Το νέο εγχειρίδιο του δικτάτορα | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Το νέο εγχειρίδιο του δικτάτορα

Γιατί η Δημοκρατία χάνει τη μάχη*

Σε όλο τον κόσμο, από τις πιο πλούσιες χώρες έως τις φτωχότερες, έχει ξεπηδήσει μια επικίνδυνη νέα γενιά ηγετών. Σε αντίθεση με τους ολοκληρωτικούς ομολόγους τους, αυτοί οι λαϊκιστές ανέλαβαν τα καθήκοντά τους μέσω εκλογών, αλλά δείχνουν σαφώς αντιδημοκρατικές τάσεις. Διαδίδουν ψέματα που γίνονται αντικείμενα πίστης μεταξύ των οπαδών τους. Αυτοπροωθούνται ως ευγενείς και αγνοί υπέρμαχοι του λαού, που πολεμούν ενάντια σε διεφθαρμένες και άπληστες ελίτ. Αψηφούν κάθε περιορισμό στην εξουσία τους και την συγκεντρώνουν στα χέρια τους, εξαπολύοντας μετωπικές επιθέσεις στους θεσμούς που υποστηρίζουν την συνταγματική δημοκρατία, γεμίζοντας το δικαστικό και το νομοθετικό σώμα [με δικούς τους ανθρώπους], κηρύσσοντας πόλεμο στον Τύπο, και καταργώντας νόμους που ελέγχουν την εξουσία τους.

26032023-1.jpg

Ο Τραμπ στον Λευκό Οίκο, στην Ουάσιγκτον, τον Ιούλιο του 2019. David Butow / Redux
----------------------------------------------------------

Οι νέοι αυταρχικοί περιλαμβάνουν σημερινούς ηγέτες όπως ο Ζαΐρ Μπολσονάρο της Βραζιλίας [2], ο Ούγγρος Βίκτορ Όρμπαν [3], ο Ινδός Ναρέντρα Μόντι [4], ο Μεξικανός Andrés Manuel López Obrador [5], ο Φιλιππινέζος Rodrigo Duterte [6], ο Ρώσος Vladimir Putin [7], και ο Τούρκος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν [8]. Ο χαρακτηρισμός ισχύει επίσης για ηγέτες που δεν είναι πλέον στην εξουσία, όπως ο τεθνεώς Hugo Chávez της Βενεζουέλας, ο Αυστριακός Sebastian Kurz και, ναι, ο Donald Trump των Ηνωμένων Πολιτειών [9]. Όλοι ανασχεδίασαν το εγχειρίδιο του παλιού δικτάτορα για να ενισχύσουν την ικανότητά τους να επιβάλλουν την θέλησή τους στους άλλους. Παρά τις τεράστιες εθνικές, πολιτιστικές, θεσμικές, και ιδεολογικές διαφορές μεταξύ των χωρών τους, οι προσεγγίσεις των νέων αυταρχικών είναι αφάνταστα παρόμοιες. Ο Μπολσονάρο και ο Λόπες Ομπραδόρ, για παράδειγμα, δεν θα μπορούσαν να είναι πιο διαφορετικοί ιδεολογικά ή πιο όμοιοι στις στρατηγικές τους για να αρπάξουν και να διατηρήσουν την εξουσία.

Η Τουρκία, έδαφος πρώιμων πολιτισμών και άλλοτε λίκνο αυτοκρατοριών, και οι Ηνωμένες Πολιτείες, η σύγχρονη, πανίσχυρη υπερδύναμη, είναι χώρες έντονων αντιθέσεων. Ωστόσο, τόσο ο Ερντογάν όσο και ο Τραμπ διεξήγαγαν αδυσώπητες εκστρατείες ενάντια στους θεσμούς που θα μπορούσαν να τους συγκρατήσουν ενός τους. Ο Κουρτς, ο ευγενής πρώην καγκελάριος της Αυστρίας, ντυμένος με κομψά ραμμένα κοστούμια δεν φαινόταν καθόλου ως ένας ηγέτης όπως ο Ντουτέρτε, ο εριστικός ηγέτης των Φιλιππίνων, αλλά και οι δύο ξεκίνησαν σφοδρές και υπολογισμένες επιθέσεις για να διαστρεβλώσουν τις δημόσιες σφαίρες των χωρών τους έως ότου, πολιτικά, τα πάνω ήταν κάτω και τα κάτω ήταν πάνω.

Ουσιαστικά, αυτή η ομάδα χρησιμοποιεί τον λαϊκισμό [10], αξιοποιεί την πόλωση, και διασκεδάζει με την μετα-αληθινή πολιτική για να υπονομεύσει τους δημοκρατικούς κανόνες και να συσσωρεύσει δύναμη, κατά προτίμηση δια βίου. Αυτές οι τεχνικές δεν είναι νέες. Στην πραγματικότητα, ήταν πάντα μέρος του αγώνα για την εξουσία. Αλλά οι τρόποι που συνδυάζονται και αναπτύσσονται παγκοσμίως σήμερα είναι άνευ προηγουμένου. Πολλοί από τους νέους αυταρχικούς έχουν επηρεάσει επιτυχώς τον ελεύθερο Τύπο στις αντίστοιχες χώρες τους, σε ορισμένες περιπτώσεις βάζοντας τους επιχειρηματικούς φίλους τους να εξαγοράζουν media. Επιπλέον, η έκρηξη των διαδικτυακών πληροφοριών και των μέσων ενημέρωσης δημιούργησε ευκαιρίες για εξαπάτηση, χειραγώγηση, και έλεγχο που απλά δεν υπήρχαν πριν από μια δεκαετία. Η φθίνουσα εμπιστοσύνη στους παραδοσιακούς θεσμούς που κάποτε χρησίμευαν ως φύλακες της δημόσιας σφαίρας έχει μειώσει σημαντικά το κόστος στην φήμη όσων επιδίδονται σε εξόφθαλμα ψεύδη. Και η παγκοσμιοποίηση [11] της πόλωσης έχει δημιουργήσει νέες ευκαιρίες για συμμαχίες με ηγέτες που χρησιμοποιούν παρόμοια διχαστικά ζητήματα σε άλλες χώρες. Το αποτέλεσμα είναι μια κρίση στην βιωσιμότητα της δημοκρατικής διακυβέρνησης σε κλίμακα που δεν παρατηρήθηκε από την άνοδο των φασιστών σε ολόκληρη την Ευρώπη την δεκαετία του 1930.

