Αντιμετωπίζοντας τον νέο πυρηνικό κίνδυνο | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Αντιμετωπίζοντας τον νέο πυρηνικό κίνδυνο

Πώς μια παγκόσμια δικλείδα ασφαλείας μπορεί να αποτρέψει την καταστροφή
Περίληψη: 

Ακόμη και αν ο στόχος του αφοπλισμού παραμένει άπιαστος, υπάρχουν ακόμη πολλά που μπορούν να κάνουν τώρα τα πυρηνικά εξοπλισμένα κράτη για να αποτρέψουν μια πιθανή καταστροφή.

Ο ERNEST J. MONIZ είναι συμπρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της Πρωτοβουλίας για την Πυρηνική Απειλή (Nuclear Threat Initiative ) και ομότιμος καθηγητής Φυσικής και Μηχανικών Συστημάτων στην έδρα Cecil και Ida Green στο MIT. Διετέλεσε υπουργός Ενέργειας των ΗΠΑ από το 2013 έως το 2017.
Ο SAM NUNN είναι συμπρόεδρος της Nuclear Threat Initiative, την οποία ίδρυσε μαζί με τον Ted Turner, και πρώην γερουσιαστής των ΗΠΑ από την Τζόρτζια. Διετέλεσε πρόεδρος της Επιτροπής Ενόπλων Δυνάμεων της Γερουσίας από το 1987 έως το 1995.

Στα τέλη Μαρτίου, ο Ρώσος πρόεδρος, Βλαντιμίρ Πούτιν, ανακοίνωσε ότι η Ρωσία προτίθεται να ξαναφέρει τακτικά πυρηνικά όπλα μικρού βεληνεκούς στην Λευκορωσία, υπογραμμίζοντας για άλλη μια φορά την τρομακτική προοπτική της χρήσης τέτοιων όπλων στον πόλεμο στην Ουκρανία. Εν τω μεταξύ, η Βόρεια Κορέα συνεχίζει ένα επιταχυνόμενο πρόγραμμα πυραυλικών δοκιμών, συμπεριλαμβανομένων διηπειρωτικών βαλλιστικών πυραύλων που μπορούν να πλήξουν τις Ηνωμένες Πολιτείες. Η Κίνα φαίνεται να έχει δεσμευτεί σε μια σημαντική επέκταση του προγράμματος πυρηνικών όπλων της. Και το μέλλον του ελέγχου των πυρηνικών όπλων μοιάζει δυσοίωνο, μετά την ανακοίνωση της Ρωσίας νωρίτερα φέτος ότι αναστέλλει την εφαρμογή ορισμένων υποχρεώσεων στο πλαίσιο της Νέας Συνθήκης για τη Μείωση των Στρατηγικών Όπλων (New Strategic Arms Reduction Treaty -New START) με τις Ηνωμένες Πολιτείες.

06042023-1.jpg

Ένα σύστημα διηπειρωτικού βαλλιστικού πυραύλου σε στρατιωτική παρέλαση, στη Μόσχα, τον Απρίλιο του 2022. Maxim Shemetov / Reuters
-------------------------------------------------

Ενόψει αυτών των ανησυχητικών εξελίξεων, η εξεύρεση νέων προσεγγίσεων για την πρόληψη της χρήσης πυρηνικών όπλων δεν ήταν ποτέ πιο επείγουσα. Οι διαθέσιμες οδοί για τη μείωση της πυρηνικής απειλής, στρατηγικές που έχουν οικοδομηθεί από την κρίση των πυραύλων της Κούβας το 1962, συνεχίζουν να κλείνουν. Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι οποιαδήποτε νέα συνθήκη για τα πυρηνικά όπλα μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο διαπραγμάτευσης μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ρωσίας και να επικυρωθεί από την Γερουσία των ΗΠΑ, όταν η εμπιστοσύνη μεταξύ Ουάσιγκτον και Μόσχας είναι στο μηδέν και ο διάλογος έχει παγώσει. Ο απεριόριστος πυρηνικός ανταγωνισμός μεταξύ Ουάσινγκτον και Μόσχας θα επικαλύπτεται πλέον όχι μόνο με το διευρυνόμενο πυρηνικό οπλοστάσιο της Κίνας και τις αυξανόμενες απειλές από την Βόρεια Κορέα και το Ιράν, αλλά και με τις προσπάθειες της Ινδίας και του Πακιστάν να προωθήσουν τις πυρηνικές τους ικανότητες και ακόμη και με ορισμένους συμμάχους των ΗΠΑ που εξετάζουν το ενδεχόμενο να αποκτήσουν τα δικά τους πυρηνικά όπλα. Τα προειδοποιητικά καμπανάκια είναι εκκωφαντικά.

