Η ιστορία δύο βιομηχανικών πολιτικών | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η ιστορία δύο βιομηχανικών πολιτικών

Πώς η Αμερική και η Ευρώπη μπορούν να μετατρέψουν τις εμπορικές εντάσεις σε κλιματική πρόοδο

Ο Μπάιντεν έχει κατανοήσει εδώ και χρόνια την ζημιά που προκαλεί ο αποδεκατισμός της αμερικανικής παραγωγής. Ως αντιπρόεδρος στον απόηχο της οικονομικής κρίσης του 2008–9 [1], του ανατέθηκε να ηγηθεί της ανοικοδόμησης της αμερικανικής παραγωγής και της προστασίας της μεσαίας τάξης. Ως πρόεδρος, προσπάθησε να χρησιμοποιήσει φορολογικά κονδύλια για να υποστηρίξει αγαθά χωρίς άνθρακα που παράγονται στις Ηνωμένες Πολιτείες. Η μεταρρυθμιστική προσέγγιση του Μπάιντεν βασίζεται στο έργο ορισμένων σημαντικών ακαδημαϊκών και ερευνητών, συμπεριλαμβανομένων των Joseph Stiglitz, Dani Rodrik, και Mariana Mazzucato. Υποστηρίζουν εδώ και καιρό ότι οι μεγαλύτερες κρατικές επενδύσεις στις παραγωγικές δυνατότητες των Δυτικών οικονομιών είναι κρίσιμες για τη μείωση της ανισότητας, την ενίσχυση της ανθεκτικότητας των αλυσίδων εφοδιασμού, και την εκκίνηση της μετάβασης στην καθαρή ενέργεια. Όλοι συμφώνησαν ότι οι εμπορικές συμφωνίες που απλώς μειώνουν τους φραγμούς με όρους ευνοϊκούς για τις πολυεθνικές ήταν στην καλύτερη περίπτωση ανεπαρκείς και στην χειρότερη βαθιά επιβλαβείς, στον βαθμό που τείνουν να αναδιανέμουν το εισόδημα προς τα πάνω. Με ώθηση από νέους ψηφοφόρους και κοινωνικά κινήματα που ζητούσαν μια προοδευτική ατζέντα για το κλίμα, ο Μπάιντεν και η ομάδα του αγκάλιασαν αυτές τις ιδέες κατά τον εκλογικό κύκλο του 2020, ειδικά όταν επρόκειτο να βρουν πώς να «πουλήσουν» την δράση για το κλίμα στο κοινό των ΗΠΑ.

Για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, η κυβέρνηση Μπάιντεν έχει επικεντρωθεί λιγότερο στην ρύθμιση και περισσότερο στις δημόσιες δαπάνες. Το έκανε εν μέρει λόγω της θεσμικής αδυναμίας των ΗΠΑ. Τα ελαττώματα στην αμερικανική δημοκρατία -συμπεριλαμβανομένης της εξουθενωτικής επιρροής των εταιρικών λόμπι και της ψηφοθηρίας της βιομηχανίας ορυκτών καυσίμων, καθώς και ενός Ανώτατου Δικαστηρίου που ασφυκτιά από ισόβιους διορισμούς οι οποίοι έχουν εκδηλώσει μια αυξανόμενη εχθρότητα για την περιβαλλοντική ρύθμιση- επέτρεψαν στο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα να δεσμευτεί αποφασιστικά στο να εμποδίζει κάθε ρύθμιση για το κλίμα. Χάρη σε αυτήν την αδυσώπητη αντιπολίτευση, η προληπτική πολιτική για την κλιματική αλλαγή μπορεί να πετύχει βραχυπρόθεσμα μόνο εάν δώσει κίνητρα στον δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα να αλλάξουν την συμπεριφορά τους, αντί απλώς να επιβάλλουν όρια στο τι μπορούν να κάνουν αυτοί οι τομείς.