ΜΕ ΣΤΟΧΟ ΤΙΣ ΜΑΖΕΣ

Ένα κοινό στοιχείο στη νέα γενιά των αυταρχικών είναι πως παρουσιάζουν τους εαυτούς τους ως ότι ενσαρκώνουν την βούληση του λαού, υπερασπίζοντας την υπόθεσή του ενάντια σε μια διεφθαρμένη ελίτ. Οι λαϊκιστές εργάζονται για να καταρρίψουν όλες τις πολιτικές διαμάχες μέσα σε αυτή την διχοτόμηση μεταξύ «ευγενούς λαού» έναντι «δηλητηριωδών ελίτ», εξηγώντας κάθε πρόβλημα ως άμεση συνέπεια ενός άθλιου σχεδίου μιας μικρής αλλά παντοδύναμης ομάδας που τρέφει περιφρόνηση για έναν αγνό αλλά ανίσχυρο λαό τον οποίο εκμεταλλεύεται. Φυσικά, αν ισχύει αυτό, εκείνο που χρειάζεται ο λαός είναι ένας μεσσιανικός σωτήρας, ένας υπέρμαχος ικανός να σταθεί απέναντι σε αυτή την αδηφάγα ελίτ, να την υποτάξει για λογαριασμό του λαού.

Είναι ένα σύνηθες λάθος να αντιμετωπίζουμε τον λαϊκισμό ως ιδεολογία. Είναι καλύτερα κατανοητός ως μια τεχνική για την επιδίωξη εξουσίας που είναι συμβατή με ένα σχεδόν απεριόριστο φάσμα συγκεκριμένων ιδεολογιών. Ουσιαστικά κάθε εμπόδιο στην αυταρχική διακυβέρνηση μπορεί να χαρακτηριστεί ως άλλο ένα τέχνασμα της διεφθαρμένης ελίτ, και σχεδόν κάθε κίνηση συγκέντρωσης και συσσώρευσης εξουσίας στα χέρια του λαϊκιστή ηγεμόνα μπορεί να δικαιολογηθεί ως απαραίτητη για να νικήσει τους πλούσιους και ισχυρούς και να προστατεύσει τον λαό. Η προσαρμοστικότητα του λαϊκισμού είναι η δύναμή του: μπορεί να αναπτυχθεί οπουδήποτε, γιατί στα χέρια των πεινασμένων για εξουσία, η δυσαρέσκεια ενάντια στις ελίτ μπορεί να κινητοποιηθεί παντού, ειδικά στις πολλές χώρες όπου η οικονομική ανισότητα έχει εκτοξευθεί.

Η πόλωση προκύπτει με φυσικό τρόπο από τον λαϊκισμό. Από την στιγμή που η βασική αντίθεση μεταξύ του ευγενούς λαού και της διεφθαρμένης ελίτ έχει τεθεί στο επίκεντρο της πολιτικής ζωής, η προτεραιότητα γίνεται το να οξυνθεί η αντίθεση μεταξύ τους. Οι μαρξιστές θα το ονόμαζαν αυτό «εξύψωση των αντιφάσεων». Οι στρατηγικές πόλωσης στοχεύουν να εξαλείψουν την πιθανότητα μιας μέσης λύσης μεταξύ πολιτικών αντιπάλων, απεικονίζοντας τον συμβιβασμό ως προδοσία και επιδιώκοντας να ενισχύσουν και να εκμεταλλευτούν οποιοδήποτε άνοιγμα για διχόνοια.

Η πόλωση παραμορφώνει την σχέση μεταξύ των οπαδών και των ηγετών τους. Σε μια υγιή δημοκρατία, οι πολίτες μπορούν να υποστηρίξουν ή να αντιταχθούν σε έναν δεδομένο ηγέτη για ένα συγκεκριμένο θέμα χωρίς απαραίτητα να αισθάνονται την ανάγκη να τον υποστηρίξουν σε κάθε ζήτημα. Αλλά όταν η πολιτική πολώνεται βαθιά, ένας λαϊκιστής ηγέτης επαναπροσδιορίζει τι σημαίνει να συμφωνείς. Ως εκπρόσωπος του λαού στον αγώνα ενάντια στην ελίτ, ο λαϊκιστής ηγέτης διατηρεί το δικαίωμα να αποφασίζει ποιες απόψεις καθορίζουν την ένταξη στον αληθινό λαό. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο τόσοι πολλοί λαϊκιστές ηγέτες καταφέρνουν να αποσπάσουν από τους οπαδούς τους την πλήρη και άνευ όρων πίστη σε όλες τις απόψεις τους -ακόμη και για αυτές που έρχονται σε αντίθεση με εκείνες που υποστήριξαν την προηγούμενη μέρα. Έτσι, οι Βραζιλιάνοι που υποστηρίζουν τον Μπολσονάρο στηρίζουν αδιαμφισβήτητα τον πρόεδρό τους τόσο όταν ισχυρίζεται ότι δεν υπάρχει καθόλου διαφθορά στην κυβέρνησή του όσο και όταν ισχυρίζεται ότι η διαφθορά στην κυβέρνησή του δεν είναι δικό του λάθος, γιατί δεν το γνώριζε.

Ο λαϊκισμός και η πόλωση είναι παλιές πολιτικές τακτικές. Χαρισματικοί ηγέτες που χρονολογούνται από τον Ιούλιο Καίσαρα και τον Καρλομάγνο έχτισαν λατρείες προσωπικότητας. Και η καλλιέργεια μιας εξιδανικευμένης δημόσιας εικόνας απαιτεί απαραιτήτως ψεύδη. Αλλά η μετα-αλήθεια που είναι τόσο ικανοί να χρησιμοποιούν οι νέοι αυταρχικοί ξεπερνά κατά πολύ την ψευδολογία: αρνείται την ύπαρξη μιας επαληθεύσιμης πραγματικότητας. Η μετα-αλήθεια δεν αφορά κυρίως το να γίνουν αποδεκτά τα ψέματα ως αλήθειες, αλλά το να θολώσει τα νερά σε σημείο που να καθίσταται δύσκολο να διακρίνει κανείς την διαφορά μεταξύ αλήθειας και ψεύδους. Οι αυταρχικοί που εκτοξεύουν συνεχώς ψέματα και μισές αλήθειες κάνουν τους οπαδούς τους να αποδεχτούν ότι τα πράγματα είναι αληθινά εξ ολοκλήρου επειδή [οι αυταρχικοί] τα έχουν πει. Η αλήθεια μιας έκφρασης είναι επομένως ανεξάρτητη από την αντιστοιχία της με την πραγματικότητα και, αντί γι’ αυτό, προέρχεται από την ταυτότητα του ατόμου που την λέει.

