Η εκπαίδευση του αντεπαναστάτη | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η εκπαίδευση του αντεπαναστάτη

Γιατί τα αμερικανικά στρατεύματα πρέπει να μελετήσουν τον πόλεμο στο Ιράκ

Για μια σύντομη στιγμή μετά τις εισβολές στο Αφγανιστάν και το Ιράκ, φάνηκε ότι οι θεωρητικοί είχαν δίκιο. Και στις δύο χώρες, η αλλαγή καθεστώτος επιτεύχθηκε γρήγορα και με περιορισμένη δαπάνη αίματος και χρημάτων. Αλλά είχαν σκεφτεί ελάχιστα για το τι θα επακολουθούσε, και οι κατοχές που προέκυψαν μετατράπηκαν σε μπερδεμένες υποθέσεις οικοδόμησης έθνους για τις οποίες ο στρατός και το σώμα πεζοναυτών των ΗΠΑ δεν ήταν καλά προετοιμασμένοι. Η καταστροφή των ιρακινών ενόπλων δυνάμεων και των Ταλιμπάν ήταν πολύ πιο εύκολη από την εγκατάσταση νέων κυβερνήσεων και την σταθεροποίηση των χωρών που είχαν πληγεί από χρόνια κακοδιοίκησης. Καθώς ο αμερικανικός στρατός παραπατούσε, ξέσπασαν σφοδρές εξεγέρσεις, υποστηριζόμενες από γειτονικά κράτη με ατζέντες που ήταν αντίθετες με τα αμερικανικά συμφέροντα.

ΜΑΘΗΣΗ ΜΕΣΩ ΤΗΣ ΠΡΑΞΗΣ

Για αρκετά χρόνια, οι επιχειρήσεις στο Ιράκ παρέπαιαν καθώς οι στρατιωτικοί ηγέτες άρχιζαν να συνειδητοποιούν τον τύπο του πολέμου που έπρεπε να πολεμήσουν. Οι διοικητές ενθαρρύνονταν αρχικά να διεξάγουν επιθετικές επιχειρήσεις τόσο κατά των τρομοκρατών τζιχαντιστών όσο και κατά των πεισματικών υπολειμμάτων του καθεστώτος του Σαντάμ, όποιο κι αν ήταν το κόστος για τον ιρακινό λαό. Ο στρατηγός John Abizaid, τότε επικεφαλής της Κεντρικής Διοίκησης των ΗΠΑ, ανησυχούσε ότι οι αμερικανικές και άλλες ξένες δυνάμεις ήταν «αντισώματα» που θα δημιουργούσαν περισσότερους αντάρτες από όσους θα κατέστελλαν. Διέταξε τις αμερικανικές δυνάμεις να αποσυρθούν από τις ιρακινές πόλεις για να περιορίσουν τις προκλήσεις που θα μπορούσαν να υποδαυλίσουν την δυσαρέσκεια και να υποκινήσουν περαιτέρω βία. Επειδή όμως ο νέος ιρακινός στρατός και η αστυνομία δεν είχαν προσωπικό και δεν ήταν ακόμη έτοιμοι, η αποχώρηση αυτή επέτρεψε στους Σουνίτες αντάρτες και τις σιιτικές πολιτοφυλακές να καταλάβουν γειτονιές. Οι θρησκευτικές εντάσεις ξέσπασαν όταν οι τρομοκράτες της Αλ Κάιντα βομβάρδισαν το ιερό al-Askari, έναν ιερό χώρο των Σιιτών στην Samarra, τον Φεβρουάριο του 2006, οδηγώντας σε έναν εμφύλιο πόλεμο που απειλούσε να διαλύσει το Ιράκ.

Ακόμα και όταν οι ανώτεροι διοικητές παρέμειναν προσκολλημένοι στις υπάρχουσες στρατηγικές και επιχειρησιακές αντιλήψεις, ηγέτες μεσαίου επιπέδου, όπως ο συνταγματάρχης H.R. McMaster, ο αντισυνταγματάρχης Dale Alford, και ο συνταγματάρχης Sean MacFarland, πειραματίστηκαν με επιχειρήσεις αντι-εξέγερσης στην Tal Afar, την al-Qaim, και την Ramadi. Τοποθέτησαν τις δυνάμεις τους σε μικρότερα φυλάκια σε αστικές περιοχές και συμμάχησαν με τοπικές φυλές και ηγέτες για να αντιταχθούν στην Αλ Κάιντα και σε άλλες ανταρτικές ομάδες. Τον Δεκέμβριο του 2006, το Κέντρο Συνδυασμένων Όπλων του Στρατού των ΗΠΑ και η Διοίκηση Ανάπτυξης Μάχης του Σώματος Πεζοναυτών δημοσίευσαν από κοινού ένα νέο εγχειρίδιο για την καταπολέμηση εξεγέρσεων, το οποίο εστίαζε στην προστασία του τοπικού πληθυσμού από τον εκφοβισμό και την βία των ανταρτών ως το κλειδί της επιτυχίας. Επιπλέον, ο Μπους ανανέωσε την ηγεσία του στρατού, αποπέμποντας τον Rumsfeld και τον διοικητή του στο πεδίο της μάχης, τον στρατηγό George Casey, και αντικαθιστώντας τους με τον Bob Gates και τον στρατηγό David Petraeus, οι οποίοι ήταν αποφασισμένοι να συνεχίσουν μια ισχυρή εκστρατεία αντι-εξέγερσης για να βελτιώσουν την τύχη του συνασπισμού στο Ιράκ. Ο Μπους τούς παρείχε τους πόρους για να το πράξουν αυτό κατά την διάρκεια της αύξησης των στρατευμάτων το 2007-8, καταβάλλοντας κάθε δυνατή προσπάθεια για να νικήσουν την Αλ Κάιντα στο Ιράκ και να σταθεροποιήσουν την χώρα.

