Οι αουτσάιντερ | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Οι αουτσάιντερ

Πώς το διεθνές σύστημα μπορεί ακόμα να ελέγξει την Κίνα και την Ρωσία*

Στην αρχή, η ενσωμάτωση φαινόταν να λειτουργεί. Η ταχύτητα και η έκταση της εισόδου της Κίνας στους διεθνείς θεσμούς, ιδιαίτερα στους οικονομικούς, κατά την διάρκεια των κυβερνήσεων Κλίντον και George W. Bush [7] δεν ήταν παρά εκπληκτική. Καθ' όλη την διάρκεια της διακυβέρνησης του Κινέζου ηγέτη Μάο Τσε Τουνγκ, η χώρα παρέμενε απομονωμένη από τους διεθνείς θεσμούς, ακόμη και μετά την ένταξή της στον ΟΗΕ, όπου είχε κληρονομήσει την έδρα της Ταϊβάν το 1971. Μετά το άνοιγμά της το 1979, η Κίνα ήταν ακόμη αργή στο να ενταχθεί σε διεθνείς οργανισμούς. Αλλά μέχρι το 2000, είχε γίνει μέλος σε πάνω από 50 από αυτούς. Υπέγραψε τόσο την Συνθήκη για τη Μη Διάδοση των Πυρηνικών Όπλων (Nuclear Nonproliferation Treaty) όσο και την Συνθήκη για την Πλήρη Απαγόρευση των Πυρηνικών Δοκιμών (Comprehensive Nuclear Test Ban Treaty). Το 2001, η Κίνα μπήκε στον ΠΟΕ με την ενθουσιώδη υποστήριξη της κυβέρνησης Κλίντον και παρά τις έντονες διαμαρτυρίες από τους Αμερικανούς υπέρμαχους του προστατευτισμού τόσο στα αριστερά όσο και στα δεξιά.

Η Ρωσία αντιμετώπισε έναν πιο δύσκολο δρόμο προς την ενσωμάτωση. Με την παρότρυνση Αμερικανών οικονομολόγων, ο Ρώσος πρόεδρος, Μπόρις Γέλτσιν, ξεκίνησε ένα 13μηνο σχέδιο «θεραπείας σοκ», με στόχο την ταχεία ιδιωτικοποίηση της ρωσικής οικονομίας. Αντί για οικονομική ανάπτυξη, η οικονομία της Ρωσίας είδε το ΑΕΠ της να μειώνεται σχεδόν στο μισό και η φτώχεια αυξήθηκε από το 2% στο 40% του πληθυσμού. Οι πρώην σοβιετικές ελίτ εκμεταλλεύτηκαν την θέση τους για να μονοπωλήσουν την ιδιοκτησία επί των πρόσφατα ιδιωτικοποιημένων πόρων πετρελαίου και φυσικού αερίου. Οι συνομιλίες για ένταξη της Ρωσίας στην ευρωπαϊκή τάξη ασφαλείας σταμάτησαν το 1994, όταν οι Ηνωμένες Πολιτείες εγκατέλειψαν τα σχέδιά τους για την λεγόμενη Σύμπραξη για την Ειρήνη, η οποία θα έφερνε τα κράτη της Ανατολικής Ευρώπης και την Ρωσία σε ένα πλαίσιο ομπρέλας ασφαλείας, και επέλεξαν αντ' αυτού να επεκτείνουν την Συμμαχία του ΝΑΤΟ στην Ανατολική Ευρώπη.

Μέχρι το τέλος της δεκαετίας, ωστόσο, η Ρωσία φαινόταν να πραγματοποιεί μια καμπή. Ο νέος πρόεδρος της χώρας, Βλαντιμίρ Πούτιν [8], δεν ήταν δημοκράτης, αλλά φαινόταν ότι εισήγαγε νομικές και οικονομικές μεταρρυθμίσεις που θα μπορούσαν να φιλελευθεροποιήσουν την χώρα μακροπρόθεσμα. Για να στηρίξουν την οικονομική ιδιωτικοποίηση, οι Ηνωμένες Πολιτείες έπεισαν τις χώρες του G-7 να δεσμεύσουν 28 δισεκατομμύρια δολάρια συλλογικής βοήθειας για την Ρωσία. Το 1998, η Ρωσία εντάχθηκε στο νεοσύστατο G-8. Το 2012, η ένταξη της Ρωσίας στον ΠΟΕ ολοκληρώθηκε μετά από 18 χρόνια διαπραγματεύσεων. Οι επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου έφεραν τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ρωσία πιο κοντά και οι δύο συνεργάστηκαν σε πρωτοβουλίες αντιτρομοκρατίας και ελέγχου των όπλων.

