Οι αουτσάιντερ | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Οι αουτσάιντερ

Πώς το διεθνές σύστημα μπορεί ακόμα να ελέγξει την Κίνα και την Ρωσία*

Στα τέλη Φεβρουαρίου του 2022, καθώς οι ρωσικές δυνάμεις κινήθηκαν μέσα την Ουκρανία, ο Βλαντιμίρ Πούτιν δήλωσε ότι η επίθεσή του είχε ως στόχο όχι μόνο να φέρει τον γείτονα της Ρωσίας υπό έλεγχο, αλλά και να αποκηρύξει την υπό την ηγεσία των ΗΠΑ φιλελεύθερη διεθνή τάξη. «Εκεί που η Δύση έρχεται να δημιουργήσει την δική της τάξη», είπε ο Ρώσος πρόεδρος, «το αποτέλεσμα είναι αιματηρές, μη επουλωμένες πληγές, έλκη διεθνούς τρομοκρατίας και εξτρεμισμού». Η Μόσχα θα επιδιώξει τώρα να ανατρέψει την επεκτεινόμενη τάξη ως «θέμα ζωής και θανάτου, ζήτημα του ιστορικού μας μέλλοντος ως λαού». Ο πλήρους κλίμακας πόλεμος της Ρωσίας στην Ουκρανία είναι μόνο η πιο πρόσφατη πράξη σε μια προσπάθεια πολλών ετών για την ανατροπή του υπάρχοντος status quo, που περιελάμβανε κυβερνοεπιθέσεις, δολοφονίες, πόλεμο κατά της Γεωργίας, ανάμειξη στις αμερικανικές εκλογές, στρατιωτική εμπλοκή στην Συρία, και την προσάρτηση της Κριμαίας [1].

12032023-1.jpg

Kotryna Zukauskaite
-----------------------------------------------------------

Καθώς τα στρατεύματα του Πούτιν πλησίαζαν το Κίεβο, πολλοί παρατηρητές παρακολουθούσαν την Κίνα, την άλλη αυταρχική δύναμη που ασχολείται με την απόρριψη της υπό τις ΗΠΑ τάξης. Την τελευταία δεκαετία, το Πεκίνο αμφισβήτησε τους εδαφικούς κανόνες στην Θάλασσα της Νότιας Κίνας και έχτισε νέους διεθνείς οικονομικούς θεσμούς, όπως η Asian Infrastructure Investment Bank, για να ανταγωνιστεί εκείνους που κυριαρχούνται από την Δύση, όπως το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και η Παγκόσμια Τράπεζα. Το Πεκίνο και η Μόσχα φαίνεται ότι ένωσαν τις δυνάμεις τους στην προσπάθειά τους να υπονομεύσουν την τάξη. Λίγες εβδομάδες πριν από την εισβολή της Ρωσίας, ο Κινέζος πρόεδρος, Σι Τζινπίνγκ [2], και ο Πούτιν υποσχέθηκαν να μην βάλουν «κανένα όριο» στην συνεργασία των δύο χωρών καθώς επιδιώκουν να επαναπροσδιορίσουν τους κανόνες της δημοκρατίας, να αντιδράσουν στους παγκόσμιους ορισμούς των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, και να διασφαλίσουν τα «βασικά συμφέροντά» τους.

Δεν ήταν απαραίτητο να είναι έτσι. Μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, οι Ηνωμένες Πολιτείες βασίστηκαν σε μια στρατηγική δελεασμού των επίδοξων ρεβιζιονιστικών δυνάμεων στην τάξη – δηλαδή, χωρών που έχουν τόσο τα μέσα όσο και τα κίνητρα να αμφισβητήσουν το status quo. Οι ηγέτες των ΗΠΑ υποστήριξαν ότι με την συνεργασία με την Κίνα και την Ρωσία και την ενσωμάτωσή τους σε διεθνείς θεσμούς, θα μπορούσαν να περιορίσουν τις φιλοδοξίες αυτών των χωρών και ίσως ακόμη και να τις ωθήσουν σε μια πορεία προοδευτικής φιλελευθεροποίησης. Αμφότερες οι χώρες προσχώρησαν σε οικονομικούς θεσμούς, όπως ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου˙ θεσμούς ασφαλείας, όπως το καθεστώς μη διάδοσης των πυρηνικών˙ και ακόμη και συνθήκες για τα ανθρώπινα δικαιώματα, όπως το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα. Όπως υποστήριξε η Στρατηγική Εθνικής Ασφάλειας [3] για το 2000 του προέδρου των ΗΠΑ, Μπιλ Κλίντον, αν και οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να «είναι προσεκτικές για τις απειλές προς την ειρήνη», θα πρέπει να αξιοποιήσουν «την επιθυμία και των δύο χωρών να συμμετάσχουν στην παγκόσμια οικονομία και στους παγκόσμιους θεσμούς, επιμένοντας ότι αμφότερες [πρέπει να] αποδέχονται τις υποχρεώσεις καθώς και τα οφέλη της ένταξης».

Τι πήγε στραβά; Κάποιοι κατηγορούν την κακή ηγεσία των ΗΠΑ. Μετά από τέσσερα χρόνια διακυβέρνησης Τραμπ, οι φιλελεύθεροι θεσμοί έμειναν χωρίς πηδάλιο, παρέχοντας ένα άνοιγμα για τις ρεβιζιονιστικές [αναθεωρητικές] δυνάμεις. Η χαοτική απόσυρση από το Αφγανιστάν των αμερικανικών δυνάμεων από την κυβέρνηση Μπάιντεν επιβεβαίωσε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν αποδυναμωμένες και σε υποχώρηση. Άλλοι, αντίθετα, υποστηρίζουν ότι η στρατηγική ήταν μάταιη από την αρχή. Σύμφωνα με αυτή την άποψη, ήταν απελπιστικά αισιόδοξο να περιμένουμε ότι η Κίνα και η Ρωσία θα ενστερνίζονταν τις φιλελεύθερες αξίες και θα αποδέχονταν την ιδέα ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να διατηρήσουν την θέση τους στην κορυφή της διεθνούς τάξης.

Και οι δύο αυτές απόψεις είναι προβληματικές. Πολύ λίγα θα μπορούσε να είχε κάνει η Ουάσιγκτον για να αποτρέψει τις προκλήσεις στην φιλελεύθερη τάξη πραγμάτων. Ιστορικά, η ένταξη σε διεθνείς θεσμούς δεν εμπόδισε τις χώρες που ελπίζουν να αμφισβητήσουν το status quo. Αντίθετα, έχει ενισχύσει την ικανότητά τους να κινητοποιούν συμμάχους, να εξασφαλίζουν μόχλευση στους εμπορικούς τους εταίρους, και να αποκτούν νομιμοποίηση για τα κανονιστικά τους οράματα. Δεν είναι απλώς ότι οι διεθνείς θεσμοί ήταν απίθανο να ελέγξουν τον ρεβιζιονισμό της Κίνας και της Ρωσίας. Η συμμετοχή τους, στην πραγματικότητα βοήθησε τις προσπάθειές τους να μεταμορφώσουν την παγκόσμια πολιτική.

