Το παρελθόν στοιχειώνει ακόμα την Ιαπωνία και τη Νότια Κορέα | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Το παρελθόν στοιχειώνει ακόμα την Ιαπωνία και τη Νότια Κορέα

Αντιμετωπίζοντας μια κληρονομιά αναγκαστικής -και αποτυχημένης- συμφιλίωσης

Δεν ήταν παρά το 1965 που οριστικοποιήθηκαν οι όροι μιας συνθήκης ομαλοποίησης [των σχέσεων] υπό τον συντηρητικό Νοτιοκορεάτη δικτάτορα Park Chung-hee. Ο Παρκ επεδίωξε την συμφιλίωση με την Ιαπωνία ως ανάχωμα κατά του διεθνούς κομμουνισμού και ως καταλύτη για τον οικονομικό εκσυγχρονισμό, αλλά το μεγαλύτερο μέρος του νοτιοκορεατικού κοινού είδε τις διπλωματικές προσπάθειες της κυβέρνησής του ως κάτι περισσότερο από συμπαιγνία με την Ιαπωνία -και από το ίδιο τμήμα της αυταρχικής άρχουσας τάξης που είχε ωφεληθεί περισσότερο από την συνεργασία με την Ιαπωνία κατά την περίοδο της αποικιοκρατίας. Υπολογίζεται ότι 3,5 εκατομμύρια Νοτιοκορεάτες διαδήλωσαν κατά της συμφωνίας, ξεχύθηκαν στους δρόμους και φώναζαν: «Σταματήστε την ταπεινωτική διπλωματία». Σε πολλές περιπτώσεις, ο Παρκ κατέστειλε βίαια τις αντι-ιαπωνικές διαδηλώσεις και απέρριψε τις εκκλήσεις για αποικιακή δικαιοσύνη ως άκαιρες και ακόμη και μη πατριωτικές.

Η κληρονομιά του Park αμαυρώθηκε περαιτέρω το 2004, όταν ο πρόεδρος της Νότιας Κορέας, Roh Moo-hyun, ένας προοδευτικός, δημοσιοποίησε εμπιστευτικά έγγραφα που έδειχναν ότι ο Park είχε διοχετεύσει τις ιαπωνικές αποζημιώσεις για αποικιακά εγκλήματα και εγκλήματα πολέμου σε έργα οικοδόμησης έθνους αντί για τα θύματα και τις οικογένειές τους. Με αυτόν τον τρόπο, ο Roh ανακατεύθυνε την δημόσια δυσαρέσκεια κατά της Ιαπωνίας στους «φιλοϊάπωνες» συντηρητικούς της Νότιας Κορέας, οι οποίοι θεωρήθηκαν ως ότι λήστεψαν τα θύματα της ιαπωνικής αδικίας. Αυτό ενίσχυσε πολιτικά τους προοδευτικούς, αλλά έδωσε επίσης έναν βαθμό αξιοπιστίας στην ρητορική επιμονή της Ιαπωνίας ότι είχε ήδη πληρώσει για τα προηγούμενα αδικήματά της.

Η συμφιλίωση, σε αυτό το προοδευτικό αφήγημα, είχε επιτευχθεί όχι με την συγχώρεση αλλά με τον εξαναγκασμό. Ακόμη χειρότερα, ο Παρκ και οι συντηρητικοί διάδοχοί του είχαν ενισχυθεί από τις ίδιες τις αυτοκρατορικές δυνάμεις από τις οποίες οι Νοτιοκορεάτες ήλπιζαν να ξεφύγουν, με αντάλλαγμα να αποκηρύξουν το δικαίωμά τους να συγχωρήσουν και να κρατήσουν την Ιαπωνία υπόλογη. Δεν ήταν έκπληξη, λοιπόν, που ακτιβιστές υπέρ της δημοκρατίας όπως ο Im Jongguk έφθασαν να κάνουν έκκληση για την «εξάλειψη των υπολειμμάτων του ιαπωνικού ιμπεριαλισμού και την αποκατάσταση της εθνικής νομιμότητας». Ο αντι-ιαπωνισμός έγινε μια έκφραση δημοκρατίας.

