Οι αουτσάιντερ | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Οι αουτσάιντερ

Πώς το διεθνές σύστημα μπορεί ακόμα να ελέγξει την Κίνα και την Ρωσία*
Περίληψη: 

Παρότι η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία έδειξε ότι οι χώρες που είναι στραμμένες στον επεκτατισμό θα προχωρήσουν ούτως ή άλλως, συνολικά, οι διεθνείς θεσμοί μπορούν να διοχετεύσουν αυτήν την επιθετικότητα ώστε να μην μετατραπεί σε αιματοχυσία. Αντί να εγκαταλείψουν τους θεσμούς, λοιπόν, οι Δυτικοί πολιτικοί θα έπρεπε να υιοθετήσουν μια ρεαλιστική προσέγγιση απέναντί τους. Αν και ίσως να μην οδηγούν σε απόλυτα αρμονικές σχέσεις, μπορούν να αποτελέσουν ένα ισχυρό εργαλείο για την πρόληψη του πολέμου.

Η STACIE E. GODDARD είναι καθηγήτρια πολιτικών Επιστημών στην έδρα Mildred Lane Kemper και διευθύντρια της Σχολής Paula Phillips Bernstein ’58 του Ινστιτούτου Albright στο Wellesley College.

Στα τέλη Φεβρουαρίου του 2022, καθώς οι ρωσικές δυνάμεις κινήθηκαν μέσα την Ουκρανία, ο Βλαντιμίρ Πούτιν δήλωσε ότι η επίθεσή του είχε ως στόχο όχι μόνο να φέρει τον γείτονα της Ρωσίας υπό έλεγχο, αλλά και να αποκηρύξει την υπό την ηγεσία των ΗΠΑ φιλελεύθερη διεθνή τάξη. «Εκεί που η Δύση έρχεται να δημιουργήσει την δική της τάξη», είπε ο Ρώσος πρόεδρος, «το αποτέλεσμα είναι αιματηρές, μη επουλωμένες πληγές, έλκη διεθνούς τρομοκρατίας και εξτρεμισμού». Η Μόσχα θα επιδιώξει τώρα να ανατρέψει την επεκτεινόμενη τάξη ως «θέμα ζωής και θανάτου, ζήτημα του ιστορικού μας μέλλοντος ως λαού». Ο πλήρους κλίμακας πόλεμος της Ρωσίας στην Ουκρανία είναι μόνο η πιο πρόσφατη πράξη σε μια προσπάθεια πολλών ετών για την ανατροπή του υπάρχοντος status quo, που περιελάμβανε κυβερνοεπιθέσεις, δολοφονίες, πόλεμο κατά της Γεωργίας, ανάμειξη στις αμερικανικές εκλογές, στρατιωτική εμπλοκή στην Συρία, και την προσάρτηση της Κριμαίας [1].

12032023-1.jpg

Kotryna Zukauskaite
-----------------------------------------------------------

Καθώς τα στρατεύματα του Πούτιν πλησίαζαν το Κίεβο, πολλοί παρατηρητές παρακολουθούσαν την Κίνα, την άλλη αυταρχική δύναμη που ασχολείται με την απόρριψη της υπό τις ΗΠΑ τάξης. Την τελευταία δεκαετία, το Πεκίνο αμφισβήτησε τους εδαφικούς κανόνες στην Θάλασσα της Νότιας Κίνας και έχτισε νέους διεθνείς οικονομικούς θεσμούς, όπως η Asian Infrastructure Investment Bank, για να ανταγωνιστεί εκείνους που κυριαρχούνται από την Δύση, όπως το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και η Παγκόσμια Τράπεζα. Το Πεκίνο και η Μόσχα φαίνεται ότι ένωσαν τις δυνάμεις τους στην προσπάθειά τους να υπονομεύσουν την τάξη. Λίγες εβδομάδες πριν από την εισβολή της Ρωσίας, ο Κινέζος πρόεδρος, Σι Τζινπίνγκ [2], και ο Πούτιν υποσχέθηκαν να μην βάλουν «κανένα όριο» στην συνεργασία των δύο χωρών καθώς επιδιώκουν να επαναπροσδιορίσουν τους κανόνες της δημοκρατίας, να αντιδράσουν στους παγκόσμιους ορισμούς των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, και να διασφαλίσουν τα «βασικά συμφέροντά» τους.

Δεν ήταν απαραίτητο να είναι έτσι. Μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, οι Ηνωμένες Πολιτείες βασίστηκαν σε μια στρατηγική δελεασμού των επίδοξων ρεβιζιονιστικών δυνάμεων στην τάξη – δηλαδή, χωρών που έχουν τόσο τα μέσα όσο και τα κίνητρα να αμφισβητήσουν το status quo. Οι ηγέτες των ΗΠΑ υποστήριξαν ότι με την συνεργασία με την Κίνα και την Ρωσία και την ενσωμάτωσή τους σε διεθνείς θεσμούς, θα μπορούσαν να περιορίσουν τις φιλοδοξίες αυτών των χωρών και ίσως ακόμη και να τις ωθήσουν σε μια πορεία προοδευτικής φιλελευθεροποίησης. Αμφότερες οι χώρες προσχώρησαν σε οικονομικούς θεσμούς, όπως ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου˙ θεσμούς ασφαλείας, όπως το καθεστώς μη διάδοσης των πυρηνικών˙ και ακόμη και συνθήκες για τα ανθρώπινα δικαιώματα, όπως το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα. Όπως υποστήριξε η Στρατηγική Εθνικής Ασφάλειας [3] για το 2000 του προέδρου των ΗΠΑ, Μπιλ Κλίντον, αν και οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να «είναι προσεκτικές για τις απειλές προς την ειρήνη», θα πρέπει να αξιοποιήσουν «την επιθυμία και των δύο χωρών να συμμετάσχουν στην παγκόσμια οικονομία και στους παγκόσμιους θεσμούς, επιμένοντας ότι αμφότερες [πρέπει να] αποδέχονται τις υποχρεώσεις καθώς και τα οφέλη της ένταξης».

Τι πήγε στραβά; Κάποιοι κατηγορούν την κακή ηγεσία των ΗΠΑ. Μετά από τέσσερα χρόνια διακυβέρνησης Τραμπ, οι φιλελεύθεροι θεσμοί έμειναν χωρίς πηδάλιο, παρέχοντας ένα άνοιγμα για τις ρεβιζιονιστικές [αναθεωρητικές] δυνάμεις. Η χαοτική απόσυρση από το Αφγανιστάν των αμερικανικών δυνάμεων από την κυβέρνηση Μπάιντεν επιβεβαίωσε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν αποδυναμωμένες και σε υποχώρηση. Άλλοι, αντίθετα, υποστηρίζουν ότι η στρατηγική ήταν μάταιη από την αρχή. Σύμφωνα με αυτή την άποψη, ήταν απελπιστικά αισιόδοξο να περιμένουμε ότι η Κίνα και η Ρωσία θα ενστερνίζονταν τις φιλελεύθερες αξίες και θα αποδέχονταν την ιδέα ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να διατηρήσουν την θέση τους στην κορυφή της διεθνούς τάξης.

Και οι δύο αυτές απόψεις είναι προβληματικές. Πολύ λίγα θα μπορούσε να είχε κάνει η Ουάσιγκτον για να αποτρέψει τις προκλήσεις στην φιλελεύθερη τάξη πραγμάτων. Ιστορικά, η ένταξη σε διεθνείς θεσμούς δεν εμπόδισε τις χώρες που ελπίζουν να αμφισβητήσουν το status quo. Αντίθετα, έχει ενισχύσει την ικανότητά τους να κινητοποιούν συμμάχους, να εξασφαλίζουν μόχλευση στους εμπορικούς τους εταίρους, και να αποκτούν νομιμοποίηση για τα κανονιστικά τους οράματα. Δεν είναι απλώς ότι οι διεθνείς θεσμοί ήταν απίθανο να ελέγξουν τον ρεβιζιονισμό της Κίνας και της Ρωσίας. Η συμμετοχή τους, στην πραγματικότητα βοήθησε τις προσπάθειές τους να μεταμορφώσουν την παγκόσμια πολιτική.

Από την άλλη πλευρά, είναι λάθος να απορρίπτουμε ως πλήρη αποτυχία την ενσωμάτωση στους θεσμούς. Εάν κριθεί από τις υψηλές φιλοδοξίες που έθεσαν οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής των ΗΠΑ, οι οποίοι πίστευαν ότι η ενσωμάτωση των επεκτατικών δυνάμεων στους διεθνείς θεσμούς θα μετριάσει τις φιλοδοξίες τους, τότε δεν έχει τηρήσει την υπόσχεσή της. Όμως, αν κριθεί σύμφωνα με ένα πιο λογικό πρότυπο, πέτυχε: αν και η ενσωμάτωση στους θεσμούς δεν μπορεί να αποτρέψει τον ρεβιζιονισμό, μπορεί να διαμορφώσει τις στρατηγικές που χρησιμοποιούν οι ρεβιζιονιστές. Παρότι η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία έδειξε ότι οι χώρες που είναι στραμμένες στον επεκτατισμό θα προχωρήσουν ούτως ή άλλως, συνολικά, οι διεθνείς θεσμοί μπορούν να διοχετεύσουν αυτήν την επιθετικότητα ώστε να μην μετατραπεί σε αιματοχυσία. Αντί να εγκαταλείψουν τους θεσμούς, λοιπόν, οι Δυτικοί πολιτικοί θα έπρεπε να υιοθετήσουν μια ρεαλιστική προσέγγιση απέναντί τους. Αν και ίσως να μην οδηγούν σε απόλυτα αρμονικές σχέσεις, μπορούν να αποτελέσουν ένα ισχυρό εργαλείο για την πρόληψη του πολέμου.