Το Κίεβο και η Μόσχα διεξάγουν δύο διαφορετικούς πολέμους | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Το Κίεβο και η Μόσχα διεξάγουν δύο διαφορετικούς πολέμους

ΕΝΑΣ ΧΡΟΝΟΣ ΜΕΤΑ. Τι αποκάλυψε ο πόλεμος στην Ουκρανία για τις σύγχρονες συγκρούσεις

Κατά την διάρκεια του πολέμου στην Ουκρανία, οι στρατηγικές της Ρωσίας και της Ουκρανίας αποκλίνουν όλο και περισσότερο. Αρχικά, η Ρωσία προσπάθησε να καταλάβει αιφνιδιαστικά την Ουκρανία χρησιμοποιώντας έναν σύγχρονο στρατό ο οποίος ενεπλάκη σε κάποιους ταχείς ελιγμούς που θα έδιναν μια γρήγορη και αποφασιστική νίκη. Αλλά με την πάροδο του χρόνου, ο στρατός του έχει υποβαθμιστεί σοβαρά, και βασίζεται όλο και περισσότερο σε μπαράζ πυροβολικού και μαζικές επιθέσεις πεζικού για να καταφέρει επιτεύγματα στο πεδίο της μάχης ενώ εντείνει τις επιθέσεις του σε πόλεις της Ουκρανίας. Στις περιοχές που καταλαμβάνουν οι δυνάμεις της, επιδιώκει να επιβάλει την «ρωσοποίηση» και έχει αντιμετωπίσει σκληρά όσους είναι ύποπτοι για κατασκοπεία και δολιοφθορά, ή απλή διαφωνία.

20022023-1.jpg

Ένας Ουκρανός στρατιώτης πυροβολεί με RPG, στην περιοχή Zaporizhzhia, στην Ουκρανία, τον Ιανουάριο του 2023. Stringer / Reuters / Foreign Affairs illustration
------------------------------------------------------------

Η Ουκρανία ήταν πιο καινοτόμος στις τακτικές της και πιο πειθαρχημένη στην εκτέλεσή τους. Με την βοήθεια μιας αυξανόμενης προμήθειας Δυτικών όπλων και μιας ευέλικτης διοίκησης, κατάφερε να ανακτήσει ορισμένες από τις περιοχές που κατείχαν οι ρωσικές δυνάμεις. Αλλά επίσης μάχεται στο δικό της έδαφος και δεν μπορεί να φτάσει μακριά μέσα στην Ρωσία. Έτσι, ενώ η Ουκρανία έχει περιοριστεί στην στόχευση του ρωσικού στρατού, η Ρωσία στοχεύει την Ουκρανία στο σύνολό της: τις ένοπλες δυνάμεις της, τις υποδομές της, και τον λαό της.

Αυτές οι αντικρουόμενες προσεγγίσεις -ο «κλασικός πόλεμος» που ακολουθεί η Ουκρανία και ο «ολοκληρωτικός πόλεμος» που υιοθετεί η Ρωσία- έχουν βαθιές ρίζες στους πολέμους του εικοστού αιώνα. Καθώς ο πόλεμος στην Ουκρανία φτάνει στο ορόσημο του ενός έτους, έχει αρχίσει να προσφέρει σημαντικές γνώσεις για το πώς αυτές οι δύο μορφές πολέμου μπορούν να εξελιχθούν στις σύγχρονες συγκρούσεις -και πώς είναι πιθανό να διαμορφώσουν την διαμάχη μεταξύ Κιέβου και Μόσχας τους επόμενους μήνες.

ΔΥΟ ΕΙΔΗ ΠΟΛΕΜΟΥ

Ο κλασικός τρόπος πολέμου, που κυριάρχησε στην στρατιωτική σκέψη πριν από τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, αφορούσε αποκλειστικά τις μάχες. Η στρατηγική επικεντρωνόταν στο να βάλει έναν στρατό σε θέση να πολεμήσει˙ η τακτική αφορούσε την ίδια τη μάχη. Η νίκη αποφασιζόταν από το ποιος στρατός κατέλαβε το πεδίο της μάχης, τον αριθμό των εχθρικών στρατιωτών που σκοτώθηκαν ή αιχμαλωτίστηκαν, και τον όγκο του εξοπλισμού που καταστράφηκε. Με αυτόν τον τρόπο, οι μάχες καθόριζαν την έκβαση των πολέμων. Αυτή η προσέγγιση ενισχύθηκε από τους νόμους του πολέμου που κάλυπταν τη μεταχείριση αιχμαλώτων και των μη πολεμιστών και υπέθεταν ότι ο ηττημένος εχθρός θα αποδεχόταν την ετυμηγορία της μάχης.

