Φίλοι σε ανάγκη | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Φίλοι σε ανάγκη

Τι αποκάλυψε ο πόλεμος στην Ουκρανία για τις συμμαχίες

Από την σκοπιά της Μόσχας, φυσικά, ήταν οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοί τους που προσπαθούσαν να αλλάξουν το status quo στην Ευρώπη, και με τρόπους εχθρικούς προς τα συμφέροντά της. Το ΝΑΤΟ το είχε κάνει, ωστόσο, χωρίς να καταφύγει σε στρατιωτική βία. Επειδή η Ουκρανία ήθελε να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ και η συμμαχία εξακολουθούσε να υποστηρίζει αυτόν τον στόχο κατ' αρχήν, η Ρωσία μπορούσε μόνο να ελπίζει ότι θα σταματήσει την ένταξη της Ουκρανίας πρώτα απειλώντας να χρησιμοποιήσει βία και στην συνέχεια εξαπολύοντας εισβολή, η οποία με την σειρά της ανέβασε σε νέα ύψη τις Δυτικές αντιλήψεις περί απειλής.

ΔΙΑΛΕΓΟΝΤΑΣ ΟΜΑΔΕΣ

Για περαιτέρω στοιχεία που αποδεικνύουν ότι τα κράτη αντισταθμίζουν έναντι των απειλών, όχι της δύναμης, εξετάστε την αποκαλυπτική συμπεριφορά της Σουηδίας και της Φινλανδίας μετά την εισβολή. Όχι μόνο κάθε κράτος εγκατέλειψε μια πολιτική ουδετερότητας που λειτούργησε καλά επί δεκαετίες, και στην περίπτωση της Σουηδίας επί αιώνες, το έκαναν αφού η εισβολή της Ρωσίας σταμάτησε και οι στρατιωτικές της ανεπάρκειες είχαν αποκαλυφθεί. Η Ρωσία το 2022 ήταν σημαντικά πιο αδύναμη από την πρώην Σοβιετική Ένωση, αλλά ο Πούτιν ήταν πιο πρόθυμος να ασκήσει στρατιωτική βία από όσο οι Σοβιετικοί ηγέτες, κάνοντας την Ρωσία πιο απειλητική για τους Σουηδούς και τους Φινλανδούς, αναγκάζοντάς τους να επιδιώξουν την πρόσθετη προστασία της ένταξης στο ΝΑΤΟ.

Η τάση των κρατών να αντισταθμίζουν έναντι των απειλών εξηγεί επίσης γιατί ορισμένα κράτη έχουν παραμείνει στο περιθώριο. Η επίθεση της Ρωσίας [2] στην Ουκρανία δεν αποτελεί απειλή για το Ισραήλ ή ορισμένα εξέχοντα μέλη του «παγκόσμιου Νότου», συμπεριλαμβανομένης της Ινδίας και της Σαουδικής Αραβίας, και η υιοθέτηση αυστηρότερης στάσης κατά της Ρωσίας θα έθετε σε κίνδυνο τα συμφέροντα αυτών των κρατών. Οι ηγέτες των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ έχουν απογοητευτεί από αυτήν την ιδιοτελή συμπεριφορά, αλλά δεν θα έπρεπε να εκπλαγούν.

Η αποτυχία του Πούτιν να αναγνωρίσει ότι τα κράτη συμμαχούν για την αντιστάθμιση των απειλών -και ότι η παραβίαση των υφιστάμενων κανόνων εναντίον των κατακτήσεων θα ήταν ιδιαίτερα ανησυχητική για την Δύση- ήταν μια μεγάλη γκάφα. Φαίνεται ότι υπέθεσε είτε ότι το Κίεβο θα έπεφτε προτού το ΝΑΤΟ προλάβει να ενεργήσει είτε ότι τα μέλη του θα περιόριζαν την απάντησή τους σε λεκτικές διαμαρτυρίες και κυρώσεις. Έκανε λάθος και στους δύο υπολογισμούς, και η Ρωσία βρίσκεται τώρα να πολεμά έναν αντίπαλο που υποστηρίζεται από εταίρους με συνολικό ΑΕΠ άνω των 40 τρισεκατομμυρίων δολαρίων (έναντι 1,8 τρισεκατομμυρίων δολαρίων της Ρωσίας) και του οποίου οι αμυντικές βιομηχανίες παράγουν τα πιο θανατηφόρα όπλα στον κόσμο. Αυτή η διαφορά στους συνολικούς πόρους δεν εγγυάται μια νίκη της Ουκρανίας, αλλά έχει μετατρέψει αυτό που ο Πούτιν περίμενε ότι θα ήταν κάτι εύκολο σε έναν δαπανηρό πόλεμο φθοράς.

