσει ένα Πακέτο Προσαρμογής και Μετριασμού της Κλιματικής Αλλαγής (Climate Change Adaptation and Mitigation Package).

Το Πεκίνο είναι πολύ πιο ικανό να αντισταθμίσει την εξωτερική πίεση από όσο η Μόσχα, με το να εμβαθύνει τις σχέσεις του σε όλο τον αναπτυσσόμενο κόσμο. Ακόμα κι έτσι, έχει αποξενώσει άσκοπα τις προηγμένες βιομηχανικές δημοκρατίες, θέτοντας υπό αμφισβήτηση την πολυδιαφημισμένη στρατηγική του οξύνοια.

Ο ΚΙΝΔΥΝΟΣ ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΝΤΙΔΡΑΣΗΣ

Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν πρέπει να εφησυχάσουν ως απάντηση στα ανταγωνιστικά λάθη της Ρωσίας και της Κίνας, αλλά πρέπει τώρα να προσέξουν να μην αντιδράσουν υπερβολικά και να μην αμφισβητήσουν παντοιοτρόπως τις δύο αυτές χώρες. Με μια πρώτη ματιά, η πρόσφατη ιστορία φαίνεται να παρέχει μια προφανή απάντηση σε μια τέτοια προσεκτική προσέγγιση: οι Ηνωμένες Πολιτείες διεξήγαγαν και κέρδισαν έναν παγκόσμιο αγώνα κατά της Σοβιετικής Ένωσης που διήρκεσε σχεδόν μισό αιώνα. Καθώς προχωρούσε ο Ψυχρός Πόλεμος, ψυχολογικοί παράγοντες αντικατέστησαν όλο και περισσότερο τις υλικές πραγματικότητες στην καθοδήγηση της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ: φοβούμενη ότι οποιαδήποτε σοβιετική επέλαση που θα έμενε αναπάντητη θα μπορούσε να προμηνύει μια συστηματική διάβρωση της ανταγωνιστικής θέσης των Ηνωμένων Πολιτειών, η Ουάσινγκτον αμφισβήτησε τη Μόσχα σε χώρες τόσο ανόμοιες όσο η Αγκόλα, ο Λίβανος, και η Νικαράγουα. Αλλά οι Ηνωμένες Πολιτείες αντιμετώπιζαν έναν οικονομικά υποδεέστερο ανταγωνιστή κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου: η οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης ήταν πάντα λιγότερη από το μισό του μεγέθους της δικής τους.

Σήμερα, αντίθετα, ενώ οι Ηνωμένες Πολιτείες παραμένουν η πρώτη δύναμη στον κόσμο, βρίσκονται σε σχετική παρακμή. Το μερίδιό τους στο παγκόσμιο ΑΕΠ μειώθηκε από περίπου 30% το 2000 σε λίγο κάτω από 25% το 2020. Επιπλέον, το μερίδιό τους στις παγκόσμιες εξαγωγές αγαθών μειώθηκε από περίπου 12% σε λίγο πάνω από 8% κατά την διάρκεια αυτής της περιόδου. Και το μερίδιο των παγκόσμιων συναλλαγματικών αποθεμάτων που εκφράζονται σε δολάρια των ΗΠΑ μειώθηκε [7] στο χαμηλότερο επίπεδο του τελευταίου τετάρτου του αιώνα το 2020. Εν τω μεταξύ, η οικονομία της Κίνας είναι ήδη περίπου στα τρία τέταρτα του μεγέθους εκείνης των Ηνωμένων Πολιτειών, οι εξαγωγές της έφθασαν στο υψηλό ρεκόρ των 3,36 τρισεκατομμυρίων δολαρίων πέρυσι, και τα διαθέσιμα στοιχεία δείχνουν [8] ότι η ρητορική γύρω από την αποσύνδεση της Κίνας από την παγκόσμια οικονομία υπερβαίνει την πραγματικότητα. Κατά συνέπεια, το σημερινό γεωπολιτικό περιβάλλον θα ήταν λιγότερο επιεικές για την απειθαρχία που επέδειξε κάποτε η Ουάσινγκτον. Αν και η Ρωσία και η Κίνα είναι διαχειρίσιμες λόγω του ότι αυτοπεριορίζονται, έχουν συλλογικά άφθονη ικανότητα να προκαλούν τις Ηνωμένες Πολιτείες και να τις εγκλωβίζουν σε μια αντιδραστική και αυτοκαταστροφική εξωτερική πολιτική.

