Η πολιτική της Αμερικής για την Κίνα δεν λειτουργεί | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η πολιτική της Αμερικής για την Κίνα δεν λειτουργεί

Οι κίνδυνοι μιας ευρείας αποσύνδεσης

Παρ' όλες τις συζητήσεις για το πώς έχουμε εισέλθει σε μια νέα παγκόσμια εποχή, η τελευταία χρονιά μοιάζει εντυπωσιακά με το 2008. Εκείνο το έτος, η Ρωσία εισέβαλε στην γειτονική της Γεωργία. Οι εντάσεις με το Ιράν και την Βόρεια Κορέα ήταν διαρκώς υψηλές. Και ο κόσμος αντιμετώπισε σοβαρές παγκόσμιες οικονομικές προκλήσεις.

31012023-1.jpg

Ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, με τον Κινέζο πρόεδρο, Σι Τζινπίνγκ, στο Μπαλί της Ινδονησίας, τον Νοέμβριο του 2022. Kevin Lamarque / Reuters
--------------------------------------------------------------

Μια αξιοσημείωτη διαφορά, ωστόσο, είναι η κατάσταση των κινεζο-αμερικανικών σχέσεων. Εκείνη την εποχή, η ιδιοτελής συνεργασία ήταν δυνατή ακόμη και εν μέσω πολιτικών και ιδεολογικών διαφορών, σύγκρουσης συμφερόντων ασφαλείας, και αποκλινουσών απόψεων για την παγκόσμια οικονομία, συμπεριλαμβανομένης της αποτίμησης του νομίσματος της Κίνας και των βιομηχανικών επιδοτήσεών της. Ως υπουργός Οικονομικών, συνεργάστηκα με Κινέζους ηγέτες κατά την διάρκεια της οικονομικής κρίσης του 2008 για να αποτρέψω τη μετάδοση, να μετριάσω τις χειρότερες επιπτώσεις της κρίσης, και να αποκαταστήσω τη μακροοικονομική σταθερότητα.

Σήμερα, μια τέτοια συνεργασία είναι αδιανόητη. Σε αντίθεση με την οικονομική κρίση, η πανδημία COVID-19 δεν κατάφερε να πυροδοτήσει την αμερικανο-κινεζική συνεργασία και μόνο ενίσχυσε την εμβάθυνση του ανταγωνισμού. Η Κίνα και οι Ηνωμένες Πολιτείες σηκώνουν κατηγορητικά το δάκτυλο η μια στην άλλη, αλληλοκατηγορούνται για κακές πολιτικές, και ανταλλάσσουν κραυγές για μια παγκόσμια οικονομική ύφεση από την οποία αμφότερες οι χώρες και ο κόσμος δεν έχουν ακόμη ανακάμψει.

Ο κόσμος έχει σαφώς αλλάξει. Η Κίνα έχει πολύ διαφορετική και πιο δυναμική ηγεσία. Έχει υπερτριπλασιάσει το μέγεθος της οικονομίας της από το 2008 και τώρα έχει ισχυρότερες δυνατότητες ώστε να ακολουθήσει αντιθετικές πολιτικές. Ταυτόχρονα, έχει κάνει πολύ λιγότερα για να ανοίξει την οικονομία της στον ξένο ανταγωνισμό από όσα υποστήριζαν και περίμεναν πολλοί στην Δύση. Εν τω μεταξύ, οι στάσεις των ΗΠΑ απέναντι στην Κίνα έχουν γίνει έντονα αρνητικές, όπως και η πολιτική στην Ουάσιγκτον. Αυτό που δεν έχει αλλάξει, ωστόσο, είναι το γεγονός ότι χωρίς μια σταθερή σχέση μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Κίνας, όπου είναι δυνατή η συνεργασία για κοινά συμφέροντα, ο κόσμος θα είναι ένα πολύ επικίνδυνο και λιγότερο ευημερούν μέρος.

