Τι έμαθε η Κίνα από τον πόλεμο στην Ουκρανία | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Τι έμαθε η Κίνα από τον πόλεμο στην Ουκρανία

Ακόμα και οι μεγάλες δυνάμεις δεν είναι ασφαλείς από τον οικονομικό πόλεμο -αν η υπό την ηγεσία των ΗΠΑ τάξη παραμείνει ενωμένη

Όταν η Ρωσία εισέβαλε στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο του 2022, οι ηγέτες της Κίνας προσπάθησαν να εξισορροπήσουν δύο θεμελιωδώς ασυμβίβαστα συμφέροντα. Πρώτον, αποσκοπούσαν στην ενίσχυση της συμμαχίας της Κίνας με την Ρωσία για να αντισταθμίσουν την αμερικανική ισχύ και να μετριάσουν την αυξανόμενη στρατηγική πίεση από την Δύση. Δεύτερον, αν και υποστήριζαν τη Μόσχα, επεδίωκαν να αποφύγουν μονομερείς και συντονισμένες κυρώσεις που στόχευαν την κυβέρνηση, τις εταιρείες, και τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα της Κίνας.

15022023-1.jpg

Ο Ρώσος πρόεδρος, Βλαντιμίρ Πούτιν, συνομιλεί με τον Κινέζο πρόεδρο, Σι Τζινπίνγκ, στη Μόσχα, τον Δεκέμβριο του 2022. Mikhail Kuravlev / Sputnik / Kremlin / Reuters
-----------------------------------------------------

Επί έναν χρόνο, η Κίνα εκτελεί την «αμφισημία του Πεκίνου», ακροβατώντας με άβολο τρόπο μεταξύ αυτών των ανταγωνιστικών στόχων υπό το εκτυφλωτικό φως του διεθνούς ελέγχου. Η Κίνα έχει γενικά αρνηθεί να πουλήσει όπλα στην Ρωσία και να παρακάμψει τις κυρώσεις για λογαριασμό της Μόσχας, επειδή η διατήρηση της πρόσβασης στην παγκόσμια αγορά είναι πιο σημαντική για το Πεκίνο από οποιαδήποτε οικονομική σύνδεση με την Ρωσία. Με απλά λόγια, η Κίνα δεν ενδιαφέρεται να γίνει ο πληρεξούσιος της Ρωσίας. Αλλά το Πεκίνο έχει επίσης προσπαθήσει να έχει και την πίτα ολόκληρη και τον σκύλο χορτάτο, εγκρίνοντας τις αιτιάσεις της Ρωσίας για την σύγκρουση, συντονιζόμενο διπλωματικά με τη Μόσχα ενώ απέχει προσεκτικά από τις ψηφοφορίες των Ηνωμένων Εθνών, εκμεταλλευόμενο πλήρως το φθηνότερο ρωσικό πετρέλαιο, και ενισχύοντας τους οικονομικούς δεσμούς με την Ρωσία που δεν παραβιάζουν τις Δυτικές κυρώσεις. Πράγματι, το εμπόριο Κίνας-Ρωσίας αυξήθηκε κατά το εντυπωσιακό 34,3% το 2022 σε ρεκόρ 190 δισεκατομμυρίων δολαρίων.

Το Πεκίνο έχει επίσης διδαχθεί σημαντικά μαθήματα, ακόμη και όταν αγωνίζεται να διατηρήσει αυτήν την ισορροπία. Συγκεκριμένα, έχει μελετήσει στενά την υπό την Δυτική ηγεσία εκστρατεία κυρώσεων. Και γνωρίζει ότι, αν οι εντάσεις με την Δύση συνεχίσουν να οξύνονται, τα ίδια αυτά οικονομικά όπλα μπορεί κάλλιστα να στραφούν εναντίον της Κίνας. Τα τελευταία 20 χρόνια, οι ηγέτες της Κίνας παρακολουθούσαν την Ουάσινγκτον να τελειοποιεί και να αναπτύσσει όλο και συχνότερα τα οικονομικά της όπλα, συμπεριλαμβανομένων των κυρώσεων, των ελέγχων επί των εξαγωγών, των επενδυτικών περιορισμών, και των δασμών. Αλλά οι μεγάλες Δυτικές εκστρατείες κυρώσεων δεν είχαν γενικά εφαρμογή στην Κίνα, επειδή στόχευαν οικονομίες δεύτερης κατηγορίας, όπως το Ιράν και το Ιράκ, ή πιο συχνά, περιθωριακές οικονομίες όπως η Κούβα, η Βόρεια Κορέα, και το Σουδάν. Η τρέχουσα σύγκρουση στην Ουκρανία έδωσε, επιτέλους, στο Πεκίνο την ευκαιρία να μελετήσει την στρατηγική, την τακτική, και τις δυνατότητες ενός Δυτικού συνασπισμού κυρώσεων, καθώς εργάζεται για να παραλύσει μια από τις μεγαλύτερες οικονομίες του κόσμου.

