Ο μακροχρόνιος πόλεμος κατά του πληθωρισμού | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Ο μακροχρόνιος πόλεμος κατά του πληθωρισμού

Μην περιμένετε γρήγορη επιστροφή στην σταθερότητα των τιμών

Οι επενδυτές δεν ακούν. Ακόμη και εν μέσω της ακραίας αστάθειας της αγοράς του 2022, αφότου η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ (Fed) είχε σηματοδοτήσει ότι θα ακολουθούσε μια πολύ πιο επιθετική προσέγγιση για την καταπολέμηση του πληθωρισμού, οι χρηματοπιστωτικές αγορές συνέχισαν να αρνούνται την οικονομική πραγματικότητα. Ιδιαίτερα στις Ηνωμένες Πολιτείες, οι επενδυτές εξέτασαν με αισιοδοξία τις δημόσιες δηλώσεις του προέδρου της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ, Τζερόμ Πάουελ, για ενδείξεις ότι η οικονομία είχε υπομείνει αρκετό πόνο για να επαναφέρει τον πληθωρισμό στο 2% που αποτελεί τον στόχο της Fed. Απογοητεύτηκαν, επανειλημμένα.

19012023-1.jpg

Ο πρόεδρος του Συμβουλίου της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ, Jerome Powell, μιλώντας στην Ουάσιγκτον, τον Νοέμβριο του 2022. Elizabeth Frantz / Reuters
----------------------------------------

Στις 13 Δεκεμβρίου 2022, οι αναφορές για τη μείωση του πληθωρισμού έγιναν δεκτές με ευφορία από τις αγορές. Όμως, την επόμενη κιόλας μέρα, εν μέσω ασταθών συναλλαγών και πτώσης των τιμών των μετοχών, η Fed επιβεβαίωσε την δέσμευσή της για αυστηροποίηση της νομισματικής πολιτικής των ΗΠΑ και ανακοίνωσε την ομόφωνη ψήφο της για αύξηση των επιτοκίων κατά μισή ποσοστιαία μονάδα. Αυτή η αύξηση ήταν λιγότερο επιθετική από τις προηγούμενες αυξήσεις, αλλά παρά ταύτα οι αγορές κατέγραψαν σαφή απογοήτευση με την δήλωση του Πάουελ ότι τα υψηλότερα επιτόκια θα ήταν απαραίτητα για κάποιο χρονικό διάστημα και ότι ήταν πιθανές πρόσθετες αυξήσεις.

Δεν υπήρχε τίποτα περίεργο στην δήλωση του Πάουελ. Αυτό που φαίνεται να μην καταλαβαίνουν οι διαπραγματευτές [μετοχών και αξιών] της Wall Street σχετικά με την προσπάθεια της Fed να νικήσει τον πληθωρισμό μπορεί να αντληθεί από βουνά δεδομένων (data) από τις ίδιες τις αγορές -συγκεκριμένα, τις χρηματιστηριακές αγορές των αναδυόμενων και αναπτυσσόμενων οικονομιών. Αυτές οι αγορές χρειάστηκε να αγωνιστούν με τις προηγούμενες προσπάθειες για να νικηθεί ο πληθωρισμός και οι επιδόσεις τους κατά το μεγαλύτερο μέρος του δεύτερου μισού του εικοστού αιώνα υποδηλώνουν αυτό που οι επενδυτές φαίνονται απρόθυμοι να ακούσουν: ότι υπάρχει περισσότερος πόνος στον ορίζοντα.

ΠΙΣΩ ΣΤΗΝ ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ '70

Όταν σχεδιάζουν ιστορικούς παραλληλισμούς με την τρέχουσα μάχη κατά του πληθωρισμού [2], οι αναλυτές τις περισσότερες φορές έχουν εξετάσει τις ενέργειες που πραγματοποίησε ο πρώην πρόεδρος της Fed, Paul Volcker, ως απάντηση στον υψηλό πληθωρισμό της δεκαετίας του 1970 και των αρχών της δεκαετίας του 1980. Για να επιτύχει τον αποπληθωρισμό, ο Volcker ώθησε δύο φορές την χώρα σε ύφεση μεταξύ 1979 και 1982, οδηγώντας την ανεργία πάνω από το 10% πριν επιτύχει τελικά να μειώσει τον πληθωρισμό στα χαμηλά μονοψήφια επίπεδα που απολάμβαναν οι Ηνωμένες Πολιτείες για τα επόμενα σχεδόν 40 χρόνια. Οι σημερινοί επενδυτές και οι παρατηρητές της αγοράς θα προτιμούσαν να απορρίψουν αυτόν τον θλιβερό παραλληλισμό, ελπίζοντας ότι αυτήν την φορά τα πράγματα θα είναι διαφορετικά.

