Η επιστροφή των ελέγχων εξαγωγών | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η επιστροφή των ελέγχων εξαγωγών

Μια τακτική με ρίσκο, που απαιτεί συνεργασία από τους συμμάχους

Την 1η Ιουλίου 1987, εννέα μέλη του Κογκρέσου των ΗΠΑ έσπασαν στερεοφωνικά της Toshiba με βαριοπούλες στο γρασίδι του Καπιτωλίου των ΗΠΑ σε μια συμβολική διαμαρτυρία ενάντια στην αποκάλυψη-βόμβα ότι η ιαπωνική εταιρεία είχε παράσχει παράνομα στην Σοβιετική Ένωση πρόσβαση σε αθόρυβες προπέλες υποβρυχίων. Αυτή η εταιρική απόφαση, η οποία κατέστησε πιο δύσκολο για το Ναυτικό των ΗΠΑ να εντοπίζει και να παρακολουθήσει σοβιετικά πυρηνικά υποβρύχια, έθεσε σε κίνδυνο την συλλογική ασφάλεια της Ιαπωνίας, των Ηνωμένων Πολιτειών, και του ΝΑΤΟ. Σε απάντηση, οι Αμερικανοί νομοθέτες ζήτησαν την απαγόρευση των εισαγωγών από την Toshiba και την Kongsberg, έναν Νορβηγικό κρατικό εργολάβο άμυνας που είχε συνεργαστεί για την παραγωγή των λεπίδων. Ορισμένοι πολιτικοί των ΗΠΑ πρότειναν ακόμη και άσκηση δίωξης κατά της ιαπωνικής κυβέρνησης επειδή δεν εφάρμοσε τους δικούς της νόμους περί ελέγχου των εξαγωγών. Το κουραστικό και τεχνικό θέμα των ελέγχων στις εξαγωγές βρέθηκε ξαφνικά και ασυνήθιστα στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων σε εθνικό επίπεδο. Στην συνέχεια, η συζήτηση ηρέμησε και οι έλεγχοι των εξαγωγών ξεθώριασαν από την συνείδηση του κοινού.

25012023-1.jpg

Ένα πλοίο που ελλιμενίζεται στο Νιούαρκ του Νιου Τζέρσεϊ, τον Νοέμβριο του 2017. Brendan McDermid / Reuters
---------------------------------------------------

Σήμερα, ωστόσο, οι έλεγχοι επί των εξαγωγών επανήλθαν. Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο του 2022 ώθησε τις Ηνωμένες Πολιτείες και άλλες 37 κυβερνήσεις να περιορίσουν τις εξαγωγές υψηλής τεχνολογίας στον επιτιθέμενο. Ούτε η Ρωσία είναι η μόνη χώρα που έχει πληγεί πρόσφατα με τέτοιους ελέγχους. Η Κίνα έχει επίσης στοχοποιηθεί, αν και η κυβέρνηση Μπάιντεν ήταν μόνη στις 7 Οκτωβρίου 2022, όταν απαγόρευσε ορισμένες εξαγωγές τσιπ και σχετικών μηχανημάτων στην Κίνα σε μια προσπάθεια να εξουδετερώσει την εκκολαπτόμενη βιομηχανία ημιαγωγών της. Η απαγόρευση θα έχει κάποιο αποτέλεσμα, αλλά οι παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού, οι πολυεθνικές εταιρείες, και η διεθνοποίηση της καινοτομίας σημαίνουν ότι η μονομερής δράση των Ηνωμένων Πολιτειών δεν επαρκεί για την προστασία της εθνικής τους ασφάλειας, πόσω μάλλον εκείνης των συμμάχων τους. Εάν οι έλεγχοι επί των εξαγωγών έχουν επιστρέψει ως ισχυρό εργαλείο για τις κυβερνήσεις, τότε οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να αναγνωρίσουν τα όρια της αποτελεσματικότητάς τους. Ο επιτυχής έλεγχος των εξαγωγών εξοπλισμού και των τεχνικών γνώσεων σε πιθανούς στρατιωτικούς αντιπάλους θα απαιτήσει την πλήρη εμπλοκή των συμμάχων των ΗΠΑ και όχι την επιβολή μονομερών απαγορεύσεων.