Βέβαια, κατά κάποιον τρόπο, είναι πολύ νωρίς για το Πεκίνο να αντλήσει το πλήρες φάσμα των διδαγμάτων από την προσπάθεια της Δύσης να επιβάλει κυρώσεις στην Ρωσία. Οι κυρώσεις περιλαμβάνουν τόσο μέτρα που έχουν άμεσο αποτέλεσμα, όπως το πάγωμα περιουσιακών στοιχείων, όσο και εκείνα που έχουν σχεδιαστεί για να πλήξουν όλο και πιο έντονα στα επόμενα χρόνια. Μεταξύ των τελευταίων είναι οι έλεγχοι εξαγωγών σε τσιπ υπολογιστών και προηγμένες τεχνολογίες και οι περιορισμοί στην βοήθεια της Ρωσίας για την ανάπτυξη πόρων από βαθέα ύδατα υδάτων, την Αρκτική, και σχιστολιθικά [πετρώματα] από τους οποίους εξαρτώνται τα μελλοντικά ενεργειακά της έσοδα. Αλλά η Κίνα έχει ήδη λάβει κάποια βασικά μαθήματα, ορισμένα από τα οποία είναι απογοητευτικά. Ίσως το πιο σημαντικό δεν έχει να κάνει με συστήματα πληρωμών ή πετρελαιοφόρα, αλλά αφορά μάλλον την δύναμη των διεθνών συνεργασιών.

ΚΑΝΕ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΣΟΥ ΛΕΩ, ΟΧΙ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΚΑΝΩ

Τα διδάγματα που αντλεί η Κίνα από την τρέχουσα σύγκρουση αντικατοπτρίζουν, εν μέρει, την βαθιά αλλαγή που συντελέστηκε στην δική της προσέγγιση στον οικονομικό πόλεμο τα τελευταία χρόνια. Ιστορικά, η Κίνα επέκρινε τις κυρώσεις που εξαπέλυαν μονομερώς χώρες -κυρίως οι Ηνωμένες Πολιτείες- ως παράνομη εισβολή στην κυριαρχία της στοχευμένης χώρας. Κατά την άποψη του Πεκίνου, μόνο το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, όπου η Κίνα μπορεί και έχει ασκήσει το βέτο της, μερικές φορές σε συντονισμό με την Ρωσία, έχει τη νομιμοποίηση να επιβάλει κυρώσεις σε ένα άλλο κράτος-μέλος του ΟΗΕ. Τις τελευταίες δύο δεκαετίες, η Κίνα καταδίκασε τις αμερικανικές κυρώσεις κατά της Κούβας, του Ιράν, της Μιανμάρ, και άλλων χωρών που υπερέβαιναν τις απαγορεύσεις του Συμβουλίου, υποστηρίζοντας ότι «υπονόμευαν σοβαρά την κυριαρχία και την ασφάλεια άλλων χωρών ... και συνιστούν σοβαρή παραβίαση του διεθνούς δικαίου και των βασικών κανόνων των διεθνών σχέσεων».