Από την άλλη πλευρά, είναι λάθος να απορρίπτουμε ως πλήρη αποτυχία την ενσωμάτωση στους θεσμούς. Εάν κριθεί από τις υψηλές φιλοδοξίες που έθεσαν οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής των ΗΠΑ, οι οποίοι πίστευαν ότι η ενσωμάτωση των επεκτατικών δυνάμεων στους διεθνείς θεσμούς θα μετριάσει τις φιλοδοξίες τους, τότε δεν έχει τηρήσει την υπόσχεσή της. Όμως, αν κριθεί σύμφωνα με ένα πιο λογικό πρότυπο, πέτυχε: αν και η ενσωμάτωση στους θεσμούς δεν μπορεί να αποτρέψει τον ρεβιζιονισμό, μπορεί να διαμορφώσει τις στρατηγικές που χρησιμοποιούν οι ρεβιζιονιστές. Παρότι η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία έδειξε ότι οι χώρες που είναι στραμμένες στον επεκτατισμό θα προχωρήσουν ούτως ή άλλως, συνολικά, οι διεθνείς θεσμοί μπορούν να διοχετεύσουν αυτήν την επιθετικότητα ώστε να μην μετατραπεί σε αιματοχυσία. Αντί να εγκαταλείψουν τους θεσμούς, λοιπόν, οι Δυτικοί πολιτικοί θα έπρεπε να υιοθετήσουν μια ρεαλιστική προσέγγιση απέναντί τους. Αν και ίσως να μην οδηγούν σε απόλυτα αρμονικές σχέσεις, μπορούν να αποτελέσουν ένα ισχυρό εργαλείο για την πρόληψη του πολέμου.

Μια στρατηγική θεσμικής realpolitik θα αναγνώριζε επίσης ότι, παρά τον συντονισμό τους, η Κίνα και η Ρωσία είναι πολύ διαφορετικοί τύποι ρεβιζιονιστών. Οι επιθέσεις της Κίνας ήταν λιγότερο βίαιες αλλά από πολλές απόψεις πιο επακόλουθες˙ εκεί που η Μόσχα έχει βασιστεί σε στρατηγικές αναστάτωσης και βίας, το Πεκίνο προτίμησε να ασκήσει επιρροή μέσω των αυξανόμενων δικτύων και της θέσης του στους διεθνείς θεσμούς. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η στρατηγική του παρελθόντος ότι «ένα πράγμα ταιριάζει σε όλους» απέτυχε —και γι’ αυτό απαιτείται μια νέα προσέγγιση. Προς τον σκοπό τούτο, οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να δουν τους διεθνείς θεσμούς όχι ως τρόπο για να μεταμορφώσουν την θεμελιώδη φύση των αντιπάλων τους, αλλά ως μέρη που μπορούν να γίνουν καλύτερα φόρουμ για να επικοινωνηθούν προτιμήσεις, να επιλυθούν διαφορές, και να θεσπιστούν σαφείς κόκκινες γραμμές. Αυτό, κι όχι τα υψηλά σχέδια για την αλλαγή της Κίνας και της Ρωσίας ή μια χονδρική εγκατάλειψη των θεσμών, θα πρέπει να βοηθήσει για να κρατηθούν υπό έλεγχο οι ρεβιζιονιστές.

ΟΝΕΙΡΟ ΤΗΣ ΔΕΚΑΕΤΙΑΣ ΤΟΥ ’90

Στην δεκαετία του 1990, οι Δυτικοί ηγέτες ασχολήθηκαν με χώρες που έδειχναν πρόθυμες να ανατρέψουν το status quo εισάγοντάς τες σε πολυμερείς θεσμούς. Αυτή ήταν μια ορθολογική επέκταση της μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο πολιτικής: οι Ηνωμένες Πολιτείες, τελικά, είχαν διαθέσει σημαντικούς πόρους σε πολυμερείς οργανισμούς αφιερωμένους στην ασφάλεια και την οικονομική ανάπτυξη. Στα μέσα της δεκαετίας του 1990, ήταν σαφές ότι το ΝΑΤΟ επρόκειτο όχι μόνο να επιμείνει αλλά και να επεκταθεί. Οι Ηνωμένες Πολιτείες, επιπλέον, εργάζονταν για να μετατρέψουν την Γενική Συμφωνία Δασμών και Εμπορίου, ή GATT (General Agreement on Tariffs and Trade) -μια συλλογή άτυπων διαδικασιών για την διαχείριση του διεθνούς εμπορίου [4] που εμφανίστηκαν στη μεταπολεμική εποχή- στον πολύ πιο εκτατικό και ισχυρό Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου (ΠΟΕ).

Ακόμη και τότε, εν δυνάμει ρεβιζιονιστές καραδοκούσαν στον ορίζοντα. Στα μέσα της δεκαετίας του 1990, η Κίνα είχε αναδειχθεί ως μια από τις ταχύτερα αναπτυσσόμενες οικονομίες στον κόσμο. Σε μια ομιλία του το 1999, ο Κλίντον περιέγραψε την πρόκληση μιας ανερχόμενης Κίνας για την αμερικανική εξωτερική πολιτική, σημειώνοντας ότι «αν επιλέξει να το κάνει, η Κίνα θα μπορούσε … να ρίξει πολύ περισσότερο από τον πλούτο της στην στρατιωτική ισχύ και στην παραδοσιακή γεωπολιτική των μεγάλων δυνάμεων». Σε αντίθεση με την Κίνα, η μετασοβιετική Ρωσία ήταν μια φθίνουσα δύναμη, επομένως δεν υπήρχε ανησυχία ότι η χώρα θα αναδυόταν ως παγκόσμιος ανταγωνιστής των Ηνωμένων Πολιτειών. Ωστόσο, η Ρωσία είχε την δυνατότητα να γίνει σοβαρός ρεβιζιονιστής. Πολλοί φοβήθηκαν την άνοδο μιας ρωσικής εθνικιστικής δεξιάς, μιας [δεξιάς] που θα αποκαθιστούσε την αυταρχική κυβέρνηση στο εσωτερικό και θα προσπαθούσε να επαναφέρει την ρωσική αυτοκρατορική κυριαρχία στα πρώην σοβιετικά κράτη.

Οι αξιωματούχοι των ΗΠΑ στράφηκαν στους πολυμερείς θεσμούς για να αντιμετωπίσουν αυτές τις αρχικές απειλές. Εκείνοι οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής πίστευαν ότι η ένταξη σε φιλελεύθερους θεσμούς θα έκανε την Κίνα και την Ρωσία πιο φιλελεύθερες και, επομένως, λιγότερο διατεθειμένες να ανατρέψουν την υπάρχουσα διεθνή τάξη. Ο κύριος στόχος του Κλίντον ήταν να βοηθήσει την Ρωσία να γίνει μια ενοποιημένη δημοκρατία, μια [δημοκρατία] σταθερά ενσωματωμένη στους Δυτικούς θεσμούς. Όσον αφορά την Κίνα, η υπουργός Εξωτερικών, Madeleine Albright, εξήγησε την θέση των Ηνωμένων Πολιτειών το 1997: «Ελπίζουμε ότι η τάση προς μεγαλύτερη οικονομική και κοινωνική ολοκλήρωση της Κίνας θα έχει ένα φιλελευθεροποιητικό αποτέλεσμα στις πολιτικές πρακτικές και τις πρακτικές επί των ανθρωπίνων δικαιωμάτων» —αν και επίσης αναγνώρισε ότι «δεδομένης της φύσης της κυβέρνησης της Κίνας, αυτή η πρόοδος θα είναι σταδιακή, στην καλύτερη περίπτωση, και σε καμία περίπτωση δεν είναι αναπόφευκτη».