ΟΙ ΣΠΟΡΟΙ ΤΗΣ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑΣ

Στις αρχές του Ψυχρού Πολέμου, οι Ηνωμένες Πολιτείες, οι σύμμαχοί τους στο ΝΑΤΟ, και η Ιαπωνία άρχισαν να συνεργάζονται για τον περιορισμό των εξαγωγών σε κομμουνιστικές χώρες. Το 1949, ίδρυσαν την Συντονιστική Επιτροπή για τους Πολυμερείς Ελέγχους Εξαγωγών (Coordinating Committee for Multilateral Export Controls, COCOM), η οποία συνεδρίαζε μυστικά για να αποφασίσει ποια προϊόντα δεν θα έπρεπε να εξάγονται στην Σοβιετική Ένωση και στα κράτη-δορυφόρους της. Οι αποφάσεις έπρεπε να είναι ομόφωνες. Αρχικά, αυτό δεν ήταν πρόβλημα. Όταν ιδρύθηκε η COCOM, η Ευρώπη και η Ιαπωνία εξακολουθούσαν να αναρρώνουν από την καταστροφή του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, ενώ οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν άθικτες και ακμάζουσες. Οι σύμμαχοι ήταν επίσης οικονομικά εξαρτημένοι από τις Ηνωμένες Πολιτείες μέσω του Σχεδίου Μάρσαλ και άλλων αμερικανικών βοηθητικών προγραμμάτων. Κατά συνέπεια, τα προϊόντα που η COCOM συμφώνησε να ελέγχει συλλογικά καθοδηγούνταν δυσανάλογα από αμερικανικά συμφέροντα.

Αλλά μέχρι την δεκαετία του 1980, η Ευρώπη και η Ιαπωνία είχαν ανακάμψει και είχαν δικούς τους κατασκευαστές τεχνολογίας κορυφής. Ενώ οι Ηνωμένες Πολιτείες επιθυμούσαν έναν μεγαλύτερο κατάλογο απαγορευμένων προϊόντων, οι σύμμαχοι επιθυμούσαν έναν μικρότερο. Ήταν ολοένα και πιο καχύποπτοι πως η Ουάσιγκτον χειραγωγούσε το σύστημα ορίζοντας προσεκτικά τα προϊόντα στην λίστα, έτσι ώστε να περιορίσει τις εξαγωγές από ευρωπαϊκές και ιαπωνικές εταιρείες αλλά όχι από εκείνες των ανταγωνιστών τους στις ΗΠΑ. Οι σύμμαχοι φοβούνταν ότι θα υποστούν οικονομικές απώλειες εάν απαγορεύονταν τα εξαγωγικά προϊόντα τους. Δεν μπορούσαν να αντέξουν οικονομικά, υποστήριξαν, να διακόψουν το εμπόριο με τους γείτονές τους.

Μέχρι την δεκαετία του 1980, η απογοήτευση των ΗΠΑ με τις άλλες εμπορικές πολιτικές των συμμάχων τους είχε επίσης αυξηθεί. Μια δεκαετία αυξανόμενων ιαπωνικών εξαγωγών, συμπεριλαμβανομένου του χάλυβα, των αυτοκινήτων, και των ημιαγωγών, είχε οδηγήσει σε ένα διαρκώς διευρυνόμενο εμπορικό έλλειμμα των ΗΠΑ, συνεχείς ισχυρισμούς για αθέμιτες συναλλαγές, και μια τεταμένη περίοδο προπηλακισμού της Ιαπωνίας. Οι αμερικανικές εταιρείες ανταγωνίζονταν και συχνά ηττούνταν από ξένους ανταγωνιστές -συμπεριλαμβανομένων των Toshiba και Kongsberg- οι οποίοι σχεδίαζαν και κατασκεύαζαν προϊόντα αιχμής εκτός των Ηνωμένων Πολιτειών, πέρα από την εμβέλεια των νόμων για τον έλεγχο των εξαγωγών των ΗΠΑ.