Αλλά η Κίνα χρησιμοποίησε την οικονομική της ισχύ μονομερώς εναντίον των αντιπάλων της καθ' όλη την διάρκεια αυτής της περιόδου. Απλώς το έκανε αθόρυβα ή συχνά δικαιολογώντας την δράση της για λόγους «δημόσιας υγείας» ή για περιβαλλοντικούς λόγους, ώστε να τιμωρήσει μια εταιρεία από μια χώρα με την οποία το Πεκίνο βρισκόταν σε διπλωματική διαμάχη. Η Κίνα δεν αναγνώριζε γενικά ότι τα τιμωρητικά της μέτρα ήταν «κυρώσεις» και αρνιόταν δημοσίως ότι τα μέτρα αυτά είχαν οποιαδήποτε σχέση με την γεωπολιτική. Για παράδειγμα, όταν ο Κινέζος αντιφρονών, Liu Xiaobo, τιμήθηκε με το Νόμπελ Ειρήνης το 2010, οι εξαγωγές σολομού της Νορβηγίας προς την Κίνα κατέρρευσαν όχι και τόσο μυστηριωδώς. Το 2016, όταν ο Δαλάι Λάμα επισκέφθηκε τη Μογγολία, εκατοντάδες οδηγοί φορτηγών του ομίλου εξόρυξης Rio Tinto, ο οποίος κατέχει το 66% των κορυφαίων κοιτασμάτων χαλκού και χρυσού της χώρας, βρέθηκαν κολλημένοι σε ένα τεράστιο μποτιλιάρισμα που προκλήθηκε από ένα «προσωρινό» κλείσιμο των κινεζικών συνόρων. Η αξίωση των θαλάσσιων διεκδικήσεων των Φιλιππίνων στην Θάλασσα της Νότιας Κίνας το 2014 οδήγησε σε μια ξαφνική κινεζική δήλωση ότι τόνοι φιλιππινέζικων μπανανών ήταν μολυσμένοι με φυτοφάρμακα˙ οι Φιλιππίνες έχασαν προσωρινά την σημαντικότερη αγορά για μια από τις μεγαλύτερες εξαγωγές τους. Ομοίως, η ανάπτυξη από τη Νότια Κορέα ενός αμερικανικού συστήματος αντιπυραυλικής άμυνας που παρείχε ο νοτιοκορεατικός όμιλος Lotte οδήγησε την Κίνα να κλείσει 90 σούπερ μάρκετ της Lotte στην Κίνα το 2017 για «πυρασφάλεια». Η Κίνα έδωσε επίσης αθόρυβα εντολή στον τουριστικό της τομέα να μειώσει τον αριθμό των κινεζικών ομαδικών ταξιδιών στη Νότια Κορέα. Εκτιμάται ότι η Νότια Κορέα έχασε έσοδα ύψους 5,1 δισεκατομμυρίων δολαρίων ως αποτέλεσμα.

Σε αυτές τις περιπτώσεις, το Πεκίνο ήθελε σαφώς να κατανοήσουν οι στοχευμένες χώρες -και ο κόσμος- ότι επρόκειτο για μέτρα με γεωπολιτικά κίνητρα˙ στόχος του ήταν να τιμωρήσει ορισμένες πολιτικές των χωρών αυτών και να αποθαρρύνει μελλοντικές επιλογές και συμπεριφορές που θα έβλαπταν την Κίνα. Όμως, ο άτυπος χαρακτήρας αυτών των δράσεων επέτρεψε στην Κίνα να τις αυξάνει ή να τις μειώνει χωρίς καμία εξήγηση και επέτρεψε στο Πεκίνο να εμμένει στον δημόσιο ισχυρισμό του ότι τα μονομερή καταναγκαστικά οικονομικά μέτρα δεν έχουν θέση στο διεθνές σύστημα.

Τα τελευταία τρία χρόνια, ωστόσο, η Κίνα άλλαξε πορεία. Έχει υιοθετήσει με σθένος μονομερή οικονομικά μέτρα, δημιουργώντας τα δικά της αντίγραφα όλων των κύριων όπλων του οικονομικού και χρηματοπιστωτικού οπλοστασίου των ΗΠΑ. Το 2020, το υπουργείο Εξωτερικών της Κίνας άρχισε να επιβάλλει στοχευμένες δεσμεύσεις περιουσιακών στοιχείων και απαγορεύσεις θεωρήσεων σε αξιωματούχους από τον Καναδά, το Ηνωμένο Βασίλειο, τις Ηνωμένες Πολιτείες, και την Ευρωπαϊκή Ένωση που επέκριναν τις ενέργειες του Πεκίνου στην Σιντζιάνγκ και το Χονγκ Κονγκ -μια πρακτική παρόμοια με τις κυρώσεις του αμερικανικού Υπουργείου Οικονομικών και του Υπουργείου Εξωτερικών σε Κινέζους αξιωματούχους και ομάδες. Την ίδια χρονιά, το Υπουργείο Εμπορίου της Κίνας δημιούργησε τον Κατάλογο Αναξιόπιστων Οντοτήτων για να περιορίσει τις καθορισμένες εταιρείες από την πρόσβαση σε κινεζικά προϊόντα και επενδύσεις, αντικατοπτρίζοντας τον μακρόχρονο Κατάλογο Οντοτήτων του Υπουργείου Εμπορίου των ΗΠΑ. Στον νόμο του 2020 για την εθνική ασφάλεια του Χονγκ Κονγκ, το Πεκίνο πρόσθεσε επίσης κυρώσεις για όσους παρεμβαίνουν στην κυριαρχία της Κίνας επί του Χονγκ Κονγκ, διεκδικώντας μάλιστα εξωεδαφική εμβέλεια -κάτι που Κινέζοι αξιωματούχοι έχουν επικρίνει ιδιαίτερα αυστηρά στο παρελθόν- απειλώντας με κυρώσεις άτομα και εταιρείες για δραστηριότητες που διεξάγονται εκτός Κίνας.