Ακόμη και πριν από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, υπήρχαν πολλοί λόγοι για αμφιβολία σχετικά με το πόσο στενά αποτύπωνε αυτό το μοντέλο πολέμου την πραγματικότητα, ειδικά λόγω του τρόπου με τον οποίο επέμενε να διατηρούνται χωριστά η πολιτική και η στρατιωτική σφαίρα. Αλλά το κλασικό μοντέλο συνέχισε να διαμορφώνει τις προσδοκίες ενόψει του Α' Παγκοσμίου Πολέμου. Εκείνη η σύγκρουση, ωστόσο, μετατράπηκε σε έναν μακρό πόλεμο φθοράς, κατά τον οποίο η υποκείμενη οικονομική και βιομηχανική ισχύς έπαιξε πολύ πιο σημαντικό ρόλο από τα απλά αποτελέσματα στο πεδίο της μάχης. Και η ικανότητα των αεροσκαφών να χτυπούν εχθρικές πόλεις έθεσε υπό αμφισβήτηση την έννοια ενός διακριτού πεδίου μάχης ξεχωριστού από την κοινωνία των πολιτών. Άνθρωποι και περιουσίες έγιναν φυσικοί στόχοι.

Το σκεπτικό για την στόχευση των πληθυσμιακών κέντρων ήταν απλό: οι στρατοί βασίζονταν σε μη στρατιωτικές υποδομές για να πολεμήσουν. Τα εργοστάσια πυρομαχικών εξαρτώνταν από ένα πολιτικό εργατικό δυναμικό. Όταν οι κυβερνήσεις χρειάζονταν περισσότερα στρατεύματα, στρατολογούσαν αμάχους. Με άλλα λόγια, όταν μια ολόκληρη χώρα βρισκόταν σε εμπόλεμη φάση, δεν υπήρχαν αθώοι. Επιπλέον, οι κυβερνήσεις που αποφάσιζαν για πόλεμο και ειρήνη εξαρτώντο από την λαϊκή υποστήριξη. Οι ευάλωτοι πολίτες, που υποφέρουν από αδιάκοπους βομβαρδισμούς, θα μπορούσαν να στραφούν ενάντια στον πόλεμο, ακόμη και σε σημείο που να απαιτήσουν την συνθηκολόγηση της δικής τους πλευράς. Για πολλούς στρατηγούς, οι βομβαρδισμοί πόλεων έμοιαζαν με πολύ απλούστερη διαδρομή προς τη νίκη από όσο η νίκη σε μάχες. Με αυτόν τον τρόπο, ο πόλεμος έγινε ολοκληρωτικός, οδηγώντας στις μαζικές αεροπορικές επιδρομές του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και στην απόφαση των ΗΠΑ να ρίξουν δύο ατομικές βόμβες στην Ιαπωνία το 1945. Μετά από αυτό, οι άμαχοι γλίτωναν μόνο σε πολέμους που δεν διαρκούσαν πολύ και διεξάγονταν μακριά από πόλεις.

Όμως, τρεις εξελίξεις έκαναν τους Δυτικούς στρατηγούς να αλλάξουν το σκεπτικό τους για τον ολοκληρωτικό πόλεμο. Πρώτον, η λογική του ολοκληρωτικού πολέμου οδήγησε σε πυρηνική καταστροφή. Για να αποφευχθεί αυτό, έπρεπε να βρεθεί ένας τρόπος ώστε να περιοριστούν οι πόλεμοι. Δεύτερον, υπήρχε μια αυξανόμενη συνειδητοποίηση ότι οι επιθέσεις εναντίον αμάχων ήταν αντιπαραγωγικές. Αυτό ήταν το συμπέρασμα των μελετών που πραγματοποιήθηκαν αμέσως μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο σχετικά με τον αντίκτυπο των συμμαχικών στρατηγικών βομβαρδιστικών εκστρατειών, και στην συνέχεια η μετέπειτα εμπειρία του πολέμου του Βιετνάμ, όπου οι προσπάθειες αναζήτησης και εξάλειψης των κομμουνιστών Βιετ Κονγκ οδήγησαν σε πολλές απώλειες αμάχων.