Υπάρχουν και άλλοι λόγοι για τους οποίους οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να διαλέξουν τον επιλεκτικό ανταγωνισμό έναντι του καθολικού αγώνα. Δεν είναι κάθε απόφαση που παίρνει η Ρωσία ή η Κίνα εγγενώς εχθρική προς τα ζωτικά εθνικά συμφέροντα των ΗΠΑ -ή που λαμβάνεται απαραίτητα με τις Ηνωμένες Πολιτείες στο μυαλό. Παρά τα αφηγήματα που εξακολουθούν να διαπνέουν μεγάλο μέρος των αμερικανικών σχολίων -που παρουσιάζουν την Ρωσία ως τον ύπουλο και πανταχού παρόντα καιροσκόπο και την Κίνα ως τον υπομονετικό και διορατικό στρατηγιστή- καμία από τις δύο δεν έχει ανοσία στην ύβρη και την υπερβολή. Και παρόλο που μια αμείλικτα στενή συμμαχία Κίνας-Ρωσίας ίσως να μοιάζει με τετελεσμένο γεγονός, η αμερικανική εξωτερική πολιτική θα πρέπει να λάβει υπόψιν την πιθανότητα ότι θα μπορούσαν τελικά να προκύψουν εντάσεις μεταξύ των δύο χωρών. Επιπλέον, οι προσπάθειες της Ουάσινγκτον για την διαχείριση των διακρατικών προκλήσεων, όπως η κλιματική αλλαγή και οι μελλοντικές πανδημίες, θα είναι περιορισμένες εάν οι Ηνωμένες Πολιτείες παρακάμψουν την Ρωσία και την Κίνα και εμπλακούν αποκλειστικά με ομοϊδεάτισσες χώρες.

Τέλος, πέρα από το γεγονός ότι δεν θα επιτύχει μεγάλη απήχηση στον αναπτυσσόμενο κόσμο, μια εξωτερική πολιτική που θα οργανωθεί πολύ σφιχτά γύρω από την αμφισβήτηση της Ρωσίας και της Κίνας θα προκαλέσει σημαντική ανησυχία ακόμη και μεταξύ των συμμάχων και των εταίρων των ΗΠΑ, λίγοι από τους οποίους θα έβλεπαν με καλό μάτι την χρήση τους ως όργανα ενός νέου Ψυχρού Πολέμου -ένα αποτέλεσμα, όπως έχει τονίσει συχνά και σωστά ο πρόεδρος Τζο Μπάιντεν, που δεν είναι απαραίτητο να είναι αναπόφευκτο. Ίσως η πιο κρίσιμη παρατήρηση στην στρατηγική εθνικής ασφάλειας της κυβέρνησης αντικατοπτρίζει αυτήν την εκτίμηση: «Θα αποφύγουμε τον πειρασμό να δούμε τον κόσμο αποκλειστικά μέσα από το πρίσμα του στρατηγικού ανταγωνισμού και θα συνεχίσουμε να εμπλέκουμε τις χώρες με τους δικούς τους όρους».

ΜΙΑ ΠΕΙΘΑΡΧΗΜΕΝΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ

Η διατήρηση της ανταγωνιστικής ψυχραιμίας είναι δύσκολη για κάθε δύναμη, αλλά είναι πιο δύσκολη για την μοναδική υπερδύναμη του κόσμου -ειδικά επειδή οι κύριοι αμφισβητίες των Ηνωμένων Πολιτειών ανταγωνίζονται το όραμα της διεθνούς τάξης που πολλοί Αμερικανοί αξιωματούχοι και μελετητές θεωρούσαν ως ότι θριάμβευσε μόλις τρεις δεκαετίες νωρίτερα. Η δημοφιλία που έχει αποκτήσει ο «ανταγωνισμός των μεγάλων δυνάμεων» στην κοινότητα χάραξης πολιτικής των ΗΠΑ αντανακλά αυτό το άγχος.