Ίσως η πιο σαρωτική απάντηση του Πεκίνου ήρθε με τον νόμο του κατά των ξένων κυρώσεων, που ψηφίστηκε τον Ιούνιο του 2021. Ο νόμος αυτός επιτρέπει στην κινεζική κυβέρνηση να εφαρμόζει αντίμετρα σε εταιρείες και άτομα για ένα ευρύ φάσμα ασαφώς καθορισμένων ενεργειών. Το άρθρο 15 εξουσιοδοτεί τους Κινέζους αξιωματούχους να επιβάλλουν κυρώσεις σε οποιαδήποτε ξένα άτομα ή εταιρείες που «υλοποιούν, βοηθούν, ή υποστηρίζουν ενέργειες» που «μπορεί να θεωρηθεί ότι θέτουν σε κίνδυνο την κυριαρχία, την ασφάλεια, ή τα αναπτυξιακά συμφέροντα της Κίνας». Ο νόμος δανείζεται στοιχεία από τους νόμους του Καναδά και της ΕΕ περί αποκλεισμού, καθιστώντας έγκλημα την εφαρμογή ξένων (συνήθως Δυτικών) κυρώσεων σε κινεζικό έδαφος.

Αυτή η κινεζική νομική αρχιτεκτονική είναι ακόμη αρκετά νέα και το Πεκίνο έχει κινηθεί προσεκτικά στην εφαρμογή της, ώστε η επιθετική επιβολή της να μην τρομάξει τις Δυτικές επιχειρήσεις και τις ροές κεφαλαίων προς την Κίνα. Αλλά το οικονομικό οπλοστάσιο του Πεκίνου είναι πλέον πλήρες και διαθέτει ένα ολοκληρωμένο πακέτο μονομερών κυρώσεων και ελέγχων που εξακολουθεί να ισχυρίζεται ότι είναι παράνομες.

ΠΟΛΥ ΜΕΓΑΛΗ ΓΙΑ ΝΑ ΤΗΣ ΕΠΙΒΛΗΘΟΥΝ ΚΥΡΩΣΕΙΣ;

Αυτό είναι το πλαίσιο για τα νέα μαθήματα που έλαβε το Πεκίνο από τον Φεβρουάριο του 2022. Όταν τα τανκς της Μόσχας εισέβαλαν στην Ουκρανία, το Ηνωμένο Βασίλειο, οι Ηνωμένες Πολιτείες, και η ΕΕ αγωνίστηκαν για να βρουν μια τιμωρητική απάντηση. Στην ουκρανική κρίση του 2014-15, η Δύση επεξεργάστηκε προσεκτικά κυρώσεις επί πολλούς μήνες για να επιβάλει πρόστιμα στην Ρωσία, να αλλάξει την συμπεριφορά της Μόσχας, και να αποκτήσει μοχλό πίεσης για διαπραγματεύσεις. Το 2022, όταν κατέστη σαφές ότι ο Ρώσος πρόεδρος, Βλαντιμίρ Πούτιν, επεδίωκε όχι απλώς περισσότερα εδάφη στην Ουκρανία αλλά την πλήρη κατάληψη της χώρας, το πεδίο εφαρμογής της απάντησης των κυρώσεων μετατοπίστηκε σε έναν άμεσο ολοκληρωτικό οικονομικό πόλεμο. Μέσα σε λίγες ημέρες από την εισβολή, οι συμμαχικές κυβερνήσεις ανακοίνωσαν την δέσμευση περιουσιακών στοιχείων σε όλα τα συναλλαγματικά αποθέματα της Ρωσίας σε Αυστραλία, Καναδά, Ιαπωνία, Ηνωμένο Βασίλειο, Ηνωμένες Πολιτείες, και ΕΕ, επέβαλαν κυρώσεις στα μεγαλύτερα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα της Ρωσίας, και διέκοψαν την πρόσβασή τους στο SWIFT, την ασφαλή πλατφόρμα ανταλλαγής μηνυμάτων που συνδέει τις τράπεζες σε όλο τον κόσμο.