Το 2023, σε αντίθεση με το 2008, σχεδόν κάθε πτυχή των σχέσεων Κίνας-ΗΠΑ αντιμετωπίζεται από αμφότερες τις πλευρές μέσα από το πρίσμα της εθνικής ασφάλειας, ακόμη και σε θέματα που κάποτε θεωρούνταν θετικά, όπως οι επενδύσεις που δημιουργούν θέσεις εργασίας ή η συν-καινοτομία σε πρωτοποριακές τεχνολογίες. Το Πεκίνο θεωρεί τους ελέγχους των εξαγωγών των ΗΠΑ που στοχεύουν στην προστασία των τεχνολογιών των Ηνωμένων Πολιτειών ως απειλή για τη μελλοντική ανάπτυξη της Κίνας˙ η Ουάσιγκτον θεωρεί οτιδήποτε θα μπορούσε να προωθήσει την τεχνολογική ικανότητα της Κίνας ως ότι ενεργοποιεί την άνοδο ενός στρατηγικού ανταγωνιστή και ότι βοηθά την επιθετική στρατιωτική συσσώρευση του Πεκίνου.

Η Κίνα και οι Ηνωμένες Πολιτείες βρίσκονται σε μια ραγδαία κάθοδο από μια ανταγωνιστική αλλά μερικές φορές και συνεργατική σχέση σε μια σχέση συγκρουσιακή σχεδόν από κάθε άποψη. Ως αποτέλεσμα, οι Ηνωμένες Πολιτείες αντιμετωπίζουν την προοπτική να θέσουν τις εταιρείες τους σε μειονεκτική θέση σε σχέση με εκείνες των συμμάχων τους, περιορίζοντας την ικανότητά τους να εμπορευματοποιούν καινοτομίες. Θα μπορούσαν να χάσουν μερίδιο αγοράς σε τρίτες χώρες. Για όσους φοβούνται ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα χάσουν την ανταγωνιστική μάχη με την Κίνα, οι ενέργειες των ΗΠΑ απειλούν να διασφαλίσουν ότι ο φόβος αυτός θα πραγματοποιηθεί.

ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΣ ΠΡΟΘΥΜΩΝ

Οι Ηνωμένες Πολιτείες προσπαθούν να οργανώσουν έναν συνασπισμό ομοϊδεατών χωρών, ειδικά τις δημοκρατίες της Ασίας και της Ευρώπης, για να αντισταθμίσουν και να πιέσουν την Κίνα. Αλλά αυτή η στρατηγική δεν λειτουργεί˙ βλάπτει τις Ηνωμένες Πολιτείες καθώς και την Κίνα˙ και μακροπρόθεσμα, είναι πιθανό να βλάψει περισσότερο τους Αμερικανούς παρά τους Κινέζους. Είναι επίσης σαφώς προς το συμφέρον της Ουάσιγκτον να συνεργαστεί ή να εργαστεί συμπληρωματικά με την Κίνα σε ορισμένους τομείς και να διατηρήσει μια ευεργετική οικονομική σχέση με την δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου.

Αν και πολλές χώρες συμμερίζονται την αντιπάθεια της Ουάσιγκτον για τις πολιτικές, τις πρακτικές, και την συμπεριφορά της Κίνας, καμία χώρα δεν μιμείται την στρατηγική της Ουάσιγκτον για την αντιμετώπιση αυτών των ανησυχιών. Είναι αλήθεια ότι σχεδόν κάθε σημαντικός εταίρος των ΗΠΑ εντείνει τους ελέγχους επί των εξαγωγών του [1] σε ευαίσθητες τεχνολογίες, εξετάζει και συχνά μπλοκάρει τις κινεζικές επενδύσεις, και επικαλείται τις καταναγκαστικές οικονομικές πολιτικές και την στρατιωτική πίεση του Πεκίνου. Αλλά ακόμη και οι πιο στενοί στρατηγικοί εταίροι της Ουάσιγκτον δεν είναι διατεθειμένοι να αντιμετωπίσουν, να προσπαθήσουν να περιορίσουν, ή να αποσυνδέσουν οικονομικά την Κίνα τόσο ευρέως όσο οι Ηνωμένες Πολιτείες.