ΣΥΝΤΗΡΗΤΙΚΟΙ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ

Αυτή η έμφορτη ιστορία εξηγεί γιατί, αντίθετα με την λαϊκή πεποίθηση, οι νοτιοκορεάτες συντηρητικοί όπως ο Yoon είναι μοναδικά περιορισμένοι [2] όταν επιδιώκουν την προσέγγιση με την Ιαπωνία. Το 2012, για παράδειγμα, ο συντηρητικός πρόεδρος, Lee Myung-bak, προσπάθησε να διαπραγματευτεί μια συμφωνία ανταλλαγής στρατιωτικών πληροφοριών με την Ιαπωνία. Αλλά η μυστικότητα γύρω από τις διαπραγματεύσεις ερμηνεύτηκε από πολλούς Νοτιοκορεάτες ως απόδειξη συμπαιγνίας και ο Λι αναγκάστηκε να αποχωρήσει από την συμφωνία μετά από μια έκρηξη δημόσιας οργής. Ανέστρεψε απότομα την πολιτική του για την Ιαπωνία, επιδιώκοντας να επιδιορθώσει την εικόνα του με μια σειρά από εμπρηστικές ενέργειες, συμπεριλαμβανομένης μιας αιφνιδιαστικής επίσκεψης [3] στην διαμφισβητούμενη περιοχή Dokdo, μια μικρή ομάδα νησίδων στην Θάλασσα της Ιαπωνίας που αναφέρεται από το Τόκιο ως Takeshima.

Η Park Geun-hye, η διάδοχος του Lee (και κόρη του πρώην δικτάτορα Park Chung-hee), αντιμετώπισε μια παρόμοια κατάσταση. Το 2015, υπέγραψε την λεγόμενη συμφωνία για τις γυναίκες παρηγοριάς με τον τότε Ιάπωνα πρωθυπουργό, Σίνζο Άμπε. Το Τόκιο συμφώνησε να πληρώσει ένα δισεκατομμύριο γιεν, περίπου 9 εκατομμύρια δολάρια, για να βοηθήσει τα 46 ζωντανά θύματα της σεξουαλικής δουλείας στην Ιαπωνία. Σε κοινή δήλωση, οι δύο ηγέτες δεσμεύτηκαν να έχουν διευθετήσει το ζήτημα με «τελικό και μη αναστρέψιμο» τρόπο. Ωστόσο, το Κορεατικό Συμβούλιο -μια ομάδα της κοινωνίας των πολιτών που εκπροσωπεί τις επιζώσες γυναίκες παρηγοριάς και τις οικογένειές τους- απέρριψε [4] την συμφωνία ως «διπλωματική συμπαιγνία» και αρνήθηκε τα κεφάλαια, ισχυριζόμενο ότι δεν ήταν νόμιμες αποζημιώσεις αλλά συγκαλυμμένες πληρωμές για να φιμώσουν τα θύματα. Σε διαδηλώσεις σε όλη την χώρα, οι διαδηλωτές συνέκριναν την συμφωνία για της γυναίκες παρηγοριάς με την συνθήκη εξομάλυνσης του 1965, την οποία ο πατέρας της Παρκ είχε καταφέρει με παρόμοια έλλειψη δημόσιας διαβούλευσης.

Λιγότερο από δύο χρόνια μετά την υπογραφή της, η συμφωνία του 2015 κατέρρευσε όταν η Park εκδιώχθηκε για διαφθορά. Ο διάδοχός της, Μουν, διόρισε μια ανεξάρτητη ομάδα ερευνητών για να εξετάσει την συμφωνία και διαπίστωσαν ότι είχε γίνει χωρίς επαρκή διαβούλευση με τα θύματα. Στην συνέχεια, ο Μουν έλαβε μέτρα για να διαλύσει την συμφωνία, αποκαλώντας την «μη τελεσίδικη» -σε αντίθεση με το «τελική και μη αναστρέψιμη»- και εν τέλει έκλεισε το ίδρυμα που χρηματοδοτήθηκε από την Ιαπωνία το οποίο ήταν επιφορτισμένο με την διανομή των κεφαλαίων. Το κρίσιμο είναι ότι κατηγόρησε την αδύναμη «δημοκρατική διαδικαστική νομιμοποίηση» της συμφωνίας για την αποτυχία της να αποδώσει δικαιοσύνη.

ΠΡΟΣ ΕΠΑΝΑΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ;

Αυτή η κληρονομιά της εξαναγκαστικής συμφιλίωσης είναι πιθανό να περιπλέξει την ατζέντα προσέγγισης του σημερινού προέδρου. Ως συντηρητικός, ο Yoon φέρει ένα ιστορικό βάρος που δεν έχουν οι προοδευτικοί, και η επιδείνωση της κομματικής πόλωσης στη Νότια Κορέα δεν προμηνύει κάτι καλό για τις προσπάθειές του.