Γιατί η ευρωπαϊκή άμυνα εξακολουθεί να εξαρτάται από την Αμερική | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Γιατί η ευρωπαϊκή άμυνα εξακολουθεί να εξαρτάται από την Αμερική

Μην πιστεύετε τους ενθουσιασμούς -ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει οδηγήσει σε λίγες αλλαγές

Στην σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ στη Μαδρίτη το περασμένο καλοκαίρι, η Συμμαχία εστίασε εκ νέου στην απειλή της Ρωσίας και στις απαιτήσεις του συμβατικού πολέμου. Το ΝΑΤΟ συμφώνησε στον στόχο της δημιουργίας μιας δύναμης ετοιμότητας 300.000 ατόμων, από 40.000 που είναι σήμερα. Αλλά ως πολυμερής οργανισμός, το ΝΑΤΟ θέτει στόχους που ελπίζει ότι τα κράτη-μέλη του θα επιτύχουν μόνα τους -και κανείς δεν εξήγησε το πώς ο οργανισμός θα επιτύχει συλλογικά έναν τόσο φιλόδοξο στόχο. Και ακόμη και εκείνοι οι Ευρωπαίοι ηγέτες που είναι αποφασισμένοι να υποστηρίξουν την Ουκρανία και να αυξήσουν τις δικές τους δυνατότητες για την αποτροπή της Ρωσίας δεν διαθέτουν το είδος των οπλοστασίων, των αλυσίδων εφοδιασμού, των παραγωγικών δυνατοτήτων, και των διαδικασιών προμηθειών που απαιτεί το συγκεκριμένο έργο.

Η ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανική βάση, εν τω μεταξύ, έχει καταρρεύσει. Η βασική αιτία είναι οι χαμηλές ευρωπαϊκές αμυντικές δαπάνες. Αλλά ένα ευρύτερο ζήτημα είναι ότι η Ευρώπη δεν διαθέτει μια κοινή αμυντική αγορά που να ανταποκρίνεται στις ανάγκες της ευρωπαϊκής ασφάλειας. Αυτό που έχει είναι περισσότερα από 25 διαφορετικά Πεντάγωνα, το καθένα με τις δικές του εθνικές προμήθειες. Αυτό το διάσπαρτο τοπίο καθιστά την ουσιαστική συνεργασία στον τομέα των προμηθειών ένα τεράστιο πολιτικό και γραφειοκρατικό εγχείρημα. Οι ευρωπαϊκές αμυντικές δαπάνες είναι συνεπώς σε μεγάλο βαθμό κατακερματισμένες και συχνά κατευθύνονται στην υποστήριξη των εθνικών στρατιωτικο-βιομηχανικών συμπλεγμάτων.

Ο ρόλος που διαδραματίζουν οι Ηνωμένες Πολιτείες επιδεινώνει την κατάσταση. Οι προσπάθειες για την βελτίωση της αμυντικής βιομηχανικής συνεργασίας, ιδίως από την ΕΕ, έχουν συχνά συναντήσει την έντονη αντίδραση των Ηνωμένων Πολιτειών. Άλλωστε, οι αμερικανικές αμυντικές εταιρείες επωφελούνται σε μεγάλο βαθμό από την σύναψη συμβάσεων σε όλη την Ευρώπη, οι οποίες στερούν από τις ευρωπαϊκές εταιρείες την επιχειρηματική δραστηριότητα. Έτσι, οι προσπάθειες της Ευρώπης να βάλει σε τάξη την βιομηχανική της δράση συναντούν σθεναρή αντίσταση από τις αμερικανικές διοικήσεις, οι οποίες διοχετεύουν τις ανησυχίες των αμερικανικών εταιρειών για τον αποκλεισμό τους από την ευρωπαϊκή αγορά. Για παράδειγμα, αφού η ΕΕ ανακοίνωσε τα σχέδιά της για ένα νέο Ευρωπαϊκό Ταμείο Άμυνας και μια πρωτοβουλία για την ανάπτυξη νέων οπλικών συστημάτων, ο Αμερικανός υπουργός Άμυνας, Jim Mattis, και άλλοι αξιωματούχοι της κυβέρνησης Τραμπ διαφώνησαν έντονα και άσκησαν επιθετικές πιέσεις ώστε οι αμερικανικές εταιρείες να έχουν πρόσβαση στα πενιχρά κονδύλια της ΕΕ. Αυτή η μάλλον ασήμαντη ανησυχία, η πρόσβαση των ΗΠΑ στην ευρωπαϊκή αμυντική αγορά, δεν έχει εξαφανιστεί υπό τον Μπάιντεν. Στην πραγματικότητα, η κυβέρνηση Μπάιντεν άσκησε επίσης έντονες πιέσεις στα κράτη-μέλη της ΕΕ σχετικά με τις αμυντικές πρωτοβουλίες. Ακόμη και με τον πόλεμο σε εξέλιξη, το κύριο επίκεντρο του διαλόγου ΗΠΑ-ΕΕ για την ασφάλεια ήταν, κατόπιν επιμονής της Ουάσινγκτον, η οριστικοποίηση μιας αθώας «διοικητικής ρύθμισης» [3] που παρέχει στις Ηνωμένες Πολιτείες δυνητική πρόσβαση σε περισσότερα αμυντικά ευρώ της ΕΕ.