Παρόλο που οι πρόσφατοι επικριτές της ενσωμάτωσης στους θεσμούς έχουν επικεντρωθεί στην αποτυχία των διεθνών θεσμών να φιλελευθεροποιήσουν την Κίνα και την Ρωσία, αυτός δεν ήταν ο μόνος —ή ακόμη και ο πρωταρχικός— τρόπος με τον οποίο η ενσωμάτωση υποτίθεται ότι αποτρέπει τον ρεβιζιονισμό. Ακόμη και αν οι δύο χώρες παρέμεναν αντιφιλελεύθερες στο εσωτερικό, η αποδοχή τους σε υπάρχοντες θεσμούς υποτίθεται ότι ενθαρρύνει την καλή συμπεριφορά στο εξωτερικό. Το ελεύθερο εμπόριο και οι άμεσες ξένες επενδύσεις θα τις έκαναν πλούσιες. Η συμμετοχή σε διεθνείς θεσμούς θα τους προσέφερε status και κύρος. Και αν τέτοια «καρότα» δεν ήταν αρκετά για να κάνουν την Κίνα και την Ρωσία [5] να παίζουν με τους κανόνες, η θεσμική ένταξη θα παρείχε επίσης στις Ηνωμένες Πολιτείες και τους συμμάχους τους «μαστίγια» που θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν για να αυξήσουν το κόστος του ρεβιζιονισμού. Όσο περισσότερο το Πεκίνο και η Μόσχα θα εξαρτώντο από τους διεθνείς θεσμούς για τον πλούτο, την δύναμη, και την επιρροή τους, τόσο πιο εύκολο θα ήταν να τιμωρηθούν εάν αποφάσιζαν να παραβιάσουν τους κανόνες. Η ενσωμάτωσή τους στις παγκόσμιες χρηματοπιστωτικές αγορές [6], για παράδειγμα, δεν θα βοηθούσε μόνο να ξεκλειδωθεί η οικονομική ανάπτυξη˙ θα μπορούσε επίσης να καταστήσει τις δύο χώρες πιο ευάλωτες σε κυρώσεις.

Τέλος, οι θεσμοί έπρεπε να δεσμεύσουν την Κίνα και την Ρωσία πιο στενά με το status quo. Όταν οι χώρες εντάσσονται σε διεθνείς θεσμούς, ο πλούτος και η δύναμή τους συνδέονται με αυτούς τους οργανισμούς με τρόπους που είναι δύσκολο να αλλάξουν στην πορεία. Αυτή ήταν η λογική πίσω από την ενσωμάτωση της Γερμανίας στους Δυτικούς θεσμούς ασφαλείας όπως το ΝΑΤΟ, μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Και ήταν η προϋπόθεση της απόφασης της Γαλλίας να προσδέσει την Γερμανία στην γαλλική οικονομία μέσω της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα: με αυτόν τον τρόπο, η Γαλλία εξασφάλισε ότι θα διατηρήσει την φωνή της στις γερμανικές υποθέσεις και ότι κάθε προσπάθεια της Γερμανίας να αυξήσει την ισχύ της θα διοχετευόταν μέσω θεσμικών οδών.

Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΣΜΟΥ

Στην αρχή, η ενσωμάτωση φαινόταν να λειτουργεί. Η ταχύτητα και η έκταση της εισόδου της Κίνας στους διεθνείς θεσμούς, ιδιαίτερα στους οικονομικούς, κατά την διάρκεια των κυβερνήσεων Κλίντον και George W. Bush [7] δεν ήταν παρά εκπληκτική. Καθ' όλη την διάρκεια της διακυβέρνησης του Κινέζου ηγέτη Μάο Τσε Τουνγκ, η χώρα παρέμενε απομονωμένη από τους διεθνείς θεσμούς, ακόμη και μετά την ένταξή της στον ΟΗΕ, όπου είχε κληρονομήσει την έδρα της Ταϊβάν το 1971. Μετά το άνοιγμά της το 1979, η Κίνα ήταν ακόμη αργή στο να ενταχθεί σε διεθνείς οργανισμούς. Αλλά μέχρι το 2000, είχε γίνει μέλος σε πάνω από 50 από αυτούς. Υπέγραψε τόσο την Συνθήκη για τη Μη Διάδοση των Πυρηνικών Όπλων (Nuclear Nonproliferation Treaty) όσο και την Συνθήκη για την Πλήρη Απαγόρευση των Πυρηνικών Δοκιμών (Comprehensive Nuclear Test Ban Treaty). Το 2001, η Κίνα μπήκε στον ΠΟΕ με την ενθουσιώδη υποστήριξη της κυβέρνησης Κλίντον και παρά τις έντονες διαμαρτυρίες από τους Αμερικανούς υπέρμαχους του προστατευτισμού τόσο στα αριστερά όσο και στα δεξιά.

Η Ρωσία αντιμετώπισε έναν πιο δύσκολο δρόμο προς την ενσωμάτωση. Με την παρότρυνση Αμερικανών οικονομολόγων, ο Ρώσος πρόεδρος, Μπόρις Γέλτσιν, ξεκίνησε ένα 13μηνο σχέδιο «θεραπείας σοκ», με στόχο την ταχεία ιδιωτικοποίηση της ρωσικής οικονομίας. Αντί για οικονομική ανάπτυξη, η οικονομία της Ρωσίας είδε το ΑΕΠ της να μειώνεται σχεδόν στο μισό και η φτώχεια αυξήθηκε από το 2% στο 40% του πληθυσμού. Οι πρώην σοβιετικές ελίτ εκμεταλλεύτηκαν την θέση τους για να μονοπωλήσουν την ιδιοκτησία επί των πρόσφατα ιδιωτικοποιημένων πόρων πετρελαίου και φυσικού αερίου. Οι συνομιλίες για ένταξη της Ρωσίας στην ευρωπαϊκή τάξη ασφαλείας σταμάτησαν το 1994, όταν οι Ηνωμένες Πολιτείες εγκατέλειψαν τα σχέδιά τους για την λεγόμενη Σύμπραξη για την Ειρήνη, η οποία θα έφερνε τα κράτη της Ανατολικής Ευρώπης και την Ρωσία σε ένα πλαίσιο ομπρέλας ασφαλείας, και επέλεξαν αντ' αυτού να επεκτείνουν την Συμμαχία του ΝΑΤΟ στην Ανατολική Ευρώπη.

Μέχρι το τέλος της δεκαετίας, ωστόσο, η Ρωσία φαινόταν να πραγματοποιεί μια καμπή. Ο νέος πρόεδρος της χώρας, Βλαντιμίρ Πούτιν [8], δεν ήταν δημοκράτης, αλλά φαινόταν ότι εισήγαγε νομικές και οικονομικές μεταρρυθμίσεις που θα μπορούσαν να φιλελευθεροποιήσουν την χώρα μακροπρόθεσμα. Για να στηρίξουν την οικονομική ιδιωτικοποίηση, οι Ηνωμένες Πολιτείες έπεισαν τις χώρες του G-7 να δεσμεύσουν 28 δισεκατομμύρια δολάρια συλλογικής βοήθειας για την Ρωσία. Το 1998, η Ρωσία εντάχθηκε στο νεοσύστατο G-8. Το 2012, η ένταξη της Ρωσίας στον ΠΟΕ ολοκληρώθηκε μετά από 18 χρόνια διαπραγματεύσεων. Οι επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου έφεραν τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ρωσία πιο κοντά και οι δύο συνεργάστηκαν σε πρωτοβουλίες αντιτρομοκρατίας και ελέγχου των όπλων.

Στην αρχή, η αισιοδοξία όσων ευνοούσαν την ένταξη στους θεσμούς φαινόταν δικαιολογημένη. Στο γύρισμα της χιλιετίας, τόσο η Κίνα όσο και η Ρωσία έδειχναν πρόθυμες να ενεργήσουν ως «υπεύθυνοι stakeholders», όπως το έθεσε ο Ρόμπερτ Ζόελικ το 2005, όταν υπηρέτησε ως αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ. Σύντομα, ωστόσο, εμφανίστηκαν ανησυχητικά σημάδια. Μέχρι το 2009, ορισμένοι πολιτικοί επιστήμονες άρχισαν να επισημαίνουν το «όργιο οικοδόμησης τεχνητών νησιών» της Κίνας και το κροτάλισμα των σπαθιών στην Θάλασσα της Νότιας Κίνας ως προάγγελους εδαφικής επέκτασης. Το 2013, η Κίνα ξεκίνησε τόσο την Asian Infrastructure Investment Bank όσο και το Belt and Road Initiative (BRI), ένα τεράστιο πρόγραμμα που επενδύει σε έργα υποδομής στον αναπτυσσόμενο κόσμο. Οι ηγέτες της Κίνας ισχυρίστηκαν ότι αυτές οι πρωτοβουλίες συμπλήρωναν τους υπάρχοντες θεσμούς και κάλυπταν τα κενά στην τρέχουσα οικονομική τάξη. Πολλοί στην Ουάσιγκτον, ωστόσο, υποψιάζονταν ότι η Κίνα επιδίωκε να οικοδομήσει μια εναλλακτική οικονομική τάξη χωρίς φιλελεύθερες αξίες.

Εν τω μεταξύ, το 2008, η Ρωσία ξεκίνησε την πρώτη της βίαιη απόπειρα να επαναπροσδιορίσει τα σύνορα του μεταψυχροπολεμικού κόσμου, όταν τα στρατεύματά της εισέβαλαν σε δύο αποσχιστικά εδάφη στην Γεωργία. Προχώρησε περαιτέρω το 2014, εισβάλλοντας στην ανατολική Ουκρανία και προσαρτώντας την χερσόνησο της Κριμαίας. Το 2015, ενάντια στην ζωηρή Δυτική αντίθεση, ο ρωσικός στρατός παρενέβη στον συριακό εμφύλιο πόλεμο για να στηρίξει το εύθραυστο καθεστώς του προέδρου Μπασάρ αλ Άσαντ, παρέχοντας κρίσιμη —και συχνά αδιάκριτη— αεροπορική υποστήριξη στις συριακές κυβερνητικές δυνάμεις, οι οποίες με αυτή την βοήθεια άρχισαν να ανακαταλαμβάνουν αμφισβητούμενα εδάφη.

Εκείνη την εποχή, οι υποστηρικτές της ενσωμάτωσης στους θεσμούς απέρριπταν αυτές τις ρεβιζιονιστικές κινήσεις ως ασήμαντες και μη διατηρήσιμες. Ο πολιτικός επιστήμονας G. John Ikenberry, για παράδειγμα, επέμεινε σε αυτές τις σελίδες [9] το 2014 ότι παρά εκείνες τις παραβάσεις, «η Ρωσία και, ειδικά, η Κίνα είναι βαθιά ενσωματωμένη στην παγκόσμια οικονομία και τους θεσμούς διακυβέρνησής της». Το πολύ-πολύ να ήταν «spoilers» [στμ: «χαλαστές»], κατέληξε: «Δεν έχουν τα συμφέροντα —πόσω μάλλον τις ιδέες, τις ικανότητες, ή τους συμμάχους— να τις οδηγήσουν στην ανατροπή των υπαρχόντων παγκόσμιων κανόνων και θεσμών». Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής στην Ουάσιγκτον επανέλαβαν αυτές τις σίγουρες εκτιμήσεις. Σε μια ομιλία του 2014 στο West Point, ο πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα αναγνώρισε ότι «η επιθετικότητα της Ρωσίας προς τα πρώην σοβιετικά κράτη [10] εκνευρίζει τις πρωτεύουσες στην Ευρώπη, ενώ η οικονομική άνοδος και η στρατιωτική εμβέλεια της Κίνας ανησυχούν τους γείτονές της». Ωστόσο, εξέφρασε την αισιοδοξία ότι οι διεθνείς θεσμοί θα συνεχίσουν να «μειώνουν την ανάγκη για μονομερή αμερικανική δράση και να αυξάνουν την αυτοσυγκράτηση μεταξύ άλλων εθνών».

Εκ των υστέρων, είναι εύκολο να διαπιστωθεί ότι αυτή η εμπιστοσύνη ήταν άστοχη. Μια καλύτερη κατανόηση της διασταύρωσης των διεθνών θεσμών και του ρεβιζιονισμού των μεγάλων δυνάμεων θα μπορούσε να μετριάσει τέτοιες προσδοκίες. Ιστορικά, οι περιοριστικές επιπτώσεις των διεθνών θεσμών στον ρεβιζιονισμό ήταν στην καλύτερη περίπτωση ασυνεχείς. Ακόμη και όταν τα ρεβιζιονιστικά κράτη μπήκαν στην θεσμική τάξη, ήταν ακόμα σε θέση να επιδιώξουν τους στόχους τους. Όταν η Πρωσία ξεκίνησε έναν πόλεμο το 1864 που θα έθετε το σκηνικό για την γερμανική ενοποίηση, θεωρείτο βασικό μέλος του Concert of Europe, της τάξης που καθιερώθηκε μετά τους Ναπολεόντειους Πολέμους για να βοηθήσει στην διατήρηση της ειρήνης. Όταν η Ιαπωνία εισέβαλε στη Μαντζουρία το 1931, ήταν μέλος με καλό κύρος στην Κοινωνία των Εθνών και του λεγόμενου συστήματος της Ουάσιγκτον, το οποίο διατηρούσε όρια στη ναυπηγική βιομηχανία των μεγάλων δυνάμεων. Τόσο η ναζιστική Γερμανία όσο και η φασιστική Ιταλία ήταν μέλη της Κοινωνίας των Εθνών όταν ξεκίνησαν τις προσπάθειές τους να κατακτήσουν την Ευρώπη. Εν ολίγοις, η ιστορία απέδειξε λανθασμένητην θεωρία ότι η ενσωμάτωση στους θεσμούς από μόνη της θα μπορούσε να περιορίσει τον ρεβιζιονισμό.

ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΟΛΟΙ ΡΕΒΙΖΙΟΝΙΣΤΕΣ

Δεδομένου του μικτού ιστορικού ενσωμάτωσης στους θεσμούς, είναι δελεαστικό να απορρίψουμε τον εναγκαλισμό αυτής της προσέγγισης από την Ουάσιγκτον ως όχι μόνο μάταιο αλλά και αφελή. Πράγματι, αυτό ακριβώς λένε οι πιο σκληροί επικριτές της υψηλής στρατηγικής των ΗΠΑ. Φέρνοντας την Κίνα σε διεθνείς θεσμούς, ο πολιτικός επιστήμονας John Mearsheimer έγραψε σε αυτές τις σελίδες [11] το 2021, όι «ίσως ήταν η χειρότερη στρατηγική γκάφα που έχει κάνει οποιαδήποτε χώρα στην πρόσφατη ιστορία: δεν υπάρχει συγκρίσιμο παράδειγμα μιας μεγάλης δύναμης που να προωθεί ενεργά την άνοδο ενός συναγωνιστή».

Αλλά μια τέτοια κριτική παραβλέπει το γεγονός ότι οι διεθνείς θεσμοί αλλάζουν τον τρόπο με τον οποίο οι ρεβιζιονιστές επιλέγουν να διαταράξουν την διεθνή τάξη. Οι θεσμοί μπορεί να μην έχουν εξαλείψει τις ρεβιζιονιστικές φιλοδοξίες, αλλά έχουν διαμορφώσει τον τρόπο με τον οποίο η Κίνα και η Ρωσία επιδίωξαν τους στόχους τους. Ακόμη και με την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και την προηγούμενη στρατιωτική της δράση στην Κριμαία και την Τσετσενία, η χώρα έχει υιοθετήσει πολύ λιγότερη βία από παρόμοια κράτη στην ιστορία˙ τα τρέχοντα γεγονότα είναι τόσο συγκλονιστικά εν μέρει επειδή έχουν γίνει τόσο σπάνια, μια -τουλάχιστον σε κάποιο βαθμό- απόδειξη των επιπτώσεων της ενσωμάτωσης.
Δείτε το πώς, στο παρελθόν, ένας κοινός τρόπος αλλαγής του status quo ήταν η επιθετική προσβολή. Η Γαλλία του Ναπολέοντα κατέκτησε μεγάλες περιοχές της Ευρώπης καθώς προσπαθούσε να εξαλείψει τα τελευταία απομεινάρια της δυναστικής τάξης του 18ου αιώνα. Όταν οι αυτοκρατορικοί Ιάπωνες ηγέτες αποφάσισαν να ξεφύγουν από την Κοινωνία των Εθνών και το σύστημα της Ουάσιγκτον, βασίστηκαν στην ωμή βία για να επεκτείνουν την επιρροή τους και να αποσπάσουν οικονομικούς πόρους, πρώτα στην Κίνα και μετά στη Νοτιοανατολική Ασία.

Τελικά, οι ρεβιζιονιστικές εκστρατείες τόσο της Γαλλίας όσο και της Ιαπωνίας δεν έφεραν παρά καταστροφή στους ηγέτες τους. Με αυτό το ιστορικό προηγούμενο, είναι εύκολο να καταλάβει κανείς γιατί οι υπέρμαχοι των θεσμών στην δεκαετία του 1990 πίστευαν ότι ο ρεβιζιονισμός ήταν απίθανος. Ανεξάρτητα από τις φιλοδοξίες τους, οι χώρες συχνά αποφασίζουν να αρκεστούν στην υπάρχουσα διεθνή τάξη. Το κόστος των πολέμων [μεταξύ] μεγάλων δυνάμεων ήταν εκπληκτικό τους προηγούμενους αιώνες˙ θα ήταν καταστροφικό στην σημερινή εποχή.

Αλλά οι ρεβιζιονιστές δεν χρειάζεται πάντα να χρησιμοποιούν βία για να ανατρέψουν το status quo. Στην πραγματικότητα, οι πιο μετασχηματιστές ρεβιζιονιστές εμπλέκονται σε επαναστάσεις βασισμένες σε κανόνες. Αυτοί οι ρεβιζιονιστές αρχίζουν να μοιάζουν με μεταρρυθμιστές, που εργάζονται εντός των υπαρχόντων θεσμών για να επιτύχουν τους στόχους τους. Με την πάροδο του χρόνου, ωστόσο, η «σαλαμοποίηση» των υφιστάμενων κανόνων και προτύπων μπορεί να δημιουργήσει σημαντικές αδυναμίες στους διεθνείς θεσμούς που υπονομεύουν την ευρύτερη θεσμική τάξη. Όταν η Ρωσία προσπάθησε να επεκτείνει την επιρροή της στην Οθωμανική Αυτοκρατορία μετά την Ελληνική Επανάσταση του 1821, χρησιμοποίησε τα φόρουμ που δημιουργήθηκαν από την Concert of Europe [Συμφωνία της Ευρώπης] για να ωθήσει τους συμμάχους της να αναγνωρίσουν τα ρωσικά δικαιώματα στα οθωμανικά εδάφη. Χρησιμοποιώντας τους διαθέσιμους διπλωματικούς πόρους, η Ρωσία κατακερμάτισε σιγά-σιγά τα όρια της υπάρχουσας εδαφικής τάξης μέχρι που τα διέλυσε στον Κριμαϊκό πόλεμο, στα μέσα του δέκατου ένατου αιώνα.

Η Πρωσία παρέχει ένα άλλο παράδειγμα αυτής της προσέγγισης, με ακόμη πιο μετασχηματιστικά αποτελέσματα. Από το 1864 έως το 1871, ένωσε τα γερμανικά κράτη υπό την κυριαρχία της με μικρό κόστος και με περιορισμένη χρήση βίας. Η γερμανική ενοποίηση όχι μόνο ανέτρεψε τα ευρωπαϊκά σύνορα˙ έθεσε επίσης τις βάσεις για την Βιομηχανική Επανάσταση στην Γερμανία, η οποία ώθησε την χώρα στην πρώτη βαθμίδα των μεγάλων δυνάμεων μέχρι το τέλος του αιώνα. Ιδεολογικά, η Πρωσία κινητοποίησε νέες δυνάμεις του γερμανικού εθνικισμού, διαλύοντας τα συντηρητικά θεμέλια των ευρωπαϊκών θεσμών. Ωστόσο, η Πρωσία πέτυχε αυτή την επανάσταση χωρίς να θυσιάσει την θέση της ως βασικό μέλος των ευρωπαϊκών θεσμών ασφάλειας και οικονομίας. Με αυτόν τον τρόπο η χώρα υπονόμευσε τα θεμέλια της ευρωπαϊκής τάξης τόσο από μέσα όσο και απ’ έξω.

Για να αμφισβητήσουν τους υπάρχοντες θεσμούς, άλλοι αναθεωρητές δημιούργησαν εναλλακτικά θεσμικά συστήματα για να δημιουργήσουν τις δικές τους σφαίρες επιρροής και να προσελκύσουν νέους υποστηρικτές στον σκοπό τους. Στα χρόνια που ακολούθησαν τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο [12], ειδικά μετά την έναρξη του Σχεδίου Μάρσαλ από τις Ηνωμένες Πολιτείες το 1948, η Σοβιετική Ένωση αποχώρησε από διάφορους Δυτικούς θεσμούς. Ο Ιωσήφ Στάλιν ήλπιζε να αυξήσει την σοβιετική ισχύ όχι με την απροκάλυπτη αμφισβήτηση των Δυτικών συμμαχιών αλλά μέσω πολιτικών εκκαθαρίσεων στα κράτη της Ανατολικής Ευρώπης. Όταν η Μόσχα αμφισβητούσε τους θεσμούς, θα το έκανε είτε κρυφά είτε σε περιοχές γεωγραφικά έξω από τον πυρήνα της κυρίαρχης τάξης.

Βλέποντας την ποικίλη ιστορική καταγραφή του αναθεωρητισμού, τρία πράγματα ξεχωρίζουν. Πρώτον, δεν είναι απλώς ότι οι διεθνείς θεσμοί αποτυγχάνουν να συγκρατήσουν τους ρεβιζιονιστές. Στην πραγματικότητα, η συμμετοχή σε διεθνείς θεσμούς μπορεί να δώσει στις χώρες πόρους με τους οποίους να αμφισβητήσουν το status quo. Δεύτερον, το πώς ένας ρεβιζιονιστής αποφασίζει να αμφισβητήσει αυτούς τους θεσμούς εξαρτάται από το πώς τοποθετείται μέσα σε αυτούς. Μόνο οι ρεβιζιονιστές που είναι μέλη σε καλή θέση μπορούν να χρησιμοποιήσουν την στρατηγική να εργαστούν εντός των θεσμών για να προωθήσουν τις φιλοδοξίες τους. Τέλος, αντίθετα με την συμβατική σοφία, ο βίαιος ρεβιζιονισμός δεν είναι ο κανόνας στην διεθνή πολιτική. Πράγματι, όταν οι ρεβιζιονιστές εξαπολύουν στρατιωτικές επιθέσεις, είναι συχνά η έσχατη καταφυγή. Μόνο όταν η αυτοκρατορική Ιαπωνία απέτυχε να καταφέρει τους επεκτατικούς της στόχους εντός των υπαρχόντων θεσμών, στράφηκε στην στρατιωτική βία. Η στρατιωτική επιθετικότητα δεν είναι σημάδι δύναμης αλλά αδυναμίας.

ΕΠΙΤΙΘΕΜΕΝΟΙ

Η Ρωσία, φυσικά, έχει πάρει τον δρόμο της στρατιωτικής επιθετικότητας στον πόλεμό της κατά της Ουκρανίας. Αυτή η βάναυση επίθεση κατά του εκδημοκρατισμού και του φιλελευθερισμού έδειξε πώς —παρά την πρόσφατη διακήρυξη της ενότητάς τους— η Κίνα και η Ρωσία βρίσκονται σε πολύ διαφορετικές θεσμικές θέσεις και ως εκ τούτου επιδιώκουν ξεχωριστές ρεβιζιονιστικές στρατηγικές. Η Ρωσία του Πούτιν μπορεί να είναι αποδιοργανωτική βραχυπρόθεσμα, αλλά είναι τελικά πολύ αδύναμη για να οικοδομήσει μια εναλλακτική θεσμική τάξη. Αν και η Ρωσία επιδίωξε πρόσβαση σε φιλελεύθερους διεθνείς θεσμούς, η χώρα ήταν πάντα ένας κομπάρσος μέσα σε αυτούς. Ως αποτέλεσμα, δεν μπορούσε να βασιστεί στην υπάρχουσα τάξη για να διαπραγματευτεί τα αιτήματά της. Ούτε η Ρωσία έχει πολλούς πόρους έξω από τους υπό την ηγεσία των ΗΠΑ θεσμού οι οποίοι αποτελούν την κυρίαρχη φιλελεύθερη τάξη οι οποίοι θα της επέτρεπαν να βγει από το σύστημα. Παρ' όλες τις συζητήσεις ότι η Ρωσία οικοδομεί την δική της σφαίρας επιρροής, η χώρα έχει ξεπεραστεί από το ΝΑΤΟ και την Ευρωπαϊκή Ένωση στην Ανατολική Ευρώπη και η Κίνα ανταγωνίζεται μαζί της για επιρροή στην Κεντρική Ασία.

Χωρίς τους πόρους για να αμφισβητήσει αποτελεσματικά την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων ή να οικοδομήσει την δική της, η Ρωσία έχει καταφύγει στην αναστάτωση και την βία. Ξεκινά βίαιες στρατιωτικές ενέργειες κατά των γειτόνων της και χρησιμοποιεί πολιτική παρέμβαση, προπαγάνδα, και οικονομικό καταναγκασμό —για παράδειγμα, χρηματοδοτεί δεξιά λαϊκιστικά κόμματα στην Αυστρία και την Γαλλία, απαγορεύει τις εισαγωγές γεωργικών προϊόντων από την ΕΕ, και απειλεί με διακοπές φυσικού αερίου— για να σπείρει διχασμό στα κράτη της Δύσης και να δημιουργήσει χάσματα μεταξύ των συμμάχων του ΝΑΤΟ. Μακράν του να σηματοδοτεί κάποιο μεγάλο σχέδιο, η βία της Ρωσίας μπορεί να ειδωθεί καλύτερα ως στρατηγική έσχατης καταφυγής.

Η Κίνα είναι διαφορετική. Τα καλά νέα είναι ότι το Πεκίνο [13] έχει ελάχιστη ανάγκη να χρησιμοποιήσει βία, επειδή η συμμετοχή του στην διεθνή τάξη ενίσχυσε την ικανότητά του να αμφισβητεί το status quo χωρίς να καταφεύγει στην βία. Οι πόροι που παρέχονται από την συμμετοχή σε θεσμούς όπως το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, ο ΠΟΕ, και το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ επέτρεψαν στην Κίνα να επεκτείνει το παγκόσμιο αποτύπωμά της, παρόλο που περιορίζουν επίσης τις φιλοδοξίες του Πεκίνου. Για τους υποστηρικτές της φιλελεύθερης τάξης, ωστόσο, τα κακά νέα είναι ότι η Κίνα έχει ιδιότητα μέλους σε θεσμούς τόσο εντός όσο και εκτός αυτής της τάξης και είναι ακριβώς αυτός ο τύπος της θέσης που επιτρέπει στα κράτη να επιδιώκουν τον μετασχηματιστικό ρεβιζιονισμό.

Ο αυξανόμενος συναγερμός για τον αναθεωρητισμό της Κίνας και της Ρωσίας ενίσχυσε τις εκκλήσεις προς τις Ηνωμένες Πολιτείες να εγκαταλείψουν την θεσμική στρατηγική τους και αντ' αυτού να αγκαλιάσουν την παραδοσιακή realpolitik. Ο σκοπός δεν είναι πλέον η ενσωμάτωση˙ είναι η ανάσχεση: οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να διασφαλίσουν ότι ο στρατός και οι συμμαχίες τους είναι αρκετά ισχυρές ώστε να αποτρέψουν την Κίνα και την Ρωσία από την χρήση βίας για την επίτευξη των στόχων τους. Αυτή ήταν η δηλωμένη προσέγγιση της κυβέρνησης Τραμπ. Η Στρατηγική Εθνικής Ασφάλειας του 2017 υποστήριξε ότι ενώ οι Ηνωμένες Πολιτείες θα εξακολουθούσαν να «αναζητούν τομείς συνεργασίας με τους ανταγωνιστές», ο πρωταρχικός στόχος τους θα ήταν «να αποτρέψουν και, εάν χρειαστεί, να νικήσουν την επιθετικότητα κατά των συμφερόντων των ΗΠΑ και να αυξήσουν την πιθανότητα διαχείρισης ανταγωνισμών χωρίς βίαιη σύγκρουση».

Αλλά θα ήταν λάθος η απομάκρυνση από την θεσμική δέσμευση με τις αναθεωρητικές δυνάμεις. Αν και τα στρατιωτικά μέσα παραμένουν σημαντικά, οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν ήδη ένα σημαντικό πλεονέκτημα στρατιωτικής ισχύος έναντι όλων των αντιπάλων τους και οποιαδήποτε αυξημένη επένδυση θα είχε μόνο περιθωριακή σημασία. Και δεδομένου ότι καμία μεγάλη δύναμη σήμερα δεν θέλει να εμπλακεί σε μεγάλης κλίμακας συμβατικό ή πυρηνικό πόλεμο, είναι αμφίβολο ότι η στρατιωτική ισχύς θα ήταν το όπλο επιλογής σε άμεσους διεθνείς πολιτικούς ανταγωνισμούς. Οι ρεβιζιονιστές θα συνεχίσουν να χρησιμοποιούν βία, αλλά μόνο σε μέρη όπου πιστεύουν ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοί τους είναι απίθανο να αντιμετωπίσουν άμεσα την βία τους. Η Ουάσιγκτον δεν μπόρεσε να αποτρέψει την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, αλλά παραμένει απίθανο ο Πούτιν να επιτεθεί απευθείας σε ένα μέλος του ΝΑΤΟ. Ακόμη και στην Ταϊβάν, το Πεκίνο δεν είναι υποχρεωμένο να στραφεί στην βία εάν μπορεί να το αποφύγει. Δεν υπάρχει λόγος να διακινδυνεύσει την κλιμάκωση με τις Ηνωμένες Πολιτείες και τους Ασιάτες συμμάχους τους, εάν τα οικονομικά και διπλωματικά μέσα είναι εξίσου πιθανό να εξασφαλίσουν τους κινεζικούς στόχους.

ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΜΠΡΕΛΑ

Αντί να εγκαταλείψει την ενσωμάτωση στους θεσμούς προς όφελος της απειλής βίας, η Ουάσιγκτον πρέπει να κάνει καλύτερη χρήση των θεσμών για να ασκήσει την επιρροή της και να περιορίσει την επιρροή των αντιπάλων της. Ακόμη και οι πιο σκληροπυρηνικοί υποστηρικτές της realpolitik παραδέχονται ότι η θεσμική συνεργασία είναι απαραίτητη για την αντιμετώπιση υπαρξιακών απειλών όπως η κλιματική αλλαγή, η εξάπλωση των πυρηνικών όπλων, και οι πανδημικές ασθένειες. Στόχος θα πρέπει να είναι η διασφάλιση ότι όλες οι μεγάλες δυνάμεις παραμένουν σταθερά ενσωματωμένες σε θεσμούς που αντιμετωπίζουν αυτούς τους συλλογικούς κινδύνους —όπως η συμφωνία του Παρισιού για το κλίμα και η Συνθήκη για τη μη διάδοση των πυρηνικών όπλων.

Πέρα από αυτό, οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να υιοθετήσουν μια στρατηγική θεσμικής realpolitik. Αρχικά, θα πρέπει να εγκαταλείψουν την ιδέα ότι σκοπός των διεθνών θεσμών είναι η εξάλειψη του ρεβιζιονισμού ή η επέκταση της φιλελεύθερης παγκόσμιας διακυβέρνησης. Αντίθετα, οι διεθνείς θεσμοί είναι ένα εργαλείο για την διαχείριση των πολιτικών ισχύος. Ο πιο απλός και σημαντικός στόχος θα πρέπει να είναι η διοχέτευση των ρεβιζιονιστικών φιλοδοξιών προς θεσμικά φόρουμ και μακριά από πιο βίαιη και καταστροφική συμπεριφορά. Οι διεθνείς θεσμοί θα μπορούσαν να σχεδιαστούν όχι για να σταματήσουν τον ανταγωνισμό μέσω των πολιτικών ισχύος, αλλά για να τον κατευθύνουν και να τον κάνουν πιο προβλέψιμο, παρέχοντας κανάλια επικοινωνίας, φόρουμ για διαπραγμάτευση και σαφείς κανόνες σχετικά με το τι θεωρείται κατάλληλη συμπεριφορά.

Στην Ουκρανία, αυτό μπορεί να φαίνεται πολύ λίγο, πολύ αργά. Αλλά κάποια στιγμή, ο πόλεμος θα τελειώσει και είναι σημαντικό να σκεφτούμε τι θα ακολουθήσει. Αυτό δεν γράφεται για να υποστηρίξει μια άλλη «επανεκκίνηση» ή μια ουσιαστική εταιρική σχέση με την Ρωσία, στην οποία δεν πρέπει να επιτραπεί να υποτάξει τους γείτονές της. Ο στόχος, αντίθετα, θα πρέπει να είναι η ανακατεύθυνση μιας εχθρικής σχέσης πίσω σε πιο προβλέψιμα φόρουμ —του είδους που σταθεροποίησε τις σχέσεις ΗΠΑ-Σοβιετικής Ένωσης κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Κάποιοι μπορεί να το αποκηρύξουν αυτό ως κατευνασμό. Για να είμαστε ξεκάθαροι, οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοί τους θα πρέπει να εξαρτήσουν αυτή την συνεργασία από την αποδοχή από την Ρωσία των υφιστάμενων εδαφικών συνόρων, συμπεριλαμβανομένων εκείνων της Ουκρανίας. Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να υποστηρίξουν παρόμοιους θεσμούς για να τροποποιήσουν τις ενέργειες της Κίνας στην Θάλασσα της Νότιας Κίνας. Τουλάχιστον, η Ουάσιγκτον θα πρέπει να επικυρώσει την Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας για να της δώσει περισσότερη νομιμοποίηση στην απώθηση της παράνομης κινεζικής συμπεριφοράς.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει επίσης να προσπαθήσουν να ξεπεράσουν τους αντιπάλους τους σκεπτόμενες στρατηγικά για το πού οι ρεβιζιονιστές θα μπορούσαν να κινητοποιήσουν υποστήριξη για μια εναλλακτική και πιο ανελεύθερη διεθνή τάξη στο μέλλον. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό στον επερχόμενο μακρύ αγώνα με την Κίνα, στον οποίο η Ουάσιγκτον, μέχρι στιγμής, φαίνεται να βρίσκεται σε μεγάλο βαθμό σε άμυνα. Το AUKUS, το τριμερές σύμφωνο ασφαλείας με την Αυστραλία και το Ηνωμένο Βασίλειο˙ το G-7˙ και η συνεργασία Five Eyes με την Αυστραλία, τον Καναδά, τη Νέα Ζηλανδία, και το Ηνωμένο Βασίλειο έχουν σχεδιαστεί για να στηρίξουν τις σχέσεις ασφαλείας των Ηνωμένων Πολιτειών. Αλλά η Ουάσιγκτον παραμένει παραδόξως απρόθυμη να εμπλακεί σε επιθετική οικοδόμηση θεσμών. Ο Μπάιντεν δεν έχει ακόμη ανατρέψει την απόφαση του προκατόχου του να αποσυρθεί από την Trans-Pacific Partnership, ο διάδοχος θεσμός της οποίας, η Συνολική και Προοδευτική Συμφωνία για την Εταιρική Σχέση του Ειρηνικού (Comprehensive and Progressive Agreement for Trans-Pacific Partnership), δημιούργησε μια ζώνη ελεύθερων συναλλαγών που εκτείνεται από το Βιετνάμ έως την Αυστραλία και καλύπτει περίπου το 40% του παγκόσμιου ΑΕΠ. Οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι επίσης αποκλεισμένες από την Περιφερειακή Συνολική Οικονομική Συνεργασία (Regional Comprehensive Economic Partnership), ένα περιφερειακό σύμφωνο ελεύθερων συναλλαγών που είναι πιθανό να οικοδομήσει ισχυρότερους δεσμούς μεταξύ της Κίνας και των χωρών της Νοτιοανατολικής Ασίας. Η εύρεση ενός τρόπου αλληλεπίδρασης με αυτούς τους νέους θεσμούς είναι κρίσιμη εάν η Ουάσιγκτον επιθυμεί να δεσμευτεί με τους συμμάχους και τους εταίρους της με ουσιαστικούς, αξιόπιστους, και ανθεκτικούς τρόπους.

Επιπλέον, η Κίνα έχει επεκτείνει σημαντικά το αποτύπωμά της σε περιοχές τις οποίες οι Ηνωμένες Πολιτείες [14] έχουν αντιμετωπίσει ως περιφερειακές. Αν και αρχικά οι Κινέζοι αξιωματούχοι παρουσίαζαν τα έργα υποδομής της BRI ως συμπλήρωμα της φιλελεύθερης οικονομικής τάξης, το Πεκίνο άρχισε έκτοτε να τα πλαισιώνει ως βήματα για την οικοδόμηση μιας εναλλακτικής τάξης ή μιας «κοινότητας κοινού πεπρωμένου». Η μεταρρύθμιση των διεθνών οικονομικών θεσμών για να καταστούν πιο προσεκτικοί στις ανάγκες των χωρών που λαμβάνουν βοήθεια θα μπορούσε να συνδράμει να ξεπεραστεί η BRI, η οποία έχει βιώσει τις δικές της δυσκολίες. Για παράδειγμα, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν τους δικούς τους υφιστάμενους θεσμούς -την Millennium Challenge Corporation ή την U.S. International Development Finance Corporation- για να επενδύσουν σε υποδομές που θα στηρίξουν τις προσπάθειες της νέας Αφρικανικής Ηπειρωτικής Ζώνης Ελεύθερου Εμπορίου και θα ανακόψουν την επιρροή της Κίνας.

ΚΡΑΤΑ ΤΟΥΣ ΚΟΝΤΑ

Τέτοιες μεταρρυθμίσεις δεν θα αντιπροσώπευαν μια επιστροφή στην οικοδόμηση της τάξης της δεκαετίας του 1990. Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν έχουν ούτε την δύναμη ούτε την βούληση να επιστρέψουν σε αυτήν την προσέγγιση. Πράγματι, η θεσμική ρεαλιστική πολιτική θα πρέπει να περιλαμβάνει επιλεκτική περιστολή. Η Ουάσιγκτον θα πρέπει να είναι πρόθυμη να εντοπίσει μέρη όπου υπερέκτεινε την υπεροχή της κατά την κορύφωση της κυριαρχίας των ΗΠΑ. Μπορεί να έχει νόημα να αποσυρθούμε από την παγκόσμια προσανατολισμένη, υπερ-νομιμοποιημένη θεσμική δομή του ΠΟΕ, η οποία έχει ωφελήσει χώρες που δεν παίζουν με τους κανόνες του, όπως η Κίνα. Η Ουάσιγκτον θα πρέπει επίσης να είναι πρόθυμη να αφήσει τους περιφερειακούς συμμάχους και εταίρους της να ηγηθούν στην οικοδόμηση θεσμών. Ισχυροί περιφερειακοί θεσμοί, όπως ο Σύνδεσμος Εθνών της Νοτιοανατολικής Ασίας και η ΕΕ, είναι κρίσιμοι για την ανάσχεση των αναθεωρητικών σχεδίων, ακόμη κι αν μερικές φορές δρουν ενάντια στα συμφέροντα των Ηνωμένων Πολιτειών.

Η επόμενη εποχή του ανταγωνισμού των μεγάλων δυνάμεων είναι ήδη εδώ, αλλά δεν είναι η ώρα να εντείνουμε τις στρατιωτικές αντιπαραθέσεις και να κλείσουμε ή να απομακρυνθούμε από τους διεθνείς θεσμούς. Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής των ΗΠΑ θα πρέπει να απορρίψουν το ψευδές δίλημμα που υποδηλώνει ότι η Ουάσιγκτον πρέπει να επιλέξει μεταξύ της realpolitik και της οικοδόμησης θεσμών. Η επιδίωξη αναζωογόνησης των διεθνών συμμαχιών και των θεσμών δεν αποτελεί απόδειξη έλλειψης φαντασίας ή αφελούς πίστης στην πολυμέρεια. Μάλλον, είναι ένας δοκιμασμένος και επαληθευμένος τρόπος να παίξεις το παιχνίδι της πολιτικής των μεγάλων δυνάμεων.

*Το δοκίμιο αυτό έχει δημοσιευθεί στο τεύχος αριθ. 78 (Οκτώβριος - Νοέμβριος 2022) του Foreign Affairs The Hellenic Edition.

Σύνδεσμοι:
[1] https://www.foreignaffairs.com/articles/ukraine/2016-04-18/why-russian-p...
[2] https://www.foreignaffairs.com/tags/xi-jinping
[3] https://www.foreignaffairs.com/topics/clinton-administration
[4] https://www.foreignaffairs.com/articles/united-states/2021-04-20/can-tra...
[5] https://www.foreignaffairs.com/articles/united-states/2021-09-27/kremlin...
[6] https://www.foreignaffairs.com/articles/united-states/2020-05-29/pandemi...
[7] https://www.foreignaffairs.com/topics/gw-bush-administration
[8] https://www.foreignaffairs.com/tags/vladimir-putin
[9] https://www.foreignaffairs.com/articles/china/2014-04-17/illusion-geopol...
[10] https://www.foreignaffairs.com/articles/ukraine/2022-01-27/putin-doctrine
[11] https://www.foreignaffairs.com/articles/china/2021-10-19/inevitable-riva...
[12] https://www.foreignaffairs.com/tags/world-war-ii
[13] https://www.foreignaffairs.com/articles/china/competition-with-china-wit...
[14] https://www.foreignaffairs.com/regions/united-states

Copyright © 2022 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Στα αγγλικά: https://www.foreignaffairs.com/articles/ukraine/2022-04-06/china-russia-...

Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στην διεύθυνση www.twitter.com/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στην διεύθυνση www.facebook.com/ForeignAffairs.gr και στο linkedin στην διεύθυνση https://www.linkedin.com/company/foreign-affairs-the-hellenic-edition