Η τρίτη εξέλιξη ήταν η εμφάνιση των πυρομαχικών ακριβείας στην δεκαετία του 1970. Κατ' αρχήν, οι δραματικές βελτιώσεις στην ακριβή στόχευση που παρέχει μια τέτοια τεχνολογία σήμαιναν ότι δεν υπήρχε πλέον καμία δικαιολογία για παράπλευρες ζημιές. Οι [πολεμικές] επιχειρήσεις θα μπορούσαν να διεξαχθούν με τρόπους που να αποφύγουν τους αμάχους και να χτυπούν μόνο στρατιωτικούς στόχους. Με τα κατευθυνόμενα όπλα ακριβείας, υπήρχε η ευκαιρία να αναβιώσει ο κλασικός πόλεμος επικεντρώνοντας την προσοχή στην υπονόμευση της στρατιωτικής οργάνωσης ενός εχθρού μέσω βαθιών χτυπημάτων και ταχέων ελιγμών. Αυτό ήταν το μάθημα που αντλήθηκε από την αποφασιστική νίκη των Ηνωμένων Πολιτειών επί των ιρακινών δυνάμεων στον πρώτο πόλεμο του Κόλπου.

Εντούτοις, αν και αυτή η αλλαγή δόγματος ήταν εμφανής στον σχεδιασμό των πρόσφατων Δυτικών στρατιωτικών επεμβάσεων, η κλασική πολεμική στρατηγική συχνά μπήκε στο περιθώριο όταν αυτοί οι πόλεμοι μετατρέπονταν σε αντιεξεγερτικές εκστρατείες, όπως στο Ιράκ και το Αφγανιστάν. Σε αμφότερες τις συγκρούσεις, οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοί τους κατέβαλαν προσπάθειες να αποφύγουν να βλάψουν τους αμάχους προκειμένου να διατηρήσουν την υποστήριξή τους και να αποφύγουν να τροφοδοτήσουν την εξέγερση, αλλά αυτές οι προσπάθειες έτειναν να χαλαρώνουν όταν οι δικές τους δυνάμεις κινδύνευαν. Για τις Δυτικές δυνάμεις, μια πρόσθετη πηγή έντασης ήταν ότι οι τοπικές κοινότητες τις θεωρούσαν συχνά ανεπιθύμητες, ειδικά όταν υποστήριζαν μια κυβέρνηση που -ακριβώς επειδή στηριζόταν στην ξένη υποστήριξη- δεν είχε λαϊκή νομιμοποίηση.

ΡΩΣΙΚΗ ΚΤΗΝΩΔΙΑ, ΟΥΚΡΑΝΙΚΗ ΑΥΤΟΣΥΓΚΡΑΤΗΣΗ

Από την πλευρά της, στις δεκαετίες μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, η Ρωσία δεν εγκατέλειψε ποτέ το μοντέλο του ολοκληρωτικού πολέμου. Αυτό συνέβαινε ακόμη και όταν χρησιμοποιούσε πυρομαχικά ακριβείας. Στην Συρία, για παράδειγμα, οι ρωσικές δυνάμεις απέδειξαν ότι η αποφυγή πολιτικών στόχων ήταν θέμα επιλογής και όχι τεχνολογίας, καθώς επιτέθηκαν σκόπιμα σε νοσοκομεία ανταρτών. Ακόμη και κοντά στην πατρίδα της, η Ρωσία έχει χρησιμοποιήσει αμείλικτες τακτικές, ειδικά στους Πολέμους της Τσετσενίας της δεκαετίας του 1990 και την πρώτη δεκαετία αυτού του αιώνα, κατά την διάρκεια των οποίων η Μόσχα εφάρμοσε ωμή βία απευθείας σε περιοχές και πόλεις αμάχων.

Τώρα η Ρωσία κάνει το ίδιο στην Ουκρανία. Όμως, αυτή την φορά αντιμετωπίζει έναν όλο και πιο καλά οργανωμένο και επαγγελματικό στρατό. Καθώς το Κρεμλίνο έχει γίνει πιο απογοητευμένο στην εκστρατεία του για την κατάληψη της χώρας, έχει καταφύγει σε τακτικές επιθέσεις κατά της κοινωνίας των πολιτών και της οικονομίας της Ουκρανίας. Αυτά περιλαμβάνουν στόχευση πυραύλων στο Κίεβο και άλλες πόλεις, ισοπέδωση συγκροτημάτων διαμερισμάτων και μερικές φορές ολόκληρες πόλεων, επίθεση στην ενεργειακή υποδομή της Ουκρανίας, και παρατεταμένες πολιορκίες, όπως στη Μαριούπολη την άνοιξη, στην Severodonetsk το καλοκαίρι, και την Bakhmut πιο πρόσφατα. Πρόκειται για επιχειρήσεις οι οποίες περιλαμβάνουν μπαράζ πυροβολικού που μετατρέπουν τις πόλεις σε ερείπια και αναγκάζουν τους πληθυσμούς τους να φύγουν.

