Η ρωσική στρατηγική «ως τα μισά της κόλασης»
Kατά τον πρώτο χρόνο του πολέμου, η στρατηγική μερικής κλιμάκωσης του Πούτιν τον εξυπηρέτησε γενικά καλά. Του επέτρεψε να διατηρήσει την πολιτική σταθερότητα μέσω ενός συνδυασμού εκφοβισμού και αδιαφορίας. Σε διεθνές και εσωτερικό επίπεδο, τον βοήθησε να προετοιμάσει την Ρωσία για έναν παρατεταμένο πόλεμο χωρίς να προβεί σε θυσίες που θα μπορούσαν τελικά να προκαλέσουν την εξέγερση του πληθυσμού. Και πάνω απ' όλα, του έδωσε ευελιξία.
Ο ANDREI SOLDATOV είναι ερευνητής δημοσιογράφος και συνιδρυτής και εκδότης του Agentura.ru, ενός παρατηρητηρίου των δραστηριοτήτων των ρωσικών μυστικών υπηρεσιών.
Η IRINA BOROGAN είναι ερευνητική δημοσιογράφος και συνιδρύτρια και αναπληρώτρια εκδότρια του Agentura.ru.
Είναι οι συν-συγγραφείς του βιβλίου με τίτλο The Compatriots: The Russian Exiles Who Fought Against the Kremlin [1].
Ωστόσο, τα μέτρα ήταν παραδόξως ελλιπή. Οι ρωσικές Αρχές έθεσαν γρήγορα εκτός νόμου και μπλόκαραν το Facebook, καθώς και ορισμένες άλλες πλατφόρμες, συμπεριλαμβανομένου του Instagram. Για χρόνια, το Facebook ήταν γνωστό ως ένας από τους μόνους διαδικτυακούς χώρους όπου οι φιλελεύθεροι Ρώσοι μπορούσαν να μιλήσουν ελεύθερα για την πολιτική˙ όπως ήταν αναμενόμενο, η κυβέρνηση χαρακτήρισε το Facebook ως εταιρεία που διεξήγαγε «εξτρεμιστικές δραστηριότητες». Πολλοί χρήστες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης θεώρησαν ότι αυτό το βήμα σήμαινε πως ακόμη και η σύνδεση στο Facebook θα μπορούσε να οδηγήσει σε ποινική δίωξη, και χιλιάδες άνθρωποι διέγραψαν την εφαρμογή Facebook από τα smartphones τους σε περίπτωση που τους σταματούσε η αστυνομία και έψαχνε τα τηλέφωνά τους. Αλλά η επιβολή της νομοθεσίας δεν ακολούθησε ποτέ. Ακόμη πιο εντυπωσιακός ήταν ο επιλεκτικός χαρακτήρας της καταστολής των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Η κυβέρνηση δεν λογόκρινε το YouTube ή το Telegram, την εφαρμογή ανταλλαγής μηνυμάτων, που είναι δύο από τις πιο δημοφιλείς πλατφόρμες στην Ρωσία. Αντιθέτως, τους επέτρεψε να ανθίσουν και να γίνουν ακόμη πιο σημαντικές, καθώς ο πόλεμος προχωρούσε.
Ένα παρόμοιο μοτίβο εκτυλίχθηκε με τις οικονομικές πολιτικές του Πούτιν. Την άνοιξη του 2022, το Κρεμλίνο φαινόταν έτοιμο να λάβει εκτεταμένα μέτρα για την επέκταση του κυβερνητικού ελέγχου επί της οικονομίας. Ένα σχέδιο νόμου για ένα πρόγραμμα εθνικοποιήσεων ετοιμάστηκε αμέσως και στάλθηκε στην Δούμα (την κάτω βουλή της Ομοσπονδιακής Συνέλευσης της Ρωσίας), και οι ξένες εταιρείες ανησυχούσαν ότι τα περιουσιακά τους στοιχεία και οι δραστηριότητές τους θα κατασχεθούν. Για πολλούς παρατηρητές, υπήρχε επίσης μια λογική για τέτοιες κινήσεις: οι ξένες εταιρείες εγκατέλειπαν με ταχείς ρυθμούς την χώρα, εγείροντας το φάσμα μαζικών απολύσεων και πιθανών κοινωνικών αναταραχών -ένα σενάριο που το Κρεμλίνο ήθελε να αποφύγει. Ήταν για περίπου τους ίδιους λόγους που οι Μπολσεβίκοι είχαν αρχικά εθνικοποιήσει τα εργοστάσια και τις τράπεζες μετά την Ρωσική Επανάσταση του 1917.