Μετά ξέσπασε το σκάνδαλο. Το 1981, η Tekmashimport, ένας σοβιετικός εισαγωγέας, χρησιμοποίησε ένα δίκτυο πρακτόρων της KGB και εμπορικών εταιρειών για να επικοινωνήσει με την Toshiba Machine Tools. Οι Σοβιετικοί χρειάζονταν τον εξοπλισμό της ιαπωνικής εταιρείας για την κοπή, το τρόχισμα, και την στίλβωση μεγάλων κομματιών μετάλλου σε πτερύγια προπέλας υποβρυχίων. Η Toshiba συμφώνησε να προμηθεύσει τα μηχανήματα, και συνεργάστηκε με την Kongsberg για την βαθμονόμηση των ιαπωνικών εργαλείων ώστε να καταστήσουν τις σοβιετικές προπέλες υποβρυχίων σχεδόν μη ανιχνεύσιμες.

Όταν οι λεπτομέρειες αυτών των συναλλαγών αποκαλύφθηκαν τελικά το 1987, επικράτησε σάλος στις Ηνωμένες Πολιτείες. Η σφοδρότητα της αντίδρασης του Κογκρέσου ήταν αρκετή για να τρομάξει την Toshiba και τη νορβηγική κυβέρνηση ώστε να αναθέσουν δύο ανεξάρτητες έρευνες. Η Toshiba προσπάθησε να περιορίσει την ζημιά: απέλυσε στελέχη, προσέλαβε μια ομάδα από λομπίστες της Ουάσιγκτον, και έβγαλε ολοσέλιδες διαφημίσεις σε δεκάδες εφημερίδες ζητώντας συγγνώμη από το αμερικανικό κοινό. Αλλά η οργή του Κογκρέσου συνεχίστηκε και αυξήθηκε ξανά όταν, σχεδόν έναν χρόνο αργότερα, τα ιαπωνικά δικαστήρια τιμώρησαν την Toshiba -μια εταιρεία με ετήσια έσοδα 17 δισεκατομμυρίων δολαρίων- με πρόστιμο μόλις 15.000 δολαρίων.

Για τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής, οι έρευνες αποκάλυψαν βαθιά προβλήματα στο σύστημα ελέγχων των εξαγωγών των συμμάχων. Η Kongsberg εργαζόταν από τις αρχές της δεκαετίας του 1970 με εταιρείες εργαλειομηχανών στην Γαλλία, την Γερμανία, την Ιταλία, και το Ηνωμένο Βασίλειο για να πουλήσει δυνητικά επικίνδυνο εξοπλισμό στους Σοβιετικούς. Αυτή η αποκάλυψη ανάγκασε αυτές τις συμμαχικές κυβερνήσεις να διεξάγουν τις δικές τους έρευνες, οι οποίες αποκάλυψαν ακόμη περισσότερα αδικήματα. Λίγα μέλη του ΝΑΤΟ, όπως φάνηκε, εφάρμοζαν επαρκώς τους νόμους τους που περιόριζαν την εξωτερική ροή της τεχνολογίας στην Σοβιετική Ένωση.