Παρά τους μαξιμαλιστικούς στόχους της Ρωσίας στην Ουκρανία, είναι δυνατό να υποστηριχθεί ότι δεν επιδιώκει έναν ολοκληρωτικό πόλεμο. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η Ρωσία απέφυγε να χρησιμοποιήσει πυρηνικά όπλα -τα υπέρτατα σύμβολα του σύγχρονου ολοκληρωτικού πολέμου. Στην πραγματικότητα, τα πυρηνικά όπλα έχουν ήδη διαδραματίσει κρίσιμο ρόλο στον καθορισμό των ορίων στην σύγκρουση. Στην αρχή του πολέμου, ο Ρώσος πρόεδρος, Βλαντιμίρ Πούτιν, επικαλέστηκε την πυρηνική απειλή για να προειδοποιήσει τις χώρες του ΝΑΤΟ ενάντια στην άμεση επέμβαση. Ταυτόχρονα, η επιθυμία του να αποφύγει έναν πόλεμο με την συμμαχία τον απέτρεψε από την χρήση πυρηνικών όπλων σε μικρότερη κλίμακα εντός της Ουκρανίας και από το να διατάξει επιθέσεις σε γειτονικές χώρες του ΝΑΤΟ. Ωστόσο, από τις περισσότερες απόψεις, η Ρωσία ακολούθησε την προσέγγιση του ολοκληρωτικού πολέμου που χρησιμοποίησε και σε άλλες συγκρούσεις από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου.

Εν τω μεταξύ, η Ουκρανία ακολουθεί μια προσέγγιση κλασικού πολέμου. Προασπιζόμενες τις δικές τους πόλεις, εργοστάσια, και ενεργειακά εργοστάσια, οι ουκρανικές δυνάμεις έχουν κάθε λόγο να αποφύγουν περιττές ζημιές σε περιοχές αμάχων και χρειάστηκε να συντηρήσουν τα σπάνια πυρομαχικά τους για ρωσικούς στρατιωτικούς στόχους υψηλής προτεραιότητας. Επιπλέον, το Κίεβο έχει επίσης περιοριστεί από τα όρια που του έθεσαν οι Δυτικοί προμηθευτές του. Ένας τομέας στον οποίο συνέβη αυτό -και ένα άλλο παράδειγμα της αποτρεπτικής επίδρασης της απειλής ολοκληρωτικού πολέμου- είναι ο σκόπιμος περιορισμός της ικανότητας της Ουκρανίας από την Ουάσιγκτον στο να επιτεθεί σε ρωσικό έδαφος, τουλάχιστον με τρόπους που περιλαμβάνουν Δυτικά όπλα. Οι ουκρανικές δυνάμεις διαχειρίστηκαν ορισμένες επιθέσεις σε στόχους εντός της Ρωσίας χρησιμοποιώντας drones και σαμποτάζ, αλλά αυτές ήταν λίγες. Συγκεκριμένα, οι Ηνωμένες Πολιτείες αρνήθηκαν στην Ουκρανία το μεγάλης εμβέλειας πυροβολικό και αεροπορία που θα της επέτρεπαν να χτυπά βαθύτερα και συχνότερα, αν και ο αντίκτυπος τέτοιων επιθέσεων εναντίον μιας χώρας του μεγέθους της Ρωσίας θα ήταν περισσότερο συμβολικός παρά υλικός.

Το αποτέλεσμα αυτών των περιορισμών είναι ότι η Ρωσία διεξάγει έναν ολοκληρωτικό πόλεμο στο ουκρανικό έδαφος χωρίς να αντιμετωπίζει σοβαρό κίνδυνο για οτιδήποτε αντίστοιχο για τον εαυτό της. Η αντίθεση μεταξύ της ρωσικής και της ουκρανικής προσέγγισης έχει γίνει ακόμη πιο έντονη καθώς ο πόλεμος προχωρά.

