Η εκπαίδευση του αντεπαναστάτη | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η εκπαίδευση του αντεπαναστάτη

Γιατί τα αμερικανικά στρατεύματα πρέπει να μελετήσουν τον πόλεμο στο Ιράκ

Πριν από είκοσι χρόνια, οι Ηνωμένες Πολιτείες εισέβαλαν στο Ιράκ και άθελά τους ξεκίνησαν έναν μακροχρόνιο αγώνα για την σταθερότητα και την ασφάλεια στην χώρα. Ο πρόεδρος των ΗΠΑ, George W. Bush, και ο υπουργός Άμυνας, Donald Rumsfeld, ανέμεναν έναν σύντομο, αιχμηρό πόλεμο που θα τελείωνε μόλις οι αμερικανικές δυνάμεις εκδίωκαν τον Ιρακινό δικτάτορα, Σαντάμ Χουσεΐν. Ο αμερικανικός στρατός ήταν προετοιμασμένος να διαλύσει γρήγορα και χειρουργικά τον ιρακινό στρατό με τις υψηλής τεχνολογίας δυνάμεις που διέθετε, μια γρήγορη επέμβαση που θα κορυφωνόταν με την κατάληψη της Βαγδάτης. Αντ' αυτού, οι λανθασμένες υποθέσεις, τα σφάλματα μετά την εκδίωξη του Σαντάμ, και μια δύναμη εισβολής που ήταν πολύ μικρή για να ασφαλίσει την χώρα επέτρεψαν την ανάπτυξη μιας δηλητηριώδους εξέγερσης που αποδείχθηκε δύσκολο να ηττηθεί.

14032023-a.jpg

Αμερικανικά και ιρακινά στρατεύματα στην Βαγδάτη, τον Αύγουστο του 2007. Damir Sagolj / Reuters
--------------------------------------------------

Μετά την αρχική εισβολή, ο αμερικανικός στρατός βρέθηκε μπλεγμένος σε μάχες που έμοιαζαν με τις μάχες στο Βιετνάμ τις δεκαετίες του 1960 και 1970. Αλλά αρκετές δεκαετίες μετά από εκείνον τον πόλεμο, πολλά από τα μαθήματα που είχαν διδαχθεί στο Βιετνάμ -με τόσο μεγάλο κόστος- είχαν ξεχαστεί. Μετά την αποχώρηση των Ηνωμένων Πολιτειών από το Βιετνάμ το 1973, ο αμερικανικός στρατός έστρεψε την προσοχή του στην απειλή από την Σοβιετική Ένωση. Σταμάτησαν να διδάσκουν τα στρατεύματά τους πώς να καταπολεμούν τις εξεγέρσεις, και οι ικανότητες αυτές άρχισαν να ατροφούν. Ως αποτέλεσμα, ο αμερικανικός στρατός χρειάστηκε αρκετά χρόνια για να βρει τον καλύτερο τρόπο για να πολεμήσει στο Ιράκ. Σήμερα, οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν και πάλι θέσει ως προτεραιότητα τον ανταγωνισμό των μεγάλων δυνάμεων. Αλλά δεν θα πρέπει να κάνουν το ίδιο λάθος και να γυρίσουν την πλάτη τους στην προετοιμασία για την καταπολέμηση των εξεγέρσεων. Οι ένοπλες δυνάμεις πρέπει να είναι έτοιμες για το φάσμα των συγκρούσεων που ίσως να προκύψουν τον επόμενο αιώνα, και η καταπολέμηση των εξεγέρσεων θα είναι σίγουρα μια από αυτές.