Υπάρχει ένας βαθύς μηδενισμός που εμπλέκεται σε μια φιλοσοφία μετα-αλήθειας. Οι φαινομενικά παράλογες ιδέες αρχίζουν να θεωρούνται ευαγγέλιο. Στην Βολιβία [12], ο πρόεδρος Έβο Μοράλες έκανε εκατομμύρια οπαδούς του να δεχτούν ως στοιχείο πίστης ότι τα όρια της προεδρικής θητείας ισοδυναμούσαν με παραβίαση θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Στις Φιλιππίνες [13], ο Ντουτέρτε δημιούργησε υποστήριξη για εξωδικαστικές δολοφονίες με το να παρουσιάζει αδυσώπητα την ανησυχία για τα ανθρώπινα δικαιώματα ως επιτήδευση μιας διεφθαρμένης ελίτ. Και ο Τραμπ, φυσικά, έπεισε αμέτρητους υποστηρικτές του ότι η επίθεση στο Καπιτώλιο των ΗΠΑ για να εκτροχιάσει την πιστοποίηση των εκλογικών αποτελεσμάτων αποτελούσε μια γενναία στάση υπέρ της εκλογικής ακεραιότητας.

Τέτοιοι παραλογισμοί γίνονται αποδεκτοί από τους οπαδούς των αυταρχικών επειδή η ψυχολογική τους σχέση με τον ηγέτη διαστρεβλώνεται από το πρίσμα της ταυτότητας. Αυτές είναι οι πολιτικές του οπαδισμού: οι υποστηρικτές ενός αυταρχικού μοιάζουν πολύ με τους οπαδούς μιας αθλητικής ομάδας που βάζουν την συναισθηματική ταύτισή τους με τον σύλλογο στο επίκεντρο της αίσθησης του ποιοι είναι. Η συγχώνευση της ταυτότητας ενός ατόμου με την ταυτότητα του ηγέτη εξηγεί γιατί είναι συχνά απελπιστικό να προσπαθείς να συζητήσεις με οπαδούς πολιτικών όπως ο Μοράλες, ο Ντουτέρτε, ή ο Τραμπ. Όταν η ταυτότητα κάποιου βασίζεται στην ταύτιση με έναν ηγέτη, οποιαδήποτε κριτική σε αυτόν τον ηγέτη μοιάζει με προσωπική επίθεση στον εαυτό του.

Εδώ αξίζει να εξεταστεί η τακτική του Τσάβες [14], ιδιαίτερα η περίφημη μακρόσυρτη βενεζουελάνικη τηλεοπτική εκπομπή του, Aló Presidente, η οποία μεταδιδόταν εβδομαδιαία για το μεγαλύτερο μέρος της θητείας του στην εξουσία. Σε αυτήν, ο πρόεδρος κυμαινόταν ευρέως, πηγαίνοντας μπρος-πίσω μεταξύ του να λέει ιστορίες, να εκφωνεί πολιτικούς λιβέλλους, να τραγουδά τραγούδια από την παιδική του ηλικία, να τηλεφωνεί στον Φιντέλ Κάστρο, να εκπέμπει από τη Μόσχα, και να ξιφουλκεί εναντίον πραγματικών και φανταστικών εχθρών. Αλλά στον πυρήνα του, το θέμα του σόου ήταν πάντα το ίδιο: η ενσυναίσθηση. Σε κάθε επεισόδιο, ο Τσάβες συνομιλούσε, ένας προς έναν, με μερικούς από τους υποστηρικτές του, ρωτώντας για την ζωή, τις φιλοδοξίες, και τα προβλήματά τους, και πάντα νιώθοντας τον πόνο τους. Αν στον Τραμπ άρεσε να παίζει έναν μεγιστάνα στην τηλεόραση, στον Τσάβες άρεσε να παίζει την Όπρα [στμ: Oprah Winfrey, διάσημη παρουσιάστρια τηλεοπτικής εκπομπής στις ΗΠΑ].

Οι παραστάσεις του Τσάβες μπορούσαν να είναι μαγευτικές. Αποδοκίμαζε την αύξηση της τιμής του κοτόπουλου και μετά, με δακρυσμένα μάτια, αγκάλιαζε μια γυναίκα για τον κόπο της να βρει τα χρήματα για σχολικά είδη για τα παιδιά της. Καθόταν και άκουγε προσεκτικά καθώς οι άνθρωποι περιέγραφαν τα προβλήματά τους, μαθαίνοντας τα ονόματά τους και ρωτώντας τους ερωτήσεις για να αναδείξουν τις λεπτομέρειες της κατάστασής τους. Ήταν κατά την διάρκεια τέτοιων στιγμών προσωπικού δεσμού με τους οπαδούς του, περισσότερο από όσο κατά την διάρκεια των ιδεολογικών υβρεολόγιών του, που ο Τσάβες μετατόπισε την βάση της πίστης προς αυτόν, από την πολιτική σφαίρα στην σφαίρα της πρωταρχικής ταύτισης. Τέτοιες στιγμές μετέτρεψαν τους οπαδούς σε θαυμαστές, θαυμαστές που με τον καιρό θα συνενώνονταν σε μια πολιτική φυλή: άνθρωποι που δημιούργησαν μια ταυτότητα από την κοινή τους αφοσίωση στον «El Comandante».