Καμία οικονομία κοντά στο μέγεθος της Ρωσίας δεν είχε υποβληθεί σε τέτοια μέτρα από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Κατά την έναρξη της εισβολής του 2022, η Ρωσία είχε την δέκατη μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο με βάση το ΑΕΠ. Η παραγωγή πετρελαίου της πλησίαζε τα 11 εκατομμύρια βαρέλια ημερησίως, σχεδόν τρεις φορές μεγαλύτερη από την παραγωγή πετρελαίου της Ισλαμικής Δημοκρατίας του Ιράν στην κορύφωσή της το 2005. Η Ρωσία ήταν ο μεγαλύτερος εξαγωγέας φυσικού αερίου στον κόσμο και ο κορυφαίος προμηθευτής βασικών παγκόσμιων αγαθών και εισροών, από λιπάσματα και σιτηρά μέχρι τιτάνιο.

Από γεωπολιτική άποψη, η Ρωσία, όπως και η Κίνα, είναι κράτος με πυρηνικά όπλα και μόνιμο μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ. Επίσης, όπως και η Κίνα, η Ρωσία είναι μέλος ενός μεγάλου εύρους παγκόσμιων θεσμών. Είναι αλήθεια ότι η οικονομία της Κίνας εξακολουθεί να είναι δέκα φορές μεγαλύτερη από της Ρωσίας και το αποτύπωμα της Κίνας στην παγκόσμια οικονομία -από την άποψη του εμπορίου, των επενδύσεων, και των ροών κεφαλαίων- επισκιάζει εκείνο της Ρωσίας, ιδίως όσον αφορά τους δεσμούς της με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Αλλά αν οι Κινέζοι ιθύνοντες πίστευαν κάποτε ότι μια οικονομία πρώτης κατηγορίας ήταν πολύ μεγάλη για να της επιβληθούν κυρώσεις, το περασμένο έτος ήταν ανησυχητικό.

Το Πεκίνο δεν μπορεί πλέον να υποθέσει απλώς ότι η Δύση δεν θα διακινδυνεύσει ποτέ οικονομικούς κλυδωνισμούς για μια κινεζική εισβολή [1] στην Ταϊβάν. Το Πεκίνο μόλις είδε τις Ηνωμένες Πολιτείες και τους Ευρωπαίους συμμάχους τους να αναλαμβάνουν σημαντικούς εθνικούς και παγκόσμιους κινδύνους για την Ουκρανία, εκθετικά χαμηλότερη και σαφώς μικρότερη παγκόσμια οικονομία από την οικονομία της Ταϊβάν, η οποία έχει την έβδομη μεγαλύτερη οικονομία στην βιομηχανική Ασία και παρέχει έναν κομβικό κρίκο στις παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού. Και η Ουάσινγκτον έχει μεγαλύτερους ιστορικούς, νομικούς, και συναισθηματικούς δεσμούς με την Ταϊβάν από όσο με την Ουκρανία. Η Κίνα δεν μπορεί πλέον να υποθέσει ότι η Δύση θα επιβάλει σημαντικές κυρώσεις μόνο σε περιθωριακές χώρες και περιθωριακές κυρώσεις μόνο σε μεγάλες χώρες.

Το Πεκίνο εξεπλάγη επίσης από την σφοδρότητα της Δυτικής αντίδρασης στην επιθετικότητα της Ρωσίας. Στον απόηχο της εισβολής στη Ντονμπάς το 2014, ο Πούτιν και ο Κινέζος πρόεδρος, Σι Τζινπίνγκ αποχώρησαν με το μάθημα ότι η Δύση -και ιδιαίτερα οι σύμμαχοι των Αμερικανών που αποφεύγουν το ρίσκο, οι οποίοι είναι πολλοί τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Ασία- δεν θα υποστήριζαν δαπανηρές κυρώσεις για λογαριασμό ενός τρίτου μέρους. Τούτη την φορά, το μάθημα αυτό δεν ισχύει. Όταν τα τανκς της Μόσχας όρμησαν προς το Κίεβο, βγήκαν τα όπλα. Μια κλιμάκωση που είχε διαρκέσει 18 μήνες στην εκστρατεία κυρώσεων κατά του Ιράν κατέρρευσε μέσα σε ένα Σαββατοκύριακο. Ακόμη και οι εξαγωγές πετρελαίου και φυσικού αερίου της Ρωσίας, που είχαν θεωρηθεί πολύ σημαντικές για να τις αγγίξει κανείς το 2014, υπέστησαν κυρώσεις. Η Δύση κινήθηκε ταχύτερα από όσο πολλοί πίστευαν ότι ήταν δυνατόν για να απεξαρτηθεί από το ρωσικό πετρέλαιο, και το G-7 έθεσε πρόσφατα σε εφαρμογή ένα σύστημα ανώτατων τιμών με στόχο να συμπιέσει την τιμή που λαμβάνει η Ρωσία για το αργό πετρέλαιο και τα πετρελαιοειδή της αλλού στον κόσμο, διασφαλίζοντας ταυτόχρονα ότι οι ενεργειακές αγορές εξακολουθούν να είναι καλά εφοδιασμένες.