Στην πραγματικότητα, πολλές χώρες κάνουν το αντίθετο από αυτό που επιδιώκουν οι πιο σκληροπυρηνικές φωνές στην Ουάσιγκτον. Αντί να αποσυνδεθούν ή να απεμπλακούν οικονομικά, πολλές χώρες εμβαθύνουν το εμπόριο με την Κίνα, ακόμη και όταν αντισταθμίζουν την πιθανή κινεζική πίεση διαφοροποιώντας τις επιχειρηματικές δραστηριότητες, δημιουργώντας νέες αλυσίδες εφοδιασμού σε τρίτες χώρες, και μειώνοντας την έκθεσή τους στους πιο ευαίσθητους τομείς. Ίσως αυτός είναι ο λόγος που, το 2020, παρά τις πολυετείς αμερικανικές προειδοποιήσεις, η Κίνα ξεπέρασε τις Ηνωμένες Πολιτείες ως ο μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τόσο οι εξαγωγές της ΕΕ όσο και οι εισαγωγές από την Κίνα αυξήθηκαν το 2022. Και οι ηγέτες της Ασίας και της Ευρώπης, παρακινούμενοι από την επίσκεψη του Γερμανού καγκελαρίου, Όλαφ Σολτς, στο Πεκίνο τον Νοέμβριο του 2022, φαίνονται τώρα έτοιμοι να ανοίξουν τον δρόμο προς την πόρτα του Κινέζου προέδρου, Xi Jinping, με τα ταξίδια του προέδρου των Φιλιππίνων, Ferdinand Marcos, Jr., του Γάλλου προέδρου, Emmanuel Macron, και της Ιταλίδας πρωθυπουργού, Giorgia Meloni, να είναι πιθανό να οδηγήσουν σε μια ευρύτερη τάση.

Η προσέγγιση της Ουάσιγκτον για «λιγότερη Κίνα» πηγαίνει ακόμη χειρότερα στον παγκόσμιο Νότο. Το κινεζο-αφρικανικό εμπόριο έφτασε σε ιστορικό υψηλό το 2021, αυξανόμενο κατά 35% από το 2020. Μια εντατική εκστρατεία των ΗΠΑ για να απωθήσουν κινεζικές εταιρείες τεχνολογίας όπως η Huawei από την βασική αρχιτεκτονική τηλεπικοινωνιών, τα πήγε σχετικά καλά στην Ευρώπη και την Ινδία, αλλά πολύ φτωχά σχεδόν παντού αλλού. Απλώς δείτε την Σαουδική Αραβία. Ο μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος της είναι η Κίνα και το σχέδιο μεταρρυθμίσεών της «Vision 2030» βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στην προσδοκώμενη συνεργασία με κινεζικές εταιρείες τεχνολογίας, συμπεριλαμβανομένων των Alibaba και Huawei, ακόμη και σε ευαίσθητες περιοχές που βρίσκονται στο στόχαστρο της Ουάσιγκτον, όπως η τεχνητή νοημοσύνη (artificial intelligence, ΑΙ) και οι υπηρεσίες cloud. Η Ινδονησία, μια τεράστια ασιατική δημοκρατία που η Ουάσιγκτον έχει φλερτάρει για να αντισταθμίσει την κινεζική επιρροή, έχει καταστήσει την Huawei συνεργάτη της για λύσεις κυβερνοασφάλειας, ακόμη και για κυβερνητικά συστήματα.

Αυτές οι προσπάθειες των ΗΠΑ είναι πιθανό να είναι ακόμη λιγότερο επιτυχημένες τώρα που η Κίνα ανοίγει ξανά [μετά την COVID-19]. Το Πεκίνο αντιστοιχίζει την στρατηγική της Ουάσιγκτον για «λιγότερη Κίνα» με την δική του στρατηγική για «περισσότερα από όλους εκτός από την Αμερική».