ΟΛΟΚΛΗΡΩΤΙΚΗ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ

Δεδομένου ότι η Ουκρανία και η Ρωσία αποτελούσαν αμφότερες μέρος της Σοβιετικής Ένωσης μέχρι το 1991, οι ένοπλες δυνάμεις τους έχουν κοινή ιστορία καθώς και κοινή εμπειρία με σοβιετικό εξοπλισμό. Από το 2014, ωστόσο, η Ουκρανία περιήλθε σταδιακά υπό Δυτική στρατιωτική επιρροή. Αυτή η διαδικασία επιταχύνθηκε κατά την διάρκεια της προετοιμασίας της εισβολής της Ρωσίας το 2022, και ακόμη περισσότερο όταν ξεκίνησε ο πόλεμος. Οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοί τους έχουν παράσχει στην Ουκρανία διάφορες μορφές βοήθειας, όπως εκπαίδευση, πληροφορίες, και προηγμένα οπλικά συστήματα. Αν και η Ουκρανία έχει χρησιμοποιήσει όπλα που της επιτρέπουν να στοχεύει ρωσικές δυνάμεις οι οποίες βρίσκονται πολύ πίσω από την πρώτη γραμμή (όπως θέσεις διοίκησης, αποθήκες πυρομαχικών, και κόμβους υλικοτεχνικής υποστήριξης) και περιοχές όπου είναι συγκεντρωμένα τα ρωσικά στρατεύματα, η Ρωσία είχε λίγες επιλογές εκτός από το να στηριχθεί στο πυροβολικό της και, μετά την επιστράτευση [2], σε επιθέσεις πεζικού που έχουν σχεδιαστεί για να καταστήσουν τις κωμοπόλεις και τις πόλεις της Ουκρανίας ανυπεράσπιστες.

Ενισχύοντας την αντίθεση, οι ρωσικές δυνάμεις προσπάθησαν να «ρωσοποιήσουν» περιοχές υπό τον έλεγχό τους -επιβάλλοντας προϋποθέσεις γλώσσας, εκπαίδευσης, και συναλλάγματος στους τοπικούς πληθυσμούς - και έχουν χρησιμοποιήσει βασανιστήρια και εκτελέσεις για να αναστείλουν την ουκρανική αντίσταση. Αυτό προστίθεται στα εκτεταμένα εγκλήματα πολέμου που έχουν διαπράξει, συμπεριλαμβανομένων των απαγωγών, καθώς και των λεηλασιών και της σεξουαλικής κακοποίησης, που αντικατοπτρίζουν τον φόβο τους για δολιοφθορές και κατασκοπεία, μαζί με την γενική απειθαρχία.

Μέχρι στιγμής, τα αποτελέσματα της ρωσικής προσέγγισης έχουν επιβεβαιώσει τις συνήθεις επικρίσεις για την στρατηγική του ολοκληρωτικού πολέμου. Η επίθεση κατά της κοινωνίας των πολιτών της Ουκρανίας δεν έχει επηρεάσει την λαϊκή υποστήριξη προς την ουκρανική κυβέρνηση. Αντίθετα, η συσσώρευση αποδεικτικών στοιχείων για την εξωφρενική ρωσική συμπεριφορά έχει κάνει την Ουκρανία ακόμη πιο αποφασισμένη να διασφαλίσει ότι αυτά τα εδάφη θα απελευθερωθούν και ότι κανένα δεν θα παραδοθεί στην Ρωσία επ' αόριστον. Οι ανθρωπιστικές συνέπειες των μεθόδων της Ρωσίας ενίσχυσαν επίσης την Δυτική υποστήριξη προς την Ουκρανία. Επιπλέον, οι ολοκληρωτικού πολέμου στόχοι της Ρωσίας έχουν ενισχύσει την ουκρανική πεποίθηση ότι δεν υπάρχει διαθέσιμη καμιά προφανής «συμβιβαστική ειρήνη». Ούτε οι τακτικές ολοκληρωτικού πολέμου της Ρωσίας εμπόδισαν τις ουκρανικές επιχειρήσεις.