Η αντίθεση των ΗΠΑ είχε σημαντική ανασταλτική επίδραση στις προσπάθειες βελτίωσης του συντονισμού. Χρειάζονται μόνο μερικά επιφυλακτικά κράτη-μέλη της ΕΕ, που ανησυχούν για την αντίδραση του εγγυητή ασφαλείας τους, για να φρενάρουν τις συλλογικές προσπάθειες της ΕΕ. Εν μέρει λόγω αυτής της παρεμπόδισης, η ευρωπαϊκή αμυντική συνεργασία έχει μειωθεί [4] κατά την τελευταία δεκαετία. Το 2021, σύμφωνα με τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Άμυνας, οι συνεργατικές δαπάνες για στρατιωτικό εξοπλισμό -δηλαδή τα κράτη-μέλη που συγκεντρώνουν τα χρήματά τους για την από κοινού προμήθεια όπλων- αντιπροσώπευαν μόλις το 18% της συνολικής προμήθειας αμυντικού εξοπλισμού από τις εμπλεκόμενες χώρες. Αυτό υπολείπεται κατά πολύ του στόχου της ΕΕ για το 35% για τις συνεργατικές προμήθειες. Υπό αυτήν την έννοια, ο αμυντικός τομέας βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με άλλους ευρωπαϊκούς οικονομικούς τομείς, οι οποίοι έχουν εναρμονιστεί σε μεγάλο βαθμό μέσω της δημιουργίας της ευρωπαϊκής ενιαίας αγοράς.

Το τελικό αποτέλεσμα είναι ότι όλες οι ευρωπαϊκές δυνάμεις χρησιμοποιούν διαφορετικό εξοπλισμό, γεγονός που καθιστά πολύ πιο δύσκολη την συνεργασία των δυνάμεων. Οι Ευρωπαίοι χρησιμοποιούν 29 διαφορετικά αντιτορπιλικά, 17 άρματα μάχης ή οχήματα μεταφοράς προσωπικού, και 20 μαχητικά αεροσκάφη -έναντι των τεσσάρων, ενός, και έξι, αντίστοιχα, για τις Ηνωμένες Πολιτείες. Αυτό δημιουργεί δυσανάλογα κενά στο επίπεδο των δυνατοτήτων τους, ιδίως στις μεταφορές, την αναγνώριση και την επιτήρηση, και την αεράμυνα. Στην συνέχεια, εναπόκειται στις Ηνωμένες Πολιτείες να καλύψουν αυτά τα κενά, πράγμα που σημαίνει ότι οι ευρωπαϊκοί στρατοί παραμένουν εξαρτημένοι από την Ουάσινγκτον ακόμη και για τα πιο βασικά στρατιωτικά καθήκοντα. Για παράδειγμα, όταν οι Ηνωμένες Πολιτείες απέσυραν [5] το μεγαλύτερο μέρος των στρατευμάτων τους από το Αφγανιστάν το 2021, οι Ευρωπαίοι βασίστηκαν στα αμερικανικά στρατεύματα για την αερομεταφορά των Ευρωπαίων που αποχωρούσαν.

ΚΡΥΦΟΚΟΙΤΑΖΟΝΤΑΣ ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΟ ΧΑΛΙ

Σε τελική ανάλυση, βέβαια, για την επικίνδυνη κατάσταση των ευρωπαϊκών ενόπλων δυνάμεων ευθύνονται οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις. Αλλά ο ρόλος του ΝΑΤΟ στην πρόκληση αυτής της κατάστασης αξίζει επίσης να εξεταστεί. Η ευρωπαϊκή άμυνα δεν βρίσκεται σε αταξία επειδή η ΕΕ έχει «αντιγράψει» τις προσπάθειες του ΝΑΤΟ. Με την ΕΕ να έχει ευνουχιστεί ως αμυντικός παράγοντας τις τελευταίες δύο δεκαετίες, η ευρωπαϊκή άμυνα είναι υπόθεση του ΝΑΤΟ και των κρατών-μελών του. Τα αποτελέσματα μιλούν από μόνα τους.