Ωστόσο, το σχέδιο νόμου του 2022 δεν υπογράφηκε ποτέ σε νόμο και οι ξένες εταιρείες αφέθηκαν ως επί το πλείστον να κάνουν τις δικές τους ρυθμίσεις σχετικά με τα ρωσικά περιουσιακά τους στοιχεία. Τον Οκτώβριο, η κυβέρνηση διέταξε οι βιομηχανίες που ήταν ζωτικής σημασίας για την πολεμική προσπάθεια να τεθούν υπό άμεσο κρατικό έλεγχο μέσω ενός νέου ειδικού συντονιστικού συμβουλίου για τις στρατιωτικές προμήθειες. Αλλά οι φόβοι για μια πλήρως στρατιωτικοποιημένη οικονομία αποδείχθηκαν υπερβολικοί.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΠΟΥΤΙΝ, ΟΧΙ ΣΤΡΑΤΗΓΟΣ ΣΤΑΛΙΝ
Στον βαθμό που η Ρωσία επιδιώκει να διεξάγει έναν ολοκληρωτικό πόλεμο, όπως πολλοί Δυτικοί σχολιαστές έχουν προτείνει, ο χειρισμός του ζητήματος της επιστράτευσης από τον Πούτιν ήταν ιδιαίτερα εντυπωσιακός. Το Κρεμλίνο όχι μόνο έχει αποφύγει ένα δεύτερο κύμα επιστράτευσης, παρά τις σημαντικές απαιτήσεις σε ανθρώπινο δυναμικό, αλλά έχει επίσης κάνει εκτεταμένη χρήση μισθοφόρων από την Ομάδα Βάγκνερ, ορισμένοι από τους οποίους έχουν στρατολογηθεί από ρωσικές φυλακές. Με αυτόν τον τρόπο, αντί να επιδιώξει μια επιστράτευση πλήρους κλίμακας, η ρωσική κυβέρνηση επέλεξε προς το παρόν να χρησιμοποιήσει άλλους πόρους, διατηρώντας την επιστράτευση μόνο μερική. Η τακτική αυτή φαίνεται να εξυπηρετεί τον σκοπό της: τις τελευταίες εβδομάδες, η Ομάδα Βάγκνερ ήταν η μόνη μονάδα που βρισκόταν στην επίθεση, και παρόλο που έχει υποστεί σοβαρές απώλειες, οι απώλειές της δεν προκαλούν ανησυχία στον στρατό.
Ταυτόχρονα, ο Πούτιν έχει επιδείξει σχετική αυτοσυγκράτηση απέναντι σε αξιωματούχους ή υπηρεσίες εντός της κυβέρνησης που εμπλέκονται σε ορισμένες από τις αποτυχίες του πολέμου ή που φαίνεται να διαφωνούν με τις δικές του πολιτικές. Ιστορικά, όταν τα αυταρχικά καθεστώτα διεξάγουν πόλεμο, χρησιμοποιούν σχεδόν πάντα την καταστολή για να κάνουν την χώρα πιο ενοποιημένη, συνήθως επιτιθέμενα ανελέητα στους αντιληπτούς εσωτερικούς εχθρούς. Κατά κανόνα, τέτοιες καταστολές στοχεύουν σε όσους διαφωνούν με τις απόψεις του ηγέτη, καθώς και στις ελίτ για να βεβαιωθούν ότι δεν παρεκκλίνουν από την επίσημη γραμμή. Η καταστολή αυτή μπορεί μερικές φορές να είναι συστηματική, όπως για παράδειγμα στην ίδια την Ρωσία υπό τον Στάλιν και άλλους ηγέτες. Πράγματι, ο Πούτιν φάνηκε να βρίσκεται σταθερά σε αυτόν τον δρόμο ακόμη και πριν από την εισβολή, στέλνοντας στην φυλακή κατά δεκάδες υψηλόβαθμους αξιωματούχους και κυβερνήτες, καθώς και αξιωματικούς της ρωσικής υπηρεσίας ασφαλείας FSB.
Ωστόσο, όταν ξεκίνησε η εισβολή και γρήγορα εξελίχθηκε άσχημα, ο Πούτιν περιόρισε την οργή του μόνο προς τους siloviki, την ελίτ της ασφάλειας. Η Πέμπτη Υπηρεσία της FSB, ο βραχίονας της υπηρεσίας που είναι υπεύθυνος για την παρακολούθηση των άμεσων γειτόνων της Ρωσίας, ήταν η πρώτη που δέχθηκε την οργή του προέδρου. Ήταν η Πέμπτη Υπηρεσία που είχε ενημερώσει τον Πούτιν για την πολιτική κατάσταση στην Ουκρανία και είχε υποδείξει, λανθασμένα, ότι η κυβέρνηση στο Κίεβο θα κατέρρεε γρήγορα. Τον Μάρτιο του 2022, ο επικεφαλής της υπηρεσίας, Sergei Beseda, τέθηκε κρυφά σε κατ' οίκον περιορισμό και σύντομα μεταφέρθηκε στις φυλακές Λεφόρτοβο -την διαβόητη φυλακή όπου εδώ και καιρό στέλνονται κορυφαίοι πολιτικοί κρατούμενοι και κατάσκοποι.
Στην συνέχεια, ήταν η σειρά της Εθνικής Φρουράς: τον ίδιο μήνα, ο αναπληρωτής επικεφαλής της Εθνικής Φρουράς, Roman Gavrilov, αναγκάστηκε να συνταξιοδοτηθεί πρόωρα: ήταν υπεύθυνος για τον εφοδιασμό των ειδικών δυνάμεων της Εθνικής Φρουράς, οι οποίες είχαν σταλεί στον πόλεμο θλιβερά υποεξοπλισμένες. Σε ορισμένες μονάδες είχε δοθεί εξοπλισμός για την καταστολή εξεγέρσεων αντί για τεθωρακισμένο εξοπλισμό και πυρομαχικά, σαν να περίμεναν να συναντήσουν διαδηλωτές στους δρόμους του Κιέβου και όχι ουκρανικά στρατεύματα. Υπήρχαν φήμες ότι ο Gavrilov είχε συλληφθεί και ότι διάφοροι στρατηγοί του στρατού σύντομα θα απολύονταν ή θα φυλακίζονταν ως αντίποινα για την κακή επίδοση του στρατού στο πεδίο της μάχης.