ΦΙΛΟΔΟΞΑ ΣΧΕΔΙΑ

Κατά την διάρκεια του πολέμου του Βιετνάμ, ο αμερικανικός στρατός πολέμησε τόσο τις τακτικές μονάδες του Βόρειου Βιετνάμ όσο και τους αντάρτες Βιετκόνγκ. Μέχρι την στιγμή που οι αμερικανικές δυνάμεις αποσύρθηκαν από την σύγκρουση, είχαν μάθει πολλά για τον πόλεμο κατά των ανταρτών, τις επιχειρήσεις σταθερότητας, και την οικοδόμηση έθνους. Τα επόμενα χρόνια, ο στρατός άφησε αυτήν την εμπειρία να εξασθενίσει, με την ελάχιστη τεχνογνωσία που απέμεινε να συγκεντρώνεται στο Κέντρο Ειδικού Πολέμου του Στρατού των ΗΠΑ John F. Kennedy (U.S. Army John F. Kennedy Special Warfare Center). Ο κύριος όγκος των ενόπλων δυνάμεων στράφηκε αντ' αυτού στην προετοιμασία για μάχες υψηλής έντασης κατά των δυνάμεων του Συμφώνου της Βαρσοβίας στην Ευρώπη.

Η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης το 1991 οδήγησε τον αμερικανικό στρατό σε αδιέξοδο. Η σύγκρουση μεταξύ μεγάλων δυνάμεων δεν ήταν πιθανή για το άμεσο μέλλον, και οι στρατιωτικοί ηγέτες αγωνίζονταν για να ορίσουν την αποστολή τους και να καθορίσουν τον καλύτερο τρόπο οργάνωσης των δυνάμεών τους. Ορισμένοι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής δέχθηκαν εγκάρδια την χρήση των ενόπλων δυνάμεων για έκτακτα γεγονότα μικρής κλίμακας, ειρηνευτικές επιχειρήσεις, και «στρατιωτικές επιχειρήσεις άλλες από τον πόλεμο», μια φράση δημοφιλής μεταξύ των υπευθύνων χάραξης πολιτικής την δεκαετία του 1990. Η υπουργός Εξωτερικών, Madeleine Albright, ήταν ανάμεσά τους, λέγοντας χαρακτηριστικά στον Colin Powell, τότε αρχηγό του Γενικού Επιτελείου Ενόπλων Δυνάμεων: «Ποιο είναι το νόημα να έχουμε αυτόν τον υπέροχο στρατό για τον οποίο μιλάτε πάντα, αν δεν μπορούμε να τον χρησιμοποιήσουμε;». Πράγματι, την δεκαετία του 1990, η Ουάσινγκτον ανέπτυξε τον στρατό στην Σομαλία, την Αϊτή, την Βοσνία, και το Κοσσυφοπέδιο. Οι επιχειρήσεις αυτές επέτρεψαν την διανομή επισιτιστικής βοήθειας, ανάγκασαν έναν δικτάτορα να εγκαταλείψει την εξουσία, βοήθησαν να σταματήσει ένας εμφύλιος πόλεμος, και τελικά γέννησαν μια νέα χώρα, αλλά δεν έγιναν χωρίς κόστος. Το αμερικανικό κοινό έσπευσε να αμφισβητήσει τους στόχους των αμερικανικών στρατιωτικών αποστολών μόλις αυτές είχαν απώλειες.

Παρά αυτές τις εν πολλοίς επιτυχείς μικρές αποστολές, οι στρατιωτικοί ηγέτες των ΗΠΑ παρέμειναν προσηλωμένοι στον σχεδιασμό πολεμικών επιχειρήσεων μεγάλης κλίμακας. Οι ναύαρχοι του Πολεμικού Ναυτικού και οι στρατηγοί της Πολεμικής Αεροπορίας των ΗΠΑ θεωρούσαν την ανερχόμενη Κίνα ως την επόμενη μεγάλη απειλή. Οι εκπαιδευτές του στρατού συνέχιζαν να θέτουν ομάδες μάχης στο Εθνικό Κέντρο Εκπαίδευσης αντιμέτωπες με μια αντίπαλη δύναμη που έμοιαζε ύποπτα με τον σοβιετικό στρατό με καμουφλάζ ερήμου. Το Γενικό Επιτελείο των ΗΠΑ προχώρησε ακόμη παραπέρα, εκπαιδευόμενο για επιχειρήσεις εναντίον φανταστικών εχθρών που έμοιαζαν με τις Ηνωμένες Πολιτείες -αντίπαλοι που απεικονίζονταν στον καθρέφτη και δεν υπήρχαν στον πραγματικό κόσμο. Οι ένοπλες δυνάμεις προχώρησαν σε μια επανάσταση στις στρατιωτικές υποθέσεις, χρησιμοποιώντας νέα τεχνολογία, δόγματα, και οργανισμούς που συνδύαζαν κατευθυνόμενα πυρομαχικά με συστήματα πληροφοριών αιχμής, επιτήρησης, και αναγνώρισης, τα οποία θεωρητικά θα διέλυαν την ομίχλη του πολέμου, θα μείωναν τις τριβές στο πεδίο της μάχης, και θα επέτρεπαν τη νίκη σε μελλοντικούς πολέμους με χαμηλό κόστος. Οι πόλεμοι εναντίον αντιπάλων μεγάλων δυνάμεων και λιγότερο ισχυρών κρατών, όπως το Ιράν, το Ιράκ, και η Βόρεια Κορέα, θα ήταν γρήγοροι, φθηνοί, και αποφασιστικοί.