Αλλά ο επίπονος, παρατεταμένος αγώνας του Volcker ενάντια στον διψήφιο πληθωρισμό δεν ήταν ασυνήθιστος. Στην πραγματικότητα, ήταν ο κανόνας -μέρος ενός ευρύτερου, επαναλαμβανόμενου φαινομένου, καθώς τα έθνη σε όλο τον αναπτυσσόμενο κόσμο αγωνίζονταν να μειώσουν τον πληθωρισμό και να εφαρμόσουν άλλες οικονομικές μεταρρυθμίσεις για να αντιμετωπίσουν την λεγόμενη κρίση χρέους του Τρίτου Κόσμου. Αυτή η κρίση, που ξεκίνησε το 1982, είχε το Μεξικό και περισσότερες από δώδεκα άλλες χώρες να δηλώνουν ότι δεν είχαν πλέον την οικονομική δυνατότητα να εξυπηρετήσουν τα χρέη τους. Για να δαμάσουν τον πληθωρισμό και να επαναφέρουν τις οικονομίες τους σε τροχιά, αναγκάστηκαν να αυξήσουν τα επιτόκια, να μειώσουν τα δημοσιονομικά τους ελλείμματα, και να εφαρμόσουν ορισμένες μεταρρυθμίσεις που πρότεινε ο τότε υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ, Τζέιμς Μπέικερ, στις συνεδριάσεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και της Παγκόσμιας Τράπεζας το 1985.

Είναι δελεαστικό να απορρίπτουμε τις οικονομίες των αναπτυσσόμενων χωρών ως υπερβολικά ανόμοιες με την κινούμενη από το δολάριο, προηγμένη οικονομία των Ηνωμένων Πολιτειών ώστε να παρέχουν μια χρήσιμη σύγκριση. Η Αργεντινή, για παράδειγμα, αντιμετώπισε επαναλαμβανόμενες περιόδους τριψήφιου πληθωρισμού από την δεκαετία του 1970 έως την δεκαετία του 1990 και αντιμετωπίζει και πάλι υψηλό πληθωρισμό -94,8% το 2022. Αλλά τα περισσότερα αναπτυσσόμενα έθνη δεν είναι Αργεντινή. Στην πραγματικότητα, έγιναν περισσότερες προσπάθειες για τη μείωση μέτριου διψήφιου πληθωρισμού -56 προσπάθειες εξαπλωμένες σε 16 αναπτυσσόμενες χώρες μεταξύ του 1973 και του 1994- παρά προσπάθειες μείωσης υψηλού πληθωρισμού. Το διάμεσο επίπεδο του ετήσιου πληθωρισμού κατά την διάρκεια αυτών των επεισοδίων, [δηλαδή το επίπεδο του]15%, ήταν παρόμοιο με το ανώτατο επίπεδο πληθωρισμού στο Ηνωμένο Βασίλειο, τις Ηνωμένες Πολιτείες, και την Ευρωπαϊκή Ένωση το 2022.

