Πώς η οικονομική επιβράδυνση της Κίνας θα μπορούσε να βλάψει τον κόσμο | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Πώς η οικονομική επιβράδυνση της Κίνας θα μπορούσε να βλάψει τον κόσμο

Η βραδύτερη ανάπτυξη της Κίνας απειλεί τον αγώνα κατά της κλιματικής αλλαγής

Οι μακροπρόθεσμες προβλέψεις για την δυνητική οικονομική ανάπτυξη στηρίζονται σε τρεις παράγοντες: δημογραφικά στοιχεία [3], επενδύσεις κεφαλαίου, και παραγωγικότητα. Με την γήρανση του πληθυσμού της Κίνας και την πτώση των ποσοστών γεννήσεων, οι δημογραφικοί περιορισμοί είναι αναπόφευκτα˙ μεταξύ 2020 και 2040, ο αριθμός των Κινέζων άνω των 65 ετών θα διπλασιαστεί, καθώς ο πληθυσμός σε ηλικία εργασίας θα συνεχίσει να συρρικνώνεται, σύμφωνα με την έκθεση των Ηνωμένων Εθνών για τις Παγκόσμιες Προοπτικές Πληθυσμού. Η αύξηση των κεφαλαιακών επενδύσεων στην οικονομία πρέπει να επιβραδυνθεί, όπως αποδεικνύεται από ένα κύμα χρεοκοπιών επιχειρήσεων και τραπεζών, δημοσιονομικά ελλείμματα για τις υπερχρεωμένες τοπικές κυβερνήσεις, και μειούμενες αποδόσεις των επενδύσεων [4]. Εν ολίγοις, τα χρόνια απεριόριστου δανεισμού δεν έχουν αποφέρει επαρκή αποτελέσματα: η ανάπτυξη που καθοδηγείται από τις επενδύσεις απλώς δεν μπορεί να διαδραματίσει τόσο μεγάλο ρόλο στο μέλλον όσο στο παρελθόν. Η αύξηση της παραγωγικότητας -η βελτίωση της παραγωγής πέρα και πάνω από τις εισροές εργασίας και κεφαλαίου- έχει ήδη πέσει σε χαμηλά επίπεδα, μόλις ένα κλάσμα των προηγούμενων ρυθμών. Η αύξηση της παραγωγικότητας είναι δυνατή, αλλά μόνο αν οι οικονομικές επιδόσεις τεθούν πάνω από τις πολιτικές προτεραιότητες και ενθαρρυνθούν από τις μεταρρυθμίσεις πολιτικής που ο Σι δεσμεύτηκε να αναλάβει το 2013, αλλά τις ανέβαλε αφού αποδείχθηκαν πολύ δύσκολο να εφαρμοστούν πολιτικά. Για παράδειγμα, η κυβέρνηση ξεκίνησε την εφαρμογή φορολογικών μεταρρυθμίσεων για να δώσει στις τοπικές Αρχές μια εναλλακτική στην προώθηση της κατασκευής ακινήτων με μεγάλη ένταση άνθρακα, αλλά τις καθυστέρησε λόγω της αντίστασης στους φόρους.

Η περίοδος της πανδημίας θα μπορούσε να είχε δώσει ώθηση στις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις, αλλά μέχρι το τέλος του 2022 έκανε το αντίθετο. Χωρίς περιθώρια για συζήτηση, οι Κινέζοι αξιωματούχοι ενέκριναν περισσότερο κρατικό έλεγχο και περισσότερη διοικητική παρέμβαση στην κατανομή του κεφαλαίου. Για παράδειγμα, οι καταστολές σε πολυάριθμους άλλοτε ακμάζοντες τομείς του Διαδικτύου άφησαν πολλούς νέους και αναπτυσσόμενους κλάδους συρρικνωμένους. Το συμπτωματικό τέλος της μηδενικής COVID ήταν απόδειξη όχι μιας μεταμόρφωσης του συστήματος, αλλά απλώς της έλλειψης καλύτερων ιδεών.