Το Πεκίνο αντιστρέφει τις περιοριστικές πολιτικές του για την COVID-19, ανοίγει ξανά τα σύνορά του, φλερτάρει ξένους ηγέτες, και αναζητά ξένα κεφάλαια και επενδύσεις για να επανεκκινήσει την οικονομία του. Πέρυσι, ο Xi πραγματοποίησε τα πρώτα του μετά το ξέσπασμα της πανδημίας ταξίδια στο εξωτερικό στην Κεντρική Ασία και τη Μέση Ανατολή, υπογραμμίζοντας την στρατηγική του να αυξήσει την παγκόσμια συνδεσιμότητα της Κίνας. Με τον Xi να ταξιδεύει ξανά στον κόσμο μετά από μια τριετία παύσης, σκορπίζοντας ανανεωμένες υποσχέσεις για κινεζικές επενδύσεις, υποδομές, και εμπόριο σε κάθε στάση του, είναι η Ουάσιγκτον, κι όχι το Πεκίνο, που μπορεί σύντομα να απογοητευτεί.

Οι εμπορικοί κανόνες είναι ένα καλό παράδειγμα. Το 2017, ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, αποχώρησε από την Trans-Pacific Partnership (TPP) και έξι χρόνια αργότερα, η Ουάσιγκτον σαφώς δεν έχει καμία πρόθεση να επανενταχθεί σε αυτήν. Ωστόσο, το Πεκίνο έχει υποβάλει αίτηση για να ενταχθεί στο Σύμφωνο, που τώρα ονομάζεται Συνολική και Προοδευτική Συμφωνία για Εταιρική Σχέση Υπερειρηνικού (Comprehensive and Progressive Agreement for Trans-Pacific Partnership, CPTPP). Η Κίνα έχει επίσης επικυρώσει την Περιφερειακή Συνολική Οικονομική Συνεργασία στην Ασία (Regional Comprehensive Economic Partnership in Asia), έχει υποβάλει αίτηση για να ενταχθεί στην Συμφωνία Συνεργασίας Ψηφιακής Οικονομίας (Digital Economy Partnership Agreement), και αναβάθμισε ή ξεκίνησε νέες συμφωνίες ελεύθερου εμπορίου με χώρες από τον Ισημερινό έως τη Νέα Ζηλανδία. Η Κίνα είναι πλέον το μεγαλύτερο εμπορικό έθνος στον κόσμο. Σχεδόν τα δύο τρίτα όλων των χωρών εμπορεύονται περισσότερο με την Κίνα παρά με τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Εν τω μεταξύ, οι Ηνωμένες Πολιτείες επιδιώκουν μια «εργατοκεντρική» εμπορική πολιτική που μοιάζει πολύ με προστατευτισμό. Και το Οικονομικό Πλαίσιο Ινδο-Ειρηνικού (Indo-Pacific Economic Framework) της Ουάσιγκτον φαίνεται δειλό συγκριτικά. Το πλαίσιο δυσκολεύεται, κυρίως επειδή αρνείται νέα πρόσβαση στην αγορά στις ίδιες τις χώρες που έχουν προσχωρήσει στα σύμφωνα που η Ουάσιγκτον απέφυγε.

Η Ουάσιγκτον ρισκάρει να πιέζει ενάντια στην οικονομική βαρύτητα. Οι Ηνωμένες Πολιτείες κατάφεραν να ελέγξουν τις πιο ευαίσθητες τεχνολογίες, συμπεριλαμβανομένων των προηγμένων ημιαγωγών. Αλλά θα έχουν μικρότερη επιτυχία με μια στρατηγική που βασίζεται στην προώθηση της ευρύτερης τεχνολογικής αποσύνδεσης με την Κίνα, επειδή οι περισσότερες χώρες δεν ακολουθούν το παράδειγμά τους και ενδέχεται, τελικά, να βρουν τρόπους προσαρμογής.

