Η επαναφορά του Σούνακ στην ΕΕ | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η επαναφορά του Σούνακ στην ΕΕ

Πώς το Ηνωμένο Βασίλειο ελπίζει να επιδιορθώσει τις σχέσεις του με την Ευρώπη
Περίληψη: 

Το να πορευτεί μόνη της ως μια μικρή, σύγχρονη, και ευημερούσα χώρα μπορεί να ήταν ελκυστικό σε έναν πιο ήρεμο κόσμο που ήταν τόσο οικονομικά ανοιχτός όσο και πολιτικά δημοκρατικός. Δυστυχώς, αυτές οι μέρες έχουν περάσει ανεπιστρεπτί.

Ο MATTHIAS MATTHIJS είναι αναπληρωτής καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής Οικονομίας στην Σχολή Προηγμένων Διεθνών Σπουδών του Πανεπιστημίου Johns Hopkins και ανώτερος συνεργάτης για την Ευρώπη στο Συμβούλιο Εξωτερικών Σχέσεων.

Από το δημοψήφισμα για το Brexit τον Ιούνιο του 2016 -όταν το Ηνωμένο Βασίλειο ψήφισε υπέρ της αποχώρησης από την Ευρωπαϊκή Ένωση- οι σχέσεις μεταξύ Βρετανίας και ΕΕ είναι εξαιρετικά τεταμένες. Η κυρίαρχη θεωρία μεταξύ των συντηρητικών που τάσσονται υπέρ του Brexit στο Λονδίνο ήταν ότι οι αξιωματούχοι της ΕΕ συμπεριφέρθηκαν σαν αδικημένοι πρώην εραστές: αποδέχθηκαν απρόθυμα το τέλος της σχέσης, αλλά τώρα ήταν αποφασισμένοι να κάνουν το Ηνωμένο Βασίλειο να πληρώσει για την απόφασή του να αποχωρήσει. Οι αξιωματούχοι της ΕΕ, από την πλευρά τους, είχαν κουραστεί από τα βρετανικά καμώματα˙ κάθε φορά που συμφωνούσαν οτιδήποτε κεκλεισμένων των θυρών με το Ηνωμένο Βασίλειο σχετικά με το πώς θα λειτουργούσε η σχέση τους, οι συμφωνίες αυτές διέρρεαν ή δεν τηρούνταν. Επιπλέον, η ΕΕ απεχθανόταν το γεγονός ότι η βρετανική κυβέρνηση δεν μίλησε ποτέ ανοιχτά για τους συμβιβασμούς που ενυπάρχουν στην έξοδο από την ΕΕ -η μεγαλύτερη [εθνική] κυριαρχία είχε σημαντικό οικονομικό κόστος- ενώ το Ηνωμένο Βασίλειο αισθανόταν δικαιωμένο για την μακροχρόνια πεποίθησή του ότι η ΕΕ είχε πρόβλημα δημοκρατίας˙ οι Βρυξέλλες φαίνονταν αποφασισμένες να δυσκολέψουν το Λονδίνο να τηρήσει τις επιθυμίες του βρετανικού εκλογικού σώματος.

10032023-1.jpg

Ο Βρετανός πρωθυπουργός, Ρίσι Σούνακ, και η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, στο Windsor, στο Ηνωμένο Βασίλειο, τον Φεβρουάριο του 2023. Dan Kitwood / Pool / Reuters
------------------------------------------------------------

Καλώς ή κακώς, το Ηνωμένο Βασίλειο αποχώρησε τελικά από την ενιαία αγορά και την τελωνειακή ένωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης τον Ιανουάριο του 2021, μετά από χρόνια πικρών διαπραγματεύσεων και πολιτικού θεάτρου. Και παρόλο που οι πλήρεις επιπτώσεις του διαζυγίου στο Ηνωμένο Βασίλειο επισκιάστηκαν αρχικά από τον αντίκτυπο της πανδημίας COVID-19, το πραγματικό τίμημα του Brexit άρχισε να γίνεται σαφές από τα τέλη του 2022. Η επαναφορά των μη δασμολογικών εμπορικών φραγμών, όπως οι τελωνειακές επιθεωρήσεις και διαδικασίες, αύξησε το κόστος των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων με την Ευρώπη. Ως αποτέλεσμα, η βρετανική ανάπτυξη υστέρησε σε σχέση με όλες τις άλλες χώρες του G-7, και οι επενδύσεις δεν έχουν ακόμη ανακάμψει στα επίπεδα που απολάμβαναν πριν από το δημοψήφισμα για το Brexit.