Με την βοήθεια από την «Αφύπνιση των Σουνιτών» (Sunni Awakening), μια υποστηριζόμενη από τις ΗΠΑ εξέγερση των φυλών κατά της Αλ Κάιντα στην επαρχία Anbar, η επιχείρηση πέτυχε πέρα από κάθε προσδοκία. Οι Ηνωμένες Πολιτείες άλλαξαν τον στόχο τους από την δημιουργία μιας δημοκρατίας τύπου Τζέφερσον στον πιο διαχειρίσιμο στόχο της «βιώσιμης σταθερότητας», παρέχοντας ένα ασφαλές περιβάλλον στο Ιράκ που θα δημιουργούσε τις προϋποθέσεις για δημοκρατία μακροπρόθεσμα. Οι αμερικανικές δυνάμεις μετατόπισαν την εστίασή τους στην διεξαγωγή αντιεξεγερτικών επιχειρήσεων με επίκεντρο την εξασφάλιση της Βαγδάτης και των ζωνών εδάφους που την περιβάλλουν και την καταστροφή της Αλ Κάιντα στο Ιράκ. Μέχρι το σημείο αυτό, οι Αμερικανοί στρατιώτες -πολλοί από τους οποίους είχαν πολλές αποστολές στο ενεργητικό τους- είχαν μάθει νέες τακτικές, τεχνικές, και διαδικασίες αντιμετώπισης των εξεγέρσεων στην αιχμή της μάχης. Οι τάξεις των ιρακινών δυνάμεων ασφαλείας διογκώθηκαν επίσης, φτάνοντας σε περισσότερους από 350.000 στρατιώτες και αστυνομικούς, με τους Αμερικανούς συμβούλους να είναι πλέον ενσωματωμένοι στους περισσότερους σχηματισμούς. Και περισσότεροι από 100.000 ντόπιοι πολίτες, οι λεγόμενοι Γιοι του Ιράκ, βγήκαν μπροστά για να προστατέψουν τις κοινότητές τους από τις λεηλασίες των τρομοκρατών, των ανταρτών, και των σιιτικών πολιτοφυλακών.

Μέχρι το τέλος τού στρατιωτικού κύματος το καλοκαίρι του 2008, τα περιστατικά ασφαλείας στο Ιράκ είχαν μειωθεί κατά περισσότερο από 90% σε σχέση με τα προ της ενίσχυσης επίπεδα. Αυτή η σχετική ηρεμία επέτρεψε την επιτυχία των εκλογών του 2009 και του 2010, οι οποίες όμως γύρισαν σαν μπούμερανγκ όταν ο Ιρακινός πρωθυπουργός, Nouri al-Maliki, ο οποίος είχε ηττηθεί στις κάλπες στις τελευταίες εκλογές και κινδύνευε να εκδιωχθεί από το αξίωμά του, αντεπιτέθηκε στοχοποιώντας τους πολιτικούς του εχθρούς, αναζωπυρώνοντας τις φλόγες του εμφυλίου πολέμου. Ο Maliki και η κυβέρνηση του Αμερικανού προέδρου, Μπαράκ Ομπάμα, δεν μπόρεσαν να συμφωνήσουν στην ανανέωση της συμφωνίας που διέπει την συμπεριφορά των αμερικανικών δυνάμεων στο Ιράκ, με αποτέλεσμα την αποχώρηση των αμερικανικών στρατευμάτων στα τέλη του 2011. Χωρίς την καθοδήγηση των Αμερικανών συμβούλων, οι ιρακινές δυνάμεις ασφαλείας άρχισαν να υποβαθμίζονται, καθώς ο Maliki απομάκρυνε ικανούς διοικητές και επέτρεψε στην διαφθορά να αποδυναμώσουν τον στρατό.