Τα κοινά που τον θαύμαζαν και αγκάλιασαν το αστέρι τους αποτέλεσαν την πρώτη ύλη που ο Τσάβες μετέτρεψε σε ισχύ, την οποία στην συνέχεια χρησιμοποίησε για να διαλύσει τους ελέγχους και τις ισορροπίες στην καρδιά του συντάγματος της Βενεζουέλας. Μεγάλωσα στην Βενεζουέλα και η εμπειρία του να δω τον Τσάβες να μεταμορφώνει την φήμη του σε εξουσία και την εξουσία του σε διασημότητα με σημάδεψε. Έτσι, όταν το τσίρκο του Τραμπ κατέκλυσε την πολιτική των ΗΠΑ το 2016, παρακολούθησα με έναν τρόμο γεμάτο με déjà vu [στμ: την αίσθηση ότι κάποιος έχει ξαναδεί ή ξαναζήσει στο παρελθόν μια τρέχουσα υπόθεση]. Οι θεατρινισμοί, οι εύκολες απαντήσεις, οι οργισμένες αποδοκιμασίες από μια νεφελώδη ελίτ που ξύπνησε πολύ αργά στον κίνδυνο -την είχα δει αυτή την ταινία στο παρελθόν. Στα ισπανικά.

ΕΞΟΥΣΙΑ ΜΕ ΚΑΘΕ ΤΙΜΗΜΑ

Η εξάπλωση αυτού του νέου είδους απολυταρχίας παγκοσμίως ισοδυναμεί με ένα νέο είδος πρόκλησης για τις δημοκρατίες του κόσμου. Ενώ τα τραγικά γεγονότα που σημάδεψαν μεγάλο μέρος του εικοστού αιώνα αποκάλυψαν τις απειλές που αντιμετώπιζε η δημοκρατία από έξω -φασισμός, ναζισμός, κομμουνισμός- οι απειλές στον εικοστό πρώτο αιώνα έρχονται από το εσωτερικό. Η νέα φυλή αυταρχικών διαβρώνει την δημοκρατία παίρνοντας μέρος στην δημοκρατική πολιτική και, στην συνέχεια, την αδειάζει [από τα στοιχεία της μέχρι] να μείνει μόνο ένα άδειο κέλυφος.

Οι νέοι αυταρχικοί μπορούν να το κάνουν αυτό γιατί δεν έχουν ούτε ενδιαφέρον ούτε ανάγκη για μια συνεκτική ιδεολογία. Η ατζέντα τους είναι να αποκτήσουν και να διατηρήσουν την εξουσία με οποιοδήποτε κόστος. Το αποτέλεσμα είναι αρκετά διαφορετικό από τα πολιτικά κινήματα που χαρακτήρισαν τον εικοστό αιώνα. Οι φασίστες και οι κομμουνιστές αμφισβήτησαν την δημοκρατία βασισμένοι σε ολοκληρωμένα εναλλακτικά συστήματα πεποιθήσεων που μπορεί να ήταν ηθικά απεχθή, αλλά ήταν, τουλάχιστον, εσωτερικά συνεπή. Οι σημερινοί αυταρχικοί δεν ασχολούνται με τίποτα από αυτά. Αντί να προτείνουν μια εναλλακτική ιδεολογία, υιοθετούν την φρασεολογία της ιδεολογίας που επιδιώκουν να υποκαταστήσουν, ευτελίζοντάς την στην διαδικασία.

Αντί να καταργήσουν τις εκλογές εντελώς, οι νέοι ψευδοδικτάτορες κάνουν ψευδοεκλογές. Δηλαδή, διοργανώνουν εκδηλώσεις που μιμούνται την εμφάνιση δημοκρατικών εκλογών, αλλά που στερούνται τα βασικά στοιχεία του ελεύθερου και θεμιτού ανταγωνισμού μέσω της κάλπης. Στη Νικαράγουα, ο πρόεδρος Daniel Ortega δεν κατάργησε τις εκλογές. Απλώς φυλάκισε όλους τους κύριους αντιπάλους του τους μήνες που προηγήθηκαν των εκλογών του 2021. Στην Ουγγαρία [15], οι κοινοβουλευτικές περιφέρειες χειραγωγήθηκαν ώστε να υποεκπροσωπούνται σοβαρά οι περιοχές αντίθετες στον Όρμπαν. Και στις Ηνωμένες Πολιτείες, οι Ρεπουμπλικάνοι και, σε μικρότερο βαθμό, οι Δημοκρατικοί έχουν υπερενισχύσει την παλιά καλή αναδιαμόρφωση των εκλογικών περιοχών (gerrymandering) με εξελιγμένο λογισμικό εκλογικής χαρτογράφησης που θα κάνει ένα αυξανόμενο μερίδιο των περιφερειών του Κογκρέσου μη ανταγωνιστικές.

Όχι μόνο οι εκλογές υποβαθμίζονται με αυτόν τον τρόπο, αλλά και το κράτος δικαίου συνεχώς αποστραγγίζεται από νόημα μέσω της χρήσης ψευδονόμων. Οι νέοι νόμοι συντάσσονται με τρόπους σχεδιασμένους να εφαρμόζονται για μια μόνο περίπτωση —αναιρώντας πάντα έναν περιορισμό στην εξουσία του ηγέτη. Τα παραδείγματα αφθονούν: το 2001, ο Ιταλός πρωθυπουργός Σίλβιο Μπερλουσκόνι βοήθησε στην αλλαγή των κανόνων για την σύγκρουση συμφερόντων ώστε να εξαιρέσει τις δικές του επιχειρήσεις μέσων ενημέρωσης˙ το 2008, ο Πούτιν απέφυγε τα όρια θητείας [16] με το να σκαρώσει μια ανταλλαγή θέσης εργασίας με τον πρωθυπουργό του.

Αυτοί οι αυταρχικοί κυνηγούν τους ανεξάρτητους δικαστές [ώστε να φύγουν] από την έδρα τους, τους εκφοβίζουν να σιωπήσουν ή τους καθιστούν ανίσχυρους μέσω του γεμίσματος των δικαστηρίων [με δικούς τους δικαστικούς]. Τα δικαστήρια συνεχίζουν να εκδίδουν αποφάσεις που τηρούν σχολαστικά όλες τις συμβάσεις της συνήθους νομικής διαδικασίας, αλλά έχουν προκαθορισμένα αποτελέσματα με βάση πολιτικούς λόγους. Το μεγαλύτερο έπαθλο, φυσικά, είναι το ανώτατο δικαστήριο. Ο έλεγχός του αλλάζει το παιχνίδι. Το 2015, μια ομάδα νομικών μελετητών της Βενεζουέλας δημοσίευσε μια ανάλυση που έδειξε ότι από το 2005 έως το 2013, το επιλεγμένο από τον Τσάβες ανώτατο δικαστήριο εξέδωσε 45.474 αποφάσεις και σε κάθε περίπτωση τάχθηκε με το μέρος της εκτελεστικής εξουσίας. Η Δούμα, η κάτω βουλή του ρωσικού κοινοβουλίου, έχει επιδείξει παρόμοιο μοτίβο στις συναλλαγές της με τον Πούτιν. Κανένας νόμος που να απειλεί την εξουσία ή τα συμφέροντά του δεν έχει ψηφιστεί εδώ και δύο δεκαετίες.