ΚΑΚΟΣ ΣΥΓΧΡΟΝΙΣΜΟΣ

Η χρονική στιγμή του περιστατικού των Toshiba-Kongsberg ήταν ατυχής για τις Ηνωμένες Πολιτείες. Στις προγραμματικές του δηλώσεις τον Ιανουάριο του 1987, λίγους μήνες πριν ξεσπάσει το σκάνδαλο, ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ρόναλντ Ρήγκαν, ανακοίνωσε την κυβερνητική «Πρωτοβουλία Ανταγωνιστικότητας», η οποία περιελάμβανε μια στρατηγική για να γίνει η οικονομία πιο ελκυστική, να αντιμετωπιστεί το διογκωμένο εμπορικό έλλειμμα, και να μειωθεί η περιοριστικότητα των ελέγχων των εξαγωγών των ΗΠΑ σε σχέση με αυτούς στην Ευρώπη και την Ιαπωνία. Λίγο αργότερα, η Εθνική Ακαδημία Επιστημών δημοσίευσε μια μελέτη με παρόμοιες συστάσεις. Τον Απρίλιο του ίδιου έτους, η Βουλή των Αντιπροσώπων ενέκρινε την πρώτη έκδοση ενός νομοσχεδίου που περιελάμβανε σημαντικές μεταρρυθμίσεις στην πολιτική ελέγχου των εξαγωγών των ΗΠΑ. Στην συνέχεια, η αντίδραση του Κογκρέσου στο σκάνδαλο των λεπίδων προπέλας παραλίγο να εκτροχιάσει την προσπάθεια. Βοήθησε να παραταθούν οι νομοθετικές διαμάχες και μόνο τον Αύγουστο του 1988 ο Ρήγκαν υπέγραψε τελικά έναν πολύ αναθεωρημένο νόμο για το εμπόριο και την ανταγωνιστικότητα.

Δεδομένης της κατακραυγής, είναι αξιοσημείωτο ότι επέζησαν οποιεσδήποτε νομοθετημένες μεταρρυθμίσεις στην πολιτική ελέγχου των εξαγωγών των ΗΠΑ. Ο νόμος καθιέρωσε μια διαδικασία για την εξάλειψη πολλών από τους εναπομείναντες περιορισμούς μόνο των ΗΠΑ για προϊόντα που οι συνεργάτες της COCOM δεν συμφώνησαν να ελέγξουν, γεγονός που επέτρεψε στις αμερικανικές εταιρείες να εξάγουν ορισμένα προϊόντα για πρώτη φορά και να ανταγωνίζονται με τους Ευρωπαίους και Ιάπωνες ομολόγους τους στο εξωτερικό. Μείωσε επίσης το κόστος και τα γραφειοκρατικά εμπόδια που αντιμετώπιζαν οι αμερικανικές εταιρείες οι οποίες χρειάζονταν άδεια εξαγωγής αγαθών που υπόκεινται σε αυτούς τους εναπομείναντες ελέγχους.

Ο νόμος εισήγαγε επίσης νέες εξωχώριες κυρώσεις για ξένες εταιρείες που παραβίασαν τους ελέγχους της COCOM. Στις Toshiba και Kongsberg επιβλήθηκαν κυρώσεις για τις προηγούμενες παραβάσεις τους. Αλλά ακόμη και αυτές οι κυρώσεις ήταν αναγκαστικά μετριοπαθείς, καθώς θα ήταν δαπανηρό και θα εγκυμονούσε κινδύνους για την εθνική ασφάλεια να αποκοπεί ο στρατός των ΗΠΑ από τα προϊόντα αυτών των εταιρειών, συμπεριλαμβανομένων των πυραύλων Penguin της Kongsberg.

Το πιο σημαντικό είναι ότι ο νόμος του 1988 επέτρεψε στην κυβέρνηση των ΗΠΑ να επιβάλει κυρώσεις σε ξένες εταιρείες για μελλοντικές παραβιάσεις της COCOM, συμπεριλαμβανομένων πιθανών απαγορεύσεων στις εισαγωγές από τις ΗΠΑ ή στις κρατικές αγορές. Σε περίπτωση μελλοντικής παραβίασης, επέτρεψε επίσης στον γενικό εισαγγελέα των ΗΠΑ να μηνύσει ξένες εταιρείες για αποζημίωση ώστε να προσπαθήσουν να ανακτήσουν οποιοδήποτε ποσό εκτιμούσε ο υπουργός Άμυνας ότι χρειαζόταν για να αποκατασταθεί «η στρατιωτική ετοιμότητα των Ηνωμένων Πολιτειών». Στην περίπτωση της Toshiba, μια εκτίμηση ανέφερε το κόστος ανάπτυξης νέων δυνατοτήτων παρακολούθησης υποβρυχίων σε 8 δισεκατομμύρια δολάρια. Αυτές οι τιμωρητικές κυρώσεις των ΗΠΑ εισήγαγαν νέους κινδύνους για την COCOM: όσο πιο αυστηρή ήταν η ποινή, τόσο λιγότερο πιθανό θα ήταν ένας σύμμαχος να αυτοπεριοριστεί με το να συμφωνήσει να προσθέσει ένα νέο προϊόν υψηλής τεχνολογίας στην λίστα εξαρχής.

