Ο Νετανιάχου χωρίς όρια | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Ο Νετανιάχου χωρίς όρια

Το Ισραήλ αποκτά την πιο δεξιά κυβέρνηση στην ιστορία του

Υπάρχει όμως και ο άλλος Νετανιάχου, η βιογραφία του οποίου μοιάζει με την παλιά λίστα της ελίτ. Γεννήθηκε στην Ρεχάβια, μια γειτονιά της Ιερουσαλήμ που ήταν το πνευματικό κέντρο του Ισραήλ τα πρώτα χρόνια. Φοίτησε στο Τεχνολογικό Ίδρυμα της Μασαχουσέτης και ήταν αξιωματικός των Ειδικών Δυνάμεων στις Ισραηλινές Αμυντικές Δυνάμεις. Είναι επίσης προσωπικά κοσμικός (ο Νετανιάχου δεν έχει ποτέ αρνηθεί την απεικόνισή του από τα μέσα ενημέρωσης ως άθεου) και πιστεύει στην δύναμη της μοναχικής ιδιοφυΐας κατά το στυλ της Άιν Ραντ και στην σοφία των πλουτοκρατών δισεκατομμυριούχων. Αυτή η εκδοχή του Νετανιάχου εμφανιζόταν κάθε φορά που τα εκλογικά αποτελέσματα τον ανάγκαζαν να κάνει συμφωνίες με το πολιτικό κέντρο ή όταν αντιμετώπιζε αφόρητες πιέσεις από τις ΗΠΑ να αναζωογονήσει την ειρηνευτική διαδικασία με τους Παλαιστίνιους και να κάνει διπλωματικές παραχωρήσεις.

Η πρώτη θητεία του Νετανιάχου ως πρωθυπουργού έληξε το 1999, όταν οι προσπάθειές του να ηγηθεί μιας συντηρητικής επανάστασης και να σταματήσει την εφαρμογή των συμφωνιών του Όσλο -στις οποίες το Ισραήλ και η Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης συμφώνησαν να αναγνωρίσουν ο ένας τον άλλον και να εργαστούν για μια λύση δύο κρατών- συνάντησαν την συνδυασμένη αντίσταση του ισραηλινού πολιτικού κατεστημένου και της κυβέρνησης Κλίντον. Σε απάντηση, ο Νετανιάχου άρχισε να στηρίζεται στα πιο ρεαλιστικά του διαπιστευτήρια. Αυτό απέδωσε το 2009, όταν έγινε και πάλι πρωθυπουργός σχηματίζοντας συνασπισμό με τον Εχούντ Μπαράκ, τον ηγέτη του Εργατικού Κόμματος που τον είχε νικήσει μια δεκαετία νωρίτερα. Το 2013, παρέτεινε την θητεία του ως πρωθυπουργός συνεργαζόμενος με δύο κεντρώα κόμματα. Εκείνα τα χρόνια, οι κύριες πολιτικές προσπάθειες του Νετανιάχου επικεντρώθηκαν στην εξωτερική πολιτική. Κατάφερε να εκτροχιάσει την προσπάθεια του Αμερικανού προέδρου Μπαράκ Ομπάμα να επαναλάβει την ειρηνευτική διαδικασία Ισραήλ-Παλαιστίνης, αλλά απέτυχε να πείσει την Ουάσινγκτον και τους επικεφαλής της άμυνας και των μυστικών υπηρεσιών του Ισραήλ να υποστηρίξουν μια επίθεση εναντίον των πυρηνικών εγκαταστάσεων του Ιράν. Απέτυχε επίσης να εμποδίσει την πυρηνική συμφωνία του Ομπάμα με την Τεχεράνη.

Στην συνέχεια, το 2015, σχεδόν 20 χρόνια μετά την πρώτη προσπάθεια του Νετανιάχου να σύρει το Ισραήλ προς τα δεξιά, οι ιδεολόγοι κέρδισαν μια σαφή κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Ήταν και πάλι σε θέση να αναλάβει τα καθήκοντά του με έναν αμιγώς δεξιό και υπερορθόδοξο συνασπισμό και να αναβιώσει το παλιό, ανεκπλήρωτο όνειρό του να «αντικαταστήσει τις ελίτ». Με έναν ισχυρό ούριο άνεμο από τον πρόεδρο των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, παραμέρισε το παλαιστινιακό ζήτημα και επικεντρώθηκε στην προώθηση της εβραϊκής ισχύος. Οι προσπάθειες αυτές κορυφώθηκαν το 2018 με την ψήφιση ενός νέου Βασικού Νόμου που όριζε την χώρα ως «έθνος-κράτος του εβραϊκού λαού». Ο Νόμος υποσχέθηκε να προωθήσει εβραϊκούς οικισμούς σε ολόκληρη την χώρα για να εμποδίσει την επέκταση των αραβικών κοινοτήτων και να επιτρέψει μικρές πόλεις μόνο για Εβραίους. Δήλωνε ότι μόνο ο εβραϊκός λαός είχε εθνικά συλλογικά δικαιώματα, και δεν περιείχε ρήτρες που να εγγυώνται την ισότητα για τους μη εβραίους Ισραηλινούς. Επειδή η χώρα δεν έχει επίσημο σύνταγμα, οι Βασικοί Νόμοι χρησιμεύουν ως η de facto εκδοχή του, και η ψήφιση αυτού του Νόμου είχε ως στόχο να τερματιστεί η κυριαρχία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της ισότητας των πολιτών στις αποφάσεις του Ανώτατου Δικαστηρίου του Ισραήλ.