Παραδόξως, ωστόσο, η ευρεία απήχηση αυτού του πλαισίου -που υπερβαίνει σε μεγάλο βαθμό τις ιδεολογικές διαιρέσεις- αντανακλά επίσης μια αίσθηση γραφειοκρατικής άνεσης. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1930 έως τα τέλη της δεκαετίας του 1980, οι Ηνωμένες Πολιτείες προσδιόρισαν σε μεγάλο βαθμό την εξωτερική τους πολιτική γύρω από τρεις εξωτερικούς διεκδικητές: την αυτοκρατορική Ιαπωνία, τη ναζιστική Γερμανία, και την Σοβιετική Ένωση. Το τέλος του Ψυχρού Πολέμου αποδείχθηκε μια πύρρειος νίκη για την Ουάσινγκτον, καθώς η ύπαρξη της σοβιετικής απειλής είχε συμβάλει στον καθορισμό του ρόλου της στον κόσμο για σχεδόν 50 χρόνια. Για περίπου ένα τέταρτο του αιώνα που ακολούθησε, οι Ηνωμένες Πολιτείες αγωνίστηκαν να καταλήξουν σε μια δομή για να αγκυροβολήσουν, πειραματιζόμενες ποικιλοτρόπως με την «εμπλοκή και την διεύρυνση», τον «παγκόσμιο πόλεμο κατά της τρομοκρατίας», και την «στροφή προς την Ασία». Μια ρεβανσιστική Μόσχα και ένα αναγεννημένο Πεκίνο φαίνεται ότι θα επέτρεπαν στην Ουάσινγκτον να επιστρέψει σε ένα οικείο εγχειρίδιο, αποκαθιστώντας την σαφήνεια της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής και ίσως ακόμη και καλλιεργώντας μεγαλύτερη συνοχή μεταξύ ενός διχασμένου αμερικανικού κοινού.

Αλλά αυτές οι ελπίδες είναι αμφισβητήσιμες. Η Ιαπωνία και η Γερμανία ηττήθηκαν στρατιωτικά κατά την διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Σήμερα, ωστόσο, ενόψει της πιθανότητας ο πόλεμος των μεγάλων δυνάμεων με την Ρωσία ή την Κίνα να κλιμακωθεί σε πυρηνικό επίπεδο, οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν ζωτικό εθνικό συμφέρον να αποφύγουν μια τέτοια αντιπαράθεση. Και παρόλο που η Μόσχα και το Πεκίνο αντιμετωπίζουν αμφότερες πολυάριθμες κοινωνικοοικονομικές προκλήσεις, καμία από τις δύο δεν φαίνεται έτοιμη για μια κατάρρευση σοβιετικού τύπου. Επιπλέον, ενώ ακόμη και η περιορισμένη συνεργασία μεγάλων δυνάμεων μπορεί να φαίνεται προς το παρόν αδιανόητη, οι διακρατικές προκλήσεις θα συνεχίσουν να εμπλέκουν την κοινωνία και την οικονομία των Ηνωμένων Πολιτειών με εκείνες της Ρωσίας και της Κίνας -ανεξάρτητα από το πόσο σθεναρά η Ουάσινγκτον και οι ανταγωνιστές της προσπαθούν να αποσυνδεθούν η μεν από τους δε. Τέλος, αν και το άγχος του ανταγωνισμού μπορεί να προωθήσει την εσωτερική ανανέωση, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν θα πρέπει ούτε να το χρησιμοποιούν ως δεκανίκι ούτε να υποθέτουν ότι ο ανταγωνισμός των μεγάλων δυνάμεων θα χαλαρώσει την πολιτική πόλωση στο εσωτερικό τους.

Με άλλα λόγια, οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να εξετάσουν όχι πώς μπορούν να επιτύχουν έναν επίπλαστο θρίαμβο επί των ανταγωνιστών τους, αλλά πώς μπορούν να διατηρήσουν μια δυσάρεστη συμβίωση μαζί τους. Το γεγονός ότι δεν υπάρχει έτοιμο σχέδιο για την πλοήγηση σε αυτήν την αμφισημία σημαίνει ότι, ακόμη και αν συνεχίζει να αντλεί καθοδήγηση από την ιστορία της, η Ουάσινγκτον θα πρέπει να αναπτύξει ένα ουσιαστικά νέο σχέδιο.