Είναι άγνωστο εάν οι εξωχώριες προσπάθειες των ΗΠΑ για την επιβολή της COCOM θα είχαν αποδειχτεί ανασταλτικές. Το τείχος του Βερολίνου έπεσε το 1989 και η Σοβιετική Ένωση κατέρρευσε το 1991. Άνευ χρησιμότητας, η COCOM διαλύθηκε εντελώς το 1994. Στην συνέχεια, οι χώρες διαπραγματεύτηκαν νέα και θεμελιωδώς διαφορετικά καθεστώτα ελέγχου των εξαγωγών, το ευρύτερο από τα οποία, η συμφωνία Wassenaar, δημιουργήθηκε το 1996. Αυτό το καθεστώς θεσπίστηκε για να περιορίσει την πρόσβαση κακόβουλων δρώντων σε ορισμένα προϊόντα και να καταπολεμήσει την τρομοκρατία. Η Ρωσία και άλλες 41 χώρες έχουν υπογράψει το καθεστώς αυτό, και οι αποφάσεις απαιτούν ομόφωνη συναίνεση. Ως αποτέλεσμα της ένταξης της Ρωσίας, της απαίτησης ομοφωνίας, και των περιορισμένων ιδρυτικών της στόχων, η Wassenaar είναι πιο αδύναμη από την COCOM και δεν είναι κατάλληλη να αντιμετωπίσει τις σημερινές αναδυόμενες προκλήσεις.

ΕΝΑΣ ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΟΣ ΚΟΣΜΟΣ

Το ζήτημα του μέλλοντος των ελέγχων των εξαγωγών έχει μεγαλύτερη σημασία όταν πρόκειται για την Κίνα. Η Ουάσιγκτον παρακολουθούσε με ανησυχία τον Κινέζο πρόεδρο, Σι Τζινπίνγκ, να αναπτύσσει την πολιτική της «Στρατιωτικής-Πολιτικής Σύντηξης», η οποία στρατολογεί κινεζικές εταιρείες να βοηθήσουν στον εκσυγχρονισμό του Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού. Οι ανησυχίες των ΗΠΑ εντάθηκαν μετά από αναφορές τον Ιούλιο ότι η SMIC, μια κινεζική εταιρεία κατασκευής τσιπ, είχε αναπτύξει προηγμένους ημιαγωγούς κόμβων (node semiconductors), παρά έναν γύρο ελέγχων στις εξαγωγές των ΗΠΑ το 2020. Αυτές οι ανησυχίες οδήγησαν την κυβέρνηση Μπάιντεν να ανακοινώσει νέους εκτεταμένους ελέγχους με στόχο το Πεκίνο τον Οκτώβριο του 2022. Όλοι οι εγχώριοι κινεζικοί κατασκευαστές τσιπ αποκόπηκαν ξαφνικά από τις αμερικανικές εξαγωγές του εξοπλισμού και των υπηρεσιών που απαιτούνται για την κατασκευή ημιαγωγών υψηλής τεχνολογίας. Αν και η χρονική στιγμή ήταν μια έκπληξη, η πολιτική αντανακλούσε την αυξανόμενη δικομματική ανησυχία ότι η Κίνα χρησιμοποιούσε την Δυτική τεχνολογία για να αναπτύξει ανώτερους πυραύλους, μη επανδρωμένα αεροσκάφη, και άλλα όπλα.