Σύντομα, παραποιείται και η δημόσια σφαίρα, επίσης. Αυταρχικοί του εικοστού αιώνα φυλάκισαν τις αντίθετες φωνές και έστειλαν λογοκριτές στα δημοσιογραφικά γραφεία. Οι παλαιού τύπου δικτάτορες συμπεριφέρονται έτσι και σήμερα. Η πιο πρόσφατη φυλή αυταρχικών, ωστόσο, συχνά επιδιώκει τα ίδια αποτελέσματα αλλά με λιγότερο ορατά -και πιο δημοκρατικά- μέσα. Αντί να κλείσουν εφημερίδες και τηλεοπτικά δίκτυα, τους επιβάλλουν πρόστιμα που οδηγούν σε οικονομική ασφυξία ή στέλνουν δήθεν ιδιώτες επενδυτές (που είναι στην πραγματικότητα παρεοκράτες της κυβέρνησης) να τα αγοράσουν άμεσα. Οι σύμμαχοι του Όρμπαν, για παράδειγμα, έχουν αγοράσει και ενοποιήσει εκατοντάδες ιδιωτικά ειδησεογραφικά μέσα της Ουγγαρίας. Για όποιον ήταν έξω από έναν πολύ μικρό κύκλο παρατηρητών που γνωρίζουν καλά τα πολιτικά πράγματα, ήταν εύκολο να μη το αντιληφθεί. Αλλά το περιεχόμενο των μέσων σταδιακά άλλαξε έως ότου έγινε δύσκολο να διακριθεί το ρεπορτάζ από την προπαγάνδα του καθεστώτος. Παρόμοιες εξελίξεις έχουν σημειωθεί στην Αίγυπτο, την Ουγγαρία, την Ινδία, την Ινδονησία, το Μαυροβούνιο, τη Νιγηρία, το Πακιστάν, την Πολωνία, την Ρωσία, την Σερβία, την Τανζανία, την Τυνησία, την Τουρκία, την Ουγκάντα, και την Βενεζουέλα, μεταξύ άλλων χωρών.
Με την πάροδο του χρόνου, δημιουργείται ένας ψευδο-Τύπος, ο οποίος διατηρεί όλες τις συμβάσεις και τις εξωτερικές παγίδες της ανεξάρτητης δημοσιογραφίας, αλλά καμία από την ουσία της. Ο συνδυασμός ψευδο-εκλογών, ψευδο-νόμων, και ψευδο-Τύπου αποδίδει ψευδο-δημοκρατία: ένα σύστημα διακυβέρνησης που μιμείται την δημοκρατία για να την ανατρέψει.

ΑΡΧΙΜΑΦΙΟΖΟΙ ΕΧΟΝΤΕΣ ΤΗΝ ΕΥΘΥΝΗ

Αλλά η παραποίηση της δημοκρατίας είναι μέσο, όχι σκοπός. Ο απώτερος στόχος είναι να μετατραπεί το κράτος σε κέντρο κερδοφορίας για μια νέα εγκληματική παρέα και να χρησιμοποιήσει τα έσοδα της μεγάλης κλίμακας εγκληματικότητας για να σφίξει την λαβή της στην εξουσία. Οι νέοι αυταρχικοί ξεπερνούν πολύ την παραδοσιακή διαφθορά. Δεν επιβλέπουν απλώς ένα σύστημα στο οποίο ορισμένοι εγκληματίες εντός και εκτός κυβέρνησης πλουτίζουν κρυφά. Αντί γι’ αυτό, χρησιμοποιούν εγκληματικές ενέργειες και στρατηγικές για να προωθήσουν τα πολιτικά και οικονομικά συμφέροντα της κυβέρνησής τους στο εσωτερικό και στο εξωτερικό.

Τα εγκληματικά κράτη εισάγουν το σύνηθες ρεπερτόριο ενός αρχηγού συμμορίας, όπως οι χρηματικές απαιτήσεις για προστασία, ο φανερός εκφοβισμός, και οι ξυλοδαρμοί στους δρόμους, στους πολιτικούς σκοπούς: φίμωση αντιπάλων, εκφοβισμός επικριτών, επιβολή συνενοχής, πλουτισμός συμμάχων, και εξαγορά πολιτικής υποστήριξης εσωτερικά και εξωτερικά. Ένα εγκληματικό κράτος [17] συνδυάζει την παραδοσιακή πολιτική τέχνη με τις στρατηγικές και τις μεθόδους των διεθνικών εγκληματικών καρτέλ και χρησιμοποιεί αυτό το μείγμα στην υπηρεσία τόσο των εγχώριων πολιτικών στόχων του όσο και του γεωπολιτικού ανταγωνισμού. Ορισμένες υποθέσεις είναι διαβόητες, όπως ο βαθύς βάλτος των επιχειρηματικών, πληροφοριακών, και πολιτικών δεσμών μεταξύ του Οργανισμού Τραμπ και Ρώσων ολιγαρχών και αξιωματούχων που οδήγησαν στην πρώτη μομφή κατά του Τραμπ και είναι το επίκεντρο των συνεχιζόμενων ερευνών από διάφορες διαφορετικές υπηρεσίες των ΗΠΑ. Στην Ρωσία, ο Πούτιν κατάφερε να μετατρέψει το παλιό σοβιετικό σύστημα σε ένα μαφιόζικο κράτος στο οποίο μια ελάχιστη ελίτ απολαμβάνει ασφάλεια και εξαιρετικό πλούτο και δίνει λόγο μόνο σε αυτόν. Η Βενεζουέλα [18] παρέχει ένα ακόμη πιο ακραίο παράδειγμα: σε συνέργεια με το καθεστώς του προέδρου Νικολάς Μαδούρο, Κολομβιανοί αντάρτες στις ζούγκλες της Βενεζουέλας εξορύσσουν παράνομα χρυσό που στην συνέχεια ξεπλένεται στο Κατάρ και την Τουρκία, παρακάμπτοντας τις κυρώσεις των ΗΠΑ για την χρηματοδότηση του καθεστώτος της Βενεζουέλας. Αυτό είναι οργανωμένο έγκλημα, ναι, αλλά είναι και κάτι πολύ περισσότερο από αυτό˙ είναι οργανωμένο έγκλημα ως κρατικό έργο, που συντονίζεται από τις κυβερνήσεις τριών χωριστών εθνών-κρατών.

