Η παράξενη υπόθεση του «Συνδρόμου του Ιράκ» | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η παράξενη υπόθεση του «Συνδρόμου του Ιράκ»

Πώς οι ελίτ παρερμηνεύουν τις δημόσιες αντιλήψεις για τον πόλεμο

Ομοίως, ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, παρά το γεγονός ότι μίλησε με πολεμικούς όρους για την Βόρεια Κορέα, το Ιράν, και το ISIS, φρόντισε να αποφύγει τις άμεσες αντιπαραθέσεις με τους δύο πρώτους και να κηρύξει γρήγορα τη νίκη, και στην συνέχεια να περιορίσει τις επιχειρήσεις, εναντίον του τρίτου. Ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, ήταν επίσης ευαίσθητος στην κριτική ότι η υποστήριξη των ΗΠΑ στην Ουκρανία θα μπορούσε να μετατραπεί σε μια χωρίς τέλος δέσμευση αμερικανικών δυνάμεων «όπως στο Ιράκ», και ήταν σχολαστικός σχετικά με τον περιορισμό της εμπλοκής των ΗΠΑ μόνο στην ανταλλαγή πληροφοριών και στην παροχή όπλων. Σε κάθε πολιτική συζήτηση από τις προεδρικές εκλογές του 2004 και μετά, οι περιστερές είχαν το πλεονέκτημα, πάντα έτοιμες να υποστηρίξουν ότι οποιαδήποτε επίδειξη στρατιωτικής ισχύος εκ μέρους των ΗΠΑ θα μπορούσε να μετατραπεί σε ένα άλλο Ιράκ.

Αλλά αν οι πολιτικοί και οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής έχουν ξεκάθαρα πληγεί [από το σύνδρομο], υπάρχουν λιγότερες ενδείξεις ότι το ευρύ κοινό έχει κολλήσει το σύνδρομο του Ιράκ. Για αρχή, ακόμη και κατά την διάρκεια του πολέμου στο Ιράκ, το κοινό δεν ήταν φοβικό για τα θύματα. Σε αντίθεση με τις προσδοκίες πολλών, το κοινό των ΗΠΑ έκανε σε μεγάλο βαθμό αιτιολογημένες και εύλογες εκτιμήσεις για τον πόλεμο. Σίγουρα, η δημόσια υποστήριξη μειώθηκε κάπως καθώς αυξανόταν ο αριθμός των νεκρών, αλλά τέτοιες διακυμάνσεις εξαρτήθηκαν περισσότερο από τις προσδοκίες για την τελική έκβαση του πολέμου. Όταν φαινόταν ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα μπορούσαν να κερδίσουν, το κοινό ήταν πρόθυμο να συνεχίσει τον πόλεμο. Όταν φαινόταν ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα μπορούσαν να χάσουν, οι απώλειες αποδείχθηκαν πολύ πιο διαβρωτικές για την δημόσια υποστήριξη. Ακόμη και αφότου μετατοπίστηκε η κοινή γνώμη και οι περισσότεροι Αμερικανοί άρχισαν να βλέπουν την εισβολή ως λάθος, δεν υπήρχαν ευρέως διαδεδομένα αιτήματα για απότομη αποχώρηση. Το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα έχασε έδρες στις ενδιάμεσες εκλογές του 2006 εν μέρει λόγω του Ιράκ, αλλά ο Μπους ήταν παρ' όλα αυτά σε θέση να συγκεντρώσει επαρκή πολιτική υποστήριξη για να εφαρμόσει την ενίσχυση [των στρατευμάτων].

Το κοινό αποδείχθηκε επίσης εκπληκτικά ανεκτικό στην συνεχιζόμενη στρατιωτική εμπλοκή των ΗΠΑ στο Ιράκ και το Αφγανιστάν κατά την διάρκεια της θητείας του Ομπάμα. Αν και έκανε εκστρατεία κατά του πολέμου, ο Ομπάμα εγκατέλειψε γρήγορα το σχέδιό του να φύγει αμέσως από το Ιράκ, ακολουθώντας αρχικά το χρονοδιάγραμμα αποχώρησης που είχε σχεδιάσει ο Μπους. Ο Ομπάμα τελικά εγκατέλειψε αυτό το χρονοδιάγραμμα, αποφασίζοντας να φύγει εντελώς από το Ιράκ το 2012 αντί να κρατήσει εκεί μια μικρή δύναμη όπως είχε αρχικά προγραμματιστεί. Αλλά πλήρωσε μόνο ένα μικρό πολιτικό τίμημα όταν αντέστρεψε ξανά πορεία και έστειλε μαχητικά στρατεύματα πίσω στο Ιράκ για να βοηθήσουν στην καταπολέμηση του ISIS το 2014. Από την πλευρά του, ο Τραμπ δεν αντιμετώπισε ουσιαστική δημόσια πίεση για να σταματήσει την εκστρατεία κατά του ISIS και έλαβε σχετικά λίγη πίστωση από το κοινό για την έναρξη της εξόδου των ΗΠΑ από το Αφγανιστάν.

Δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι αντί να αντιτίθεται αντανακλαστικά στον πόλεμο, το κοινό των ΗΠΑ προβαίνει σε εύλογους συμβιβασμούς όταν αποφασίζει εάν θα υποστηρίξει την χρήση βίας. Δημοσκοπήσεις που έγιναν πριν και μετά τον πόλεμο στο Ιράκ δείχνουν ότι η προθυμία του κοινού να πληρώσει το ανθρώπινο κόστος του πολέμου εξαρτάται τόσο από την σημασία της αποστολής για την ασφάλεια των ΗΠΑ όσο και από την πιθανότητα επιτυχίας της αποστολής. Για παράδειγμα, τον Νοέμβριο του 2021 επαναλάβαμε ένα δημοσκοπικό πείραμα που πραγματοποιήσαμε αρχικά το 2004, το οποίο ρωτούσε τους συμμετέχοντες εάν θα υποστήριζαν μια υποθετική σύγκρουση με βάση τις πληροφορίες που παρείχαν οι Αρχηγοί του Γενικού Επιτελείου. Το 2021, όπως και το 2004, τόσο ο πιθανός αριθμός των θυμάτων όσο και οι προοπτικές επιτυχίας είχαν σημαντικό αντίκτυπο στην υποστήριξη για την υποθετική αποστολή, υποδηλώνοντας ότι το κοινό των ΗΠΑ υιοθετεί μια ορθολογική προσέγγιση για την στάθμιση του κόστους και των ωφελειών από την χρήση στρατιωτικής βίας.

ΕΝΑΣ ΔΙΕΘΝΙΣΤΙΚΟΣ ΛΑΟΣ

Η δημοτικότητα του Τραμπ μπορεί να προήλθε εν μέρει από τα εναντίον του Ιράκ αισθήματα εντός του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος. Αλλά ο απομονωτισμός δεν έχει καταλάβει σταθερά το ευρύτερο κοινό, το οποίο παραμένει γενικά σε διεθνιστικό προσανατολισμό, με υψηλό επίπεδο εμπιστοσύνης στον στρατό, ιδιαίτερα σε σύγκριση με άλλους θεσμούς. Σύμφωνα με μια έρευνα της Gallup του 2023, το 65% των Αμερικανών θεώρησε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα έπρεπε να αναλάβουν ηγετικό ή σημαντικό ρόλο στις παγκόσμιες υποθέσεις -μόνο μια μικρή πτώση από τον Φεβρουάριο του 2001, όταν το 73% των Αμερικανών είχε την ίδια άποψη.

Επιπλέον, το κοινό των ΗΠΑ συνεχίζει να πιστεύει ότι οι ένοπλες δυνάμεις του έθνους είναι εξαιρετικές. Σύμφωνα με μια δημοσκόπηση από την Gallup το 2022, το 51% των Αμερικανών συμφώνησε με την δήλωση ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν τον ισχυρότερο στρατό στον κόσμο, το ίδιο ποσοστό που συμφωνούσε το 2000. Αν και η λαϊκή εμπιστοσύνη σε σχεδόν κάθε δημόσιο φορέα έχει μειωθεί τις τελευταίες δεκαετίες , η εμπιστοσύνη στον στρατό των ΗΠΑ παραμένει υψηλή. Μια ξεχωριστή δημοσκόπηση της Gallup το 2022 έδειξε ότι το 64% των Αμερικανών έχουν «μεγάλη» ή «πολλή» εμπιστοσύνη στον στρατό των ΗΠΑ. Αυτό είναι ελαφρώς χαμηλότερο από τα επίπεδα εμπιστοσύνης που εξέφρασαν οι Αμερικανοί τα χρόνια μετά την 11η Σεπτεμβρίου, αλλά παρόμοιο με τα επίπεδα που εξέφρασαν την δεκαετία του 1990 και ιδιαίτερα υψηλότερο από αυτά που ανέφεραν τις δεκαετίες του 1970 και του 1980.