Η Ρωσία ενήργησε με άλλους τρόπους που βοήθησαν στην ενοποίηση του αντίπαλου συνασπισμού. Σε αντίθεση με τον Ότο φον Μπίσμαρκ, τον πρώτο ηγέτη της γερμανικής αυτοκρατορίας, ο οποίος χειραγώγησε έξυπνα την Γαλλία για να επιτεθεί στην Πρωσία το 1870, ο Πούτιν έθεσε το φορτίο της επιθετικότητας σταθερά πάνω στους ώμους του. Η Ρωσία είχε δίκαιους λόγους να ανησυχεί για τις προσπάθειες ενσωμάτωσης της Ουκρανίας στους Δυτικούς οικονομικούς θεσμούς και θεσμούς ασφάλειας. Αλλά η προπολεμική απαίτησή του να εγγυάται μόνιμα το ΝΑΤΟ την ουδετερότητα της Ουκρανίας και να απομακρύνει όλες τις στρατιωτικές δυνάμεις από την επικράτεια των μελών που έγιναν δεκτά μετά το 1997 φάνηκε να είναι πρόσχημα για εισβολή παρά μια σοβαρή διαπραγματευτική θέση. Για να είμαστε δίκαιοι, οι Δυτικοί αξιωματούχοι έκαναν λίγα για να αντιμετωπίσουν τις θεμιτές ανησυχίες της Ρωσίας, αλλά οι μη ρεαλιστικές απαιτήσεις της Μόσχας συσκότισαν αυτή την αποτυχία και έκαναν την Ρωσία να φαίνεται αδιάφορη για μια πολιτική διευθέτηση.

Επιπλέον, αν και οι ομιλίες και τα γραπτά του Πούτιν (συμπεριλαμβανομένου του δοκιμίου του Ιουλίου 2021, «Σχετικά με την ιστορική ενότητα των Ρώσων και των Ουκρανών») δεν είναι τόσο απορριπτικά για την ανεξαρτησία της Ουκρανίας όπως υποστηρίζουν οι επικριτές του, η επιμονή του ότι Ρώσοι και Ουκρανοί ήταν «ένας λαός» και ότι η Ουκρανία βρισκόταν υπό την κυριαρχία εξωτερικών δυνάμεων και «Ναζί» ενίσχυσαν τις υποψίες ότι ο πραγματικός του στόχος ήταν να αποκαταστήσει, και ίσως να επεκτείνει, μια αναβιωμένη ρωσική αυτοκρατορία. Αντί να καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια για να πείσει τους άλλους ότι οι στόχοι του ήταν περιορισμένοι και αμυντικοί -μια στάση που θα μπορούσε να υπονομεύσει την Δυτική ενότητα σε κάποιο βαθμό- η ρητορική του Πούτιν και η προκλητική διπλωματική στάση της Ρωσίας έκαναν πολύ πιο εύκολο να κρατήσει ενωμένη την συμμαχία.

Εξίσου σημαντικό, τα εγκλήματα πολέμου και οι φρικαλεότητες που διαπράχθηκαν από τις ρωσικές δυνάμεις κατά την διάρκεια του ίδιου του πολέμου —συμπεριλαμβανομένων των εσκεμμένων επιθέσεων σε μη στρατιωτικούς στόχους και υποδομές— έχουν ενισχύσει την εξωτερική συμπάθεια για την Ουκρανία. Ο πρόεδρος της Ουκρανίας, Volodymyr Zelensky, έχει επίσης κάνει μια αριστοτεχνική προσπάθεια δημοσίων σχέσεων για να διατηρήσει την ροή της Δυτικής βοήθειας, αλλά η συμπεριφορά της Ρωσίας στον πόλεμο έκανε το έργο του πολύ πιο εύκολο.

ΟΧΙ «ΕΓΩ» ΣΤΟ NATO

Ο πόλεμος έχει επίσης υπογραμμίσει ότι οι θεσμοί έχουν σημασία. Τα κοινά πρότυπα και οι καθιερωμένες διαδικασίες λήψης αποφάσεων βοηθούν τους συμμάχους να προσεγγίσουν και να εφαρμόσουν συλλογικές αποφάσεις πιο γρήγορα και αποτελεσματικά. Το ΝΑΤΟ είναι η πιο θεσμοθετημένη συμμαχία στην ιστορία και τα μέλη του έχουν σχεδόν 75 χρόνια εμπειρίας στον συντονισμό των απαντήσεων παρά τις περιστασιακές διαφωνίες. Εάν το ΝΑΤΟ δεν υπήρχε και τα μέλη του έπρεπε να επινοήσουν μια συλλογική απάντηση στον πόλεμο στην Ουκρανία από την αρχή, είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι θα αντιδρούσαν τόσο αποτελεσματικά όσο το έκαναν.