ΥΠΝΟΒΑΤΩΝΤΑΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΑΠΟΛΥΤΑΡΧΙΑ

Οι δημοκρατίες έχουν ένα διαρθρωτικό μειονέκτημα όταν πρόκειται για την καταπολέμηση της ανόδου αυτής της νέας φυλής αυταρχικών. Ο διάλογος, η μακροθυμία, ο συμβιβασμός, η ανεκτικότητα, και η θέληση αποδοχής της νομιμότητας της προσπάθειας ενός αντιπάλου για [να αναλάβει] την εξουσία είναι απαραίτητα για μια λειτουργική δημοκρατία. Αλλά στην εποχή της πολιτικής ως ψυχαγωγίας, αυτές οι αξίες χάνουν συνεχώς χώρο από τα αντίθετά τους, δηλαδή το υβρεολόγιο, τον μαξιμαλισμό, τη μισαλλοδοξία, τον φανατισμό, τον μεσσιανισμό, την δαιμονοποίηση των αντιπάλων και, πολύ συχνά, το μίσος και την βία.

Ο παραδοσιακός διαχωρισμός της πολιτικής και της ψυχαγωγίας επέβαλε το δικό του σύνολο προστατευτικών φραγμών: επίσημοι θεσμοί (όπως νόμοι, νομοθετικά σώματα, και δικαστήρια) και άτυποι κανόνες (της ευπρέπειας, της αξιοπρέπειας του αξιώματος, κ.λπ.) ήταν εξαιρετικά αποτελεσματικοί τρόποι περιορισμού της εξουσίας. Αλλά οι κανόνες είναι άρρητοι και κακώς καθορισμένοι, κάτι που τους καθιστά ευάλωτους. Όταν οι πολιτικοί είναι απλώς δημόσιοι λειτουργοί, είναι πολύ πιο εύκολο για το πολιτικό σύστημα να επιβάλει περιορισμούς στην συμπεριφορά τους. Το καθεστώς διασημότητας των νέων αυταρχικών χαλαρώνει αυτούς τους περιορισμούς. Οι θαυμαστές τους έχουν επενδύσει τόσα πολλά από την δική τους ταυτότητα στους ηγέτες τους που δεν μπορούν να τους επιτρέψουν να αποτύχουν.

Επιπλέον, η αυξανόμενη δυσαρέσκεια σε μεγάλο μέρος του πλανήτη έχει δημιουργήσει ένα γόνιμο περιβάλλον για αυτούς τους αυταρχικούς. Αυτή η απογοήτευση δεν περιορίζεται σε εκείνους που βρίσκονται σε ανέχεια, γιατί δεν είναι μόνο οι φτωχοί που είναι απογοητευμένοι με την τύχη τους στην ζωή. Ούτε αυτός ο θυμός αποδίδεται αποκλειστικά στην οικονομική ανισότητα, αν και η ανισότητα, έχοντας αποκτήσει πρωτοφανή ισχύ ως πηγή κοινωνικής σύγκρουσης, τροφοδοτεί το αίσθημα αδικίας που θυμώνει τους ανθρώπους. Μια σημαντική πηγή άγχους για όσους έχουν καλύψει τις βασικές τους ανάγκες (φαγητό, στέγη πάνω από το κεφάλι τους, κάποιο τακτικό εισόδημα, υγειονομική περίθαλψη, ασφάλεια) είναι η ασυμφωνία του status: η πικρία που πηγάζει όταν οι άνθρωποι συμπεραίνουν ότι η οικονομική και κοινωνική τους πρόοδος είναι μπλοκαρισμένες και έχουν κολλήσει σε ένα χαμηλότερο σκαλοπάτι από αυτό που περίμεναν να καταλάβουν στην κοινωνία. Η ασυμφωνία του status ενισχύεται από την αίσθηση ότι αντί να πλησιάζει κάποιος πιο κοντά στην θέση που του αξίζει στην κοινωνία, πέφτει όλο και πιο κάτω από την φυσική του θέση στην ιεραρχία.

Αυτή η εμπειρία της ασυμφωνίας του status ενώνει τις απόψεις πολύ διαφορετικών ανθρώπων που έχουν υποστηρίξει επίδοξους αυταρχικούς σε πολύ διαφορετικά πλαίσια. Ο καθοδικά κινούμενος δάσκαλος στις Φιλιππίνες, ο εκτοπισμένος εργάτης αυτοκινήτων στο Μίσιγκαν, ο άνεργος πτυχιούχος πανεπιστημίου στη Μόσχα, και ο οικοδόμος που παλεύει στην Ουγγαρία μπορεί να μην έχουν πολλά κοινά, αλλά όλοι νιώθουν το τσίμπημα της απογοήτευσης από μια ζωή που δεν ανταποκρίνεται στις προσδοκίες που είχαν διαμορφώσει, στο μέλλον που είχαν οραματιστεί για τους ίδιους και τις οικογένειές τους. Η ιστορία του εικοστού πρώτου αιώνα μέχρι στιγμής είναι για το πώς οι απογοητευμένοι ξεσπούν πολιτικά, δημιουργώντας μια σειρά από κρίσεις για τις οποίες τα φιλελεύθερα πολιτικά συστήματα δεν είναι καλά εξοπλισμένα να επεξεργαστούν και να ανταποκριθούν έγκαιρα.

