Η επιμονή της πολιτικής μεγάλων δυνάμεων | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η επιμονή της πολιτικής μεγάλων δυνάμεων

ΕΝΑΣ ΧΡΟΝΟΣ ΜΕΤΑ. Τι αποκάλυψε ο πόλεμος στην Ουκρανία για την γεωπολιτική αντιπαλότητα
Περίληψη: 

Το τελευταίο έτος δεν ήταν μια διάψευση ενός κόσμου αντιπαλότητας, ανταγωνισμού μεγάλων δυνάμεων, ή σφαιρών επιρροής, όπως κάποιοι τον περιέγραψαν, αλλά μάλλον μια επίδειξη του πώς όλα αυτά μοιάζουν στην πράξη. Αποδεικνύει ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν μπορούν πάντα να αποτρέψουν ένα αποφασιστικό αναθεωρητικό κράτος χωρίς να αναλάβουν απαράδεκτα υψηλό κόστος και κινδύνους.

Η EMMA ASHFORD είναι ανώτερη συνεργάτις του Κέντρου Stimson και επίκουρη καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Georgetown. Είναι συγγραφέας του βιβλίου με τίτλο: Oil, the State, and War: The Foreign Policies of Petrostates [1].

Στην Διάσκεψη Ασφαλείας του Μονάχου τον Φεβρουάριο του 2022, λίγες ημέρες πριν από την ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, η Annalena Baerbock, η νεοεκλεγείσα υπουργός Εξωτερικών της Γερμανίας, υποστήριξε [2] ότι η Ευρώπη αντιμετώπιζε μια σκληρή επιλογή μεταξύ «Ελσίνκι ή Γιάλτα». Στην μια πλευρά ήταν η Διάσκεψη του 1975 στην Φινλανδία, όπου 35 χώρες υπέγραψαν μια συμφωνία που αναγνώριζε τα όρια της Ευρώπης μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο ως οριστικά και καλούσε για την προώθηση της διεθνούς συνεργασίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων˙ στην άλλη πλευρά ήταν η Σύνοδος Κορυφής του 1945 στην Κριμαία, όπου οι Δυτικοί ηγέτες πρόδωσαν τις χώρες της ανατολικής Ευρώπης, παραχωρώντας στον Στάλιν ελεύθερο πεδίο δράσης στην περιοχή. Η επιλογή, είπε η Baerbock, ήταν «μεταξύ ενός συστήματος κοινής ευθύνης για την ασφάλεια και την ειρήνη» ή «ενός συστήματος αντιπαλότητας δυνάμεων και σφαιρών επιρροής». Μέχρι τον Μάρτιο, η Ursula von der Leyen, η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ισχυριζόταν [3] ότι η Δύση είχε λάβει την σωστή απόφαση αρνούμενη να συζητήσει τα ζητήματα της διεύρυνσης του ΝΑΤΟ ή της ουκρανικής ουδετερότητας. «Ο Πούτιν προσπαθεί να γυρίσει το ρολόι πίσω σε μια άλλη εποχή -μια εποχή βάναυσης χρήσης βίας, πολιτικής ισχύος, σφαιρών επιρροής, και εσωτερικής καταστολής», υποστήριξε. «Είμαι βέβαιη ότι θα αποτύχει».

21022023-1.jpg

Ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, και ο πρόεδρος της Ουκρανίας, Βολοντίμιρ Ζελένσκι, στην Ουάσιγκτον, τον Δεκέμβριο του 2022. Kevin Lamarque / Reuters / Foreign Affairs illustration
-------------------------------------------------

Έναν χρόνο μετά τον πόλεμο, αυτή η άποψη -ότι οι σφαίρες επιρροής ανήκουν στο παρελθόν- είναι πιο διαδεδομένη από ποτέ. Ο πρώτος μεγάλος πόλεμος σε ευρωπαϊκό έδαφος μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο θεωρείται από πολλές [4] αμερικανικές [5] και [6] ευρωπαϊκές [7] ελίτ της εξωτερικής πολιτικής, παραδόξως, όχι ως ένδειξη ότι οι πραγματικότητες της αντιπαλότητας και της διεθνούς πολιτικής ισχύος έχουν επιστρέψει, αλλά μάλλον ότι οι Δυτικές αξίες και η συνεργασία στον τομέα της ασφάλειας μπορούν να θριαμβεύσουν επ' αυτών. Για πολλούς σχολιαστές [8] στις Ηνωμένες Πολιτείες, η αντίδραση του Αμερικανού προέδρου, Τζο Μπάιντεν, στον πόλεμο ήταν ο μεγαλύτερος θρίαμβος της εξωτερικής πολιτικής του και ένα σαφές σημάδι ότι η εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ βρίσκεται στον σωστό δρόμο. Πράγματι, η Στρατηγική Εθνικής Ασφάλειας που δημοσίευσε ο Λευκός Οίκος τον Οκτώβριο έκανε σχεδόν έναν γύρο νίκης, σημειώνοντας: «Ηγούμαστε μιας ενωμένης, με αρχές, και αποφασιστικότητα απάντησης στην εισβολή της Ρωσίας και έχουμε συσπειρώσει τον κόσμο για να υποστηρίξει τον ουκρανικό λαό καθώς υπερασπίζεται γενναία την χώρα του».