Οι τρέχουσες κρίσεις πληθωρισμού σε αυτές τις τρεις οικονομίες, και τα προηγούμενα επεισόδια πληθωρισμού στις αναδυόμενες αγορές, έχουν παράλληλη προέλευση: μεγάλα δημοσιονομικά ελλείμματα που καθοδηγούνται από τις δαπάνες. Περαιτέρω ομοιότητες περιλαμβάνουν ένα πλαίσιο εξωτερικών πολέμων, κορυφώσεις στις τιμές του πετρελαίου, και άλλα σοκ. Επιπλέον, επειδή οι εν λόγω αναπτυσσόμενες χώρες διαπραγματεύονταν δημόσια αγοραπωλησίες αξιών -μια άλλη ομοιότητα με τις σημερινές προηγμένες οικονομίες- η ιστορική απόδοση των χρηματιστηρίων τους περιέχει χρήσιμες υποδείξεις για το τι μπορεί να επιφυλάσσει το μέλλον για τις Ηνωμένες Πολιτείες. Οι 56 προσπάθειες μείωσης του μέτριου πληθωρισμού στις αναπτυσσόμενες χώρες μεταξύ του 1973 και του 1994 μαρτυρούν περισσότερα για την τρέχουσα οικονομική εποχή από το μεμονωμένο επεισόδιο αποπληθωρισμού του Volcker.

Οι πολιτικές αποπληθωρισμού φέρνουν τον βραχυπρόθεσμο πόνο της αύξησης των επιτοκίων και της πτώσης των κερδών που πρέπει να υπομείνουν οι οικονομίες για να αποκομίσουν τα μακροπρόθεσμα κέρδη που προέρχονται από τον χαμηλό πληθωρισμό. Σε αντίθεση με τους δείκτες που υστερούν, όπως η ανάπτυξη και η ανεργία –εκ των οποίων αμφότεροι ίσως να υποφέρουν βραχυπρόθεσμα πολύ ως αποτέλεσμα πολιτικών για τη μείωση του πληθωρισμού, αλλά μπορούν να μετρηθούν μόνο εκ των υστέρων- η χρηματιστηριακή αγορά είναι εμπροσθοβαρής, ένας κορυφαίος δείκτης του μέλλοντος. Εάν τα αναμενόμενα μακροπρόθεσμα οφέλη του χαμηλού πληθωρισμού για τις εισηγμένες στο χρηματιστήριο εταιρείες υπερβαίνουν το βραχυπρόθεσμο κόστος των πολιτικών αποπληθωρισμού, τότε οι επενδυτές θα πρέπει να αυξήσουν την αξία του συνολικού δείκτη των τιμών μετοχών μιας χώρας όταν κυβερνητικοί αξιωματούχοι ανακοινώνουν την έναρξη ενός αξιόπιστου προγράμματος αποπληθωρισμού.

Αλλά αυτό δεν συνέβη στις αναπτυσσόμενες χώρες. Αν και τα οφέλη για τις εταιρείες από τον χαμηλό πληθωρισμό είναι σημαντικά, καθώς φέρνουν ένα πιο σταθερό περιβάλλον προγραμματισμού με συνακόλουθα οφέλη παραγωγικότητας και πιο προβλέψιμα κέρδη, τα χρηματιστήρια των αναπτυσσόμενων χωρών δεν ανταποκρίθηκαν θετικά στις ανακοινώσεις για προγράμματα αποπληθωρισμού. Αντίθετα, αντέδρασαν κάνοντας αρνητική κατά 24% τη μέση σωρευτική απόδοση στα 56 προγράμματα, υποδεικνύοντας ότι ήταν απαραίτητος ο μεγαλύτερος οικονομικός πόνος για τη μείωση του διψήφιου πληθωρισμού σε μονοψήφιο αριθμό.

Δεδομένης της πρόσφατης αστάθειας στις χρηματοπιστωτικές αγορές των ΗΠΑ, οι αλλαγές στις τιμές των μετοχών μπορεί να μην φαίνονται ως ο πιο αξιόπιστος δείκτης της ευρύτερης οικονομίας. Όπως αστειεύτηκε ο οικονομολόγος του MIT, Paul Samuelson, «η χρηματιστηριακή αγορά έχει προβλέψει 9 από τις 5 τελευταίες υφέσεις». Αλλά ακόμη και ο Robert Shiller, ο οποίος κέρδισε το βραβείο Νόμπελ για τον σκεπτικισμό του σχετικά με το ενημερωτικό περιεχόμενο των τιμών των μετοχών, έχει υποστηρίξει ότι «ένα σημαντικό κλάσμα της αστάθειας στις χρηματοπιστωτικές αγορές πιθανώς δικαιολογείται από ειδήσεις για μελλοντικά μερίσματα ή κέρδη». Η ανακοίνωση ενός αξιόπιστου προγράμματος αποπληθωρισμού θα περιείχε σίγουρα τέτοια νέα και θα οδηγούσε σε αντίδραση της αγοράς.

ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΟΣ ΠΟΝΟΣ

Εάν το αναμενόμενο όφελος για τις εταιρείες από τη μείωση του μέτριου πληθωρισμού δεν υπερβαίνει στην πραγματικότητα το κόστος μιας τέτοιας πράξης, όπως υποδηλώνει η ιστορική απόδοση των χρηματιστηριακών δεικτών των αναδυόμενων αγορών, τότε γιατί να προσπαθήσουμε; Υπάρχουν δύο απαντήσεις σε αυτό το ερώτημα.

Πρώτον, η εναλλακτική είναι χειρότερη. Τα στοιχεία από τις αναδυόμενες οικονομίες καταδεικνύουν ότι ο μέτριος πληθωρισμός συνήθως δεν παραμένει ήπιος, αλλά τείνει να αυξάνεται, καθιστώντας ολοένα και πιο αποδιοργανωτική την παραγωγική οικονομική δραστηριότητα και διαβρώνοντας την αγοραστική δύναμη των απλών ανθρώπων.

Ο δεύτερος λόγος είναι ότι, παρότι είναι σημαντικό, το χρηματιστήριο δεν είναι η οικονομία. Η ιστορία των πτώσεων που προκαλούνται από τον αποπληθωρισμό στις τιμές των μετοχών στις αναδυόμενες αγορές δείχνει ότι μερικές φορές η αγορά πρέπει να πληρώσει το κόστος για να φτάσει η κοινωνία σε μια καλύτερη θέση. Δεν υπάρχει χαμηλού κόστους τρόπος για τη μετάβαση από τον μέτριο πληθωρισμό, όπου ξεκίνησαν οι Ηνωμένες Πολιτείες τον Ιούλιο του 2022, στον χαμηλό πληθωρισμό. Οι αγορές των ΗΠΑ αγνοούν μια απλή πραγματικότητα: δεν υπάρχει ανώδυνος τρόπος για να αποκατασταθεί η σταθερότητα των τιμών. Ο Volcker το ήξερε αυτό. Το ξέρει και ο Πάουελ. Σε απάντηση στην πρόταση ότι η Fed θα μπορούσε να αυξήσει τον στόχο της για πληθωρισμό πάνω από το 2%, έμεινε αταλάντευτος. «Δεν πρόκειται να το εξετάσουμε αυτό σε καμία περίπτωση», είπε τον Δεκέμβριο. «Θα χρειαστούν πολλά περισσότερα στοιχεία για να έχουμε αυτοπεποίθηση ότι ο πληθωρισμός βρίσκεται σε σταθερή καθοδική πορεία».

Το ταξίδι από τον μέτριο στον χαμηλό πληθωρισμό μπορεί να διαρκέσει χρόνια, όπως δείχνει η εμπειρία της Χιλής. Μετά από μια δεκαετία μικρής προόδου προς την επίτευξη σταθερών τιμών, τον Σεπτέμβριο του 1990 -με ετήσιο πληθωρισμό άνω του 20%- η κεντρική τράπεζα της χώρας ανακοίνωσε ότι θα υιοθετήσει επίσημο στόχο για τον ετήσιο πληθωρισμό και θα αυστηροποιήσει τη νομισματική πολιτική όπως απαιτείται για την επίτευξή του. Ο πρώτος στόχος, που τέθηκε για την περίοδο από τον Δεκέμβριο του 1990 έως τον Δεκέμβριο του 1991, ήταν 15% με 20%, με την κεντρική τράπεζα να μειώνει τον ετήσιο στόχο κατά 1,5 ποσοστιαίες μονάδες κάθε χρόνο από το 1991 έως το 2001. Διατυπώνοντας δημόσια έναν ρητό στόχο και με την αξιοπιστία της να διακυβεύεται, η κεντρική τράπεζα της Χιλής μπόρεσε να μειώσει τον πληθωρισμό στο 8,2% έως το 1995 και να τον διατηρήσει σε μονοψήφια επίπεδα μέχρι το 2021.