Αυτές οι προσπάθειες αποκλεισμού της Κίνας σίγουρα θα βλάψουν την Κίνα, αλλά θα βλάψουν και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Οι αμερικανικές επιχειρήσεις βρίσκονται σε τεράστιο ανταγωνιστικό μειονέκτημα και οι Αμερικανοί καταναλωτές πληρώνουν το τίμημα. Ένα λογικό βήμα για την διόρθωση αυτού του προβλήματος θα ήταν ο περιορισμός των δασμών στις εισαγωγές κινεζικών καταναλωτικών αγαθών, γεγονός που τα καθιστά ακριβότερα για τους καταναλωτές των ΗΠΑ. Αυτοί [οι δασμοί] είναι πολιτικά δημοφιλείς αλλά οικονομικά ανούσιοι. Βλάπτουν την Κίνα, αλλά βλάπτουν και τους δημιουργούς θέσεων εργασίας στις ΗΠΑ, συμπεριλαμβανομένων των απλών εταιρειών που εξαρτώνται από Κινέζους προμηθευτές, έχουν λίγες εναλλακτικές, και έχουν συντριβεί υπό το βάρος του πληθωρισμού και των υψηλών λογαριασμών ενέργειας. Αλλά αυτοί δεν πρέπει να αρθούν χωρίς να ληφθεί κάτι σε αντάλλαγμα. Για παράδειγμα, η Ουάσιγκτον θα πρέπει να πιέσει την Κίνα να τηρήσει τους όρους της πρώτης φάσης της εμπορικής συμφωνίας του 2020, συμπεριλαμβανομένης της αγοράς περισσότερων αγροτικών προϊόντων των ΗΠΑ. Θα πρέπει επίσης να ζητηθεί από την Κίνα να ανοίξει τις αγορές της σε περισσότερα προϊόντα των ΗΠΑ.

ΠΕΙΤΕ ΤΑ

Τελικά, ο ανταγωνισμός με την Κίνα ξεκινά από το εσωτερικό. Οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Κίνα έχουν πολύ διαφορετικά πολιτικά συστήματα. Οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι ανώτερες, αλλά αυτό πρέπει να αποδειχθεί μέσω αποτελεσμάτων. Τούτο σημαίνει εμμονή στις αρχές που έκαναν την οικονομία των ΗΠΑ ζηλευτή στον κόσμο και θεμελιώδη για την εθνική ασφάλεια των ΗΠΑ. Σημαίνει επίσης την επίδειξη οικονομικής ηγεσίας στο εξωτερικό.

Είναι εξαιρετικά σημαντικό η Ουάσιγκτον να κερδίσει τον αγώνα για την ανάπτυξη τεχνολογιών και την προσέλκυση ταλέντων. Η οικονομική επιτυχία θα οδηγηθεί σε μεγάλο βαθμό από την τεχνολογική υπεροχή. Αυτό απαιτεί από τις Ηνωμένες Πολιτείες όχι απλώς να αναπτύξουν αυτές τις τεχνολογίες του μέλλοντος, αλλά να τις εμπορευματοποιήσουν και να μην τις αποθηκεύσουν. Απαιτεί από τις Ηνωμένες Πολιτείες να θέσουν παγκόσμια πρότυπα αντί να παραχωρήσουν τον αγωνιστικό χώρο στην Κίνα. Και οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να πρωτοστατούν στο εμπόριο, όχι να αποχωρούν από τις ίδιες τις συμφωνίες που η Κίνα έχει αιτηθεί για να ενταχθεί και να αποκόπτουν τους Αμερικανούς εργάτες από εξαγωγικές ευκαιρίες.

Σίγουρα, οι εντάσεις ασφαλείας εμπλέκονται στην σχέση, και η Κίνα του Xi είναι ένας τρομερός ανταγωνιστής για τον οποίο οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να υιοθετήσουν μια πολύ σκληρή προσέγγιση. Το Πεκίνο ακολουθεί πολιτικές εχθρικές προς τα συμφέροντα των ΗΠΑ σε πολλούς τομείς και είναι απίθανο να προσαρμοστεί σύντομα. Η Ουάσιγκτον πρέπει να είναι σκληροπυρηνική αλλά δίκαιη, ανοιχτή στον διάλογο αλλά όχι για χάρη του διαλόγου, και προετοιμασμένη για σκληρό, μακρό μόχθο στην επιδίωξη ιδιοτελούς συντονισμού με την Κίνα.