Μαζί με άλλες νομοθεσίες που εγκρίθηκαν υπό την διοίκηση Μπάιντεν, συμπεριλαμβανομένου του Νόμου CHIPS and Science το 2022 και του Δικομματικού Νόμου για τις Υποδομές το 2021, ο IRA προσφέρει στους καταναλωτές και τους παραγωγούς πληρωμές και κίνητρα για να απομακρυνθούν από τα ορυκτά καύσιμα και να αγοράσουν ή να κατασκευάσουν αγαθά στις Ηνωμένες Πολιτείες. Αυτή η νομοθεσία στοχεύει να προωθήσει μια αναγέννηση της παραγωγής που βοηθά στην ανοικοδόμηση κοινοτήτων που έμειναν πίσω λόγω της παγκοσμιοποίησης σε όλες τις Ηνωμένες Πολιτείες, ελπίζοντας με την σειρά της να δημιουργήσει καλές θέσεις εργασίας, να καλλιεργήσει ανταγωνιστικές βιομηχανίες, και να διευκολύνει την πλήρη απαλλαγή της οικονομίας των ΗΠΑ από τις εκπομπές άνθρακα. Η έμφαση στις δημόσιες επενδύσεις συμβάλλει επίσης στην καθοδήγηση της πολιτικής της κυβέρνησης για το κλίμα πέρα από τα εμπόδια της πολιτικής αντιπολίτευσης. Για να αποφευχθεί η από αρχαίων χρόνων κωλυσιεργία της Γερουσίας, η νομοθεσία για το κλίμα πρέπει να υιοθετήσει μια προσέγγιση εστιασμένη στις δαπάνες. Το Ανώτατο Δικαστήριο, στο οποίο κυριαρχούν τώρα οι συντηρητικοί, έχει καταργήσει πολλές μορφές ρύθμισης, αλλά ποτέ δεν ακύρωσε ένα κομμάτι της ομοσπονδιακής νομοθεσίας για τις δαπάνες.

ΜΙΑ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΑΝΤΑΠΟΔΩΣΗ

Η νέα αμερικανική βιομηχανική πολιτική έχει βρει θαυμαστές στην Ευρώπη. Για χρόνια, οι Ευρωπαίοι σκέφτονται τόσο τα προγράμματα τιμολόγησης του άνθρακα όσο και τις επιδοτήσεις οι οποίες θα ωθούσαν τους καταναλωτές να αγοράσουν πράσινα προϊόντα που κατασκευάζονται τόσο στην Ευρώπη όσο και αλλού. Αλλά ο Γάλλος υπουργός Οικονομικών, Bruno Le Maire, ανακοίνωσε την περασμένη εβδομάδα ότι η Ευρώπη «πρέπει να κάνει το ίδιο πράγμα» με τις Ηνωμένες Πολιτείες: «Αν θέλουμε να είμαστε ανταγωνιστικοί, πρέπει να έχουμε μια πολύ ισχυρή, αποτελεσματική, ταχεία βιομηχανική πολιτική». Ομοίως, οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις και οι επενδυτές επαίνεσαν τον IRA για την φιλοδοξία και την απλότητά του, ενώ επέπληξαν τους ευρωπαίους φορείς χάραξης πολιτικής που επέκριναν τον IRA αντί να εξορθολογίσουν και να επεκτείνουν τις δικές τους πολιτικές.

Οι ανακοινώσεις της Φον ντερ Λάιεν για μια παρόμοια πράσινη βιομηχανική πολιτική της ΕΕ αποτελούν μια πολλά υποσχόμενη αρχή. Αυτή η νέα βιομηχανική πολιτική θα έχει τέσσερις πυλώνες. Πρώτον, η Ευρώπη θα επισπεύσει την ανάπτυξη καθαρής ενέργειας επιταχύνοντας τις διαδικασίες αδειοδότησης σε ορισμένους βασικούς τομεί, όπως η αιολική ενέργεια, η ηλιακή ενέργεια, οι αντλίες θερμότητας, και το καθαρό υδρογόνο. Ο δεύτερος πυλώνας είναι ο οικονομικός, με μια σειρά από νέες επιδοτήσεις και ρυθμιστικές αλλαγές που θα επιτρέψουν στα κράτη-μέλη να υποστηρίξουν τους εγχώριους παραγωγούς τους χωρίς να παραβιάζουν τους περιορισμούς των δαπανών της ΕΕ. Τα λιγότερο πλούσια κράτη-μέλη μπορούν να καταφύγουν σε ένα Ευρωπαϊκό Ταμείο (European Sovereignty Fund) για περαιτέρω πόρους. Ο τρίτος και τέταρτος άξονας της πρότασης της Φον ντερ Λάιεν είναι η βελτιωμένη επαγγελματική κατάρτιση για τους εργαζόμενους και τα μέτρα για την προστασία της Ευρώπης από αυτό που αντιλαμβάνεται ως αθέμιτες κινεζικές εμπορικές πρακτικές.