Για μια σύντομη στιγμή μετά τις εισβολές στο Αφγανιστάν και το Ιράκ, φάνηκε ότι οι θεωρητικοί είχαν δίκιο. Και στις δύο χώρες, η αλλαγή καθεστώτος επιτεύχθηκε γρήγορα και με περιορισμένη δαπάνη αίματος και χρημάτων. Αλλά είχαν σκεφτεί ελάχιστα για το τι θα επακολουθούσε, και οι κατοχές που προέκυψαν μετατράπηκαν σε μπερδεμένες υποθέσεις οικοδόμησης έθνους για τις οποίες ο στρατός και το σώμα πεζοναυτών των ΗΠΑ δεν ήταν καλά προετοιμασμένοι. Η καταστροφή των ιρακινών ενόπλων δυνάμεων και των Ταλιμπάν ήταν πολύ πιο εύκολη από την εγκατάσταση νέων κυβερνήσεων και την σταθεροποίηση των χωρών που είχαν πληγεί από χρόνια κακοδιοίκησης. Καθώς ο αμερικανικός στρατός παραπατούσε, ξέσπασαν σφοδρές εξεγέρσεις, υποστηριζόμενες από γειτονικά κράτη με ατζέντες που ήταν αντίθετες με τα αμερικανικά συμφέροντα.

ΜΑΘΗΣΗ ΜΕΣΩ ΤΗΣ ΠΡΑΞΗΣ

Για αρκετά χρόνια, οι επιχειρήσεις στο Ιράκ παρέπαιαν καθώς οι στρατιωτικοί ηγέτες άρχιζαν να συνειδητοποιούν τον τύπο του πολέμου που έπρεπε να πολεμήσουν. Οι διοικητές ενθαρρύνονταν αρχικά να διεξάγουν επιθετικές επιχειρήσεις τόσο κατά των τρομοκρατών τζιχαντιστών όσο και κατά των πεισματικών υπολειμμάτων του καθεστώτος του Σαντάμ, όποιο κι αν ήταν το κόστος για τον ιρακινό λαό. Ο στρατηγός John Abizaid, τότε επικεφαλής της Κεντρικής Διοίκησης των ΗΠΑ, ανησυχούσε ότι οι αμερικανικές και άλλες ξένες δυνάμεις ήταν «αντισώματα» που θα δημιουργούσαν περισσότερους αντάρτες από όσους θα κατέστελλαν. Διέταξε τις αμερικανικές δυνάμεις να αποσυρθούν από τις ιρακινές πόλεις για να περιορίσουν τις προκλήσεις που θα μπορούσαν να υποδαυλίσουν την δυσαρέσκεια και να υποκινήσουν περαιτέρω βία. Επειδή όμως ο νέος ιρακινός στρατός και η αστυνομία δεν είχαν προσωπικό και δεν ήταν ακόμη έτοιμοι, η αποχώρηση αυτή επέτρεψε στους Σουνίτες αντάρτες και τις σιιτικές πολιτοφυλακές να καταλάβουν γειτονιές. Οι θρησκευτικές εντάσεις ξέσπασαν όταν οι τρομοκράτες της Αλ Κάιντα βομβάρδισαν το ιερό al-Askari, έναν ιερό χώρο των Σιιτών στην Samarra, τον Φεβρουάριο του 2006, οδηγώντας σε έναν εμφύλιο πόλεμο που απειλούσε να διαλύσει το Ιράκ.