Κάντε ένα βήμα πίσω από την θριαμβολογία, ωστόσο, και αυτή η εικόνα είναι λιγότερο διαυγής. Ο πόλεμος στην Ουκρανία είναι -αν όχι ακριβώς μια αποτυχία αποτροπής για τις Ηνωμένες Πολιτείες- τουλάχιστον μια σαφής αποτυχία των πολιτικών αποφάσεων των ΗΠΑ τις τελευταίες δεκαετίες για την διατήρηση της ειρήνης στην Ευρώπη. Είναι ασφαλώς αλήθεια ότι ο πόλεμος έδειξε την προθυμία της Δύσης να αντιμετωπίσει την επιστροφή της πολιτικής της ισχύος. Αλλά έδειξε επίσης τους πρακτικούς περιορισμούς αυτής της στρατηγικής. Το τελευταίο έτος δεν ήταν μια διάψευση ενός κόσμου αντιπαλότητας, ανταγωνισμού μεγάλων δυνάμεων, ή σφαιρών επιρροής, όπως κάποιοι τον περιέγραψαν, αλλά μάλλον μια επίδειξη του πώς όλα αυτά μοιάζουν στην πράξη. Αποδεικνύει ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν μπορούν πάντα να αποτρέψουν ένα αποφασιστικό αναθεωρητικό κράτος χωρίς να αναλάβουν απαράδεκτα υψηλό κόστος και κινδύνους.

Αυτή η λανθασμένη διάγνωση έχει σημασία: αν οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής θεωρούν τον πόλεμο στην Ουκρανία ως θρίαμβο της αμερικανικής πολιτικής, θα είναι πιο πιθανό να κάνουν παρόμοια λάθη και αλλού. Και καθώς οι Ηνωμένες Πολιτείες εισέρχονται σε μια περίοδο αυξανόμενης αμφισβήτησης των συνόρων της Δυτικής σφαίρας επιρροής και του τρόπου με τον οποίο θα αλληλεπιδράσει με εκείνες της Ρωσίας και της Κίνας, η λήψη των σωστών διδαγμάτων από την Ουκρανία δεν θα μπορούσε να είναι πιο επείγουσα.

ΑΠΟΤΥΧΙΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ

Πολλές εκτιμήσεις που δημοσιεύθηκαν μετά την συμπλήρωση δύο ετών από την θητεία του Μπάιντεν λαμπρύνουν το πρώτο έτος της θητείας του προέδρου, επαινώντας την αντίδρασή του στην εισβολή στην Ουκρανία, χωρίς να εξετάζουν τα μηνύματά του σχετικά με την επικείμενη κρίση κατά την διάρκεια του 2021. «Η πολιτική του Μπάιντεν για την Ρωσία είναι αναμφισβήτητα η πιο επιτυχημένη εδώ και περισσότερο από μια δεκαετία», σχολίασε [9] η ακαδημαϊκός, Liana Fix. Ακόμη και οι επικριτές του status quo της εξωτερικής πολιτικής έχουν θεωρήσει τον χειρισμό της κρίσης από την κυβέρνηση εύστοχο, με τους Stephen Wertheim και Matt Duss [10], για παράδειγμα, να υποστηρίζουν [11] ότι «ο Μπάιντεν χειρίστηκε την Ρωσία επιδέξια». Έχουν αναμφίβολα δίκιο. Η κυβέρνηση Μπάιντεν ανταποκρίθηκε ρεαλιστικά και με επάρκεια στην μεγαλύτερη γεωπολιτική κρίση των τελευταίων δεκαετιών, προειδοποιώντας πρώτα για την πιθανότητα πολέμου και στην συνέχεια παρέχοντας στήριξη στην Ουκρανία, ενώ παράλληλα είχε το νου της στον κίνδυνο κλιμάκωσης.