Μια τέτοια συνεργασία είχε νόημα στο παρελθόν. Στο αποκορύφωμα της οικονομικής κρίσης του 2008, η Κίνα ήταν τεράστιος κάτοχος χρεογράφων εταιρικών, τραπεζικών, και των Fannie Mae και Freddie Mac. Ο στενός συντονισμός που δημιουργήθηκε με τους Κινέζους ηγέτες κατά την διάρκεια του Στρατηγικού Οικονομικού Διαλόγου βοήθησε την Ουάσιγκτον να πείσει το Πεκίνο να μην πουλήσει τίτλους των ΗΠΑ, κάτι που ήταν κρίσιμο για την αποφυγή μιας άλλης Μεγάλης Ύφεσης. Το κινεζικό πακέτο τόνωσης που ακολούθησε το πρώτο G-20 το 2008 βοήθησε επίσης στην εξουδετέρωση των επιπτώσεων της κρίσης και στην ενίσχυση της παγκόσμιας οικονομικής ανάκαμψης.

Οι χρηματοπιστωτικές κρίσεις είναι αναπόφευκτες και θα είναι πολύ πιο εύκολο να αντιμετωπιστούν με τρόπους που περιορίζουν την οικονομική δυσπραγία και στις δύο χώρες και στον κόσμο, εάν οι δύο μεγαλύτερες οικονομίες και κινητήριες δυνάμεις της οικονομικής ανάπτυξης είναι σε θέση να επικοινωνήσουν και να συντονιστούν για να προβλέψουν και να αποτρέψουν την οικονομική αναταραχή, καθώς και τον μετριασμό των επιπτώσεών της. Και είναι προς τα κοινά συμφέροντα της Κίνας και των Ηνωμένων Πολιτειών να κάνουν ακριβώς αυτό. Αλλά αυτό απαιτεί από την υπουργό Οικονομικών των ΗΠΑ, Janet Yellen, και τους συναδέλφους της να έχουν τακτικό διάλογο με τους Κινέζους ομολόγους τους όπου συζητούν και παρακολουθούν παγκόσμιους και εγχώριους μακροοικονομικούς και χρηματοοικονομικούς κινδύνους.

Ένα σοκ στην πραγματική οικονομία μπορεί να μεταφερθεί γρήγορα στο χρηματοπιστωτικό σύστημα και οι οικονομικές υπερβολές μπορούν να προκαλέσουν όλεθρο στις ζωές των ανθρώπων εάν δεν αντιμετωπιστούν. Η σύγχρονη χρηματοδότηση, όπου τα χρήματα μπορούν να κινούνται σε όλο τον κόσμο με την ταχύτητα του φωτός, κάνουν τον κόσμο να φαίνεται σαν ένα ολοένα και πιο μικρό μέρος. Η κινεζική οικονομία είναι τόσο μεγάλη και ενσωματωμένη σε παγκόσμιο επίπεδο που οι διαταραχές εκεί το 2015 και το 2021 αντήχησαν αμέσως στις παγκόσμιες χρηματοπιστωτικές αγορές. Και, φυσικά, οι πρωτογενείς και δευτερογενείς οικονομικοί και χρηματοπιστωτικοί δεσμοί μεταξύ Κίνας και Ηνωμένων Πολιτειών είναι τόσο ευρείς και βαθείς που δεν μπορούν να απορριφθούν, γεγονός που καθιστά ιδιαίτερα σημαντικό αμφότερα τα κράτη να μοιράζονται απόψεις για τους μακροοικονομικούς κινδύνους. Η Κίνα είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος κάτοχος ομολόγων του αμερικανικού Δημοσίου και μεγάλος επενδυτής σε άλλους τίτλους των ΗΠΑ, επομένως είναι προς το συμφέρον και των δύο χωρών να κατανοήσει η Κίνα την οικονομική πολιτική των ΗΠΑ και να εμπιστευτεί τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής των ΗΠΑ, ιδιαίτερα όταν στο Κογκρέσο γίνονται καυγάδες για το όριο του χρέους. Η έλλειψη διαφάνειας σχετικά με τον δανεισμό της Κίνας προς ορισμένες πολύ προβληματικές οικονομίες και το μεγάλο ποσό επιχειρηματικών επενδύσεων των ΗΠΑ στην κινεζική οικονομία, που μπορεί να φαίνεται σαν κάτι άγνωστο στους εξωτερικούς αναλυτές και όπου οι απότομες αλλαγές πολιτικής μπορούν να αιφνιδιάσουν την αγορά, σημαίνει ότι είναι κρίσιμο και για τα δύο κράτη οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής των ΗΠΑ να έχουν καλύτερη κατανόηση των οικονομικών πολιτικών και των προκλήσεων της Κίνας.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να εδραιώσουν το δίχτυ που η κυβέρνηση Μπάιντεν προσπάθησε να βάλει κάτω από την ελεύθερη πτώση. Αυτό είναι ουσιαστικό γιατί οι σύμμαχοι και οι εταίροι που η Ουάσιγκτον ελπίζει να επιστρατεύσει για να πιέσει την Κίνα αναμένουν μια καλή τη πίστη προσπάθεια για να επιδιώξουν συνεργασία μαζί της, όπου είναι δυνατόν. Και αυτός είναι ένας λόγος που ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, στην συνάντησή του με τον Σι στην Ινδονησία τον περασμένο Νοέμβριο, προσπάθησε να δημιουργήσει προστατευτικά όρια γύρω από μια επιδεινούμενη σχέση.