Ακόμα και όταν οι ανώτεροι διοικητές παρέμειναν προσκολλημένοι στις υπάρχουσες στρατηγικές και επιχειρησιακές αντιλήψεις, ηγέτες μεσαίου επιπέδου, όπως ο συνταγματάρχης H.R. McMaster, ο αντισυνταγματάρχης Dale Alford, και ο συνταγματάρχης Sean MacFarland, πειραματίστηκαν με επιχειρήσεις αντι-εξέγερσης στην Tal Afar, την al-Qaim, και την Ramadi. Τοποθέτησαν τις δυνάμεις τους σε μικρότερα φυλάκια σε αστικές περιοχές και συμμάχησαν με τοπικές φυλές και ηγέτες για να αντιταχθούν στην Αλ Κάιντα και σε άλλες ανταρτικές ομάδες. Τον Δεκέμβριο του 2006, το Κέντρο Συνδυασμένων Όπλων του Στρατού των ΗΠΑ και η Διοίκηση Ανάπτυξης Μάχης του Σώματος Πεζοναυτών δημοσίευσαν από κοινού ένα νέο εγχειρίδιο για την καταπολέμηση εξεγέρσεων, το οποίο εστίαζε στην προστασία του τοπικού πληθυσμού από τον εκφοβισμό και την βία των ανταρτών ως το κλειδί της επιτυχίας. Επιπλέον, ο Μπους ανανέωσε την ηγεσία του στρατού, αποπέμποντας τον Rumsfeld και τον διοικητή του στο πεδίο της μάχης, τον στρατηγό George Casey, και αντικαθιστώντας τους με τον Bob Gates και τον στρατηγό David Petraeus, οι οποίοι ήταν αποφασισμένοι να συνεχίσουν μια ισχυρή εκστρατεία αντι-εξέγερσης για να βελτιώσουν την τύχη του συνασπισμού στο Ιράκ. Ο Μπους τούς παρείχε τους πόρους για να το πράξουν αυτό κατά την διάρκεια της αύξησης των στρατευμάτων το 2007-8, καταβάλλοντας κάθε δυνατή προσπάθεια για να νικήσουν την Αλ Κάιντα στο Ιράκ και να σταθεροποιήσουν την χώρα.

Με την βοήθεια από την «Αφύπνιση των Σουνιτών» (Sunni Awakening), μια υποστηριζόμενη από τις ΗΠΑ εξέγερση των φυλών κατά της Αλ Κάιντα στην επαρχία Anbar, η επιχείρηση πέτυχε πέρα από κάθε προσδοκία. Οι Ηνωμένες Πολιτείες άλλαξαν τον στόχο τους από την δημιουργία μιας δημοκρατίας τύπου Τζέφερσον στον πιο διαχειρίσιμο στόχο της «βιώσιμης σταθερότητας», παρέχοντας ένα ασφαλές περιβάλλον στο Ιράκ που θα δημιουργούσε τις προϋποθέσεις για δημοκρατία μακροπρόθεσμα. Οι αμερικανικές δυνάμεις μετατόπισαν την εστίασή τους στην διεξαγωγή αντιεξεγερτικών επιχειρήσεων με επίκεντρο την εξασφάλιση της Βαγδάτης και των ζωνών εδάφους που την περιβάλλουν και την καταστροφή της Αλ Κάιντα στο Ιράκ. Μέχρι το σημείο αυτό, οι Αμερικανοί στρατιώτες -πολλοί από τους οποίους είχαν πολλές αποστολές στο ενεργητικό τους- είχαν μάθει νέες τακτικές, τεχνικές, και διαδικασίες αντιμετώπισης των εξεγέρσεων στην αιχμή της μάχης. Οι τάξεις των ιρακινών δυνάμεων ασφαλείας διογκώθηκαν επίσης, φτάνοντας σε περισσότερους από 350.000 στρατιώτες και αστυνομικούς, με τους Αμερικανούς συμβούλους να είναι πλέον ενσωματωμένοι στους περισσότερους σχηματισμούς. Και περισσότεροι από 100.000 ντόπιοι πολίτες, οι λεγόμενοι Γιοι του Ιράκ, βγήκαν μπροστά για να προστατέψουν τις κοινότητές τους από τις λεηλασίες των τρομοκρατών, των ανταρτών, και των σιιτικών πολιτοφυλακών.