Αυτά τα βήματα απαιτούσαν θυσίες. Και η Δύση επωμίστηκε πραγματικό κόστος με τη μορφή πληθωρισμού [2], υψηλότερων λογαριασμών ενέργειας, και ελλείψεων φυσικού αερίου. Αλλά μέχρι στιγμής, με την βοήθεια ενός ήπιου χειμώνα, ο συνασπισμός έχει κρατήσει. Το μάθημα για τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής στο Πεκίνο είναι αδιαμφισβήτητο: μια σημαντική απειλή για την διεθνή τάξη μπορεί να επιφέρει μια πράγματι πολύ επώδυνη οικονομική απάντηση, ακόμη και αν αυτή συνοδεύεται από κόστος για τις χώρες που επιβάλλουν τις κυρώσεις.

ΦΡΟΥΡΙΟ ΚΙΝΑ

Οι χώρες λαμβάνουν στρατηγικές αποφάσεις, μεταξύ άλλων και για τον πόλεμο, επειδή οι ηγέτες σταθμίζουν το κόστος και τα οφέλη και στην συνέχεια κρίνουν ότι η επίθεση αξίζει τον κίνδυνο. Επομένως, η Κίνα δεν θα αποφύγει την χρήση βίας κατά της Ταϊβάν απλώς και μόνο επειδή φοβάται τις κυρώσεις. Η Κίνα θα προσπαθήσει, ωστόσο, να αφομοιώσει τα διδάγματα από την εμπειρία της Ρωσίας στην Ουκρανία σχετικά με το πώς να καλύψει τα τρωτά της σημεία, να διασφαλίσει την ανθεκτικότητά της, και να δημιουργήσει περισσότερες επιλογές.

Από την δύσκολη εμπειρία του Πούτιν με τις κυρώσεις το 2014-15, η Μόσχα καυχιόταν για μια σειρά ελιγμών για να «προστατεύσει» την οικονομία της από τις κυρώσεις˙ με υπερηφάνεια έδωσε στον εαυτό της το παρατσούκλι «Φρούριο Ρωσία». Η Μόσχα αύξησε τα συναλλαγματικά της αποθέματα σε 631 δισεκατομμύρια δολάρια και μετατόπισε σε μεγάλο βαθμό τα αποθέματά της από το δολάριο των ΗΠΑ. Μέχρι το 2021, η Ρωσία είχε μειώσει τα συναλλαγματικά της διαθέσιμα σε δολάρια στο 16% των συνολικών συναλλαγματικών διαθεσίμων της, ενώ η κεντρική τράπεζα της Ρωσίας αγόρασε χρυσό αξίας 90 δισεκατομμυρίων δολαρίων και επέκτεινε τα περιουσιακά της στοιχεία σε ρενμίνμπι και άλλα μη δολαριακά. Η Ρωσία εισήγαγε το δικό της εθνικό σύστημα πιστωτικών καρτών Mir και μια εναλλακτική προς το διατραπεζικό σύστημα ανταλλαγής μηνυμάτων SWIFT που εδρεύει στο Βέλγιο.

Ωστόσο, αν η Ρωσία είχε γίνει «ανθεκτική στις κυρώσεις», δεν ήταν καθόλου «προστατευμένη από τις κυρώσεις». Αναγκαστικά, πολλά από τα επανατοποθετημένα συναλλαγματικά αποθέματα της Ρωσίας σε δολάρια είχαν μεταφερθεί στα υψηλής ρευστότητας νομίσματα του Καναδά, της Ιαπωνίας, του Ηνωμένου Βασιλείου, και της Ευρώπης. Όταν αυτές οι δικαιοδοσίες κινήθηκαν στο ίδιο μήκος κύματος με τις Ηνωμένες Πολιτείες για να παγώσουν τα ρωσικά αποθεματικά, σχεδόν τα μισά από τα ξένα αποθέματα της Ρωσίας -περίπου 300 δισεκατομμύρια δολάρια- δεν ήταν πλέον προσβάσιμα. Η Ρωσία είδε ακόμη και ένα μέρος των αποθεμάτων χρυσού της να ακινητοποιείται επειδή τα είχε αποθηκεύσει σε δικαιοδοσίες που προσχώρησαν στην προσπάθεια επιβολής κυρώσεων.