Για να βελτιωθεί ο συντονισμός, οι υπεύθυνοι λήψης αποφάσεων από την Κίνα και τις ΗΠΑ θα πρέπει να συναντώνται πιο συχνά και να μιλούν πολύ πιο ειλικρινά. Η φιλία δεν αποτελεί προϋπόθεση για έναν τέτοιο συντονισμό. Και οι προφανείς πολιτικές και ιδεολογικές εντάσεις καθώς και οι εντάσεις ασφαλείας δεν αποκλείουν την ιδιοτελή συνεργασία σε θέματα όπως η μακροοικονομική σταθερότητα, η ετοιμότητα για πανδημία, η κλιματική αλλαγή, η καταπολέμηση της τρομοκρατίας, η μη διάδοση των πυρηνικών όπλων, και ένα τείχος προστασίας του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος ενάντια σε μελλοντικές κρίσεις και μολύνσεις. Η επερχόμενη συνάντηση του υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ, Antony Blinken, με τον Κινέζο Σύμβουλο Επικρατείας, Wang Yi, είναι ένα καλό σημείο εκκίνησης. Η Yellen θα πρέπει να μιλά τακτικά με τον νέο οικονομικό τσάρο της Κίνας, He Lifeng. Ο πρόεδρος της Federal Reserve, Jerome Powell, θα πρέπει επίσης να μιλήσει με τον κορυφαίο κεντρικό τραπεζίτη της Κίνας.

Και το Πεκίνο δεν πρέπει να κρατά ως όμηρο την συνεργασία σε παγκόσμια ζητήματα όπως η κλιματική αλλαγή επειδή είναι στενοχωρημένο για άσχετα ζητήματα. Η σύνδεση διαφορετικών θεμάτων εξωτερικής πολιτικής υπονομεύει την προσπάθεια της Κίνας να παρουσιαστεί ως εποικοδομητικός λύτης παγκόσμιων προβλημάτων.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει επίσης να διακρίνουν προσεκτικά αυτό που πρέπει να έχουν από τους συμμάχους τους από εκείνο που είναι απλώς ωραίο να έχουν. Ο έλεγχος των τεχνολογιών που σχετίζονται με τα όπλα και των τεχνολογιών διπλής και πολλαπλής χρήσης και ο πιο εντατικός έλεγχος των κινεζικών επενδύσεων και των συγχωνεύσεων και εξαγορών με παγκόσμιες εταιρείες τεχνολογίας είναι απαραίτητος. Ωστόσο, η Ουάσιγκτον δεν χρειάζεται να ενθαρρύνει την αποσύνδεση σε τομείς που δεν είναι κεντρικοί για την εθνική ασφάλεια ή την ανταγωνιστικότητα των δημοκρατιών του κόσμου στην απώτατη αιχμή της τεχνολογίας.

