Η επιστροφή των κατακτήσεων; | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η επιστροφή των κατακτήσεων;

Γιατί το μέλλον της παγκόσμιας τάξης πραγμάτων κρέμεται από την Ουκρανία*

Αργά αλλά σταθερά, κάποιοι ηγέτες άρχισαν να αποκρούουν την πρακτική της κατάκτησης. Στις αρχές του εικοστού αιώνα, ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Woodrow Wilson, εμφανίστηκε ως υπέρμαχος της εδαφικής ακεραιότητας. Το τελευταίο από τα Δεκατέσσερα Σημεία (Fourteen Points) του Wilson, που αποκαλύφθηκαν καθώς πλησίαζε το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, αναφερόταν συγκεκριμένα σε προστασίες για τα κράτη που ανήκουν στην Κοινωνία των Εθνών (League of Nations), τα οποία ο Wilson πίστευε ότι θα μπορούσαν να προσφέρουν «αμοιβαίες εγγυήσεις πολιτικής ανεξαρτησίας και εδαφικής ακεραιότητας σε μεγάλα και μικρά κράτη εξίσου». Σίγουρα, η δέσμευση του Wilson στην αυτοδιάθεση περιοριζόταν στα ευρωπαϊκά έθνη˙ έδειξε εύνοια στην ανεξαρτησία των Πολωνών, αλλά δεν ανταποκρίθηκε στις εκκλήσεις των Αιγύπτιων και των Ινδών για υποστήριξη. Επιπλέον, η υπεράσπιση της εδαφικής ακεραιότητας γινόταν ευκολότερη από το γεγονός ότι, όταν ο Wilson έγινε πρόεδρος, οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν ολοκληρώσει τις δικές τους εδαφικές κατακτήσεις, συμπεριλαμβανομένης της πορείας τους προς τα δυτικά και της κατάληψης των εδαφών των αυτόχθονων Αμερικανών που την συνόδευσε˙ δεν είχαν πλέον σαφείς φιλοδοξίες να αποκτήσουν επιπλέον εδάφη. Ωστόσο, ο Wilson συνέβαλε στο να ριζώσει ο κανόνας κατά της εδαφικής κατάκτησης.

Οι διάδοχοι του Wilson συνέχισαν την παράδοση της αντίθεσης στις εδαφικές αρπαγές. Για παράδειγμα, το 1935, ο πρόεδρος Φράνκλιν Ρούσβελτ, εξέφρασε την έντονη αντίθεσή του στην κατάληψη της Αιθιοπίας από την Ιταλία και ήταν ακόμη και πρόθυμος να καθυστερήσει την συμμαχία με την Σοβιετική Ένωση στην αρχή του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, διότι η Μόσχα απαιτούσε να αναγνωριστεί ως νομιμοποιημένη η κατάκτηση της των κρατών της Βαλτικής. Ωστόσο, η δέσμευση του Ρούσβελτ στον κανόνα, όπως και του Wilson, δεν ήταν απόλυτη˙ προηγουμένως ο Ρούσβελτ ήταν πρόθυμος, για παράδειγμα, να αναγνωρίσει την κατάκτηση της Αυστρίας από την Γερμανία, εάν αυτή περιόριζε τον πόλεμο στην Ευρώπη.

Το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου προανήγγειλε μια νέα εποχή. Τις επόμενες δεκαετίες, η πρακτική της εδαφικής κατάκτησης δεν εξαφανίστηκε εντελώς˙ δείτε την κατάληψη του Νοτίου Βιετνάμ από το Βόρειο Βιετνάμ το 1975˙ την κατοχή τμημάτων των γειτόνων του από το Ισραήλ˙ την προσπάθεια της Αργεντινής [6] να καταλάβει τα νησιά Φώκλαντ˙ και την εξουδετερωθείσα εισβολή του Ιράκ στο Κουβέιτ το 1990. Αλλά σε γενικές γραμμές, οι χώρες παρενέβησαν σε άλλα κράτη χωρίς να επιχειρήσουν να επαναχαράξουν τα σύνορα τους. Και ήταν ιδιαίτερα απίθανο να απορροφήσουν ολοκληρωτικά άλλα διεθνώς αναγνωρισμένα κράτη. Όταν η Σοβιετική Ένωση εισέβαλε στην Ουγγαρία [7] το 1956, ο στόχος ήταν να εμποδίσει την έξοδο της ανατολικοευρωπαϊκής χώρας από το Σύμφωνο της Βαρσοβίας. Οι Σοβιετικοί εγκατέστησαν ένα νέο, πιο φιλικό καθεστώς στην Βουδαπέστη, αλλά δεν διεκδίκησαν ουγγρικό έδαφος. Ομοίως, όταν το Βιετνάμ εισέβαλε στην Καμπότζη το 1978, εγκατέστησε μια κυβέρνηση-μαριονέτα, αλλά δεν διεκδίκησε έδαφος, πέρα από ένα σύμπλεγμα αμφισβητούμενων νησιών στον Κόλπο της Ταϊλάνδης.

