Οι αουτσάιντερ | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Οι αουτσάιντερ

Πώς το διεθνές σύστημα μπορεί ακόμα να ελέγξει την Κίνα και την Ρωσία*

Μια στρατηγική θεσμικής realpolitik θα αναγνώριζε επίσης ότι, παρά τον συντονισμό τους, η Κίνα και η Ρωσία είναι πολύ διαφορετικοί τύποι ρεβιζιονιστών. Οι επιθέσεις της Κίνας ήταν λιγότερο βίαιες αλλά από πολλές απόψεις πιο επακόλουθες˙ εκεί που η Μόσχα έχει βασιστεί σε στρατηγικές αναστάτωσης και βίας, το Πεκίνο προτίμησε να ασκήσει επιρροή μέσω των αυξανόμενων δικτύων και της θέσης του στους διεθνείς θεσμούς. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η στρατηγική του παρελθόντος ότι «ένα πράγμα ταιριάζει σε όλους» απέτυχε —και γι’ αυτό απαιτείται μια νέα προσέγγιση. Προς τον σκοπό τούτο, οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να δουν τους διεθνείς θεσμούς όχι ως τρόπο για να μεταμορφώσουν την θεμελιώδη φύση των αντιπάλων τους, αλλά ως μέρη που μπορούν να γίνουν καλύτερα φόρουμ για να επικοινωνηθούν προτιμήσεις, να επιλυθούν διαφορές, και να θεσπιστούν σαφείς κόκκινες γραμμές. Αυτό, κι όχι τα υψηλά σχέδια για την αλλαγή της Κίνας και της Ρωσίας ή μια χονδρική εγκατάλειψη των θεσμών, θα πρέπει να βοηθήσει για να κρατηθούν υπό έλεγχο οι ρεβιζιονιστές.

ΟΝΕΙΡΟ ΤΗΣ ΔΕΚΑΕΤΙΑΣ ΤΟΥ ’90

Στην δεκαετία του 1990, οι Δυτικοί ηγέτες ασχολήθηκαν με χώρες που έδειχναν πρόθυμες να ανατρέψουν το status quo εισάγοντάς τες σε πολυμερείς θεσμούς. Αυτή ήταν μια ορθολογική επέκταση της μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο πολιτικής: οι Ηνωμένες Πολιτείες, τελικά, είχαν διαθέσει σημαντικούς πόρους σε πολυμερείς οργανισμούς αφιερωμένους στην ασφάλεια και την οικονομική ανάπτυξη. Στα μέσα της δεκαετίας του 1990, ήταν σαφές ότι το ΝΑΤΟ επρόκειτο όχι μόνο να επιμείνει αλλά και να επεκταθεί. Οι Ηνωμένες Πολιτείες, επιπλέον, εργάζονταν για να μετατρέψουν την Γενική Συμφωνία Δασμών και Εμπορίου, ή GATT (General Agreement on Tariffs and Trade) -μια συλλογή άτυπων διαδικασιών για την διαχείριση του διεθνούς εμπορίου [4] που εμφανίστηκαν στη μεταπολεμική εποχή- στον πολύ πιο εκτατικό και ισχυρό Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου (ΠΟΕ).

Ακόμη και τότε, εν δυνάμει ρεβιζιονιστές καραδοκούσαν στον ορίζοντα. Στα μέσα της δεκαετίας του 1990, η Κίνα είχε αναδειχθεί ως μια από τις ταχύτερα αναπτυσσόμενες οικονομίες στον κόσμο. Σε μια ομιλία του το 1999, ο Κλίντον περιέγραψε την πρόκληση μιας ανερχόμενης Κίνας για την αμερικανική εξωτερική πολιτική, σημειώνοντας ότι «αν επιλέξει να το κάνει, η Κίνα θα μπορούσε … να ρίξει πολύ περισσότερο από τον πλούτο της στην στρατιωτική ισχύ και στην παραδοσιακή γεωπολιτική των μεγάλων δυνάμεων». Σε αντίθεση με την Κίνα, η μετασοβιετική Ρωσία ήταν μια φθίνουσα δύναμη, επομένως δεν υπήρχε ανησυχία ότι η χώρα θα αναδυόταν ως παγκόσμιος ανταγωνιστής των Ηνωμένων Πολιτειών. Ωστόσο, η Ρωσία είχε την δυνατότητα να γίνει σοβαρός ρεβιζιονιστής. Πολλοί φοβήθηκαν την άνοδο μιας ρωσικής εθνικιστικής δεξιάς, μιας [δεξιάς] που θα αποκαθιστούσε την αυταρχική κυβέρνηση στο εσωτερικό και θα προσπαθούσε να επαναφέρει την ρωσική αυτοκρατορική κυριαρχία στα πρώην σοβιετικά κράτη.