Ακόμη και όταν λειτουργούν αποτελεσματικά, τα καλύτερα δημοκρατικά συστήματα βασίζονται σε μπερδεμένους συμβιβασμούς που αφήνουν τους πάντες κάπως -αλλά ποτέ πάρα πολύ- απογοητευμένους και δυσαρεστημένους. Όλο και περισσότερο, ωστόσο, οι δημοκρατίες δεν είναι στα καλύτερά τους. Αντί να εμπλέκονται σε μπερδεμένους αλλά εφαρμόσιμους συμβιβασμούς, είναι πιασμένες σε ένα διαρκές αδιέξοδο. Οι συμβιβασμοί, όταν επιτυγχάνονται, μερικές φορές είναι τόσο ελάχιστοι που αφήνουν όλες τις πλευρές να βράζουν από περιφρόνηση. Όταν συμβαίνει αυτό -όταν η ικανότητα επίλυσης προβλημάτων πέφτει κάτω από ένα κρίσιμο όριο- το έδαφος είναι έτοιμο για τους αυταρχικούς που υπόσχονται απλές λύσεις σε πολύπλοκα προβλήματα.

Αυτή η αρτηριοσκλήρυνση μπορεί εν μέρει να μετατραπεί σε ρυθμιστική σύλληψη, στην οποία οι βιομηχανίες, μέσω λόμπι και πολιτικών συνεισφορών, μπορούν να ασκήσουν τεράστια επιρροή στους ρυθμιστικούς φορείς που υποτίθεται ότι τις παρακολουθούν. Αυτό μερικές φορές θεωρείται ως μια ασθένεια καθαρά των ΗΠΑ, αλλά δεν είναι. Σε όλες τις ώριμες δημοκρατίες, οι καλά οργανωμένες ομάδες συμφερόντων κατέχουν ολοένα και περισσότερο τις διαδικασίες λήψης αποφάσεων στα θέματα που τους απασχολούν. Για παράδειγμα, είναι σχεδόν αδύνατο η Ευρωπαϊκή Ένωση, να κάνει σημαντικές αλλαγές στις γεωργικές πολιτικές της χωρίς την έγκριση των ευρωπαϊκών αγροτικών επιχειρήσεων [19]. Τα μεταλλευτικά συμφέροντα στην Αυστραλία, οι εταιρείες τηλεπικοινωνιών στον Καναδά, και οι τσιμεντοβιομηχανίες στην Ιαπωνία έχουν τελειοποιήσει όλες τις σκοτεινές τέχνες της δέσμευσης ρυθμιστικών Αρχών, καθιστάμενες μακράν οι κυρίαρχες φωνές στις συζητήσεις πολιτικής σε κάθε έναν από τους τομείς τους. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, η Wall Street, το Hollywood, και η Silicon Valley δεν είναι μόνο γεωγραφικές τοποθεσίες˙ φιλοξενούν επίσης τα κεντρικά γραφεία μεγάλων εταιρειών που έχουν σφιχτό έλεγχο στις ρυθμιστικές Αρχές τους. Η αδυναμία περιορισμού της δέσμευσης των ρυθμιστικών Αρχών σημαίνει ότι καθώς βαθαίνει η εισοδηματική ανισότητα, η ίδια η ανάπτυξη έχει γίνει μια από αυτές τις πολιτικές που ωφελούν πολύ λίγους ανθρώπους και τους πολλούς σχεδόν καθόλου. Στριμωγμένες από περισσότερους τομείς πολιτικής που έχουν αιχμαλωτιστεί από τα συμφέροντα της βιομηχανίας, οι σημερινές δημοκρατίες δυσκολεύονται όλο και περισσότερο να δώσουν επαρκείς απαντήσεις στα αιτήματα των ψηφοφόρων. Πρόσφατα στοιχεία είναι η πολιτική αναταραχή στην Χιλή, μια αναπτυσσόμενη χώρα που είχε γίνει τόσο οικονομικά επιτυχημένη όσο και μια σταθερή δημοκρατία. Οι διαψευσμένες προσδοκίες μιας ήδη απογοητευμένης μεσαίας τάξης τροφοδότησαν την δυσαρέσκεια που κλιμακώθηκε σταδιακά και στην συνέχεια ξέσπασε δια μιάς, κλονίζοντας το σύστημα που υπήρχε εδώ και τρεις δεκαετίες.

Οι αδυναμίες που απαντώνται συνήθως στις δημοκρατίες καθιστούν επίσης δύσκολη την δημιουργία ενός ενιαίου μετώπου ενάντια στους νέους αυταρχικούς. Κοιτάξτε, για παράδειγμα, πώς οι δομές ψηφοφορίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση [20] την εμπόδισαν να κάνει τον Όρμπαν υπόλογο ή να αποτρέψει την Ουγγαρία από το να μπλοκάρει την κριτική στην Κίνα [21] και την Ρωσία. Οι απογοητεύσεις της κυβέρνησης Τραμπ με τις προκλήσεις και τους δημοκρατικούς κανόνες της πολυμερούς διπλωματίας την έκαναν να αποσυρθεί από διάφορους διεθνείς φορείς. Το 2018, αποχώρησε από το Συμβούλιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ, επικαλούμενη την συμμετοχή κακόβουλων όπως η Κίνα [22], η Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, και η Βενεζουέλα. Ωστόσο, όπως σημείωσε ο Eliot Engel, τότε Δημοκρατικός βουλευτής από τη Νέα Υόρκη, αυτή η αποχώρηση απλώς επέτρεψε «στους κακούς δρώντες του συμβουλίου να ακολουθήσουν ανεξέλεγκτα τις χειρότερες παρορμήσεις τους». Ο τρόπος για να ενισχύσουμε την δημοκρατία δεν είναι να αποχωρούμε από τα οικουμενικά σώματα, που είναι τα πεδία μάχης για επιρροή, αλλά να σφυρηλατήσουμε συμμαχίες μέσα τους και να τα χρησιμοποιήσουμε πιο αποτελεσματικά. Για παράδειγμα, οι δημοκρατίες αντιπροσωπεύουν το 80% της χρηματοδότησης του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας: εάν συγκεντρωθεί σωστά, αυτή η δύναμη θα μπορούσε να αμβλύνει την προσπάθεια της Κίνας, η οποία συμβάλλει μόνο με 2%, να διαστρεβλώσει την αρχική έρευνα του οργανισμού για την προέλευση της πανδημίας της COVID-19 [23].

