Μην απομονώνετε την Βόρεια Κορέα | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Μην απομονώνετε την Βόρεια Κορέα

Γιατί θα ήταν λάθος άλλη μια εκστρατεία πίεσης
Περίληψη: 

Η κυβέρνηση Μπάιντεν θα πρέπει να προσφέρει στην Βόρεια Κορέα ένα πιο ολοκληρωμένο και λιγότερο διφορούμενο κλαδί ελιάς για να μετατρέψει τον φαύλο κύκλο των προκλήσεων σε έναν ενάρετο κύκλο προσαρμογής. Η αποπυρηνικοποίηση της Βόρειας Κορέας μπορεί κάλλιστα να είναι ένας ανέφικτος στόχος, αλλά αν συμβεί, δεν θα γίνει με εξαναγκασμό.

Ο FRANK AUM είναι ανώτερος εμπειρογνώμονας για την Βορειοανατολική Ασία στο United States Institute of Peace και πρώην ανώτερος σύμβουλος για την Βόρεια Κορέα στο Υπουργείο Άμυνας των ΗΠΑ.

Η έντονη στρατιωτική δραστηριότητα της Βόρειας Κορέας φέτος την έχει επαναφέρει στο διεθνές προσκήνιο. Εγκλωβισμένη σε ένα διπλωματικό αδιέξοδο με τις Ηνωμένες Πολιτείες και σε μια αυτοεπιβαλλόμενη καραντίνα λόγω της COVID-19 από τις αρχές του 2020, η απομονωμένη χώρα έχει πραγματοποιήσει περισσότερες από 60 δοκιμές βαλλιστικών πυραύλων, το υψηλότερο ετήσιο σύνολό της, συμπεριλαμβανομένων των μεγαλύτερων και μακρύτερων εκτοξεύσεών της μέχρι σήμερα. Τον Σεπτέμβριο, η Βόρεια Κορέα κατοχύρωσε σε έναν νέο νόμο το δικαίωμα να χρησιμοποιεί προληπτικά πυρηνικά πλήγματα για την προστασία της. Και υπάρχει αυξανόμενος φόβος ότι η χώρα θα πραγματοποιήσει μια έβδομη πυρηνική δοκιμή στο εγγύς μέλλον -την πρώτη της από το 2017.

28122022-1.jpg

Εκτόξευση διηπειρωτικού βαλλιστικού πυραύλου στην Βόρεια Κορέα, τον Νοέμβριο του 2022. KCNA / Reuters
---------------------------------------------

Αυτή η προκλητική συμπεριφορά έχει κάνει τις Ηνωμένες Πολιτείες και τους συμμάχους τους να αναζητούν τα κατάλληλα αντίμετρα. Ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Άντονι Μπλίνκεν, τόνισε την ανάγκη να επιβληθούν πρόσθετες κυρώσεις και να ενισχυθούν οι δυνατότητες άμυνας και αποτροπής «ώστε να μην μένουμε στάσιμοι μπροστά στις προκλήσεις». Τον Οκτώβριο, ο Cho Hyun-dong, υψηλόβαθμος αξιωματούχος του Υπουργείου Εξωτερικών της Νότιας Κορέας, προχώρησε ακόμη περισσότερο, υποσχόμενος μια «απαράμιλλης κλίμακας απάντηση» [1] εάν η Βόρεια Κορέα προχωρούσε σε μια πυροδότηση [πυρηνικών]. Εν τω μεταξύ, οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Νότια Κορέα απάντησαν αυξάνοντας τις κοινές στρατιωτικές ασκήσεις και τις αποτρεπτικές επιδείξεις τους, όπως η ανάπτυξη του [πυρηνικού αεροπλανοφόρου] USS Ronald Reagan κοντά στην κορεατική χερσόνησο.

Αυτή η κρίση που εξελίσσεται σε αργή κίνηση έχει συμβάλει στο αίσθημα πολλών αναλυτών στην Ουάσινγκτον ότι η πολιτική της «αποπυρηνικοποίησης» -στην οποία η Πιονγκγιάνγκ θα συμφωνούσε να εγκαταλείψει το πρόγραμμα πυρηνικών όπλων- έχει αποτύχει. Αντ' αυτού, υποστηρίζει το στρατόπεδο αυτό, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να αποδεχθούν την Βόρεια Κορέα ως πυρηνικό κράτος.

