Η Ρωσία θέλει έναν μακροχρόνιο πόλεμο | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η Ρωσία θέλει έναν μακροχρόνιο πόλεμο

Η Δύση πρέπει να στείλει στην Ουκρανία περισσότερα όπλα, πιο γρήγορα
Περίληψη: 

Τους τελευταίους 12 μήνες, η Δυτική ασάφεια ενθάρρυνε τον Πούτιν να παρατείνει αυτόν τον πόλεμο, επιτρέποντάς του να πιστέψει ότι ίσως έρθει κάποια στιγμή που η ροή της υποστήριξης θα σταματήσει, και έτσι ότι μπορεί να ξεπεράσει την Δύση και την Ουκρανία. Η αντικατάσταση αυτής της ασάφειας με στρατηγική σαφήνεια -αποστερώντας από τον Πούτιν κάθε άλλη βιώσιμη επιλογή εκτός από μια οργανωμένη υποχώρηση- μπορεί να βοηθήσει να τερματιστεί αυτός ο πόλεμος.

Ο SAM GREENE είναι διευθυντής Δημοκρατικής Ανθεκτικότητας στο Center for European Policy Analysis και καθηγητής Ρωσικής Πολιτικής στο King's College του Λονδίνου.
Η ALINA POLYAKOVA είναι πρόεδρος και διευθύνουσα σύμβουλος του Center for European Policy Analysis και επίκουρη καθηγήτρια Ευρωπαϊκών Σπουδών στο Johns Hopkins School of Advanced International Studies.

Η ιστορική επίσκεψη του Αμερικανού προέδρου, Τζο Μπάιντεν, στο Κίεβο, λίγες ημέρες πριν από την επέτειο του ενός έτους από την πλήρη εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, έστειλε ένα σημαντικό μήνυμα στους Ουκρανούς και, μάλιστα, στους Ρώσους. «Η Ουκρανία δεν θα είναι ποτέ μια νίκη για τη Ρωσία», διακήρυξε ο Μπάιντεν, προσθέτοντας ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα στηρίξουν την Ουκρανία «όσο χρειαστεί». Πράγματι, το «όσο χρειαστεί» έχει γίνει το νέο σημείο συζήτησης για τους συμμάχους της Ουκρανίας, το οποίο επανέλαβαν ο Γάλλος πρόεδρος, Εμμανουέλ Μακρόν, και ο Γερμανός καγκελάριος, Όλαφ Σολτς. Αλλά το «όσο χρειαστεί» σηματοδοτεί επίσης σε πολλούς Ουκρανούς ότι οι σύμμαχοι αναμένουν πως ο πόλεμος θα τραβήξει για χρόνια, με την Ουκρανία να φέρει το κύριο βάρος. Και έχουν δίκιο: ακόμη και αν οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοί τους έχουν στείλει στρατιωτικό εξοπλισμό αξίας δισεκατομμυρίων δολαρίων στην Ουκρανία, παραμένει ένα πράγμα που φαίνεται να μην μπορούν να προμηθεύσουν: μια ξεκάθαρη, ενιαία δέσμευση για μια γρήγορη ουκρανική νίκη. Αν οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν θέλουν να βρεθούν μπλεγμένες σε άλλον έναν αέναο πόλεμο, με όρους που βολεύουν πολύ τον Ρώσο πρόεδρο, Βλαντιμίρ Πούτιν, είναι καιρός να αλλάξει αυτό.

20032023-1.jpg

Ουκρανικό προσωπικό σε στρατιωτική βάση στο Ντόρσετ, στο Ηνωμένο Βασίλειο, τον Φεβρουάριο του 2023 . Toby Melville / Reuters
-------------------------------------------------

Ένα σαφές μοτίβο προέκυψε κατά το τελευταίο έτος: οι Ουκρανοί ζητούν ένα οπλικό σύστημα και οι Δυτικές κυβερνήσεις αρνούνται να το παράσχουν, για να αλλάξουν γνώμη λίγους μήνες αργότερα μετά από δημόσιες συζητήσεις και διαφωνίες μεταξύ των συμμάχων. Η είδηση τον Ιανουάριο ότι τα γερμανικά άρματα μάχης Leopard και τα αμερικανικά άρματα μάχης Abrams θα παραδίδονταν στην Ουκρανία αργότερα φέτος ήταν, φυσικά, ευπρόσδεκτη. Αλλά ήρθε μετά από μήνες συζητήσεων μεταξύ των συμμάχων, με αποκορύφωμα το τελεσίγραφο της Γερμανίας ότι θα επέτρεπε την αποστολή των αρμάτων της στην Ουκρανία μόνο αν οι Ηνωμένες Πολιτείες δεσμεύονταν να στείλουν τα δικά τους την ίδια στιγμή. Το ίδιο ισχύει και για τις συστοιχίες αντιπυραυλικής άμυνας Patriot, τις οποίες η Ουάσινγκτον είδε ως κόκκινη γραμμή για τον Πούτιν στην αρχή του πολέμου, μόνο και μόνο για να τις στείλει μήνες αργότερα, αφού είχαν χαθεί άσκοπα χιλιάδες ακόμη ζωές. Το πυραυλικό σύστημα πολλαπλών εκτοξεύσεων, γνωστό ως HIMARS, το οποίο αποδείχθηκε τόσο αποτελεσματικό στην βοήθεια της Ουκρανίας να ανακτήσει εδάφη, παραδόθηκε μόνο μετά από εκτεταμένες πιέσεις και παρασκηνιακές ενέργειες από την Ουκρανία.