Κάποιο επίπεδο αποσύνδεσης είναι αναπόφευκτο. Στην περίπτωση των υψηλών τεχνολογιών, κάποια στοχευμένη αποσύνδεση θα είναι απολύτως απαραίτητη. Αλλά η γενική αποσύνδεση δεν έχει νόημα. Οι Αμερικανοί επωφελούνται από την πρόσβαση στον κόσμο και η Κίνα θα παραμείνει μια τεράστια αγορά στην οποία οι Αμερικανοί μπορούν είτε να συμμετέχουν είτε να εγκαταλείψουν τους ανταγωνιστές τους. Η Κίνα είναι η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου, ο μεγαλύτερος κατασκευαστής του, και ο μεγαλύτερος έμπορός του. Θα αποτελεί ένα μεγάλο μέρος της παγκόσμιας οικονομικής εικόνας για τις επόμενες δεκαετίες. Αντί να αποδεχτεί μοιρολατρικά την έγερση ενός σιδηρού παραπετάσματος της οικονομίας, η Ουάσιγκτον θα πρέπει να διαπραγματευτεί επιθετικά με την Κίνα για να κερδίσει ευκαιρίες για τους Αμερικανούς στην αγορά της. Οι αξιωματούχοι της κυβέρνησης θα πρέπει να έχουν σοβαρές συζητήσεις με την κινεζική ηγεσία σχετικά με τον τρόπο διαχείρισης της αποσύνδεσης με τρόπο που να επιτρέπει το αμοιβαία επωφελές εμπόριο. Αυτήν την στιγμή, οι δύο χώρες διαπραγματεύονται ως επί το πλείστον κατηγορίες και αντικατηγορίες, ενώ δεν κάνουν τίποτα για να επεκτείνουν τις αμοιβαία επωφελείς οικονομικές ευκαιρίες.

Οι κινεζο-αμερικανικές εντάσεις στον τομέα της ασφάλειας δεν μπορούν να αποφευχθούν, και οι Αμερικανοί δικαίως ανησυχούν, ειδικά μετά την βάναυση ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, ότι το Πεκίνο θα ρίξει το βάρος του στην περιοχή του, κυρίως εξαναγκάζοντας την Ταϊβάν. Η ενίσχυση της αποτροπής είναι ένα μεγάλο μέρος της απάντησης. Το ίδιο και οι βελτιωμένες σχέσεις με τους συμμάχους. Αλλά οι σύμμαχοι και οι εταίροι των ΗΠΑ δεν έχουν κρύψει την επιθυμία τους να μην απομονώσουν ή να μην περιορίσουν το Πεκίνο. Αυτό είναι ένα μήνυμα που η Ουάσιγκτον πρέπει να βγάλει από την άρνηση του κόσμου να απεμπλακεί με την Κίνα –και από την προσπάθεια της Κίνας να δημιουργήσει ρήγματα μεταξύ της Ουάσιγκτον και όλων των άλλων.

Οι πολιτικοί άνεμοι είναι ισχυροί και η επιθυμία να τιμωρηθεί η Κίνα ακόμη και εις βάρος των Ηνωμένων Πολιτειών καθοδηγεί πολλούς στο Κογκρέσο. Ο Μπάιντεν θα χρειαστεί πολύ θάρρος για να είναι αποτελεσματικός απέναντι σε αυτές τις προκλήσεις.

Σύνδεσμοι:
[1] https://www.foreignaffairs.com/united-states/return-export-controls

Copyright © 2023 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Στα αγγλικά: https://www.foreignaffairs.com/china/americas-china-policy-not-working

Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στην διεύθυνση www.twitter.com/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στην διεύθυνση www.facebook.com/ForeignAffairs.gr και στο linkedin στην διεύθυνση https://www.linkedin.com/company/foreign-affairs-the-hellenic-edition