ΤΙ ΜΑΣ ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ;

«Δεν ξέρουμε τι μας συμβαίνει», έγραψε ο Ισπανός φιλόσοφος José Ortega y Gasset το αποπροσανατολιστικό έτος 1929, προσθέτοντας, «και αυτό ακριβώς είναι που μας συμβαίνει». Τα δεινά της δημοκρατίας σήμερα θυμίζουν εκείνη την επίπληξή του.

Οι υπερασπιστές της δημοκρατίας φαίνονται να έχουν καταληφθεί εκτός ισορροπίας όχι μόνο από την κραυγαλέα εγκληματικότητα των νέων αυταρχικών αλλά και από την επίθεση κατά των δημοκρατικών ελέγχων και ισορροπιών (checks and balances). Οι πολιτικοί ηγέτες και οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής απέτυχαν να αντιμετωπίσουν τις αντιφιλελεύθερες, λαϊκιστικές αφηγήσεις˙ τις πολωτικές τακτικές˙ και την δηλητηριώδη δύναμη της απάτης της μετα-αλήθειας. Δεν έχουν ακόμη προωθήσει μια συναρπαστική υπόθεση για την φιλελεύθερη δημοκρατία υπό το κράτος δικαίου -μια θεσμική ρύθμιση που πάρα πολλοί νέοι έχουν φθάνει να αντιλαμβάνονται ως μια γραφική αναδρομή με μικρή συνάφεια με την σύγχρονη πραγματικότητα. Το χειρότερο, ούσες αποπροσανατολισμένες από τα πολλαπλά επίπεδα προσομοίωσης που περιλαμβάνει η σύγχρονη απολυταρχία, οι δημοκρατικές κοινωνίες δεν έχουν καν κατανοήσει πλήρως ότι αγωνίζονται για την προστασία των ελευθεριών τους. Αυτό είναι ένα βασικό στρατηγικό πλεονέκτημα για τους αυταρχικούς ηγέτες: γνωρίζουν ότι πρέπει να υπονομεύσουν την δημοκρατία για να επιβιώσουν, ενώ οι δημοκράτες δεν έχουν ακόμη συνειδητοποιήσει ότι πρέπει να νικήσουν τη νέα απολυταρχία εάν θέλουν να επιβιώσουν.

Η αντεπίθεση θα απαιτήσει αποφασιστικότητα και κινητοποίηση όλων των ειδών των πόρων -πολιτικών, οικονομικών, και τεχνολογικών. Όσοι μάχονται για λογαριασμό των δημοκρατικών θεσμών θα πρέπει να ενισχύσουν τους ελέγχους και τις ισορροπίες και να εγκρίνουν μέτρα που στοχεύουν στην προώθηση του θεμιτού πολιτικού ανταγωνισμού. Οι διπλωμάτες που επιθυμούν να διατηρήσουν την δημοκρατία θα πρέπει να πιέσουν για πιο αποτελεσματικούς κανόνες στην διεθνή σκηνή για να ελέγξουν την διάδοση της εξαπάτησης της μετα-αλήθειας στα μέσα ενημέρωσης, νέα και παλιά.

Τίποτα από αυτά δεν είναι δυνατό χωρίς σαφήνεια. Κανένα πρόβλημα δεν έχει λυθεί ποτέ χωρίς να έχει προηγουμένως εντοπιστεί, και κανένας αγώνας δεν έχει νικητές χωρίς να έχει διεξαχθεί. Η αναγνώριση του μεγέθους του προβλήματος είναι ένα σημαντικό πρώτο βήμα˙ πρέπει να ακολουθήσει δράση. Εάν οι δημοκρατίες περιμένουν μέχρι το τέλος του παιχνιδιού των νέων αυταρχικών να γίνει ξεκάθαρο, θα είναι πολύ αργά.

*Το δοκίμιο αυτό έχει δημοσιευθεί στο τεύχος αριθ. 78 (Οκτώβριος - Νοέμβριος 2022) του Foreign Affairs The Hellenic Edition.

Σύνδεσμοι:
[1] https://www.amazon.com/dp/B092T9GYKN/ref=dp-kindle-redirect?_encoding=UT...
[2] https://www.foreignaffairs.com/articles/brazil/2020-08-11/jair-bolsonaro...
[3] https://www.foreignaffairs.com/articles/hungary/2022-04-19/how-autocrats...
[4] https://www.foreignaffairs.com/articles/india/2019-12-20/modi-pushes-ind...
[5] https://www.foreignaffairs.com/articles/mexico/2019-05-13/mexicos-new-pr...
[6] https://www.foreignaffairs.com/articles/philippines/2016-11-02/dutertes-...
[7] https://www.foreignaffairs.com/tags/vladimir-putin
[8] https://www.foreignaffairs.com/articles/middle-east/2022-01-04/erdogans-...
[9] https://www.foreignaffairs.com/anthologies/2020-11-27/trumps-world
[10] https://www.foreignaffairs.com/tags/populism
[11] https://www.foreignaffairs.com/topics/globalization
[12] https://www.foreignaffairs.com/regions/bolivia
[13] https://www.foreignaffairs.com/regions/philippines
[14] https://www.foreignaffairs.com/articles/world/2022-01-10/democracy-talk-...
[15] https://www.foreignaffairs.com/regions/hungary
[16] https://www.foreignaffairs.com/articles/ukraine/2022-01-27/putin-doctrine
[17] https://www.foreignaffairs.com/articles/djibouti/2020-06-09/rise-strateg...
[18] https://www.foreignaffairs.com/regions/venezuela
[19] https://www.foreignaffairs.com/articles/united-states/2021-10-07/chance-...
[20] https://www.foreignaffairs.com/topics/european-union
[21] https://www.foreignaffairs.com/articles/china/2020-12-04/chinese-communi...
[22] https://www.foreignaffairs.com/regions/china
[23] https://www.foreignaffairs.com/tags/coronavirus

Copyright © 2022 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Στα αγγλικά: https://www.foreignaffairs.com/articles/world/2022-02-22/dictators-new-p...

Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στην διεύθυνση www.twitter.com/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στην διεύθυνση www.facebook.com/ForeignAffairs.gr και στο linkedin στην διεύθυνση https://www.linkedin.com/company/foreign-affairs-the-hellenic-edition