Κάποιες κατοχές, όπως αυτές που ακολούθησαν τις εισβολές των Ηνωμένων Πολιτειών στο Αφγανιστάν [8] και στο Ιράκ, πληρούν τις προϋποθέσεις του βίαιου κρατικού θανάτου. Αλλά οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν είχαν σχέδια για τα εδάφη αυτών των χωρών˙ επιδίωξαν να ανατρέψουν καθεστώτα, αλλά διατήρησαν την ακεραιότητα των συνόρων. Η απουσία εδαφικών στόχων δεν καθιστά έναν τύπο παραβίασης της κυριαρχίας καλύτερο ή χειρότερο από ένα άλλο, αλλά αντιπροσωπεύει μια σημαντική διαφορά. Οι χάρτες, σε γενικές γραμμές, έμειναν ίδιοι.

ΕΝΑΣ ΚΑΝΟΝΑΣ ΡΙΖΩΝΕΙ

Γιατί η ξαφνική μείωση των εδαφικών κατακτήσεων μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο; Η απάντηση μπορεί να βρεθεί σε μια πανίσχυρη δύναμη στις διεθνείς σχέσεις: τους κανόνες. Όπως έχουν ορίσει τον όρο οι πολιτικοί επιστήμονες Martha Finnemore και Kathryn Sikkink, ένας κανόνας είναι «ένα πρότυπο αρμόζουσας συμπεριφοράς για δρώντες με καθορισμένη ταυτότητα» —στην περίπτωση αυτή, τα κράτη. Οι ηγέτες που ανέπτυξαν τον κανόνα κατά της εδαφικής κατάκτησης αναγνώρισαν ότι οι περισσότερες συγκρούσεις, συμπεριλαμβανομένου του Β' Παγκοσμίου Πολέμου [9], διεξήχθησαν για τα εδάφη. Η θέσπιση ενός κανόνα εναντίον του να παίρνει ένα κράτος το έδαφος ενός άλλου με την βία αποτελούσε, επομένως, μέρος ενός ευρύτερου σχεδίου για την προώθηση της ειρήνης. Συμβάλλοντας στο να κατοχυρωθεί στην Χάρτα του ΟΗΕ (UN Charter), οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν αποφασισμένες ότι ο κανόνας θα παρέμενε. Έχοντας αναδυθεί από τον πόλεμο πολύ ισχυρότερες από τους συμμάχους τους, οι Ηνωμένες Πολιτείες θεώρησαν την επιβολή του κανόνα κατά της εδαφικής κατάκτησης ως βασικό στοιχείο για την διατήρηση της παγκόσμιας σταθερότητας. Τα προσφάτως ανεξάρτητα κράτη ανέλαβαν παρόμοιες δεσμεύσεις στα ιδρυτικά έγγραφα περιφερειακών οργανισμών όπως ο Αραβικός Σύνδεσμος (Arab League) [10] και ο Οργανισμός Αφρικανικής Ενότητας (Organization of African Unity). Οικοδομώντας πάνω στις προηγούμενες προσπάθειες να κατοχυρωθεί η έννοια της εδαφικής ακεραιότητας σε συνθήκες όπως το Σύμφωνο της Κοινωνίας των Εθνών (Covenant of the League of Nations), το 1919, και το Σύμφωνο Kellogg-Briand (Kellogg–Briand Pact), το 1928, αναδύθηκε ένας κανόνας καλή τη πίστει.

Τα κράτη και οι ηγέτες τηρούν τους κανόνες για διάφορους λόγους. Ενώ κάποιοι κανόνες -ας πούμε, κατά της γενοκτονίας- βασίζονται σε ανθρωπιστικές ανησυχίες, ο κανόνας κατά της κατάκτησης έχει πιο στρατηγικές και ιδιοτελείς ρίζες. Κάποια κράτη τιμούν τον κανόνα διότι δεν έχουν εδαφικές φιλοδοξίες. Άλλα τον έχουν εσωτερικεύσει τόσο βαθιά που η παραβίασή του έχει γίνει αδιανόητη. Κάποια —ακόμα και πανίσχυρα κράτη— υπακούν σε αυτόν, διότι γνωρίζουν ότι οι εδαφικές διαμάχες υπήρξαν μια σημαντική αιτία πολέμων και θεωρούν ότι η σταθερότητα του διεθνούς συστήματος είναι προς το συμφέρον τους. Άλλα πάλι τον ακολουθούν από τον φόβο της τιμωρίας εάν τον παραβιάσουν.