Στην αρχή, η αισιοδοξία όσων ευνοούσαν την ένταξη στους θεσμούς φαινόταν δικαιολογημένη. Στο γύρισμα της χιλιετίας, τόσο η Κίνα όσο και η Ρωσία έδειχναν πρόθυμες να ενεργήσουν ως «υπεύθυνοι stakeholders», όπως το έθεσε ο Ρόμπερτ Ζόελικ το 2005, όταν υπηρέτησε ως αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ. Σύντομα, ωστόσο, εμφανίστηκαν ανησυχητικά σημάδια. Μέχρι το 2009, ορισμένοι πολιτικοί επιστήμονες άρχισαν να επισημαίνουν το «όργιο οικοδόμησης τεχνητών νησιών» της Κίνας και το κροτάλισμα των σπαθιών στην Θάλασσα της Νότιας Κίνας ως προάγγελους εδαφικής επέκτασης. Το 2013, η Κίνα ξεκίνησε τόσο την Asian Infrastructure Investment Bank όσο και το Belt and Road Initiative (BRI), ένα τεράστιο πρόγραμμα που επενδύει σε έργα υποδομής στον αναπτυσσόμενο κόσμο. Οι ηγέτες της Κίνας ισχυρίστηκαν ότι αυτές οι πρωτοβουλίες συμπλήρωναν τους υπάρχοντες θεσμούς και κάλυπταν τα κενά στην τρέχουσα οικονομική τάξη. Πολλοί στην Ουάσιγκτον, ωστόσο, υποψιάζονταν ότι η Κίνα επιδίωκε να οικοδομήσει μια εναλλακτική οικονομική τάξη χωρίς φιλελεύθερες αξίες.

Εν τω μεταξύ, το 2008, η Ρωσία ξεκίνησε την πρώτη της βίαιη απόπειρα να επαναπροσδιορίσει τα σύνορα του μεταψυχροπολεμικού κόσμου, όταν τα στρατεύματά της εισέβαλαν σε δύο αποσχιστικά εδάφη στην Γεωργία. Προχώρησε περαιτέρω το 2014, εισβάλλοντας στην ανατολική Ουκρανία και προσαρτώντας την χερσόνησο της Κριμαίας. Το 2015, ενάντια στην ζωηρή Δυτική αντίθεση, ο ρωσικός στρατός παρενέβη στον συριακό εμφύλιο πόλεμο για να στηρίξει το εύθραυστο καθεστώς του προέδρου Μπασάρ αλ Άσαντ, παρέχοντας κρίσιμη —και συχνά αδιάκριτη— αεροπορική υποστήριξη στις συριακές κυβερνητικές δυνάμεις, οι οποίες με αυτή την βοήθεια άρχισαν να ανακαταλαμβάνουν αμφισβητούμενα εδάφη.

Εκείνη την εποχή, οι υποστηρικτές της ενσωμάτωσης στους θεσμούς απέρριπταν αυτές τις ρεβιζιονιστικές κινήσεις ως ασήμαντες και μη διατηρήσιμες. Ο πολιτικός επιστήμονας G. John Ikenberry, για παράδειγμα, επέμεινε σε αυτές τις σελίδες [9] το 2014 ότι παρά εκείνες τις παραβάσεις, «η Ρωσία και, ειδικά, η Κίνα είναι βαθιά ενσωματωμένη στην παγκόσμια οικονομία και τους θεσμούς διακυβέρνησής της». Το πολύ-πολύ να ήταν «spoilers» [στμ: «χαλαστές»], κατέληξε: «Δεν έχουν τα συμφέροντα —πόσω μάλλον τις ιδέες, τις ικανότητες, ή τους συμμάχους— να τις οδηγήσουν στην ανατροπή των υπαρχόντων παγκόσμιων κανόνων και θεσμών». Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής στην Ουάσιγκτον επανέλαβαν αυτές τις σίγουρες εκτιμήσεις. Σε μια ομιλία του 2014 στο West Point, ο πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα αναγνώρισε ότι «η επιθετικότητα της Ρωσίας προς τα πρώην σοβιετικά κράτη [10] εκνευρίζει τις πρωτεύουσες στην Ευρώπη, ενώ η οικονομική άνοδος και η στρατιωτική εμβέλεια της Κίνας ανησυχούν τους γείτονές της». Ωστόσο, εξέφρασε την αισιοδοξία ότι οι διεθνείς θεσμοί θα συνεχίσουν να «μειώνουν την ανάγκη για μονομερή αμερικανική δράση και να αυξάνουν την αυτοσυγκράτηση μεταξύ άλλων εθνών».