Οι αξιωματούχοι των ΗΠΑ στράφηκαν στους πολυμερείς θεσμούς για να αντιμετωπίσουν αυτές τις αρχικές απειλές. Εκείνοι οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής πίστευαν ότι η ένταξη σε φιλελεύθερους θεσμούς θα έκανε την Κίνα και την Ρωσία πιο φιλελεύθερες και, επομένως, λιγότερο διατεθειμένες να ανατρέψουν την υπάρχουσα διεθνή τάξη. Ο κύριος στόχος του Κλίντον ήταν να βοηθήσει την Ρωσία να γίνει μια ενοποιημένη δημοκρατία, μια [δημοκρατία] σταθερά ενσωματωμένη στους Δυτικούς θεσμούς. Όσον αφορά την Κίνα, η υπουργός Εξωτερικών, Madeleine Albright, εξήγησε την θέση των Ηνωμένων Πολιτειών το 1997: «Ελπίζουμε ότι η τάση προς μεγαλύτερη οικονομική και κοινωνική ολοκλήρωση της Κίνας θα έχει ένα φιλελευθεροποιητικό αποτέλεσμα στις πολιτικές πρακτικές και τις πρακτικές επί των ανθρωπίνων δικαιωμάτων» —αν και επίσης αναγνώρισε ότι «δεδομένης της φύσης της κυβέρνησης της Κίνας, αυτή η πρόοδος θα είναι σταδιακή, στην καλύτερη περίπτωση, και σε καμία περίπτωση δεν είναι αναπόφευκτη».

Παρόλο που οι πρόσφατοι επικριτές της ενσωμάτωσης στους θεσμούς έχουν επικεντρωθεί στην αποτυχία των διεθνών θεσμών να φιλελευθεροποιήσουν την Κίνα και την Ρωσία, αυτός δεν ήταν ο μόνος —ή ακόμη και ο πρωταρχικός— τρόπος με τον οποίο η ενσωμάτωση υποτίθεται ότι αποτρέπει τον ρεβιζιονισμό. Ακόμη και αν οι δύο χώρες παρέμεναν αντιφιλελεύθερες στο εσωτερικό, η αποδοχή τους σε υπάρχοντες θεσμούς υποτίθεται ότι ενθαρρύνει την καλή συμπεριφορά στο εξωτερικό. Το ελεύθερο εμπόριο και οι άμεσες ξένες επενδύσεις θα τις έκαναν πλούσιες. Η συμμετοχή σε διεθνείς θεσμούς θα τους προσέφερε status και κύρος. Και αν τέτοια «καρότα» δεν ήταν αρκετά για να κάνουν την Κίνα και την Ρωσία [5] να παίζουν με τους κανόνες, η θεσμική ένταξη θα παρείχε επίσης στις Ηνωμένες Πολιτείες και τους συμμάχους τους «μαστίγια» που θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν για να αυξήσουν το κόστος του ρεβιζιονισμού. Όσο περισσότερο το Πεκίνο και η Μόσχα θα εξαρτώντο από τους διεθνείς θεσμούς για τον πλούτο, την δύναμη, και την επιρροή τους, τόσο πιο εύκολο θα ήταν να τιμωρηθούν εάν αποφάσιζαν να παραβιάσουν τους κανόνες. Η ενσωμάτωσή τους στις παγκόσμιες χρηματοπιστωτικές αγορές [6], για παράδειγμα, δεν θα βοηθούσε μόνο να ξεκλειδωθεί η οικονομική ανάπτυξη˙ θα μπορούσε επίσης να καταστήσει τις δύο χώρες πιο ευάλωτες σε κυρώσεις.

Τέλος, οι θεσμοί έπρεπε να δεσμεύσουν την Κίνα και την Ρωσία πιο στενά με το status quo. Όταν οι χώρες εντάσσονται σε διεθνείς θεσμούς, ο πλούτος και η δύναμή τους συνδέονται με αυτούς τους οργανισμούς με τρόπους που είναι δύσκολο να αλλάξουν στην πορεία. Αυτή ήταν η λογική πίσω από την ενσωμάτωση της Γερμανίας στους Δυτικούς θεσμούς ασφαλείας όπως το ΝΑΤΟ, μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Και ήταν η προϋπόθεση της απόφασης της Γαλλίας να προσδέσει την Γερμανία στην γαλλική οικονομία μέσω της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα: με αυτόν τον τρόπο, η Γαλλία εξασφάλισε ότι θα διατηρήσει την φωνή της στις γερμανικές υποθέσεις και ότι κάθε προσπάθεια της Γερμανίας να αυξήσει την ισχύ της θα διοχετευόταν μέσω θεσμικών οδών.

Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΣΜΟΥ