Η εκπαίδευση του αντεπαναστάτη | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η εκπαίδευση του αντεπαναστάτη

Γιατί τα αμερικανικά στρατεύματα πρέπει να μελετήσουν τον πόλεμο στο Ιράκ
Περίληψη: 

Ο αμερικανικός στρατός δεν κάνει λάθος που επικεντρώνεται σήμερα σε πιθανές συγκρούσεις με την Κίνα, το Ιράν, την Βόρεια Κορέα, και την Ρωσία -τους πιο επικίνδυνους εχθρούς των Ηνωμένων Πολιτειών. Αλλά οι στρατιωτικοί ηγέτες των ΗΠΑ δεν πρέπει να αγνοήσουν το εξίσου πιθανό σενάριο ότι θα χρειαστεί να δώσουν μάχες μικρής κλίμακας εναντίον σκιωδών οργανώσεων.

Ο PETER R. MANSOOR, συνταξιούχος συνταγματάρχης του αμερικανικού στρατού, είναι κάτοχος της έδρας Raymond E. Mason, Jr., στην στρατιωτική ιστορία στο Πολιτειακό Πανεπιστήμιο του Οχάιο. Υπηρέτησε ως διοικητής ταξιαρχίας στο Ιράκ το 2003-4 και ως εκτελεστικός αξιωματικός του στρατηγού David Petraeus, διοικητή της πολυεθνικής δύναμης στο Ιράκ, το 2007-8.

Πριν από είκοσι χρόνια, οι Ηνωμένες Πολιτείες εισέβαλαν στο Ιράκ και άθελά τους ξεκίνησαν έναν μακροχρόνιο αγώνα για την σταθερότητα και την ασφάλεια στην χώρα. Ο πρόεδρος των ΗΠΑ, George W. Bush, και ο υπουργός Άμυνας, Donald Rumsfeld, ανέμεναν έναν σύντομο, αιχμηρό πόλεμο που θα τελείωνε μόλις οι αμερικανικές δυνάμεις εκδίωκαν τον Ιρακινό δικτάτορα, Σαντάμ Χουσεΐν. Ο αμερικανικός στρατός ήταν προετοιμασμένος να διαλύσει γρήγορα και χειρουργικά τον ιρακινό στρατό με τις υψηλής τεχνολογίας δυνάμεις που διέθετε, μια γρήγορη επέμβαση που θα κορυφωνόταν με την κατάληψη της Βαγδάτης. Αντ' αυτού, οι λανθασμένες υποθέσεις, τα σφάλματα μετά την εκδίωξη του Σαντάμ, και μια δύναμη εισβολής που ήταν πολύ μικρή για να ασφαλίσει την χώρα επέτρεψαν την ανάπτυξη μιας δηλητηριώδους εξέγερσης που αποδείχθηκε δύσκολο να ηττηθεί.

14032023-a.jpg

Αμερικανικά και ιρακινά στρατεύματα στην Βαγδάτη, τον Αύγουστο του 2007. Damir Sagolj / Reuters
--------------------------------------------------

Μετά την αρχική εισβολή, ο αμερικανικός στρατός βρέθηκε μπλεγμένος σε μάχες που έμοιαζαν με τις μάχες στο Βιετνάμ τις δεκαετίες του 1960 και 1970. Αλλά αρκετές δεκαετίες μετά από εκείνον τον πόλεμο, πολλά από τα μαθήματα που είχαν διδαχθεί στο Βιετνάμ -με τόσο μεγάλο κόστος- είχαν ξεχαστεί. Μετά την αποχώρηση των Ηνωμένων Πολιτειών από το Βιετνάμ το 1973, ο αμερικανικός στρατός έστρεψε την προσοχή του στην απειλή από την Σοβιετική Ένωση. Σταμάτησαν να διδάσκουν τα στρατεύματά τους πώς να καταπολεμούν τις εξεγέρσεις, και οι ικανότητες αυτές άρχισαν να ατροφούν. Ως αποτέλεσμα, ο αμερικανικός στρατός χρειάστηκε αρκετά χρόνια για να βρει τον καλύτερο τρόπο για να πολεμήσει στο Ιράκ. Σήμερα, οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν και πάλι θέσει ως προτεραιότητα τον ανταγωνισμό των μεγάλων δυνάμεων. Αλλά δεν θα πρέπει να κάνουν το ίδιο λάθος και να γυρίσουν την πλάτη τους στην προετοιμασία για την καταπολέμηση των εξεγέρσεων. Οι ένοπλες δυνάμεις πρέπει να είναι έτοιμες για το φάσμα των συγκρούσεων που ίσως να προκύψουν τον επόμενο αιώνα, και η καταπολέμηση των εξεγέρσεων θα είναι σίγουρα μια από αυτές.

ΦΙΛΟΔΟΞΑ ΣΧΕΔΙΑ

Κατά την διάρκεια του πολέμου του Βιετνάμ, ο αμερικανικός στρατός πολέμησε τόσο τις τακτικές μονάδες του Βόρειου Βιετνάμ όσο και τους αντάρτες Βιετκόνγκ. Μέχρι την στιγμή που οι αμερικανικές δυνάμεις αποσύρθηκαν από την σύγκρουση, είχαν μάθει πολλά για τον πόλεμο κατά των ανταρτών, τις επιχειρήσεις σταθερότητας, και την οικοδόμηση έθνους. Τα επόμενα χρόνια, ο στρατός άφησε αυτήν την εμπειρία να εξασθενίσει, με την ελάχιστη τεχνογνωσία που απέμεινε να συγκεντρώνεται στο Κέντρο Ειδικού Πολέμου του Στρατού των ΗΠΑ John F. Kennedy (U.S. Army John F. Kennedy Special Warfare Center). Ο κύριος όγκος των ενόπλων δυνάμεων στράφηκε αντ' αυτού στην προετοιμασία για μάχες υψηλής έντασης κατά των δυνάμεων του Συμφώνου της Βαρσοβίας στην Ευρώπη.

Η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης το 1991 οδήγησε τον αμερικανικό στρατό σε αδιέξοδο. Η σύγκρουση μεταξύ μεγάλων δυνάμεων δεν ήταν πιθανή για το άμεσο μέλλον, και οι στρατιωτικοί ηγέτες αγωνίζονταν για να ορίσουν την αποστολή τους και να καθορίσουν τον καλύτερο τρόπο οργάνωσης των δυνάμεών τους. Ορισμένοι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής δέχθηκαν εγκάρδια την χρήση των ενόπλων δυνάμεων για έκτακτα γεγονότα μικρής κλίμακας, ειρηνευτικές επιχειρήσεις, και «στρατιωτικές επιχειρήσεις άλλες από τον πόλεμο», μια φράση δημοφιλής μεταξύ των υπευθύνων χάραξης πολιτικής την δεκαετία του 1990. Η υπουργός Εξωτερικών, Madeleine Albright, ήταν ανάμεσά τους, λέγοντας χαρακτηριστικά στον Colin Powell, τότε αρχηγό του Γενικού Επιτελείου Ενόπλων Δυνάμεων: «Ποιο είναι το νόημα να έχουμε αυτόν τον υπέροχο στρατό για τον οποίο μιλάτε πάντα, αν δεν μπορούμε να τον χρησιμοποιήσουμε;». Πράγματι, την δεκαετία του 1990, η Ουάσινγκτον ανέπτυξε τον στρατό στην Σομαλία, την Αϊτή, την Βοσνία, και το Κοσσυφοπέδιο. Οι επιχειρήσεις αυτές επέτρεψαν την διανομή επισιτιστικής βοήθειας, ανάγκασαν έναν δικτάτορα να εγκαταλείψει την εξουσία, βοήθησαν να σταματήσει ένας εμφύλιος πόλεμος, και τελικά γέννησαν μια νέα χώρα, αλλά δεν έγιναν χωρίς κόστος. Το αμερικανικό κοινό έσπευσε να αμφισβητήσει τους στόχους των αμερικανικών στρατιωτικών αποστολών μόλις αυτές είχαν απώλειες.

Παρά αυτές τις εν πολλοίς επιτυχείς μικρές αποστολές, οι στρατιωτικοί ηγέτες των ΗΠΑ παρέμειναν προσηλωμένοι στον σχεδιασμό πολεμικών επιχειρήσεων μεγάλης κλίμακας. Οι ναύαρχοι του Πολεμικού Ναυτικού και οι στρατηγοί της Πολεμικής Αεροπορίας των ΗΠΑ θεωρούσαν την ανερχόμενη Κίνα ως την επόμενη μεγάλη απειλή. Οι εκπαιδευτές του στρατού συνέχιζαν να θέτουν ομάδες μάχης στο Εθνικό Κέντρο Εκπαίδευσης αντιμέτωπες με μια αντίπαλη δύναμη που έμοιαζε ύποπτα με τον σοβιετικό στρατό με καμουφλάζ ερήμου. Το Γενικό Επιτελείο των ΗΠΑ προχώρησε ακόμη παραπέρα, εκπαιδευόμενο για επιχειρήσεις εναντίον φανταστικών εχθρών που έμοιαζαν με τις Ηνωμένες Πολιτείες -αντίπαλοι που απεικονίζονταν στον καθρέφτη και δεν υπήρχαν στον πραγματικό κόσμο. Οι ένοπλες δυνάμεις προχώρησαν σε μια επανάσταση στις στρατιωτικές υποθέσεις, χρησιμοποιώντας νέα τεχνολογία, δόγματα, και οργανισμούς που συνδύαζαν κατευθυνόμενα πυρομαχικά με συστήματα πληροφοριών αιχμής, επιτήρησης, και αναγνώρισης, τα οποία θεωρητικά θα διέλυαν την ομίχλη του πολέμου, θα μείωναν τις τριβές στο πεδίο της μάχης, και θα επέτρεπαν τη νίκη σε μελλοντικούς πολέμους με χαμηλό κόστος. Οι πόλεμοι εναντίον αντιπάλων μεγάλων δυνάμεων και λιγότερο ισχυρών κρατών, όπως το Ιράν, το Ιράκ, και η Βόρεια Κορέα, θα ήταν γρήγοροι, φθηνοί, και αποφασιστικοί.