Τα άλλα αμυντικά μέτρα της Ρωσίας αποδείχθηκαν ακόμη λιγότερο επιτυχημένα. Μετά από επτά χρόνια εργασίας, το δίκτυο πιστωτικών καρτών Mir είχε εξασφαλίσει μερικούς μεσαίου μεγέθους τραπεζικούς εταίρους στην Ασία. Αλλά όταν το Υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ ανακοίνωσε τον Σεπτέμβριο του 2022 ότι οι τράπεζες που συνεργάζονται με τη Mir θα θεωρούνταν ότι παρακάμπτουν τις Δυτικές κυρώσεις, οι τράπεζες αυτές στο Καζακστάν, το Τατζικιστάν, την Τουρκία, το Ουζμπεκιστάν, και το Βιετνάμ διέκοψαν τους δεσμούς τους με το σύστημα καρτών της Ρωσίας. Η Ρωσία τα πήγε ακόμη χειρότερα με το Σύστημα Μεταφοράς Χρηματοοικονομικών Μηνυμάτων, τη φερόμενη ως εναλλακτική λύση στο SWIFT. Όπως ήταν αναμενόμενο, δεν υπήρξε ευρεία ζήτηση για ένα σύστημα χρηματοοικονομικών μηνυμάτων με έδρα την Ρωσία, το οποίο είχε περιορισμένη εμβέλεια και ήταν πιο δυσκίνητο και λιγότερο ασφαλές από το SWIFT.

Στον σημερινό διασυνδεδεμένο κόσμο, η πραγματική προστασία από τις κυρώσεις είναι αδύνατη. Η Κίνα είχε μεγαλύτερη επιτυχία από την Ρωσία από αυτήν την άποψη, αλλά έχει επίσης να αντιμετωπίσει ορισμένες σκληρές πραγματικότητες. Για παράδειγμα, η Κρατική Διοίκηση Συναλλάγματος της Κίνας ισχυρίζεται ότι η Κίνα έχει μειώσει το ποσοστό των συναλλαγματικών αποθεμάτων της που κατέχει σε δολάρια ΗΠΑ από 79% το 1995 σε 59% το 2016. (Η Κίνα σταμάτησε να παρέχει ανάλυση εκείνο το έτος). Αλλά ο αυξανόμενος ρόλος των κρατικών τραπεζών της Κίνας στις αγορές συναλλάγματος -αγορές που δεν δηλώνονται- σημαίνει ότι τα πραγματικά αποθέματα της Κίνας σε δολάρια ΗΠΑ είναι άγνωστα και μπορεί να μην έχουν μειωθεί κατά το αναφερόμενο ποσό. Και οι εναλλακτικές λύσεις της Κίνας είναι περιορισμένες. Σε αντίθεση με την Ρωσία, δεν μπορεί να μεταφέρει κανένα από τα συναλλαγματικά της αποθέματα σε ρενμίνμπι -για την προστασία από τον κίνδυνο και την διαχείριση της νομισματικής πολιτικής, τα αποθέματα πρέπει να διατηρούνται σε διαφορετικό νόμισμα από το δικό της. Και οι οικονομίες που έχουν το βάθος για να απορροφήσουν ένα σημαντικό μέρος των συναλλαγματικών αποθεμάτων της Κίνας είναι όλες μέρος του συνασπισμού που στάθηκε απέναντι στην παραβίαση του διεθνούς δικαίου από την Ρωσία. Δεν είναι σαφές πού μπορεί να πάει η Κίνα.

Η Κίνα έχει επίσης αναπτύξει το δικό της σύστημα πληρωμών σε ρενμίνμπι, το Διασυνοριακό Διατραπεζικό Σύστημα Πληρωμών (Cross-Border Interbank Payment System - CIPS), και έχει δημιουργήσει μηχανισμούς στην κεντρική της τράπεζα για την εκκαθάριση διμερών συναλλαγών με χώρες όπως η Ρωσία, αποφεύγοντας την χρήση του δολαρίου και του ευρώ. Στα τέλη του Μαρτίου του 2022, το CIPS είχε 1.304 συμμετέχοντα ιδρύματα, έναν σημαντικό αριθμό, αλλά περίπου το ένα δέκατο των συμμετεχόντων ιδρυμάτων του SWIFT. Τα αμυντικά βήματα της Κίνας έχουν σημειώσει μεγαλύτερη πρόοδο από αυτά της Ρωσίας -το βάρος της Κίνας ως ο μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος για την πλειονότητα του κόσμου τής δίνει σημαντική επιρροή στις διμερείς διαπραγματεύσεις. Αλλά θα είναι δύσκολο, ίσως και αδύνατο, για την Κίνα να πείσει τις προηγμένες οικονομίες του κόσμου να εμπιστευθούν τις παγκόσμιες χρηματοπιστωτικές ροές σε μια κινεζική πλατφόρμα.

