Η επιστροφή των ελέγχων εξαγωγών | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η επιστροφή των ελέγχων εξαγωγών

Μια τακτική με ρίσκο, που απαιτεί συνεργασία από τους συμμάχους

Όταν οι λεπτομέρειες αυτών των συναλλαγών αποκαλύφθηκαν τελικά το 1987, επικράτησε σάλος στις Ηνωμένες Πολιτείες. Η σφοδρότητα της αντίδρασης του Κογκρέσου ήταν αρκετή για να τρομάξει την Toshiba και τη νορβηγική κυβέρνηση ώστε να αναθέσουν δύο ανεξάρτητες έρευνες. Η Toshiba προσπάθησε να περιορίσει την ζημιά: απέλυσε στελέχη, προσέλαβε μια ομάδα από λομπίστες της Ουάσιγκτον, και έβγαλε ολοσέλιδες διαφημίσεις σε δεκάδες εφημερίδες ζητώντας συγγνώμη από το αμερικανικό κοινό. Αλλά η οργή του Κογκρέσου συνεχίστηκε και αυξήθηκε ξανά όταν, σχεδόν έναν χρόνο αργότερα, τα ιαπωνικά δικαστήρια τιμώρησαν την Toshiba -μια εταιρεία με ετήσια έσοδα 17 δισεκατομμυρίων δολαρίων- με πρόστιμο μόλις 15.000 δολαρίων.

Για τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής, οι έρευνες αποκάλυψαν βαθιά προβλήματα στο σύστημα ελέγχων των εξαγωγών των συμμάχων. Η Kongsberg εργαζόταν από τις αρχές της δεκαετίας του 1970 με εταιρείες εργαλειομηχανών στην Γαλλία, την Γερμανία, την Ιταλία, και το Ηνωμένο Βασίλειο για να πουλήσει δυνητικά επικίνδυνο εξοπλισμό στους Σοβιετικούς. Αυτή η αποκάλυψη ανάγκασε αυτές τις συμμαχικές κυβερνήσεις να διεξάγουν τις δικές τους έρευνες, οι οποίες αποκάλυψαν ακόμη περισσότερα αδικήματα. Λίγα μέλη του ΝΑΤΟ, όπως φάνηκε, εφάρμοζαν επαρκώς τους νόμους τους που περιόριζαν την εξωτερική ροή της τεχνολογίας στην Σοβιετική Ένωση.

ΚΑΚΟΣ ΣΥΓΧΡΟΝΙΣΜΟΣ

Η χρονική στιγμή του περιστατικού των Toshiba-Kongsberg ήταν ατυχής για τις Ηνωμένες Πολιτείες. Στις προγραμματικές του δηλώσεις τον Ιανουάριο του 1987, λίγους μήνες πριν ξεσπάσει το σκάνδαλο, ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ρόναλντ Ρήγκαν, ανακοίνωσε την κυβερνητική «Πρωτοβουλία Ανταγωνιστικότητας», η οποία περιελάμβανε μια στρατηγική για να γίνει η οικονομία πιο ελκυστική, να αντιμετωπιστεί το διογκωμένο εμπορικό έλλειμμα, και να μειωθεί η περιοριστικότητα των ελέγχων των εξαγωγών των ΗΠΑ σε σχέση με αυτούς στην Ευρώπη και την Ιαπωνία. Λίγο αργότερα, η Εθνική Ακαδημία Επιστημών δημοσίευσε μια μελέτη με παρόμοιες συστάσεις. Τον Απρίλιο του ίδιου έτους, η Βουλή των Αντιπροσώπων ενέκρινε την πρώτη έκδοση ενός νομοσχεδίου που περιελάμβανε σημαντικές μεταρρυθμίσεις στην πολιτική ελέγχου των εξαγωγών των ΗΠΑ. Στην συνέχεια, η αντίδραση του Κογκρέσου στο σκάνδαλο των λεπίδων προπέλας παραλίγο να εκτροχιάσει την προσπάθεια. Βοήθησε να παραταθούν οι νομοθετικές διαμάχες και μόνο τον Αύγουστο του 1988 ο Ρήγκαν υπέγραψε τελικά έναν πολύ αναθεωρημένο νόμο για το εμπόριο και την ανταγωνιστικότητα.