Αυτοί οι έλεγχοι των εξαγωγών των ΗΠΑ ήταν μονομερείς. Αν και η κυβέρνηση Μπάιντεν προσπάθησε να επιτύχει κοινή δράση, η συμφωνία με τους κρίσιμους συμμάχους -την ολλανδική και την ιαπωνική κυβέρνηση στην περίπτωση αυτής της συγκεκριμένης τεχνολογίας- έχει αποδειχθεί ανέφικτη. Χωρίς κοινούς ελέγχους, ολλανδικές και ιαπωνικές εταιρείες θα μπορούσαν να αναλάβουν την θέση στην αγορά που έμεινε κενή από εταιρείες των ΗΠΑ. Έτσι, η αποτυχία ευθυγράμμισης των ελέγχων θα έβλαπτε τις εταιρείες των ΗΠΑ χωρίς να προστατεύει την εθνική ασφάλεια, θέτοντας υπό αμφισβήτηση την ύπαρξη ελέγχων μόνο από τις ΗΠΑ.

Οι εξωχώριοι έλεγχοι εξαγωγών ή η επιβολή τους από τις ΗΠΑ επίσης δεν αποτελούν μακροπρόθεσμες λύσεις. Δεν είναι βιώσιμοι για μια συμμαχία με δημοκρατίες όπως η Ιαπωνία και η Ολλανδία. Ενώ το να κατηγορούν τις ΗΠΑ για τις ενέργειες της πολιτικής τους μπορεί μερικές φορές να προστατεύει τις οικονομίες αυτών των χωρών από κινεζικά αντίποινα, οι Ιάπωνες και Ολλανδοί ηγέτες πρέπει να πείσουν τους ψηφοφόρους τους ότι τέτοιες πολιτικές είναι επίσης προς τα συμφέροντα της εθνικής τους ασφάλειας.

ΣΤΕΚΟΜΑΣΤΕ ΕΝΩΜΕΝΟΙ

Για να είναι αποτελεσματικοί, η Ουάσιγκτον και οι σύμμαχοί της πρέπει να συμφωνήσουν να εναρμονίσουν και να επιβάλουν ελέγχους στις εξαγωγές όπως ανακοίνωσε η κυβέρνηση Μπάιντεν τον Οκτώβριο. Αυτό θα απαιτήσει να πειστούν οι σύμμαχοι ότι το κοινό κόστος της αδράνειας είναι μεγαλύτερο από τις οικονομικές απώλειες από την επιβολή των ελέγχων. Ενδέχεται επίσης να χρειαστούν νέες ρυθμίσεις για την απόκτηση και την ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με θεμιτές ανησυχίες για την ασφάλεια που σχετίζονται με προϊόντα υψηλής τεχνολογίας. Αν και οι Ηνωμένες Πολιτείες πιθανότατα θα είναι η πηγή των περισσότερων από αυτές τις πληροφορίες, λόγω του καλά ανεπτυγμένου μηχανισμού συλλογής πληροφοριών, οι σύμμαχοί τους θα διαδραματίσουν επίσης σημαντικό ρόλο στο να εμποδίσουν τους αξιωματούχους των ΗΠΑ να βλέπουν απειλές εκεί που δεν υπάρχουν.

Απαιτούνται επίσης πληροφορίες για την ενημέρωση των Υπουργών Εμπορίου και Οικονομικών και άλλων φορέων χάραξης οικονομικής πολιτικής, δεδομένου ότι οι νέοι έλεγχοι των εξαγωγών απαιτούν συμπληρωματικές πολιτικές για να είναι αποτελεσματικοί. Η ανάγκη για συμπληρωματικές και συντονισμένες πολιτικές καταδείχθηκε από την συγκεχυμένη προσέγγιση του προέδρου των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, για τους ημιαγωγούς. Η κυβέρνησή του εργαζόταν σε αντιθετικούς στόχους: ενώ το Υπουργείο Εμπορίου ανακοίνωνε νέους περιορισμούς στις πωλήσεις τσιπ και εξοπλισμού στην Κίνα το 2019 και το 2020, ο εμπορικός εκπρόσωπος του Τραμπ έλεγε στο Πεκίνο να αγοράσει περισσότερα εξαγόμενα τσιπ και εξοπλισμό από τις ΗΠΑ στο πλαίσιο της Πρώτης Φάσης της εμπορικής συμφωνίας που υπέγραψε. Η αποτυχία να διασφαλιστεί ότι η διοίκηση στο σύνολό της κατανοούσε τις στρατηγικές της προτεραιότητες, υποστηριζόμενη από αξιόπιστες πληροφορίες, οδήγησε σε χάος στην χάραξη πολιτικής.