Τους τελευταίους μήνες, η Μόσχα έχει παράσχει λογικές καταναγκασμού για τις επιθέσεις της σε μη στρατιωτικές υποδομές, που συνδέονται με την άρνηση της Ουκρανίας να αποδεχθεί την προσάρτηση τεσσάρων επαρχιών στην ανατολική Ουκρανία από την Ρωσία τον Σεπτέμβριο. Αυτές οι επιθέσεις έχουν κάνει την ζωή εξαιρετικά δύσκολη για τους Ουκρανούς, με αμάχους να σκοτώνονται και να τραυματίζονται τακτικά από τυχαία χτυπήματα, και από συχνές διακοπές ρεύματος κατά τους χειμερινούς μήνες. Αλλά οι Ουκρανοί έχουν μάθει να προσαρμόζονται, εξουδετερώνοντας αυξανόμενους αριθμούς πυραύλων και μη επανδρωμένων αεροσκαφών με την αεράμυνά τους και βρίσκοντας τρόπους να αντιμετωπίσουν τις δυσκολίες των πολιτών. Μετά από έναν χρόνο πολέμου, δεν υπήρξε καμία προφανής επίδραση στην βούληση της Ουκρανίας να πολεμά.

Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΤΑΝΚΣ

Ένας χρόνος πολέμου στην Ουκρανία έχει δυσφημίσει περαιτέρω την προσέγγιση του ολοκληρωτικού πολέμου. Τι αποκάλυψε όμως για τον κλασικό πόλεμο; Εδώ, η εμπειρία προειδοποιεί ότι οι νίκες στο πεδίο της μάχης που είναι απαραίτητες για αυτήν την προσέγγιση μπορούν να αποδειχθούν απατηλές όταν οι αμυνόμενες δυνάμεις φαίνεται να έχουν εγγενή πλεονεκτήματα έναντι της επίθεσης. Σε τέτοιες καταστάσεις, οι στρατοί μπορούν να κολλήσουν σε μακροχρόνιες και εξαντλητικές αντιπαραθέσεις. Είναι δυνατό να συντρίψεις έναν υπεροπλισμένο εχθρό με το να ανοίγεις τρύπες στις γραμμές του, αλλά αυτό συνήθως απαιτεί ελιγμούς με τεθωρακισμένα οχήματα, έκπληξη του εχθρού με απροσδόκητες προελάσεις, επίτευξη επιτυχίας μέσω περικυκλώσεων, και ώθηση του εχθρού σε γρήγορες υποχωρήσεις σε σημείο όπου τελικά να είναι ανίκανος να συνέλθει.

Ένα τέτοιο αποτέλεσμα δεν είναι εύκολο να επιτευχθεί. Στην Ουκρανία, οι πιο επιτυχημένες επιθέσεις είτε από τη μια είτε από την άλλη πλευρά σημειώθηκαν σε καταστάσεις όπου οι άμυνες ήταν ασθενείς επί του πεδίου. Τα ρωσικά κέρδη ήρθαν τις πρώτες ημέρες του πολέμου, όταν οι δυνάμεις της [Ρωσίας] είχαν το πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού και ήταν σε θέση να κινηθούν γρήγορα. Στον νότο, συνάντησαν μικρή αντίσταση, ειδικά εκεί όπου οι άμυνες ήταν ανεπαρκώς οργανωμένες, ιδίως στην Χερσώνα. Ωστόσο, στον βορρά, πήραν προωθημένες θέσεις που δεν μπορούσαν να διατηρηθούν, σύντομα μπήκαν σε μπελάδες ενάντια στις ευκίνητες ουκρανικές άμυνες, και αναγκάστηκαν να αποσυρθούν. Στην συνέχεια, στο επόμενο στάδιο του πολέμου, ξεκινώντας με τη μάχη για τη Ντονμπάς, τα ρωσικά κέρδη ήταν λίγα, καλύπτοντας στενές περιοχές, και επιτεύχθηκαν μόνο με τεράστιο κόστος και σε μήνες.

Από την πλευρά της, η πιο εντυπωσιακή επίθεση της Ουκρανίας ήρθε στο Χάρκοβο τον Σεπτέμβριο, όταν οι δυνάμεις της εκμεταλλεύθηκαν μια αδύναμη και κακώς προετοιμασμένη άμυνα, ενώ η ρωσική ανώτατη διοίκηση επικεντρωνόταν στη Ντόνετσκ και την Χερσώνα. Ωστόσο, σε περιοχές όπου η ρωσική άμυνα είχε προετοιμαστεί και στην συνέχεια ενισχύθηκε από τα επιπλέον στρατεύματα που δημιουργήθηκαν από την επιστράτευση, η πρόοδος της Ουκρανίας έχει επιβραδυνθεί. Οι ουκρανικές δυνάμεις περιορίστηκαν περαιτέρω λόγω της έναρξης του χειμώνα, καθώς το έδαφος έγινε βαλτώδες. Η αντεπίθεση της Ουκρανίας για την ανακατάληψη της Χερσώνας ξεκίνησε με αργό ρυθμό στα τέλη του καλοκαιριού και οι δυνάμεις της μπόρεσαν να σημειώσουν πρόοδο μόνο όταν κατάφεραν να κόψουν τις ρωσικές γραμμές ανεφοδιασμού, καθιστώντας έτσι την πόλη της Χερσώνας ανυπεράσπιστη. Εκκενώθηκε τον Νοέμβριο.