Τα προβλήματα επιχειρηματικής δραστηριότητας ήταν ιδιαίτερα έντονα στην Βόρεια Ιρλανδία, η οποία μοιράζεται το νησί της Ιρλανδίας με την Δημοκρατία της Ιρλανδίας, ένα κράτος-μέλος της ΕΕ. Αντιμετώπισε μια μοναδική διαταραχή στις εμπορικές της ροές με την Μεγάλη Βρετανία (που περιλαμβάνει τα τρία άλλα συστατικά μέρη του Ηνωμένου Βασιλείου: Αγγλία, Σκωτία, και Ουαλία). Τόσο το Ηνωμένο Βασίλειο όσο και η ΕΕ είχαν καταβάλει προσπάθειες να αποφύγουν την δημιουργία νέων σκληρών συνόρων μεταξύ της Βόρειας Ιρλανδίας και της Δημοκρατίας της Ιρλανδίας -η de facto εξαφάνιση των φυσικών αυτών συνόρων αποτελούσε κεντρικό στοιχείο της Συμφωνίας της Μεγάλης Παρασκευής (Good Friday Agreement) του 1998. Έτσι, ο πρωθυπουργός, Μπόρις Τζόνσον, διαπραγματεύτηκε το 2019 το Πρωτόκολλο της Βόρειας Ιρλανδίας (Northern Ireland Protocol -NIP) που έθεσε ένα νέο τελωνειακό σύνορο στην Θάλασσα της Ιρλανδίας, μεταξύ της Βόρειας Ιρλανδίας και της Μεγάλης Βρετανίας. Αυτή η συμβιβαστική λύση διατήρησε την Βόρεια Ιρλανδία στην τελωνειακή ένωση και την ενιαία αγορά αγαθών της ΕΕ. Αλλά περιέπλεξε την σχέση της Βόρειας Ιρλανδίας με το γενικότερο Ηνωμένο Βασίλειο, δημιουργώντας πολιτικό πρόβλημα για τα ενωτικά κόμματα στο Μπέλφαστ, τα οποία έπρεπε πλέον να ζουν με το ένα πόδι στην ΕΕ και το άλλο στο Ηνωμένο Βασίλειο.

Θεωρητικά, η Βόρεια Ιρλανδία είχε τα καλύτερα και από τους δύο κόσμους, καθώς θα μπορούσε να έχει πλήρη πρόσβαση τόσο στην ενιαία αγορά της ΕΕ όσο και στην ενιαία αγορά του Ηνωμένου Βασιλείου. Στην πράξη, όμως, πολλοί νόμοι που θα ψηφίζονταν στο Westminster δεν θα ίσχυαν για την Βόρεια Ιρλανδία, ενώ οι κάτοικοι της Βόρειας Ιρλανδίας δεν θα είχαν λόγο για τους νέους κανονισμούς της ΕΕ που θα τους αφορούσαν. Επιπλέον, πολλές συνήθεις επιχειρηματικές και ταξιδιωτικές δραστηριότητες -από τον ανεφοδιασμό των σούπερ-μάρκετ με προϊόντα που παράγονται στην Μεγάλη Βρετανία έως την διέλευση των συνόρων με ένα κατοικίδιο- θα υπόκεινται πλέον σε αυξημένο έλεγχο, που συνεπάγεται σημαντική γραφειοκρατία και καθυστερήσεις. Το προσωπικό της ΕΕ επάνδρωσε τις νέες φυσικές τελωνειακές εγκαταστάσεις στα λιμάνια της Βόρειας Ιρλανδίας, προκαλώντας ταραχή στους συνδικαλιστές που επιμένουν ότι η Βόρεια Ιρλανδία αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα του Ηνωμένου Βασιλείου. Η Βόρεια Ιρλανδία εντάσσεται αμήχανα σε έναν κόσμο μετά το Brexit, εγείροντας ερωτήματα σχετικά με την δυνατότητα αποδέσμευσης από την Ευρώπη και σχετικά με το πόσο καιρό το Ηνωμένο Βασίλειο μπορεί στην πραγματικότητα να παραμείνει ενωμένο.

ΜΙΑ ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΑ ΜΕΡΑ