Η ίδια συζήτηση διεξάγεται τώρα για τα μαχητικά αεροσκάφη και τα πυραυλικά συστήματα μεγάλου βεληνεκούς. Οι Ουκρανοί ζητούν F-16 και ATACMS, τα πυραυλικά συστήματα εδάφους-επιφανείας μεγάλου βεληνεκούς που χρειάζονται για να φτάσουν στα κατεχόμενα από την Ρωσία τμήματα της χώρας, όπως η Κριμαία. Όταν ρωτήθηκε στις 30 Ιανουαρίου αν η Ουάσινγκτον θα παρέδιδε F-16 στο Κίεβο, ο Μπάιντεν είπε όχι, κάτι που οι σύμβουλοί του αναθεώρησαν αργότερα σε «όχι τώρα». Την ίδια ημέρα, στην Χάγη, ο Μακρόν, ερωτηθείς αν η Γαλλία εξετάζει το ενδεχόμενο να στείλει μαχητικά αεροσκάφη στην Ουκρανία, είπε ότι τίποτα δεν αποκλείεται καταρχήν. Μιλώντας για την παροχή στρατιωτικής βοήθειας στην Ουκρανία στις 8 Φεβρουαρίου, ο Βρετανός πρωθυπουργός, Ρίσι Σούνακ, είπε: «Τίποτα δεν είναι εκτός συζήτησης».

Με την ίδια λογική, τίποτα δεν είναι ακριβώς στο τραπέζι, επίσης. Αυτή η ασάφεια έχει οδηγήσει σε μια Δυτική πολιτική σταδιακής προσέγγισης, προετοιμάζοντας τις Ηνωμένες Πολιτείες και τους άλλους συμμάχους της Ουκρανίας για μια παρατεταμένη σύγκρουση. Αυτή η προσέγγιση ενθαρρύνει τον Πούτιν να πιστεύει ότι ο χρόνος είναι με το μέρος του και ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα κουραστούν τελικά, όπως έκαναν στο Αφγανιστάν, ειδικά καθώς οι πολιτικοί άνεμοι αλλάζουν με τις αμερικανικές προεδρικές εκλογές στον ορίζοντα. Η πολιτική αυτή, ενώ φαινομενικά επιδιώκει να αποφύγει την κλιμάκωση, προετοιμάζει το έδαφος για κάτι πολύ πιο επικίνδυνο για τις Ηνωμένες Πολιτείες και τους συμμάχους τους: μια πιθανή ρωσική νίκη.

ΤΟ ΔΙΑΚΥΒΕΥΜΑ ΔΕΝ ΘΑ ΜΠΟΡΟΥΣΕ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΥΨΗΛΟΤΕΡΟ

Είναι σαφές ότι η Ρωσία δεν μπορεί να κερδίσει τον πόλεμό της στην Ουκρανία με τους μαξιμαλιστικούς όρους που έθεσε αρχικά ο Πούτιν. Ο Πούτιν δεν μπορεί ποτέ να καταλάβει ή να κρατήσει το σύνολο της Ουκρανίας. Δεν μπορεί να επιβάλει στον ουκρανικό λαό μια κυβέρνηση υποστηριζόμενη από την Ρωσία. Και έχοντας βάλει στόχο να αποτρέψει την ενσωμάτωση της Ουκρανίας στην Δύση, την έχει καταστήσει αναπόφευκτη [την ενσωμάτωση]. Αλλά είναι εξίσου σαφές ότι ο Πούτιν μπορεί και θα μετατρέψει οτιδήποτε λιγότερο από μια πλήρη στρατιωτική κατάρρευση σε νίκη για τις εγχώριες εκλογικές ομάδες που τον κρατούν στην εξουσία. Στην πραγματικότητα, ο Πούτιν έχει δώσει στον εαυτό του ολοένα και μεγαλύτερο ρητορικό περιθώριο για τους πολεμικούς του στόχους και μιλάει για αποστρατιωτικοποίηση και αποναζιστικοποίηση της Ουκρανίας με φθίνοντα ενθουσιασμό. Πρέπει να γίνει σαφές στην Δύση, ωστόσο, ότι οτιδήποτε λιγότερο από την πλήρη αποκατάσταση της ουκρανικής κυριαρχίας και εδαφικής ακεραιότητας θα αποτελέσει καταστροφική ήττα για τις Ηνωμένες Πολιτείες και τους Ευρωπαίους συμμάχους τους.