Η οικονομία της Κίνας μπορεί να ακολουθήσει έναν από τους δύο δρόμους προς τα εμπρός, κανένας από τους οποίους δεν είναι πιθανό να διπλασιάσει το κατά κεφαλήν ΑΕΠ έως το 2035. Εάν οι ηγέτες παραμείνουν προσηλωμένοι στον κρατισμό, ο ρυθμός ανάπτυξης μπορεί να αυξηθεί κάπως για ένα ή δύο χρόνια, αλλά στην συνέχεια θα πέσει σε δυνητικά 2% ή και χαμηλότερα στο δεύτερο μισό αυτής της δεκαετίας. Αυτή η κρατικίστικη προσέγγιση θα συνεπάγεται πιθανότατα την προσπάθεια διατήρησης της φούσκας των ακινήτων και άλλων τομέων για τα επόμενα περίπου δύο χρόνια και την αναδιάρθρωση βουνών χρέους της τοπικής αυτοδιοίκησης εις βάρος των νοικοκυριών και άλλων αποταμιευτών, δεσμεύοντας έτσι μακροπρόθεσμα κεφάλαια σε τομείς χαμηλής απόδοσης και περιορίζοντας τις επενδύσεις σε μελλοντική ανάπτυξη, καινοτομία, και αξία. Αντίθετα, αν η Κίνα επαναλάβει τις μεταρρυθμίσεις, η ανάπτυξη θα πέσει ακόμη χαμηλότερα μεσοπρόθεσμα, αλλά στην συνέχεια θα μπορούσε να επιστρέψει ενδεχομένως στο 4% καθώς πλησιάζει το 2030 -ένας σταθερός ρυθμός ανάπτυξης για μια χώρα μεσαίου εισοδήματος του μεγέθους της Κίνας. Αλλά η μεταρρύθμιση απαιτεί σκληρές διαρθρωτικές προσαρμογές, με πόνο σε τομείς με πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα, όπως η βαριά βιομηχανία˙ παραίτηση από τον σημαντικό κρατικό έλεγχο της ιδιοκτησίας και του εμπορίου˙ και αποδοχή της ασθενέστερης ανάπτυξης όσο διαρκεί η προσαρμογή. Είτε το Πεκίνο αγκαλιάσει τη μεταρρύθμιση είτε όχι, οι ημέρες της υπερ-υψηλής ανάπτυξης έχουν περάσει, αλλά αυτό είναι ένα μέτρο της επιτυχίας της ανάπτυξης της Κίνας και δεν αποτελεί λόγο απογοήτευσης.

ΠΡΑΣΙΝΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ

Μια κρατικιστική προσέγγιση, ωστόσο, θα θέσει σε κίνδυνο τα κινεζικά σχέδια για την απαλλαγή της οικονομίας από τον άνθρακα. Ο Li Keqiang, ο πρόσφατα αποχωρήσας πρωθυπουργός της Κίνας, τόνισε τις ενεργειακές και περιβαλλοντικές επιδόσεις της χώρας τα τελευταία χρόνια στην τελική του έκθεση προς το Εθνικό Λαϊκό Συνέδριο του Μαρτίου 2023. Ο Li σημείωσε ότι παρόλο που το ΑΕΠ αυξήθηκε με μέσο ετήσιο ρυθμό 5,2% από το 2018 έως το 2022, η ενεργειακή ένταση του ΑΕΠ μειώθηκε κατά 8,1%, και η ένταση του διοξειδίου του άνθρακα του ΑΕΠ μειώθηκε κατά 14,1%. Η ενεργειακή ένταση του ΑΕΠ είναι ένα μέτρο της ενεργειακής απόδοσης μιας οικονομίας, δηλαδή πόσες μονάδες ενέργειας χρειάζονται για να παραχθεί οικονομικό προϊόν. Η ένταση διοξειδίου του άνθρακα του ΑΕΠ είναι ομοίως ένα μέτρο του πόσο διοξείδιο του άνθρακα εκπέμπεται ανά μονάδα ΑΕΠ. Μαζί, τα δύο μέτρα βοηθούν στην παρακολούθηση της προόδου της κλιματικής μετάβασης της Κίνας [5].

Ο συνδυασμός, ωστόσο, της βραδύτερης ανάπτυξης και της συνεχιζόμενης εξάρτησης από την ενεργοβόρα οικονομική δραστηριότητα οδηγεί την Κίνα να ξεφύγει από την αναμενόμενη τροχιά της. Τα αναφερόμενα στοιχεία της Κίνας για το 2022 καταδεικνύουν ήδη αυτό το πρόβλημα. Σύμφωνα με τις επίσημες στατιστικές, η Κίνα πέτυχε μόνο 0,1% μείωση της ενεργειακής έντασης και 0,8% μείωση της έντασης άνθρακα πέρυσι. Οι μειώσεις της ενεργειακής έντασης έχουν μείνει στάσιμες από το 2020. Ιστορικά, η Κίνα είχε κατά μέσο όρο 2,2% ετήσιες μειώσεις στην ενεργειακή ένταση τα τελευταία 20 χρόνια και 3,0% ετήσιο μέσο όρο τα τελευταία 40 χρόνια: οι σημερινές μικροσκοπικές μειώσεις υπενθυμίζουν ότι οι επιδόσεις του παρελθόντος δεν εγγυώνται μελλοντικά αποτελέσματα. Οι Κινέζοι αξιωματούχοι έχουν επίγνωση αυτής της μείωσης, και το Πεκίνο έχει υποβαθμίσει την σημασία των στόχων ενεργειακής έντασης. Από το 2021, έχει σταματήσει να θέτει συνολικά ετήσιους στόχους για τις μειώσεις αυτές.