Μέχρι το τέλος τού στρατιωτικού κύματος το καλοκαίρι του 2008, τα περιστατικά ασφαλείας στο Ιράκ είχαν μειωθεί κατά περισσότερο από 90% σε σχέση με τα προ της ενίσχυσης επίπεδα. Αυτή η σχετική ηρεμία επέτρεψε την επιτυχία των εκλογών του 2009 και του 2010, οι οποίες όμως γύρισαν σαν μπούμερανγκ όταν ο Ιρακινός πρωθυπουργός, Nouri al-Maliki, ο οποίος είχε ηττηθεί στις κάλπες στις τελευταίες εκλογές και κινδύνευε να εκδιωχθεί από το αξίωμά του, αντεπιτέθηκε στοχοποιώντας τους πολιτικούς του εχθρούς, αναζωπυρώνοντας τις φλόγες του εμφυλίου πολέμου. Ο Maliki και η κυβέρνηση του Αμερικανού προέδρου, Μπαράκ Ομπάμα, δεν μπόρεσαν να συμφωνήσουν στην ανανέωση της συμφωνίας που διέπει την συμπεριφορά των αμερικανικών δυνάμεων στο Ιράκ, με αποτέλεσμα την αποχώρηση των αμερικανικών στρατευμάτων στα τέλη του 2011. Χωρίς την καθοδήγηση των Αμερικανών συμβούλων, οι ιρακινές δυνάμεις ασφαλείας άρχισαν να υποβαθμίζονται, καθώς ο Maliki απομάκρυνε ικανούς διοικητές και επέτρεψε στην διαφθορά να αποδυναμώσουν τον στρατό.

Μετά την εισβολή του Ισλαμικού Κράτους του Ιράκ και της Συρίας (γνωστού και ως ISIS) στο Ιράκ το 2014, οι αμερικανικές δυνάμεις επέστρεψαν, αυτήν την φορά σε ρόλο υποστήριξης του ιρακινού στρατού και των Συριακών Δημοκρατικών Δυνάμεων (Syrian Democratic Forces -SFD), μιας πολιτοφυλακής υπό κουρδική ηγεσία. Ο αγώνας με τους πληρεξούσιους κατά του ISIS λειτούργησε καλά. Με την υποστήριξη από ισχυρή αεροπορική δύναμη, περιορισμένο αριθμό αμερικανικών ειδικών δυνάμεων, χερσαίων στρατευμάτων, και συμβούλων, συνεργάστηκαν με τις ιρακινές δυνάμεις και τις δυνάμεις SDF για να συντρίψουν το ISIS.

MHN ΜΕ ΞΕΧΑΣΕΙΣ

Οι συγκρούσεις δεν τελειώνουν με την καταστροφή των ενόπλων δυνάμεων του αντιπάλου. Μέσα από χρόνια δοκιμών και σφαλμάτων στο Ιράκ, ο αμερικανικός στρατός βρήκε τρόπους για να ασφαλίσει και να ελέγξει τους τοπικούς πληθυσμούς, να διεξάγει αντιτρομοκρατικές επιχειρήσεις ακριβείας, να δημιουργήσει αποτελεσματικές τοπικές δυνάμεις ασφαλείας, να συλλέξει πληροφορίες, να αποτρέψει την εξάπλωση της παραπληροφόρησης, να εμπλακεί σε γειτονικά κράτη για να εξαλείψει τα καταφύγια των ανταρτών, να σταθεροποιήσει την τοπική οικονομία, και να δημιουργήσει αποτελεσματικές κυβερνήσεις -οι λεγόμενες επιχειρήσεις οικοδόμησης έθνους.