Δεδομένης της κατακραυγής, είναι αξιοσημείωτο ότι επέζησαν οποιεσδήποτε νομοθετημένες μεταρρυθμίσεις στην πολιτική ελέγχου των εξαγωγών των ΗΠΑ. Ο νόμος καθιέρωσε μια διαδικασία για την εξάλειψη πολλών από τους εναπομείναντες περιορισμούς μόνο των ΗΠΑ για προϊόντα που οι συνεργάτες της COCOM δεν συμφώνησαν να ελέγξουν, γεγονός που επέτρεψε στις αμερικανικές εταιρείες να εξάγουν ορισμένα προϊόντα για πρώτη φορά και να ανταγωνίζονται με τους Ευρωπαίους και Ιάπωνες ομολόγους τους στο εξωτερικό. Μείωσε επίσης το κόστος και τα γραφειοκρατικά εμπόδια που αντιμετώπιζαν οι αμερικανικές εταιρείες οι οποίες χρειάζονταν άδεια εξαγωγής αγαθών που υπόκεινται σε αυτούς τους εναπομείναντες ελέγχους.

Ο νόμος εισήγαγε επίσης νέες εξωχώριες κυρώσεις για ξένες εταιρείες που παραβίασαν τους ελέγχους της COCOM. Στις Toshiba και Kongsberg επιβλήθηκαν κυρώσεις για τις προηγούμενες παραβάσεις τους. Αλλά ακόμη και αυτές οι κυρώσεις ήταν αναγκαστικά μετριοπαθείς, καθώς θα ήταν δαπανηρό και θα εγκυμονούσε κινδύνους για την εθνική ασφάλεια να αποκοπεί ο στρατός των ΗΠΑ από τα προϊόντα αυτών των εταιρειών, συμπεριλαμβανομένων των πυραύλων Penguin της Kongsberg.

Το πιο σημαντικό είναι ότι ο νόμος του 1988 επέτρεψε στην κυβέρνηση των ΗΠΑ να επιβάλει κυρώσεις σε ξένες εταιρείες για μελλοντικές παραβιάσεις της COCOM, συμπεριλαμβανομένων πιθανών απαγορεύσεων στις εισαγωγές από τις ΗΠΑ ή στις κρατικές αγορές. Σε περίπτωση μελλοντικής παραβίασης, επέτρεψε επίσης στον γενικό εισαγγελέα των ΗΠΑ να μηνύσει ξένες εταιρείες για αποζημίωση ώστε να προσπαθήσουν να ανακτήσουν οποιοδήποτε ποσό εκτιμούσε ο υπουργός Άμυνας ότι χρειαζόταν για να αποκατασταθεί «η στρατιωτική ετοιμότητα των Ηνωμένων Πολιτειών». Στην περίπτωση της Toshiba, μια εκτίμηση ανέφερε το κόστος ανάπτυξης νέων δυνατοτήτων παρακολούθησης υποβρυχίων σε 8 δισεκατομμύρια δολάρια. Αυτές οι τιμωρητικές κυρώσεις των ΗΠΑ εισήγαγαν νέους κινδύνους για την COCOM: όσο πιο αυστηρή ήταν η ποινή, τόσο λιγότερο πιθανό θα ήταν ένας σύμμαχος να αυτοπεριοριστεί με το να συμφωνήσει να προσθέσει ένα νέο προϊόν υψηλής τεχνολογίας στην λίστα εξαρχής.

Είναι άγνωστο εάν οι εξωχώριες προσπάθειες των ΗΠΑ για την επιβολή της COCOM θα είχαν αποδειχτεί ανασταλτικές. Το τείχος του Βερολίνου έπεσε το 1989 και η Σοβιετική Ένωση κατέρρευσε το 1991. Άνευ χρησιμότητας, η COCOM διαλύθηκε εντελώς το 1994. Στην συνέχεια, οι χώρες διαπραγματεύτηκαν νέα και θεμελιωδώς διαφορετικά καθεστώτα ελέγχου των εξαγωγών, το ευρύτερο από τα οποία, η συμφωνία Wassenaar, δημιουργήθηκε το 1996. Αυτό το καθεστώς θεσπίστηκε για να περιορίσει την πρόσβαση κακόβουλων δρώντων σε ορισμένα προϊόντα και να καταπολεμήσει την τρομοκρατία. Η Ρωσία και άλλες 41 χώρες έχουν υπογράψει το καθεστώς αυτό, και οι αποφάσεις απαιτούν ομόφωνη συναίνεση. Ως αποτέλεσμα της ένταξης της Ρωσίας, της απαίτησης ομοφωνίας, και των περιορισμένων ιδρυτικών της στόχων, η Wassenaar είναι πιο αδύναμη από την COCOM και δεν είναι κατάλληλη να αντιμετωπίσει τις σημερινές αναδυόμενες προκλήσεις.

ΕΝΑΣ ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΟΣ ΚΟΣΜΟΣ