Αλλά η εγκατάλειψη της αποπυρηνικοποίησης είναι ακόμη πρόωρη για διάφορους λόγους. Η Πιονγκγιάνγκ δεν έχει διατυπώσει ρητά την αποδοχή του πυρηνικού καθεστώτος της από τις ΗΠΑ ως προϋπόθεση για την επιστροφή στις συνομιλίες, παρά μόνο ότι η Ουάσινγκτον πρέπει να εγκαταλείψει την «εχθρική» [2] πολιτική της, η οποία δικαιολόγησε εξαρχής την ανάπτυξη πυρηνικών όπλων από την Βόρεια Κορέα. Επίσης, μπορεί η Βόρεια Κορέα να ανακοίνωσε πρόσφατα ότι δεν θα διαπραγματευτεί ποτέ τα πυρηνικά όπλα της, αλλά προέβη σε αυτόν τον ισχυρισμό και στο παρελθόν, μόνο και μόνο για να δεσμευτεί εκ νέου για αποπυρηνικοποίηση στην δήλωση της Σιγκαπούρης το 2018, μια συμφωνία την οποία δεν έχει ακόμη αποκηρύξει. Επιπλέον, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν έχουν ακόμη εξαντλήσει το φάσμα των πολλά υποσχόμενων επιλογών για να πείσουν την Πιονγκγιάνγκ να συμπεριφερθεί καλύτερα. Η επίσημη αναγνώριση της Βόρειας Κορέας ως χώρας με πυρηνικά όπλα θα μπορούσε επίσης να επιταχύνει την ανάπτυξη πυρηνικών όπλων στη Νότια Κορέα, την Ιαπωνία, και άλλες χώρες. Ίσως το πιο σημαντικό, από αμερικανική πολιτική άποψη, η αποδοχή του πυρηνικού καθεστώτος της Βόρειας Κορέας θα ήταν μη βιώσιμο, καθώς θα σήμαινε ουσιαστικά την εξομάλυνση των διπλωματικών και οικονομικών σχέσεων με ένα πυρηνικό κράτος-παρία -κάτι που το Κογκρέσο δεν θα υποστήριζε ποτέ. Και έτσι η αποπυρηνικοποίηση πρέπει να παραμείνει ένας στόχος της αμερικανικής πολιτικής, έστω και αν πρόκειται για έναν φιλόδοξο, μακροπρόθεσμο στόχο ή ένα φύλλο συκής, ώστε να διασφαλιστεί η βιωσιμότητα μιας τελικής συμφωνίας με την Βόρεια Κορέα και το καθεστώς μη διάδοσης [των πυρηνικών όπλων].

Σήμερα, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής θα πρέπει να επικεντρωθούν στην εκπόνηση ενός νέου σχεδίου για την επιστροφή της Βόρειας Κορέας [3] στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Δεν είναι σαφές το γιατί οι Ηνωμένες Πολιτείες συνεχίζουν να βασίζονται σε μια πιεστική, καταναγκαστική προσέγγιση που έχει αποτύχει να βελτιώσει την ασφάλεια των Ηνωμένων Πολιτειών και των συμμάχων τους. Κατά την διάρκεια των τελευταίων 15 ετών, η Βόρεια Κορέα έχει εξελιχθεί από μια υποτυπωδώς σε μια πλήρως εξοπλισμένη χώρα με πυρηνικά όπλα. Επιπλέον, οι σχέσεις ΗΠΑ-Βόρειας Κορέας έχουν επιδεινωθεί από ελπιδοφόρες σε ανύπαρκτες. Υπάρχει ελάχιστη αμοιβαία κατανόηση ή εμπιστοσύνη μεταξύ των δύο χωρών και οι μεταξύ τους εντάσεις συμβάλλουν σε μια επιταχυνόμενη περιφερειακή κούρσα εξοπλισμών που αυξάνει τον κίνδυνο πυρηνικού πολέμου. Σχεδόν 70 χρόνια μετά το τέλος του πολέμου της Κορέας, έχει περάσει προ πολλού η ώρα για να αλλάξουν στάση οι Ηνωμένες Πολιτείες. Θα πρέπει να προχωρήσουν σε μια επίθεση ειρήνης για να επιστρέψουν στις συνομιλίες, με στόχο την παράλληλη επιδίωξη της ειρηνικής συνύπαρξης και της αποπυρηνικοποίησης.

ΜΙΑ ΑΠΟΤΥΧΗΜΕΝΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ

Από το τέλος του πολέμου της Κορέας το 1953, οι Ηνωμένες Πολιτείες αντιμετώπισαν την Βόρεια Κορέα κυρίως μέσω της διπλωματικής απομόνωσης, της οικονομικής πίεσης, και της στρατιωτικής αποτροπής. Η Πιονγκγιάνγκ άρχισε να επιδιώκει διμερείς συνομιλίες με τις Ηνωμένες Πολιτείες την δεκαετία του 1970 για να αντικαταστήσει την εκεχειρία, που τερμάτισε τον πόλεμο, με μια ειρηνευτική συμφωνία, αλλά η Ουάσινγκτον παρέμεινε επιφυλακτική απέναντι στην Βόρεια Κορέα και την επιθυμία της να απομακρύνει τα αμερικανικά στρατεύματα από τη Νότια Κορέα. Οι Ηνωμένες Πολιτείες προσπαθούσαν επίσης να διαχειριστούν τις σχέσεις με την σύμμαχό τους Νότια Κορέα, η οποία δεν ήθελε να αποκλειστεί από τις συνομιλίες, καθώς και ευρύτερα στρατηγικά ζητήματα που σχετίζονταν με τον Ψυχρό Πόλεμο [4].