Το νέο εγχειρίδιο του δικτάτορα | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Το νέο εγχειρίδιο του δικτάτορα

Γιατί η Δημοκρατία χάνει τη μάχη*

Η πόλωση προκύπτει με φυσικό τρόπο από τον λαϊκισμό. Από την στιγμή που η βασική αντίθεση μεταξύ του ευγενούς λαού και της διεφθαρμένης ελίτ έχει τεθεί στο επίκεντρο της πολιτικής ζωής, η προτεραιότητα γίνεται το να οξυνθεί η αντίθεση μεταξύ τους. Οι μαρξιστές θα το ονόμαζαν αυτό «εξύψωση των αντιφάσεων». Οι στρατηγικές πόλωσης στοχεύουν να εξαλείψουν την πιθανότητα μιας μέσης λύσης μεταξύ πολιτικών αντιπάλων, απεικονίζοντας τον συμβιβασμό ως προδοσία και επιδιώκοντας να ενισχύσουν και να εκμεταλλευτούν οποιοδήποτε άνοιγμα για διχόνοια.

Η πόλωση παραμορφώνει την σχέση μεταξύ των οπαδών και των ηγετών τους. Σε μια υγιή δημοκρατία, οι πολίτες μπορούν να υποστηρίξουν ή να αντιταχθούν σε έναν δεδομένο ηγέτη για ένα συγκεκριμένο θέμα χωρίς απαραίτητα να αισθάνονται την ανάγκη να τον υποστηρίξουν σε κάθε ζήτημα. Αλλά όταν η πολιτική πολώνεται βαθιά, ένας λαϊκιστής ηγέτης επαναπροσδιορίζει τι σημαίνει να συμφωνείς. Ως εκπρόσωπος του λαού στον αγώνα ενάντια στην ελίτ, ο λαϊκιστής ηγέτης διατηρεί το δικαίωμα να αποφασίζει ποιες απόψεις καθορίζουν την ένταξη στον αληθινό λαό. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο τόσοι πολλοί λαϊκιστές ηγέτες καταφέρνουν να αποσπάσουν από τους οπαδούς τους την πλήρη και άνευ όρων πίστη σε όλες τις απόψεις τους -ακόμη και για αυτές που έρχονται σε αντίθεση με εκείνες που υποστήριξαν την προηγούμενη μέρα. Έτσι, οι Βραζιλιάνοι που υποστηρίζουν τον Μπολσονάρο στηρίζουν αδιαμφισβήτητα τον πρόεδρό τους τόσο όταν ισχυρίζεται ότι δεν υπάρχει καθόλου διαφθορά στην κυβέρνησή του όσο και όταν ισχυρίζεται ότι η διαφθορά στην κυβέρνησή του δεν είναι δικό του λάθος, γιατί δεν το γνώριζε.

Ο λαϊκισμός και η πόλωση είναι παλιές πολιτικές τακτικές. Χαρισματικοί ηγέτες που χρονολογούνται από τον Ιούλιο Καίσαρα και τον Καρλομάγνο έχτισαν λατρείες προσωπικότητας. Και η καλλιέργεια μιας εξιδανικευμένης δημόσιας εικόνας απαιτεί απαραιτήτως ψεύδη. Αλλά η μετα-αλήθεια που είναι τόσο ικανοί να χρησιμοποιούν οι νέοι αυταρχικοί ξεπερνά κατά πολύ την ψευδολογία: αρνείται την ύπαρξη μιας επαληθεύσιμης πραγματικότητας. Η μετα-αλήθεια δεν αφορά κυρίως το να γίνουν αποδεκτά τα ψέματα ως αλήθειες, αλλά το να θολώσει τα νερά σε σημείο που να καθίσταται δύσκολο να διακρίνει κανείς την διαφορά μεταξύ αλήθειας και ψεύδους. Οι αυταρχικοί που εκτοξεύουν συνεχώς ψέματα και μισές αλήθειες κάνουν τους οπαδούς τους να αποδεχτούν ότι τα πράγματα είναι αληθινά εξ ολοκλήρου επειδή [οι αυταρχικοί] τα έχουν πει. Η αλήθεια μιας έκφρασης είναι επομένως ανεξάρτητη από την αντιστοιχία της με την πραγματικότητα και, αντί γι’ αυτό, προέρχεται από την ταυτότητα του ατόμου που την λέει.