Έτσι, η Κίνα έχει μεγαλύτερη επιρροή από οποιοδήποτε άλλο έθνος για την ανάπτυξη παρακάμψεων και εναλλακτικών λύσεων στις Δυτικές πλατφόρμες, πρωτόκολλα και θεσμούς, και εργάζεται υπερωριακά για να το πραγματοποιήσει αυτό μετά το 2022. Αλλά το Πεκίνο προσκρούει σε οικονομικές και γεωπολιτικές πραγματικότητες που δεν θα του επιτρέψουν να ανατρέψει το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα ή να φροντίσει ώστε το ρενμίνμπι να εκτοπίσει το δολάριο και το ευρώ ως το κυρίαρχο διεθνές νόμισμα.

Ο ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΠΕΚΙΝΟΥ ΠΟΥ ΛΕΙΠΕΙ

Το σημαντικότερο ίσως μάθημα κυρώσεων από την τρέχουσα σύγκρουση είναι η ζωτική σημασία των συμμαχιών. Η Ουάσινγκτον έχει τεράστια επιρροή όταν εκμεταλλεύεται την αμερικανική τεχνολογία, τις χρηματοπιστωτικές αγορές, και το δολάριο. Οι κυρώσεις κατά της Ρωσίας, ωστόσο, θα είχαν ένα κλάσμα της επιρροής τους (και η Ρωσία θα είχε πολυάριθμες παρακάμψεις) αν δεν επρόκειτο για μια κοινή προσπάθεια με την Αυστραλία, τον Καναδά, την Ιαπωνία, τη Νότια Κορέα, την Ταϊβάν, το Ηνωμένο Βασίλειο, και την ΕΕ.

Η Κίνα μπορεί να ασκήσει τρομακτική επιρροή στους μεμονωμένους εμπορικούς εταίρους της, αλλά δεν έχει την δυνατότητα να συγκεντρώσει έναν αντίστοιχο συνασπισμό. Αυτό αποτελεί πρόβλημα στην επίθεση και την άμυνα. Οι περιορισμοί των επιθετικών οικονομικών όπλων της Κίνας έχουν ήδη φανεί τα τελευταία χρόνια. Όταν το Πεκίνο στόχευσε την Αυστραλία και την Λιθουανία με σκληρά μέτρα, και οι δύο χώρες τα άντεξαν χάρη στην οικονομική και πολιτική υποστήριξη από έναν αριθμό φίλων και εταίρων. Και η Κίνα παραμένει ευάλωτη σε ευρείες, συντονισμένες κυρώσεις από τις προηγμένες οικονομίες του κόσμου. Το κατώφλι για μια τέτοια οικονομική επίθεση θα ήταν αναμφίβολα αρκετά υψηλό, αλλά ένα άλλο είδος αποτροπής είναι το γεγονός ότι το Πεκίνο δεν μπορεί να γνωρίζει ακριβώς το πόσο υψηλό.

Για το Πεκίνο, το μάθημα αφορά λιγότερο την οικονομία και περισσότερο την διπλωματία και τις σχέσεις. Καθώς ανοίγει εκ νέου την οικονομία της μετά από τρία χρόνια αποκλεισμού, η Κίνα εργάζεται για την ανοικοδόμηση σχέσεων, φιλοξενεί ξένους ηγέτες από την Ασία και την Ευρώπη, κλείνει επιχειρηματικές συμφωνίες, και περιπλέκει κάθε υποτιθέμενη αμερικανική προσπάθεια για την δημιουργία ενός αντι-κινεζικού συνασπισμού. Για την Ουάσινγκτον, το συμπέρασμα είναι το ίδιο -σε οποιαδήποτε πιθανή αντιπαράθεση με την Κίνα, το πιο πολύτιμο όπλο στο οικονομικό οπλοστάσιο της Αμερικής θα είναι η δύναμη των διεθνών συνεργασιών της.

Σύνδεσμοι:
[1] https://www.foreignaffairs.com/tags/chinese-taiwanese-relations
[2] https://www.foreignaffairs.com/world/age-of-inflation-kenneth-rogoff

Copyright © 2023 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Στα αγγλικά: https://www.foreignaffairs.com/china/what-china-has-learned-ukraine-war

Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στην διεύθυνση www.twitter.com/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στην διεύθυνση www.facebook.com/ForeignAffairs.gr και στο linkedin στην διεύθυνση https://www.linkedin.com/company/foreign-affairs-the-hellenic-edition