Τα μαθήματα που δεν έχει διδαχθεί η Γερμανία | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Τα μαθήματα που δεν έχει διδαχθεί η Γερμανία

Το Βερολίνο πρέπει να μειώσει την εξάρτησή του όχι μόνο από την Ρωσία, αλλά και από την Κίνα
Περίληψη: 

Είναι καιρός η Γερμανία να καταρτίσει ένα σχέδιο για τη μείωση της εξάρτησής της από την Κίνα με την διαφοροποίηση των εμπορικών και επενδυτικών δεσμών και την επιλεκτική αποσύνδεση από την Κίνα σε κρίσιμες τεχνολογίες. Αν τα πράγματα μείνουν ως έχουν, ο κίνδυνος ενός πολέμου για την Ταϊβάν αφήνει την Γερμανία επικίνδυνα εκτεθειμένη σε οικονομικό εξαναγκασμό και σοκ.

Ο THORSTEN BENNER είναι συνιδρυτής και διευθυντής του Global Public Policy Institute στο Βερολίνο.
Η LIANA FIX είναι συνεργάτης για την Ευρώπη στο Council on Foreign Relations και συγγραφέας του βιβλίου με τίτλο: Germany’s Role in European Russia Policy: A New German Power? [1]

Όταν ο Frank-Walter Steinmeier, ομοσπονδιακός πρόεδρος της Γερμανίας και πρώην υπουργός Εξωτερικών, έλαβε το βραβείο Κίσινγκερ τον Νοέμβριο του 2022, έδωσε μια ειλικρινή αξιολόγηση για τις αποτυχίες της χώρας του (και τις δικές του) στην εξωτερική πολιτική. Δεδομένου ότι ο κόσμος έχει αλλάξει, είπε, «πρέπει να αποβάλουμε τους παλιούς τρόπους σκέψης και τις παλιές ελπίδες», συμπεριλαμβανομένης της ιδέας ότι «οι οικονομικές ανταλλαγές θα επιφέρουν πολιτική σύγκλιση». Στο μέλλον, δήλωσε ο Steinmeier, το Βερολίνο πρέπει να διδαχθεί από το παρελθόν και να «μειώσει τις μονόπλευρες εξαρτήσεις» όχι μόνο από την Ρωσία αλλά και από την Κίνα.

16122022-1.jpg

Ο Γερμανός καγκελάριος, Olaf Scholz, και ο Κινέζος πρόεδρος, Xi Jinping, στο Πεκίνο, τον Νοέμβριο του 2022. Kay Nietfeld / Pool / Reuters
----------------------------------------------------------------

Καθώς ο πόλεμος στην Ουκρανία [2] μαίνεται, λίγοι Γερμανοί πολιτικοί θα διαφωνούσαν με τον ισχυρισμό ότι το Βερολίνο πρέπει να μειώσει την ενεργειακή του εξάρτηση από τη Μόσχα. Στην πραγματικότητα, η γερμανική κυβέρνηση το έχει πράξει. Και ρητορικά, τουλάχιστον, οι Γερμανοί ηγέτες υπόσχονται να μειώσουν την οικονομική εξάρτηση της χώρας από την Κίνα, επίσης. «Καθώς η Κίνα αλλάζει, ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζουμε την Κίνα πρέπει επίσης να αλλάξει», υποστήριξε ο Γερμανός καγκελάριος, Olaf Scholz [3], σε ένα άρθρο του στο Politico τον Νοέμβριο. Σε ένα άρθρο για το περιοδικό Foreign Affairs, επιχειρηματολόγησε επίσης [4] για «μια νέα στρατηγική κουλτούρα» ως μέρος της γερμανικής Zeitenwende, ή τεκτονικής μετατόπισης, στην εξωτερική πολιτική, την οποία ανακοίνωσε μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Μέχρι στιγμής, ωστόσο, ο Scholz ήταν απρόθυμος να ανατρέψει το status quo με το Πεκίνο -και όχι μόνο επειδή ο πόλεμος της Ρωσίας και οι υψηλές τιμές της ενέργειας έχουν επιβαρύνει την γερμανική οικονομία. Οι μεγάλες γερμανικές εταιρείες που εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από την αγορά της Κίνας επιθυμούν να επεκτείνουν τις δραστηριότητές τους αντί να τις μειώσουν.

Αλλά επειδή οι οικονομικοί δεσμοί του με την Κίνα είναι τόσο βαθείς και πολύπλοκοι -πολύ περισσότερο απ' όσο στην περίπτωση της Ρωσίας- το Βερολίνο πρέπει να κινηθεί δυναμικά για να μειώσει την εξάρτηση από το Πεκίνο. Ειδικότερα, ο κίνδυνος ενός πολέμου για την Ταϊβάν [5] αφήνει την Γερμανία επικίνδυνα εκτεθειμένη σε οικονομικό εξαναγκασμό και σοκ.