Η προσέγγιση της κυβέρνησης Μπάιντεν είναι τουλάχιστον συνεκτική. Ορισμένες από τις οικονομικές απώλειες σε Αμερικανούς, Ολλανδούς, και Ιάπωνες κατασκευαστές εξοπλισμού που προκύπτουν από τους ελέγχους των εξαγωγών του Οκτωβρίου μπορούν να αντισταθμιστούν από τη νέα ζήτηση από τις τοπικές εγκαταστάσεις παραγωγής ημιαγωγών που ενισχύονται τώρα από τον αμερικανικό νόμο CHIPS, καθώς και από ιαπωνικές και ευρωπαϊκές επιδοτήσεις.

Ωστόσο, ακόμη και στις καλύτερες συνθήκες, ο συντονισμός των ελέγχων επί των εξαγωγών είναι δύσκολος. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα σήμερα, όταν οι σύμμαχοι παραμένουν στιγματισμένοι από τις εμπορικές πολιτικές της κυβέρνησης Τραμπ. Πολλοί δικαίως πανικοβλήθηκαν όταν το νέο εμβληματικό νομοσχέδιο των Ηνωμένων Πολιτειών για το κλίμα [1] —ο Νόμος για τη Μείωση του Πληθωρισμού, του 2022— περιελάμβανε σαφείς φορολογικές διακρίσεις κατά των βιομηχανιών ηλεκτρικών οχημάτων τους. Φοβήθηκαν ότι επανήλθαν στο «Πρώτα η Αμερική». Το Συμβούλιο Εμπορίου και Τεχνολογίας της κυβέρνησης Μπάιντεν με την Ευρωπαϊκή Ένωση έπρεπε να αποτρέψει αυτού του είδους τις μη φιλικές προς τους συμμάχους οικονομικές πολιτικές. Με το συμμαχικό εμπόριο και τις επενδύσεις να επηρεάζονται όλο και περισσότερο από τη νομοθεσία των ΗΠΑ εκτός από την εκτελεστική δράση, αυτό σημαίνει να πειστεί το Κογκρέσο να είναι ισότιμος εταίρος.

Αν και δεν υπάρχει καμία διάθεση στην Ουάσιγκτον να επιστρέψει στις διεθνείς οικονομικές πολιτικές του 2016, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν μπορούν επίσης να επιστρέψουν σε εκείνες του 1988 ή του 1949. Οι ημέρες που το σχεδόν μονοπώλιο των Ηνωμένων Πολιτειών στην τεχνολογία και την προηγμένη βιομηχανία τούς επέτρεπε να προστατεύουν μονομερώς την εθνική τους ασφάλεια έχουν περάσει προ πολλού. Η ιστορία των ελέγχων των εξαγωγών στον εικοστό αιώνα δείχνει επίσης ότι οι ασυντόνιστες προσπάθειες είναι μάταιες. Η προστασία των οικονομικών συμφερόντων και των συμφερόντων ασφαλείας των ΗΠΑ απαιτεί μια πιο περιεκτική, ολοκληρωμένη, και ορθολογική σχέση με βασικούς συμμάχους.

Σύνδεσμοι:
[1] https://www.foreignaffairs.com/united-states/america-rejoins-climate-fight

Copyright © 2023 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Στα αγγλικά: https://www.foreignaffairs.com/united-states/return-export-controls

Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στην διεύθυνση www.twitter.com/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στην διεύθυνση www.facebook.com/ForeignAffairs.gr και στο linkedin στην διεύθυνση https://www.linkedin.com/company/foreign-affairs-the-hellenic-edition