Στον ευρύτερο αναπτυσσόμενο κόσμο, παρά τις πτώσεις στις αποτιμήσεις των χρηματιστηρίων που ακολούθησαν τις ανακοινώσεις των προγραμμάτων αποπληθωρισμού, οι χώρες που είχαν την πειθαρχία να παραμείνουν σε αυτήν την πορεία είδαν σημαντική βελτίωση στις μακροπρόθεσμες οικονομικές τους επιδόσεις. Στα δέκα χρόνια που ακολούθησαν την επιτυχημένη μετάβαση αυτών των χωρών από τον μέτριο στον χαμηλό πληθωρισμό, ο μέσος ετήσιος ρυθμός ανάπτυξής τους ήταν σχεδόν 1,5% υψηλότερος από όσο ήταν την προηγούμενη δεκαετή περίοδο.

Οι χώρες που αξιοποίησαν το νέο χαμηλού πληθωρισμού περιβάλλον τους για να εφαρμόσουν πρόσθετες μεταρρυθμίσεις γνώρισαν μια ακόμη πιο γρήγορη οικονομική ανάκαμψη. Για παράδειγμα, τα έθνη που άνοιξαν τις οικονομίες τους στο ελεύθερο εμπόριο (πολλά από τα οποία ήταν στην Αφρική) είδαν τον δεκαετή μέσο ετήσιο ρυθμό ανάπτυξής τους να επιταχύνεται από 1,72% σε 4,38% -μια αύξηση τόσο μεγάλη που υπερβαίνει το μισό του χρόνου που χρειάζεται για να διπλασιαστεί το βιοτικό επίπεδο ενός τυπικού πολίτη.

Είναι δύσκολο να διαφωνήσει κανείς με αυτού του είδους την ανάπτυξη -την ανάπτυξη που μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2007–8 [3] τροφοδότησε την παγκόσμια οικονομία. Παρά τον βραχυπρόθεσμο πόνο της ύφεσης και της ανεργίας, η μείωση του πληθωρισμού σε χαμηλά, σταθερά, και προβλέψιμα επίπεδα είναι απολύτως απαραίτητη ώστε οι χώρες να επιτύχουν βιώσιμη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη. Δεν υπάρχουν αντιπαραδείγματα.

ΣΥΝΕΧΙΣΤΕ

Οι αριθμοί του πληθωρισμού στις ΗΠΑ κινούνται προς την σωστή κατεύθυνση, αλλά παραμένουν πάνω από τον στόχο του 2% που πρέπει να πετύχει η Fed για να αποκαταστήσει την σταθερότητα των τιμών και να διατηρήσει την αξιοπιστία της. Παρόλο που οι περαιτέρω αυξήσεις των επιτοκίων θα μπορούσαν να σημαίνουν πρόσθετες πτώσεις στην [χρηματιστηριακή] αγορά των ΗΠΑ, οι αξιωματούχοι της Ομοσπονδιακής Τράπεζας θα κάνουν καλά να θυμούνται τα μαθήματα του παρελθόντος όταν συνεδριάσουν τον Φεβρουάριο. Και μόλις η Fed επιτύχει επιτέλους τον στόχο της, οι νομοθέτες των ΗΠΑ πρέπει στην συνέχεια να εφαρμόσουν τις οικονομικές πολιτικές που απαιτούνται για την ενίσχυση της παραγωγικότητας και την αξιοποίηση της ανανεωμένης σταθερότητας των τιμών.

Σύνδεσμοι:
[1] https://www.amazon.com/Turnaround-Third-World-Lessons-Growth/dp/0465031897
[2] https://www.foreignaffairs.com/world/age-of-inflation-kenneth-rogoff
[3] https://www.foreignaffairs.com/united-states/crisis-next-time

Copyright © 2023 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Στα αγγλικά: https://www.foreignaffairs.com/united-states/long-war-inflation

Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στην διεύθυνση www.twitter.com/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στην διεύθυνση www.facebook.com/ForeignAffairs.gr και στο linkedin στην διεύθυνση https://www.linkedin.com/company/foreign-affairs-the-hellenic-edition