Ωστόσο, λίγο μετά την υπογραφή του νομοσχεδίου για το έθνος-κράτος, ο συνασπισμός του Νετανιάχου διαλύθηκε, και το Ισραήλ βυθίστηκε σε τέσσερα χρόνια πολιτικής κρίσης. Η αναταραχή συνέπεσε με μια ποινική έρευνα για τις δραστηριότητες του Νετανιάχου, η οποία οδήγησε στην απαγγελία κατηγοριών και στην δίκη του με τριπλή κατηγορία διαφθοράς. Οι κατηγορίες χώρισαν το Ισραήλ σε δύο αντίπαλα στρατόπεδα: τους «Bibists» (το παρατσούκλι του Νετανιάχου είναι «Bibi») και τους «Just No Bibists». Η πρώτη ομάδα παρουσίασε την δίκη στο περιφερειακό δικαστήριο της Ιερουσαλήμ ως ένα σχέδιο του βαθέος κράτους για να απαλλαγεί από τον πολιτικό του εχθρό μέσω του νομικού συστήματος. Το κόμμα Λικούντ του Νετανιάχου, το οποίο κυριαρχεί στην ισραηλινή πολιτική από το 1977, μετατράπηκε σε μια αίρεση προσωπικότητας γύρω από τον ηγέτη του. Τον Δεκέμβριο, ο γιος του Νετανιάχου, ο Γιαΐρ, ο οποίος λειτουργεί ως το δημόσιο alter ego του πατέρα του που δεν έχει όρια, ζήτησε να δικαστούν οι εισαγγελείς και οι αστυνομικοί ερευνητές της υπόθεσης για προδοσία, υπονοώντας ότι τους αξίζει η θανατική ποινή. Ως συνήθως, ο Νετανιάχου εξέφρασε μια ήπια διαφωνία.

Από την άλλη πλευρά, οι αντίπαλοι του Νετανιάχου σε όλο το πολιτικό φάσμα ενώθηκαν σε μια προσπάθεια να τον εκδιώξουν. Χρειάστηκαν αρκετά χρόνια, αλλά αφότου τρεις σημαντικοί δεξιοί πολιτικοί αποσχίστηκαν από το στρατόπεδο του Νετανιάχου, ο μακροβιότερος πρωθυπουργός του Ισραήλ έχασε την εξουσία. Στην θέση του ήρθε μια αυτοαποκαλούμενη «κυβέρνηση αλλαγής» με επικεφαλής τον Ναφτάλι Μπένετ, πλέον έναν συνταξιούχο ακροδεξιό πολιτικό, και τον Γιαΐρ Λαπίντ, ο οποίος ηγείται του κεντρώου κόμματος Yesh Atid. Ο κυβερνητικός τους συνασπισμός περιελάμβανε επίσης την σιωνιστική αριστερή πτέρυγα και, για πρώτη φορά στην ιστορία του Ισραήλ, ένα αραβικό κόμμα.

Στην αρχή, η κυβέρνηση Μπένετ-Λαπίντ μπόρεσε να επιδείξει ένα επιχειρηματικό στυλ διακυβέρνησης. Αλλά τελικά απέτυχε να παρουσιάσει ένα πειστικό όραμα ή [μια πειστική] κατεύθυνση πέρα από τον να κρατά τη νέμεσή του μακριά από την εξουσία. Ο συνασπισμός αλλαγής συμφώνησε να παρακάμψει το παλαιστινιακό ζήτημα και τις θρησκευτικές-κοσμικές διαιρέσεις, χωρίς αποτέλεσμα. Οι υποκείμενες συγκρούσεις της χώρας επέστρεψαν για να την στοιχειώσουν, επιτρέποντας στον Νετανιάχου να απομακρύνει το μικρό κόμμα του Μπένετ και τελικά να αναγκάσει τον συνασπισμό να διαλυθεί. Την 1η Νοεμβρίου, οι Ισραηλινοί επέστρεψαν στις κάλπες [1].

Ο ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΣ ΤΟΥ ΕΑΥΤΟΣ