Η διαχείριση των τριβών μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων θα παραμείνει βασικό στοιχείο της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ, επειδή το διακύβευμα της αποφυγής ένοπλων συγκρούσεων με την Ρωσία και την Κίνα είναι τόσο υψηλό. Πέρα από την λήψη μέτρων τα οποία υπηρετούν αυτήν την επιταγή, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να συνεχίσουν να εργάζονται με τους συμμάχους και τους εταίρους τους για να ενισχύσουν την δημοκρατική ανθεκτικότητα έναντι των διαταραχών της εφοδιαστικής αλυσίδας και του οικονομικού καταναγκασμού, να διαμορφώσουν τεχνολογικά πρότυπα επόμενης γενιάς, να στηρίξουν την οικονομική ανάπτυξη του παγκόσμιου Νότου, και να οικοδομήσουν νέους συνασπισμούς για την αντιμετώπιση των διακρατικών προκλήσεων, συνεργαζόμενες με την Ρωσία και την Κίνα, όπου αυτό είναι δυνατόν.

Ωστόσο, ακόμη και αν υιοθετούν τον επιλεκτικό ανταγωνισμό, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν θα πρέπει να υιοθετήσουν τον ανταγωνισμό των μεγάλων δυνάμεων ως πλαίσιο εξωτερικής πολιτικής. Αν το έκαναν αυτό, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα κινδύνευαν να εμπλακούν σε έναν παγκόσμιο αγώνα με την Ρωσία και την Κίνα που θα υπονόμευε την γεωπολιτική τους θέση. Αν ακολουθούσαν αυτόν τον δρόμο, θα ανάγκαζαν επίσης τις δύο αυτές χώρες να έρθουν ακόμη πιο κοντά απ' ό,τι θα έκαναν διαφορετικά και θα περιόριζαν την ικανότητα των Ηνωμένων Πολιτειών να κάνουν διπλωματικές παρεμβάσεις σε περιοχές όπως η Λατινική Αμερική, η Νοτιοανατολική Ασία, και η υποσαχάρια Αφρική. Η Ουάσινγκτον θα πρέπει αντ' αυτού να κάνει μια αποφασιστική ρήξη με την αδράνεια που για περίπου οκτώ δεκαετίες έχει συνδέσει την εξωτερική της πολιτική με τις ενέργειες -και κατά καιρούς με την αναζήτηση- εξωτερικών ανταγωνιστών. Θα πρέπει να δώσει κύρια προτεραιότητα στην ανανέωση των μοναδικών ανταγωνιστικών πλεονεκτημάτων της, αποδεικνύοντας εκ νέου ότι έχει διαρκή ικανότητα να ενισχύει τα κοινωνικοοικονομικά της θεμέλια στο εσωτερικό και να κινητοποιεί συλλογική δράση στο εξωτερικό για να αντιμετωπίσει όλο το φάσμα των πλανητικών προκλήσεων.

Η Μόσχα και το Πεκίνο είναι τρομεροί διεκδικητές. Τα καλά νέα είναι ότι τα λάθη τους δίνουν στην Ουάσινγκτον την ευκαιρία να ακολουθήσει μια εξωτερική πολιτική που θα έχει τις ρίζες της λιγότερο στο να απαντά σε κάθε τους ελιγμό παρά στο να διαρθρώνει τις δικές της φιλοδοξίες.

Σύνδεσμοι:
[1] https://www.amazon.com/Americas-Great-Power-Opportunity-Competition-Revi...
[2] https://www.whitehouse.gov/wp-content/uploads/2022/10/Biden-Harris-Admin...
[3] https://www.france24.com/en/live-news/20220726-russia-doing-better-than-...
[4] https://rusi.org/explore-our-research/publications/special-resources/sil...
[5] https://www.imf.org/external/datamapper/NGDPD@WEO/CHN/USA
[6] https://www.nato.int/nato_static_fl2014/assets/pdf/2022/6/pdf/290622-str...
[7] https://www.imf.org/en/Blogs/Articles/2021/05/05/blog-us-dollar-share-of...
[8] https://www.scmp.com/comment/opinion/article/3162330/china-decoupling-gl...

Copyright © 2022 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Στα αγγλικά: https://www.foreignaffairs.com/united-states/formidable-not-invincible

Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στην διεύθυνση www.twitter.com/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στην διεύθυνση www.facebook.com/ForeignAffairs.gr και στο linkedin στην διεύθυνση https://www.linkedin.com/company/foreign-affairs-the-hellenic-edition