Κι όμως μια αποτελεσματική μορφή μείωσης των παγκόσμιων απειλών είναι εφικτή και εφαρμόσιμη: η αποτροπή της μη εξουσιοδοτημένης ή ακούσιας χρήσης πυρηνικών όπλων. Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν ήδη ξεκινήσει αυτήν την προσπάθεια στο εσωτερικό τους -ένα κρίσιμο βήμα από μόνο του- με την ελπίδα ότι και άλλα κράτη με πυρηνικά όπλα θα ακολουθήσουν το παράδειγμά τους. Υπάρχει ένας αυξανόμενος κίνδυνος να χρησιμοποιηθούν πυρηνικά όπλα με βάση εσφαλμένη κρίση, ψευδείς προειδοποιήσεις για επίθεση, ή άλλους λανθασμένους υπολογισμούς. Με την βοήθεια των ταχέων αλλαγών στην τεχνολογία, οι αντίπαλοι των ΗΠΑ, συμπεριλαμβανομένων των μη κρατικών δρώντων, θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν κυβερνοεπιθέσεις για να διαταράξουν την διοίκηση και τον έλεγχο των πυρηνικών όπλων και των συστημάτων έγκαιρης προειδοποίησης -τα συστήματα που μπορούν να εκκινήσουν το ρολόι μιας πιθανής πυρηνικής αντίδρασης αφήνοντας στις κυβερνήσεις μόνο λίγα λεπτά για να αποφασίσουν αν θα προχωρήσουν.

Εάν ο κόσμος πρόκειται να επιβιώσει σε μια νέα εποχή πυρηνικού ανταγωνισμού, κάθε χώρα που διαθέτει πυρηνικά όπλα πρέπει να ενισχύσει την άμυνά της έναντι των απειλών στον κυβερνοχώρο και της πιθανότητας χρήσης πυρηνικού όπλου από μη εξουσιοδοτημένους δρώντες, κατά λάθος, ή τυχαία. Ευτυχώς, μπορούν να το κάνουν αυτό ακόμη και ελλείψει διμερών ή πολυμερών συνθηκών, προωθώντας μια παγκόσμια πυρηνική ασφάλεια -ένα σύστημα αυτοεπιβαλλόμενων διασφαλίσεων που λαμβάνει κάθε μέλος της λέσχης των πυρηνικών όπλων. Η ευθύνη που συνοδεύει την ικανότητα χρήσης πυρηνικών όπλων θα πρέπει να αναγκάσει τα κράτη αυτά να επικεντρωθούν ενεργά στην αποφυγή μιας πυρηνικής καταστροφής.

ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΟΝΤΑΣ ΤΟ ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΟ ΟΠΛΟΣΤΑΣΙΟ

Η έννοια της πυρηνικής δικλείδας ασφαλείας χρονολογείται από την δεκαετία του 1950, όταν επικεντρώθηκε στα συστήματα μεταφοράς των πυρηνικών βομβαρδιστικών. Τις επόμενες δεκαετίες, εφαρμόστηκε ευρύτερα στους βαλλιστικούς πυραύλους. Ωστόσο, έχουν περάσει 30 χρόνια από τότε που οι Ηνωμένες Πολιτείες έκαναν την τελευταία ολοκληρωμένη αναθεώρηση της πυρηνικής ασφάλειας. Η επιτροπή που διορίστηκε το 1990 από τον υπουργό Άμυνας, Dick Cheney, και υπό την προεδρία της πρώην πρέσβειρας των ΗΠΑ στα Ηνωμένα Έθνη, Jeane Kirkpatrick, συνέστησε περισσότερα από 50 συγκεκριμένα μέτρα για την αποτροπή τυχαίας, λανθασμένης, ή μη εξουσιοδοτημένης χρήσης πυρηνικού όπλου. Έκτοτε, μια σειρά παραγόντων έχουν συνδυαστεί για να αυξήσουν τον κίνδυνο πυρηνικής γκάφας: ταχύτερα και ισχυρότερα συστήματα εκτόξευσης, η άνοδος των απειλών στον κυβερνοχώρο, η αυξανόμενη εξάρτηση των συστημάτων εκτόξευσης από την ψηφιακή τεχνολογία, η μικρότερη επικοινωνία μεταξύ πυρηνικών αντιπάλων, ο μειωμένος χρόνος λήψης αποφάσεων για τους ηγέτες των πυρηνικά εξοπλισμένων χωρών, και οι νέες αμυντικές προκλήσεις που προκύπτουν από την πρόοδο των πυρηνικών συστημάτων.