Με τον «παγκόσμιο πόλεμο κατά της τρομοκρατίας» να έχει πλέον ξεπεραστεί, ο αμερικανικός στρατός δεν εκπαιδεύει πλέον αυστηρά τους στρατιώτες και τους αξιωματικούς του στην διεξαγωγή εχθροπραξιών αντι-εξέγερσης. Ο αμερικανικός στρατός έχει κλείσει το Κέντρο Αντι-εξέγερσης, έχει μειώσει τον αριθμό των ωρών που αφιερώνονται στην εκπαίδευση αντι-εξέγερσης στα επαγγελματικά στρατιωτικά εκπαιδευτικά ιδρύματα, και έχει σταματήσει την εκπαίδευση αντι-εξέγερσης στα κέντρα εκπαίδευσης μάχης.

Μετά τον πόλεμο του Βιετνάμ, ο αμερικανικός στρατός έκανε ό,τι μπορούσε για να ξεχάσει τα μαθήματα της αντι-εξέγερσης. Η αντι-εξέγερση και οι συγκρούσεις χαμηλής έντασης σχεδόν εξαφανίστηκαν από τα εγχειρίδια της επαγγελματικής στρατιωτικής εκπαίδευσης. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 μέχρι τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001, ο στρατός υπέθεσε ότι οι περισσότεροι στρατιώτες του, εκτός από έναν μικρό αριθμό ειδικών δυνάμεων, θα μπορούσαν να αγνοήσουν τις εχθροπραξίες αντι-εξέγερσης. Με την ήττα του ISIS και την απόσυρση των αμερικανικών δυνάμεων από το Αφγανιστάν, η πιθανότητα εξαφάνισης της αντι-εξέγερσης από την αμερικανική στρατιωτική εκπαίδευση και κατάρτιση ήταν ήδη υψηλή. Η εισβολή στην Ουκρανία και η πιθανή επιστροφή των συγκρούσεων μεταξύ μεγάλων δυνάμεων την καθιστά σχεδόν βέβαιη.

Ο αμερικανικός στρατός δεν κάνει λάθος που επικεντρώνεται σήμερα σε πιθανές συγκρούσεις με την Κίνα, το Ιράν, την Βόρεια Κορέα, και την Ρωσία -τους πιο επικίνδυνους εχθρούς των Ηνωμένων Πολιτειών. Αλλά οι στρατιωτικοί ηγέτες των ΗΠΑ δεν πρέπει να αγνοήσουν το εξίσου πιθανό σενάριο ότι θα χρειαστεί να δώσουν μάχες μικρής κλίμακας εναντίον σκιωδών οργανώσεων. Εάν οι αξιωματικοί και οι ανώτεροι υπαξιωματικοί εκπαιδευτούν για την πλήρη γκάμα των απειλών που μπορεί να αντιμετωπίσει η χώρα τα επόμενα χρόνια, συμπεριλαμβανομένου του πολέμου αντι-εξέγερσης, οι στρατιώτες των οποίων ηγούνται θα μπορούν να προσαρμόζονται γρήγορα στις καταστάσεις στο πεδίο. Η διατήρηση της εκπαίδευσης για την καταπολέμηση της εξέγερσης και του πολέμου μικρής κλίμακας στα μαθήματα διοίκησης και γενικού προσωπικού και στις σχολές πολέμου είναι ένα μικρό τίμημα για να αποτραπεί ένα δυσάρεστο σοκ στο μέλλον. Αλλά θα ήταν τραγωδία αν οι ανώτεροι στρατιωτικοί ηγέτες των ΗΠΑ, όπως οι ομόλογοί τους στα τέλη του Ψυχρού Πολέμου μετά το Βιετνάμ, αποφάσιζαν να εγκαταλείψουν τα μαθήματα που πήραν με τον δύσκολο τρόπο στο Ιράκ, υποθέτοντας ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν θα ξαναπολεμήσουν ποτέ έναν τέτοιου είδους πόλεμο. Η αμερικανική στρατιωτική ιστορία δείχνει το αντίθετο.

Copyright © 2023 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Στα αγγλικά: https://www.foreignaffairs.com/united-states/counterinsurgents-curriculum

Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στην διεύθυνση www.twitter.com/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στην διεύθυνση www.facebook.com/ForeignAffairs.gr και στο linkedin στην διεύθυνση https://www.linkedin.com/company/foreign-affairs-the-hellenic-edition