Τους επόμενους μήνες, η κατεύθυνση του πολέμου μπορεί επίσης να διαμορφωθεί από τη μεταβαλλόμενη ισορροπία ισχύος πυρός. Όταν θα έχει την ευκαιρία να προχωρήσει στην επίθεση, η Ουκρανία θα επωφεληθεί από περισσότερα τεθωρακισμένα οχήματα, συμπεριλαμβανομένων των τανκς μάχης Challenger, Leopard, και Abrams που χορηγήθηκαν από την Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες, μετά από παρατεταμένες συζητήσεις τον Ιανουάριο. Εξίσου σημαντικό, το Κίεβο θα αποκτήσει επίσης οχήματα πεζικού, βελτιωμένη αεράμυνα, και βλήματα και πυραύλους μεγαλύτερου βεληνεκούς.

Αλλά θα χρειαστεί χρόνος για να παραδοθούν όλα αυτά τα όπλα και να εκπαιδευτούν οι ουκρανικές δυνάμεις ώστε να τα χρησιμοποιήσουν. Εν τω μεταξύ, η Ουκρανία θα πρέπει να αντιμετωπίσει μια νέα ρωσική επίθεση που είναι ουσιαστικά φθοροποιός στις μεθόδους της, ανάλογα με την ετοιμότητα της Ρωσίας να δεχτεί υψηλές απώλειες για να πετύχει τα κέρδη της. Ενώ το βάρος των αριθμών ίσως να τους επιτρέψει να προχωρήσουν σε ορισμένες περιοχές, οι ρωσικές δυνάμεις δεν έχουν ακόμη επιδείξει την ικανότητα να εκμεταλλευτούν τυχόν επιτεύγματα με γρήγορες ωθήσεις προς τα εμπρός. Προς το παρόν, η Ουκρανία είναι υποχρεωμένη να αντιμετωπίσει όσο καλύτερα μπορεί αυτή την πίεση, ανησυχώντας για τον ρυθμό με τον οποίο καταναλώνει πυρομαχικά, ελπίζοντας να κρατήσει την γραμμή της αρκετά καλά ώστε όταν και εάν η νέα ρωσική επίθεση αρχίσει να εξασθενεί, να έχει την δική της ευκαιρία να προχωρήσει στην επίθεση.

Οι νέες δυνατότητες της Ουκρανίας θα είναι προσανατολισμένες σε πόλεμο ελιγμών. Κατά τους πρώτους μήνες του πολέμου, πολλοί Δυτικοί σχολιαστές έκριναν ότι τα άρματα μάχης ήταν ξεπερασμένα με βάση τον σημαντικό αριθμό που έχασαν οι Ρώσοι από κατευθυνόμενα αντιαρματικά όπλα, μη επανδρωμένα αεροσκάφη, και πυρά πυροβολικού. Στην πραγματικότητα, υπάρχουν εξηγήσεις για τις απώλειες των ρωσικών τανκς, συμπεριλαμβανομένης της αποτυχίας να ακολουθήσουν το δικό τους δόγμα συνδυασμένων όπλων, που τους άφησε εκτεθειμένους. (Ένας άλλος λόγος για την αδυναμία των ρωσικών επιθέσεων ήταν ο απροσδόκητα περιορισμένος ρόλος που έπαιξε η ρωσική αεροπορία. Αντί γι’ αυτό, η αποδεδειγμένη ευπάθεια των ρωσικών αεροσκαφών στην αεράμυνα φαινόταν να παρέχει πρόσθετη επιβεβαίωση σε αυτό που έχει γίνει καθοριστικό χαρακτηριστικό του σύγχρονου πολέμου: χρήση σχετικά φθηνών όπλων για την απενεργοποίηση ή ακόμα και την καταστροφή πολύ ακριβών συστημάτων).