Υπάρχει ένας βαθύς μηδενισμός που εμπλέκεται σε μια φιλοσοφία μετα-αλήθειας. Οι φαινομενικά παράλογες ιδέες αρχίζουν να θεωρούνται ευαγγέλιο. Στην Βολιβία [12], ο πρόεδρος Έβο Μοράλες έκανε εκατομμύρια οπαδούς του να δεχτούν ως στοιχείο πίστης ότι τα όρια της προεδρικής θητείας ισοδυναμούσαν με παραβίαση θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Στις Φιλιππίνες [13], ο Ντουτέρτε δημιούργησε υποστήριξη για εξωδικαστικές δολοφονίες με το να παρουσιάζει αδυσώπητα την ανησυχία για τα ανθρώπινα δικαιώματα ως επιτήδευση μιας διεφθαρμένης ελίτ. Και ο Τραμπ, φυσικά, έπεισε αμέτρητους υποστηρικτές του ότι η επίθεση στο Καπιτώλιο των ΗΠΑ για να εκτροχιάσει την πιστοποίηση των εκλογικών αποτελεσμάτων αποτελούσε μια γενναία στάση υπέρ της εκλογικής ακεραιότητας.

Τέτοιοι παραλογισμοί γίνονται αποδεκτοί από τους οπαδούς των αυταρχικών επειδή η ψυχολογική τους σχέση με τον ηγέτη διαστρεβλώνεται από το πρίσμα της ταυτότητας. Αυτές είναι οι πολιτικές του οπαδισμού: οι υποστηρικτές ενός αυταρχικού μοιάζουν πολύ με τους οπαδούς μιας αθλητικής ομάδας που βάζουν την συναισθηματική ταύτισή τους με τον σύλλογο στο επίκεντρο της αίσθησης του ποιοι είναι. Η συγχώνευση της ταυτότητας ενός ατόμου με την ταυτότητα του ηγέτη εξηγεί γιατί είναι συχνά απελπιστικό να προσπαθείς να συζητήσεις με οπαδούς πολιτικών όπως ο Μοράλες, ο Ντουτέρτε, ή ο Τραμπ. Όταν η ταυτότητα κάποιου βασίζεται στην ταύτιση με έναν ηγέτη, οποιαδήποτε κριτική σε αυτόν τον ηγέτη μοιάζει με προσωπική επίθεση στον εαυτό του.

Εδώ αξίζει να εξεταστεί η τακτική του Τσάβες [14], ιδιαίτερα η περίφημη μακρόσυρτη βενεζουελάνικη τηλεοπτική εκπομπή του, Aló Presidente, η οποία μεταδιδόταν εβδομαδιαία για το μεγαλύτερο μέρος της θητείας του στην εξουσία. Σε αυτήν, ο πρόεδρος κυμαινόταν ευρέως, πηγαίνοντας μπρος-πίσω μεταξύ του να λέει ιστορίες, να εκφωνεί πολιτικούς λιβέλλους, να τραγουδά τραγούδια από την παιδική του ηλικία, να τηλεφωνεί στον Φιντέλ Κάστρο, να εκπέμπει από τη Μόσχα, και να ξιφουλκεί εναντίον πραγματικών και φανταστικών εχθρών. Αλλά στον πυρήνα του, το θέμα του σόου ήταν πάντα το ίδιο: η ενσυναίσθηση. Σε κάθε επεισόδιο, ο Τσάβες συνομιλούσε, ένας προς έναν, με μερικούς από τους υποστηρικτές του, ρωτώντας για την ζωή, τις φιλοδοξίες, και τα προβλήματά τους, και πάντα νιώθοντας τον πόνο τους. Αν στον Τραμπ άρεσε να παίζει έναν μεγιστάνα στην τηλεόραση, στον Τσάβες άρεσε να παίζει την Όπρα [στμ: Oprah Winfrey, διάσημη παρουσιάστρια τηλεοπτικής εκπομπής στις ΗΠΑ].

Οι παραστάσεις του Τσάβες μπορούσαν να είναι μαγευτικές. Αποδοκίμαζε την αύξηση της τιμής του κοτόπουλου και μετά, με δακρυσμένα μάτια, αγκάλιαζε μια γυναίκα για τον κόπο της να βρει τα χρήματα για σχολικά είδη για τα παιδιά της. Καθόταν και άκουγε προσεκτικά καθώς οι άνθρωποι περιέγραφαν τα προβλήματά τους, μαθαίνοντας τα ονόματά τους και ρωτώντας τους ερωτήσεις για να αναδείξουν τις λεπτομέρειες της κατάστασής τους. Ήταν κατά την διάρκεια τέτοιων στιγμών προσωπικού δεσμού με τους οπαδούς του, περισσότερο από όσο κατά την διάρκεια των ιδεολογικών υβρεολόγιών του, που ο Τσάβες μετατόπισε την βάση της πίστης προς αυτόν, από την πολιτική σφαίρα στην σφαίρα της πρωταρχικής ταύτισης. Τέτοιες στιγμές μετέτρεψαν τους οπαδούς σε θαυμαστές, θαυμαστές που με τον καιρό θα συνενώνονταν σε μια πολιτική φυλή: άνθρωποι που δημιούργησαν μια ταυτότητα από την κοινή τους αφοσίωση στον «El Comandante».