Τον ερχόμενο Φεβρουάριο, η γερμανική κυβέρνηση θα δημοσιεύσει την πρώτη της στρατηγική εθνικής ασφάλειας. Λίγο πριν από την επέτειο ενός έτους από την εισβολή της Ρωσίας [6] στην Ουκρανία, αυτή είναι η ευκαιρία του Βερολίνου να αποδείξει ότι έχει αντλήσει τα σωστά διδάγματα από την καταστροφική αποτυχία της προηγούμενης προσέγγισής της έναντι της Ρωσίας. Είναι καιρός η Γερμανία να καταρτίσει ένα σχέδιο για τη μείωση της εξάρτησης από την Κίνα με την διαφοροποίηση των εμπορικών και επενδυτικών δεσμών και την επιλεκτική αποσύνδεση από την Κίνα σε κρίσιμες τεχνολογίες.

ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ

Οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Γερμανία άντλησαν αντίθετα διδάγματα από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Οι Ηνωμένες Πολιτείες βγήκαν από την αντιπαράθεση πεπεισμένες ότι η προσέγγιση του προέδρου, Ρόναλντ Ρίγκαν, [7] «ειρήνη μέσω της ισχύος» και η επιτάχυνση της κούρσας των εξοπλισμών ανάγκασαν την Σοβιετική Ένωση σε διαπραγματεύσεις. Η Γερμανία βγήκε από τον Ψυχρό Πόλεμο πεπεισμένη ότι η δέσμευση και η «αλλαγή μέσω της προσέγγισης» (που αργότερα ονομάστηκε «αλλαγή μέσω του εμπορίου») του καγκελάριου, Willy Brandt, ήταν η νικητήρια φόρμουλα, ξεπερνώντας το χάσμα Ανατολής-Δύσης μέσω της πολιτικής και οικονομικής συνεργασίας, η οποία οδήγησε σε θετικές εσωτερικές αλλαγές στο σοβιετικό μπλοκ.

Η ιδέα της «αλλαγής μέσω του εμπορίου» επέζησε από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου [8] και παρέμεινε μια ιδέα με μεγάλη επιρροή στην Βόννη και το Βερολίνο, την πρωτεύουσα της Γερμανίας πριν και μετά την επανένωση της Γερμανίας, αντίστοιχα. Για μια γενιά Γερμανών υπεύθυνων χάραξης πολιτικής, ήταν ένα πλαίσιο που συνδύαζε βολικά την εμπλοκή μη δημοκρατικών χωρών όπως η Κίνα και η Ρωσία στην επιδίωξη οικονομικών κερδών με την δυνατότητα μετασχηματισμού των χωρών αυτών σε δημοκρατίες. Το 2006, ενώ υπηρετούσε ως υπουργός Εξωτερικών της καγκελαρίου Άνγκελα Μέρκελ, ο Steinmeier εισήγαγε την έννοια της «αλλαγής μέσω της διασύνδεσης»: στην ουσία, με την σφυρηλάτηση της οικονομικής συνεργασίας μέσω εμπορικών και ενεργειακών συμπράξεων, το Βερολίνο θα καθιστούσε την αλληλεξάρτηση της Ρωσίας με την Ευρώπη «μη αναστρέψιμη», σύμφωνα με ένα έγγραφο πολιτικής του γερμανικού Υπουργείου Εξωτερικών. Ως αποτέλεσμα, η Μόσχα θα απέφευγε την κακή συμπεριφορά, επειδή το κόστος θα ήταν πολύ υψηλό. Η Ρωσία, άλλωστε, εξαρτιόταν από τα έσοδα και την τεχνολογία της Γερμανίας και άλλων ευρωπαϊκών χωρών ακόμη περισσότερο από όσο η Γερμανία και οι γείτονές της εξαρτώντο από το ρωσικό φυσικό αέριο και πετρέλαιο.

Τα όρια της θεωρίας ότι η οικονομική αλληλεξάρτηση θα απέτρεπε το Κρεμλίνο από την παραβίαση των διεθνών κανόνων έγιναν γρήγορα εμφανή. Το 2008, η Ρωσία εισέβαλε στην Γεωργία. Το 2014, προσάρτησε την Κριμαία. Κατά την προετοιμασία της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο του 2022, οι Γερμανοί υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής πίστευαν ότι το οικονομικό κόστος [9] θα ήταν πολύ υψηλό για την Ρωσία ώστε να επιχειρήσει μια πλήρους κλίμακας επίθεση στην Ουκρανία και να ανατρέψει την κυβέρνηση στο Κίεβο. Αυτό ήταν, φυσικά, ένας μοιραίος λανθασμένος υπολογισμός, υποτιμώντας την ιδεολογική ριζοσπαστικοποίηση του Ρώσου προέδρου, Βλαντιμίρ Πούτιν [10].

ΑΛΛΑΖΟΝΤΑΣ ΤΑΧΥΤΗΤΕΣ