Τώρα, τα άρματα μάχης, μαζί με πιο πολλά οχήματα πεζικού, αποτελούν το κεντρικό κομμάτι των πρόσφατων πακέτων εξοπλισμού που η Δύση συμφώνησε να στείλει στην Ουκρανία. Εάν ένας στρατός χρειάζεται να μετακινήσει δύναμη πυρός με προστατευτική θωράκιση σε ύπουλο έδαφος, τότε αυτό που χρειάζεται μοιάζει πολύ με τανκ. Σπανίως είναι χρήσιμο να εξετάζουμε οποιοδήποτε σύστημα χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το στρατηγικό πλαίσιο στο οποίο χρησιμοποιείται, και τις άλλες δυνατότητες που είναι διαθέσιμες και στις δύο πλευρές. Μια νέα ουκρανική επίθεση, ενάντια στις εδραιωμένες ρωσικές άμυνες, θα αποτελέσει μια σημαντική δοκιμασία του κλασικού πολέμου στην πιο αγνή του μορφή.

ΑΠΑΤΗΛΕΣ ΚΑΤΑΛΗΞΕΙΣ

Το βασικό πρόβλημα με τους πολέμους είναι ότι είναι πιο εύκολο να ξεκινήσουν παρά να τελειώσουν. Μόλις αμβλύνθηκαν οι αρχικές προελάσεις της Ρωσίας, βρέθηκε παγιδευμένη σε μια παρατεταμένη σύγκρουση στην οποία δεν τολμά να παραδεχτεί την ήττα ακόμα κι όταν ο δρόμος προς τη νίκη παραμένει άπιαστος. Τέτοιοι πόλεμοι γίνονται αναπόφευκτα φθοροποιοί, καθώς τα αποθέματα εξοπλισμού και πυρομαχικών εξαντλούνται και οι απώλειες στρατευμάτων αυξάνονται. Ο πειρασμός να βρεθεί μια εναλλακτική οδός προς τη νίκη με την επίθεση στην κοινωνικοοικονομική δομή του εχθρού μεγαλώνει. Η Ρωσία δεν έχει εγκαταλείψει αυτήν την εναλλακτική οδό, παρόλο που μέχρι στιγμής μόνο έχει σκληρύνει την αποφασιστικότητα της Ουκρανίας.

Η Ρωσία έχει επιμείνει σε αναποτελεσματικές και δαπανηρές στρατηγικές, ίσως με την πεποίθηση ότι στο τέλος θα φανεί το μέγεθος και η ετοιμότητά της να δεχτεί θυσίες. Αντίθετα, η πορεία της Ουκρανίας προς τη νίκη εξαρτάται από την απώθηση των ρωσικών δυνάμεων αρκετά πίσω ώστε να πεισθεί η Μόσχα ότι έχει ξεκινήσει έναν μάταιο πόλεμο. Δεδομένου ότι δεν μπορεί να στοχεύσει τον ρωσικό λαό, πρέπει να εκμεταλλευτεί την ακρίβεια των συστημάτων μεγαλύτερης εμβέλειας για να στοχεύσει τον [ρωσικό] στρατό, καθιστώντας ευάλωτες τις γραμμές ανεφοδιασμού, τα δίκτυα διοίκησης, και τις συγκεντρώσεις στρατευμάτων της Ρωσίας. Η Ρωσία επιδιώκει να δημιουργήσει συνθήκες υπό τις οποίες ο ουκρανικός λαός θα έχει φτάσει στο όριό του. Η Ουκρανία επιδιώκει να καταστήσει αβάσιμη την θέση του ρωσικού στρατού. Καθώς ο πόλεμος εισέρχεται στην επόμενη, κρίσιμη φάση του, αυτές οι στρατηγικές και οι αντίθετες προσεγγίσεις στον πόλεμο τις οποίες αντιπροσωπεύουν, θα αντιμετωπίσουν τις πιο σοβαρές δοκιμασίες τους.

Σύνδεσμοι:
[1] https://www.amazon.com/Politics-Command-Lawrence-Freedman/dp/0197540678
[2] https://www.foreignaffairs.com/ukraine/all-tsars-men

Copyright © 2023 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Στα αγγλικά: https://www.foreignaffairs.com/ukraine/kyiv-and-moscow-are-fighting-two-...

Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στην διεύθυνση www.twitter.com/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στην διεύθυνση www.facebook.com/ForeignAffairs.gr και στο linkedin στην διεύθυνση https://www.linkedin.com/company/foreign-affairs-the-hellenic-edition